Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

ΑΓΑΠΗ ΠΑΝΤΟΤΕ ΚΙ ΑΓΩΝΑΣ ΘΑ ΣΕ ΠΛΑΘΟΥΝ ΚΑΙ ΘΑ ΔΙΝΟΥΝ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΠΥΡΕΤΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΣΟΥ…

 … μ’ ένα φως φτεροκοπώντας γύρω σου τις στάχτες να σε πλύνουν

-Σήκω!. της ζωής δεν σταματάει ποτέ ο τρικυμισμός.

 

Αγάπη πάντοτε κι αγώνας θα μοιράζουνε το βάρος της αίσθησής σου ίσα στους πόρους του κορμιού,

θα σου χαρίζουν βήματα σ’ ένα λιβάδι θάρρος,

δάχτυλα πιο συγγενικά στη χλόη του χαδιού

κι όνειρα γήινα, ταιριαστά στο ανθρώπινό μας σχήμα.

 

Χωρίς αγάπη είναι ο αγώνας πανοπλία κενή,

χωρίς αγώνα κάθε αγάπη πεθαμένο κύμα,

αίμα χωρίς σφυγμό, καΐκι δίχως το πανί.

 

Χωρίς αγώνα κι ο Ποιητής λιμνάζει και σαπίζει κι από το σώμα του μαδάει του κόσμου μας η αφή,

της αδικίας ο αίνος γύρω του σαλπίζει

και σαν σκουλήκια που πηδούν, στη βρώμικη τροφή, ευθύς αρχίζουν άνθρωποι -φενάκες από ανθρώπους-

να του κουφώνουν και ζωή και δόξα κι ομορφιά.

Όμως η Γη μισεί τους βαλτοτόπους

κι ο ήλιος σκληρός εκδικητής, ανοίγει τα πανιά,

ξεραίνει όλους τους βάλτους και δεν μένει

στάχτη της στάχτης, λησμονιά της λησμονιάς

κι ο συρφετός των σκουληκιών πεθαίνει ενώ βυζαίνει την προσδοκία μιας αηδίας πιο πλατιάς.

 

Αγάπη πάντοτε κι αγώνας θα συμπτύσσουν τους μελανούς ορίζοντες στο χάδι του υψωμού

κι αφού τη νέα ζωή σου αθλοθετήσουν,

θα σε συνέχουν πάντα στην πορεία του λυτρωμού.

 

Τι δύσκολο το βάδισμα!

κάθε βήμα και πάλη, κάθε βήμα και ηφαίστειο που η λύπη καταρρέει

σε κάθε βήμα μια αίσθηση σ’ εγκαταλείπει κι άλλη προσηλυτίζει την ψυχή σου ευθύς και γλυκολέει:

 

«Ζει ο άνθρωπος κι ένας σφυγμός αν μείνει ακόμη,

ζει ο άνθρωπος κι αν μείνει μια πληγή,

ζει ο  άνθρωπος κι αν μείνει μια συγγνώμη,

ζει ο άνθρωπος κι αν μείνει μια κραυγή».

 

Την τέλεια  αίσθηση έζησες σφουγγίζοντας τη λύπη σε πρόσωπα μικρών παιδιών που γέρασαν λυγμοί,

χαϊδεύοντας φτωχές γυναίκες σου άνοιξαν οι κήποι,

με δάκρυα κι άστρα πότισες το  χέρσο το φιλί,

δούλεψες στις φυτείες των ηφαιστείων

-Ένας ροδώνας θα σ’ ανασταίνει τις στιγμές που υψώνεται η ζωή,

θα σ’ αναστήσει μ’ αστραπές και φώτα ένας τυφώνας

που θα μοσχοβολάει παιδιού ζωή, για να σου πει,

πως συ δεν ήσουν σκύβαλο που το δοξάζει ο αγέρας,

πως συ που τόσο αγάπησες και πάλεψες σκληρά,

εσύ δεν πρόδωσες το αγνό κι εξαίσιο εκείνο τέρας

που ξεγεννούσε η μάνα σου μες σε σεισμούς χαράς.  

[ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ, το ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1954

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω το εισαγωγική άτιτλο ποίημα ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ, ΤΟΥΤΗ Η ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΟΙΜΩΓΗ και τα ποιήματα: 

ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ και του ΠΟΛΕΜΟΥ,

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΟΧΗ και

ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ

Καλή Ανάγνωση

 


ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ; ΤΟΥΤΗ Η ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΟΙΜΩΓΗ; (από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ 1954)

Ξυπνήσαμε καταμεσί σε μια κραυγή!.. Γύρω καπνίζαν οι πολιτείες και μας έπνιγε ο καπνός, ο ουρανός σαν αναφιλητό χτυπιόταν και βουίζαν οι στέγες του από θύελλες φωτός.

Νωρίς-νωρίς μπαρκάραμε στο σάλο της ζωής περάσαμε τις παιδικές θάλασσες θερισμένες, σβησμένα τα πρωινά τα δάση και σπασμένες, σπασμένες όλες οι βεντάλιες της βροχής.

Ανάστατα, αδυσώπητα τριγύρω μας χορεύουν, θάλασσες που μεσουρανούν τυφώνες μελανούς, τα μάτια των νεκρών παιδιών κι άγρια μας κυριεύουν γεμάτα λάμψεις και πληγές από βομβαρδισμούς.

Πού ’ναι λοιπόν οι πίδακες του γέλιου, πού ’ναι οι οπώρες του έρωτα; Ξερή καμένη η γη, κρεμάλες σκύβουν πάνω μας αντί άνθινες αιώρες. Αυτός είναι λοιπόν ο κόσμος; Τούτη η απέραντη οιμωγή;

Όχι, μη κρύβετε τη ζωή, παραμερίστε αυτά τα κρόσσια της φωτιάς, τραβήχτε τους καπνούς, το θόρυβο της άνοιξης στα δάση αφουγκραστείτε, ξυπνούν οι γαλανοί λειμώνες μεσ’ απ’ τους ατμούς.

Ανοίχτε μας τον κόσμο!.. μια παρηγοριά με της αστροφεγγιάς τα χέρια μας βαφτίζει σ’ ανατριχίλες κι αστραπές καινούριες και ξεφτίζει την άνεση της λύπης μας σε σμήνη άγρια πουλιά.

Ανοίχτε μας τον κόσμο! Πλάι μας βαδίζουν εκατομμύρια νεκροί που από τον πόλεμο γυρνούν, οι λάμπες των κρανίων τους το δρόμο μας φωτίζουν κι οι δείχτες προς το μέλλον τρίζουν και γυρνούν.

Ανοίχτε!.. οι άνεμοι χτυπούν τις πόρτες και μαδούν χρώματα της πληγής, λάμψεις της πανοπλίας, τρέμουν της νύχτας όλοι οι τοίχοι και μαδούν αυτά τα πεπρωμένα της αηδίας.

Ανοίχτε όσο είναι νωρίς – για να σας συγχωρέσει το αίμα που πάντα συγχωράει, το αίμα που θα περάσει. Μάτια, καρδιές και στόματα – για να σας συγχωρέσει το αίμα που δεν μας γέλασε κι ούτε ποτέ θα μας γελάσει!. 

 

ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

                             -Ι-

Δεν ξεχωρίζω πια τον ερχομό σου από την άνοιξη

το βάδισμά σου απ’ το άνοιγμά των λουλουδιών

τη νιότη μου από το χαμόγελό σου

 

Δεν ξεχωρίζω το κορμί σου απ’ των περιβολιών το θρόισμα

την αφή σου απ’ την αφή όλου του κόσμου

τη γεύση σου απ’ τη γεύση των τρικυμισμένων μυστικών

 

Δεν ξεχωρίζω πια τα μάτια σου

Μάτια; ουρανός; θάλασσα; αστέρια – δεν ξεχωρίζω πια

Εσπαταλήθηκες πολύ μες τη ζωή μου

                             -ΙΙ-

Βλέφαρο ασάλευτο, φτερούγα δίχως αναστεναγμό,

πληγή ξεχειλισμένη από φεγγάρι,

δάχτυλα που παρηγορούν αυτές τις πέτρες

και κάποτε ήταν δάκρυα,

αγρύπνια μετρημένη με σφυγμούς και σφυρίγματα τρένων,

νύχτα αράγιστη,

κρατάμε μιαν απέραντη λύπη

που αφανίζει το θάνατο.

                             -ΙΙΙ-

Έξω απ’ το χαράκωμα της μοίρας

στόμα του τριαντάφυλλου

μάτια της βροχής

δάχτυλα που δεν έχουν αδελφούς κι ούτε αδελφές στον κόσμο

σφίγγουν τα ηνία του χαμόγελου, καθώς

το αίμα στο χαράκωμα του ορίζοντα σαλπίζει

σιωπητήριο της καρδιάς

                             V-

Προτού το πρόσωπο βουλιάξει

στις χούφτες του ονείρου, προτού

να ρουφηχτεί η θωριά στις χούφτες του χαμού

βρήκε το μέτωπο άστρο

βρήκαν τα μάτια εύφορη σκιά

βρήκεν ηχώ ο λυγμός.

Λευκή από δόντια κωδωνοκρουσία

χιονίζει πάνω από παράλογα τοπία

κι ανήξερα από πόνο πνίγονται τα χέρια

                             -V-

Να!.. αλλάζει βάρδια ο πόνος με τ’ αστέρι,

λασκάρει ο στεναγμός τον ουρανό,

βγες απ’ το μίσος, πέτα το μαχαίρι,

πάνω απ’ τη ράχη πήδα να σκορπίσεις τον καπνό,

 

άνοιξη της φωνής, της άνοιξης φωνή,

βλέφαρα, σκονισμένα του ήλιου σκαλοπάτια,

άνοιξη του κορμιού, της άνοιξης κορμί,

καρδιά που πια μοιράστηκες στης αϋπνίας τα μάτια.

 

Να!.. αλλάζει βάρδια ο πόνος με τ’ αστέρι

λύνεται απλά των στοχασμών μας η ροή.

-Δωσ’ μου το χέρι σου αδελφέ, δώσ’ μου το χέρι!

Σιωπηλά, θριαμβικά στρίβει η ζωή για τη ζωή

                             -VΙ- (Πάθος Ανθρώπινο)

Δε γιατρεύεται τούτη η ομορφιά

λουσμένη σε πληγές και ηφαίστεια…

Καθίσαμε τριγύρω απ’ την πληγή

που την στεφάνωνε ένας πυρετός από άστρα,

δεκαοχτώ χρονών κι ακόμα μικρότεροι

-τα δάχτυλά μας αποβάθρες χαδιού

τα στάματά μας άνοιξη από λόγια

κι αυτό που χρόνια τώρα γυρεύαμε, μια φαντασία πιο εύφορη

όπου να ευδοκιμεί αυτός ο κόπος της καρδιάς.

 

Καθίσαμε τριγύρω απ’ την πληγή

δεκαοχτώ χρονών κι ίσως μικρότεροι

-ποιος έμαθε ποτέ την ηλικία του;

ο άνθρωπος μετριέται μονάχα με αγάπη,

γυμνός από χαρές, όταν η νύχτα

ρίχνει τη χόβολη του παιδικού μας φεγγαριού στα μάτια

και τα ερημώνει από το δάκρυ – ω πληγή

ξεχειλισμένη από θυμό και νεότητα,

 

δε γιατρεύεται τούτη η ομορφιά

που ’χει παιδιά κι εγγόνια φυλακή

που είναι εξορία τα μάτια της

κι έχει φωνή για να ξυπνάει τους πεθαμένους.

 

Καθίσαμε τριγύρω απ’ την πληγή

παιδιά του τελευταίου πολέμου και φωνάξαμε:

Δε σταματάει ποτέ η ζωή!

Πήραν φωτιά τώρα ως κι οι μίνες των νεκρών

καίγονται οι φυλακές, φλέγονται τα στρατόπεδα

και άγρια μια φλόγα κυβερνάει τον ουρανό.

Άνοιξη, άνοιξη!.. κι αχ, δε γιατρεύεται

τούτη η ελπίδα της ζωής, η ελπίδα της αγάπης.

Δε σκοτώνεται με κανένα θάνατο.

δε φιμώνεται με κανένα πόλεμο, δε γιατρεύεται

αυτό το πιο μεγάλο ανθρώπινο πάθος

που οι τύραννοι θαρρούν πως θα μπορούνε πάντοτε

να το διατιμούν: «Ειρήνη…»

                             -VΙΙ- (Δεν μπόρεσαν)

Υπάρχουνε στο δρόμο αυτό στρωμένοι καλοσύνη,

με χλόη από φεγγάρι κι ήλιο και χαμόγελο,

υπάρχουν δρόμοι μες τη σκέψη μας

απ’ όπου θα μπορούσε να περνά ελεύθερα η σκέψη καθενός,

κι όμως μας κλείδωσαν όλα τα πανηγύρια των ματιών

μας κλείδωσαν τα χέρια

-Να τους βρούμε δεν μας άφησαν.

 

Για κάθε πεθαμένο είχαμε λουλούδια,

για κάθε μα κοπέλα ένα χαμόγελο,

για κάθε βρέφος μια φτερούγα γαλανή

τα βήματά μας φλοίσβιζαν τ’ όνομα της αγάπης

-Να περάσουμε δεν μας άφησαν

 

Πίσω απ’ τα σίδερα διψούσαν

μια καλημέρα, ένα χέρι, ένα όνομα.

-Βουβοί κι απαρηγόρητοι περάσαμε,

να τους μιλήσουμε δε μας άφησαν.

 

Τα ωραία τοπία πλαγιάζουν αγκαλιά με ναρκοπέδια

κάτω απ’ το γαλάζιο συρματόπλεγμα του γαλαξία.

Κάηκαν τα δάση, σβήσαν τα λιβάδια

μια ελπίδα στην καρδιά μας δεν μας άφησαν

 

Δεν έχει πια η νοσταλγία παράθυρα

ούτε η ελευθερία πλατείες…

Η όψη μας είναι ένα απαρηγόρητο χρώμα

η αναπνοή μας ένα άγριο αναφιλητό

που πνίγεται σ’ αυτό το φως, σ’ αυτό το φως…

-κόσμος όλος είναι ένα φως, που δεν μας άφησαν

να το χαρούμε, δε μας άφησαν.

 

Όμως δεν μπόρεσαν.

Δεν μπόρεσαν κι ούτε ποτέ τους θα μπορέσουν να μας εμποδίσουν

να γεννηθούμε άνθρωποι

να ζήσουμε άνθρωποι

να πεθάνουμε άνθρωποι

                             -VΙΙΙ-

Ακόμα ένα σφυγμό,

ακόμα ένα βήμα στη λεωφόρο του αίματός μου,

ακόμα μια στιγμή

να στεγνώσω τα χέρια μου απ’ τη δροσιά του φεγγαριού,

να κοιταχτώ ακόμα μια φορά στα μάτια σου,

ακόμα μια φορά, μια αναπνοή ακόμα,

μια γουλιά άνεμο, ακόμα μια γουλιά

για να τανύσω τα σφιγμένα χείλια μου ακόμα μια φορά

και να σκορπίσω ένα χαμόγελο στον κόσμο.

[από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ 1954]

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΟΧΗ (από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ 1954)

Αγρύπνησα στο φως που μου ’δωσες ώσπου να φέξω ολάκερος κόρη των καλοκαιρινών μου στοχασμών

με στόμα κοραλλένιο και τσαμπιά αστεριών στα ολόδροσα μαλλιά,

μ’ όλους τους ανεμόμυλους της άνοιξης στα μάτια μου,

μ’ ανθούς της θάλασσας στην ακοή μου και με δάχτυλα βρυσούλες του χαδιού,

όμως η λάσπη ετούτη, αγάπη μου, σωπαίνει

και με δικάζει, αγάπη μου. Η λάσπη ετούτη είναι παράξενη,

το στήθος της δεν δέχεται φιλί ούτε δάκρυ,

το στήθος της δεν έχει έλεος,

κάθε φορά που γράφω το όνομά μου εκείνο σβήνει,

η λάσπη αυτή παλεύει και σωπαίνει

κι όπως με ταλαντεύει αγέρωχα

νιώθω να με ζυγιάζει η αθανασία.

 

Αχ, όποιος έζησε σε σπίτια που τα ντρέπεται ο ήλιος,

όποιος αγκάλιασε αυτές τις γυναίκες με τα κορμιά τα σκοτεινά και τα θλιμμένα,

το ’νιωσε: η λύπη αυτή δεν αναλύεται σε τίποτα άλλο πια,

κανένα ιδανικό δεν κτίζεται με στάχτη.

Η λύπη ετούτη πρέπει να χαλάσει κι η στάχτη να χαθεί.

Γι’ αυτό, αν κλαίω κάποιες στιγμές, μη λες

κόρη γλυκών καημών, κόρη με τις πλεξίδες του μελιού,

μη λες πως κλαίω γιατί απελπίστηκα ή γιατί φοβήθηκα ν’ απελπιστώ.

Ξέρεις, εσύ αγάπη μου, δεν κλαίω από απόγνωση

κλαίω από νιότη. -Έλα κι εσύ

κι ας έρθουνε τ’ αδέλφια σου, τ’ αδέλφια μου,

αδέλφια όλης της γης

κρατήσετε το θρήνο στο ύψος της τιμής!

 

Στη γειτονιά με τα τενεκεδένια σπίτια

έφτασε η τελευταία πια εποχή.

Σ’ ολόδροσα αναφιλητά πλάγιασαν οι κοπέλες

μα ύπνος δεν πήζει εδώ κάτω απ’ τις άθλιες στέγες,

στέγες φτερούγες της ανησυχίας που δέθηκαν

στης δυστυχίας το χώμα,

που δε μιλάει - Μα θα μιλήσει! γιατί έχει

φλέβες η οργή κάτω από το δέρμα όλης της γης,

γιατί έχει η ελπίδα μας ποτάμια το αίμα.

Γιατί ήρθε η τελευταία πια εποχή γι’ αυτά τα χέρια που δεν πιάνουν

η τελευταία εποχή γι’ αυτά τα μάτια που δεν βλέπουν

για το γέλιο που δεν γελάει και για το κλάμα που δεν κλαίει,

για τους νεκρούς που δεν επέθαναν και για τους ζωντανούς που δεν εζήσαν

έφτασε η τελευταία πια εποχή.

 

Για την αγάπη αυτή που δεν την αγαπήσαμε,

κόρη γλυκών καημών, με τα φτερά τα στήθια σου, κόρη με τους ροδώνες

των αστεριών στα μάτια σου,

έφτασε η τελευταία πια εποχή

για την αγάπη που δεν μας αγάπησε.

 

Για το σκυφτό, το πένθιμο κεφάλι των δεκαοχτώ χρονών

για τη φριχτή αυτή εφηβεία των μαρασμών

έφτασε η τελευταία πια εποχή.

Κόρη με τη σωστή αίσθηση του κόσμου

αύριο, αύριο θα λάμψω από ανθρωπιά

όταν η λάσπη ετούτη θα μιλήσει,

όταν πια θα ’χω βρει μες στα δυστυχισμένα μάτια σου

το πιο γαλάζιο μου τραγούδι.

 

ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ

                   -Ι-

Πάντα να ρίχνεις στις πληγές σου νέο κουράγιο,

ν’ ανάβει η μάχη να νικήσεις ,

περνώντας το εμβατήριο των αισθήσεων από βάλτους σε ροδώνες,

να δεις σε κυκλικούς χορούς το φως να υψώνεται σα θάλασσα, να σπάει και να σκορπάει,

ο κόσμος να χάνεται και να κερδίζεται σε μια στιγμή.

 

Άκου, σαλπίζουνε τα στόματα των άστρων,

καταρράχτες ελπίδων πάλλονται στο ηχείο των ουρανών  - Πάντα ν’ ανοίγεις

ρήγματα στην απελπισία, για να μη νιώσεις

ποτέ σου τη ναυτία της ήττας ή την επαιτεία της δόξας.

 

Κι αν στον κόσμο δεν μπόρεσες να δώσεις ένα σώμα εξαίσιο.

φρόντισε τούτο: ένα σκελετό λαμπρό ν’ αφήσεις - σκαλωσιά της αρετής,

για ν’ ανεβούνε τα παιδιά που θα ’ρθουνε

αύριο να χτίσουν το τραγούδι τους

με άνεμο και ήλιο.

                   -ΙΙ-

Κράτα καλά τη βάρδια σου,

δέσε τα μάτια σου στον άνεμο,

σφίξε τις φλέβες σου κι αγρύπνα

πάνω από την παλίρροια της νύχτας και του ήλιου

κράτα καλά τη βάρδια.

 

Κανείς δεν ξέρει πόσο θα βαστάξει,

μπορεί και μια στιγμή, μπορεί κι εβδομήντα χρόνια.

Σε κάθε γωνιά της γης μπορεί να γεννηθεί ο άνθρωπος

και δεν μπορεί όπου κι όπου να πεθάνει.

Κράτα καλά τη βάρδια.

 

Μπορεί  να σβήσεις δίχως να προλάβεις

ούτε ένα μήνυμα απ’ τα όνειρά σου

-αργεί πολύ να ’ρθει η ηχώ των τίμιων κραυγών -

Κράτα καλά τη βάρδια.

 

Με τίποτα μην την αλλάξεις τούτη τη σκοπιά

που την αιφνιδιάζουνε της παγωνιάς τα δόντια,

σκοπιά στόχο της πίκρας και της θύελλας,

σκοπιά που την υπερασπίζεσαι άοπλος,

κρατώντας μονάχα στα χέρια σου

την παιδική καρδιά σου σαν χειροβομβίδα

έτοιμος να την σφενδονίσεις μες στα μάτια του θανάτου,

για να χυθούν στον κόσμο ένα σωρό νέες αισθήσεις

για να χυθούν στην πλάση όλα τα σήμαντρα των λουλουδιών, των άστρων και της θάλασσας

αναστατώνοντας τα ευτυχισμένα βάλτα της ανίας και της τρέλας

Κράτα καλά τη βάρδια.

 

Όπως κι όπως μπορεί να γεννηθεί ο άνθρωπος

μα δεν μπορεί όπως κι όπως να πεθάνει.

Κράτα καλά τη βάρδια.

Για μιαν ανακατάταξη στ’ αστέρια και τις θάλασσες

στις πολιτείες και στα δάση

και στων ανέμων τα χαμόγελα

μια ανακατάταξη στα μάτια και στα χείλια

στο μόχθο, στη χαρά και στων ανθρώπων τις καρδιές.

 

Κράτα καλά τη βάρδια σου

-κανείς δεν ξέρει πόσο θα βαστάξει - Ωσότου

να πάρει να φυσήξει μια αλλαξοκαιριά

και να λυθούν οι κόμποι των ματιών σου

και να λυθούν οι κόμποι των χειλιών σου

και να χιμήξει μες στο φως η πλώρη του μετώπου σου

με τις γαλάζιες φλέβες στα μελίγγια σου να γράφουν

τ’ όνομα της Αγάπης.

Κράτα καλά τη βάρδια.

Η ζωή είναι κερδισμένη θυσία.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 36

                   -ΙΙΙ-

Τι μοίρα αλήθεια αυτή!.. πάντα να στέκεις

γλυκός κι αλύγιστος σαν άνθος ανθρωπιάς…

 

Λίγο να κάνω πως θα σκύψω,

λίγο να χαμηλώσω τη φωνή ή τη σκέψη

και να! ακουμπά η παλάμη του ουρανού στο μέτωπό μου

στηλώνοντάς  με πάλι στο ύψος της παλιάς κραυγής μου.

 

Και να! γυρίζουν οι εποχές, οι πολιτείες,

γελούνε περιβόλια φώτων και μεθούν οι ποταμοί,

 

με υφαίνουν οι βροχές, με σφίγγουν οι άνεμοι,

μ’ όλα της τα άστρα κροταλίζει η νύχτα,

πηδούν σαν ελαφάκια τα βουνά στο φως των κεραυνών

και να! γυρνούν οι μετανάστες χτύποι της καρδιάς

και να! η ζωή με χύνει πάλι στο καλούπι της

με μια στοργή από φλόγα.

 

Μα ήθελα να μην είχα γεννηθεί μια πίκρα περισσότερο στον κόσμο,

ήθελα να μεγάλωνα κι εγώ σε κήπους μ’ ανθισμένα μάγουλα

κι όχι μες σε ναυάγια και γιορτές

-γιορτές από σάπια χαμόγελα,

ναυάγια που φοβούνται να πεθάνουν.

 

Ήθελα να μην είχα γεννηθεί μια βλαστημιά της γης,

ένας σεισμός από δάκρυα και κραυγές,

ήθελα να μην είχα ζήσει αυτή την ηλικία,

που το φως των πληγών μου την τρομάζει

-εκεί μέσα βουίζουν

πόνος και ήθος.

 

Τι μοίρα, αλήθεια, αυτή! πάντα να στέκεις

καταμεσί στη μάχη αυτή

που όλο με φέρνει πιο κοντά στον ήλιο

που χρόνια τώρα με λιχνίζει

και μου χαϊδεύει την καρδιά κι όλο μου λέει

αυτό που πάντοτε μουρμούριζα μ’ απελπισία

θρηνώντας μέσα στα πεδία των μαχών:

θάνατος δεν υπάρχει.

  [από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ 1954]


ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΑΝ «ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ»

Τι γίνεται όταν ο ποιητής «αυτό που γυρεύει είναι όχι η μετουσίωση, αλλά ακριβώς το άγγιγμα του αμετουσίωτου, του ατόφιου, του μη επιδεχόμενου μορφοποίηση»; Και ποιά θα είναι η ποίηση του ποιητή που υπερασπίζεται αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να μορφοποιηθεί, αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί; Μοιραία θα οδηγηθεί σε μια καταλυτική αντίφαση και σε μια ιδιαίτερη ποίηση τόσο γόνιμη όσο και το πάθος της υπεράσπισής της. Ο Βύρων Λεοντάρης έχοντας συνείδηση αυτού του πάθους, έγραψε για τον Καρυωτάκη: «Οριακός ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας» καθώς δεν περπατούσε «στο χείλος του γκρεμού» γράφοντας, αλλά είχε «αντικρύσει κατά μέτωπο τον γκρεμό», εκεί όπου «η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή». Αυτήν την οδό ακολούθησε και ο ίδιος, γράφοντας ποιήματα σαν «δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας», γνωρίζοντας συγχρόνως πως ο βαθύτερος πυρήνας της λειτουργίας αυτής είναι και θα παραμείνει άβατο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ