Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

 (… μαύρη εκδίκηση… κορναρίσματα στο γάμο του Καραγκιόζη…)


Πενθήμονας αναπνέω πάλι καπνίζοντας.

Θα ’λεγα όμως το σκοτάδι μεγάλο προνόμιο-:

τη νύχτα είν’ όλα ανοιχτά τα ερωτήματα.

Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο,

δεν κατεβάζει τα ρολά της,

δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα.

Χθες το θυμήθηκα πως οι λέξεις τα μαύρα μας αγγελούδια

(οι αμέτοχες στον έρωτα ιερόδουλες)

λικνίζονται σαν ασέβειες πάντοτε.

Γοερότητα μέσα μου της ανέπαφης σιγής

και το στόμα μου αγαλλόμενο βάραθρο που συντρίβομαι

πάνω σε στίχους αρμαθιές   (τα νεφρά μου στο απόλυτο).

Θα ’θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς

 να ρημάξω

τα χιλιόχρονα βάσανα.    Ω βραχύβια

μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεκτα…

Τι είν’ η τόση λογική; 

 δεν είναι μια πετυχημένη παραφροσύνη;

Στο κάθε πυροτέχνημα η νύχτα, νύχτα ξαναμένει

χαρίζοντας στα χέρια μου σπαρακτικό τσεκούρι

της αγάπης

τα όνειρα: ξερόκλαδα στην ερημιά κι η θάλασσα

το άσυλο του τίποτα,

σκυλί με μπλάβο αίσθημα κουρελιασμένο.

Έχω καρδούλα νηστικιά βλογιοκομμένη ελπίδα

(πότε το ΄λεγα;)

σήμερα δεν το βρίσκω

στην αθώα της μνήμης μου βαρβαρότητα.

Μα όμως νάτην η γυναίκα η κατάφυτη

η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα

όπου της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη

σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας

«κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω».

Τ’ ακούω (κλαίει λυπηρά) το χαροπούλι

μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;

Εμένα είναι το μυαλό μου γιαπωνέζικο.

 [ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ – Μαύρη εκδίκηση…  στη συλλογή του Νίκου Καρούζου  ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ, 1979]

 


(… Εκεί όπου   ΣΤΑ ΕΚΦΥΛΑ ΤΑ ΣΥΓΝΕΦΑ,   ο Ποιητής  

με μια παμπάλαια χακί ντακότα, την Ποίηση…)  

 

«Φεύγω από το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου

δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας,

τα διάπυρα σημάδια του Δήθεν εντειχισμένα στο στήθος.

Φεύγω απ’ τα χέρια μου φεύγω απ’ τη στύση

διατρέχοντας ηχηρά το νευρικό μου σύστημα

είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε

στα μαυρισμένα ράφια της θεότητας

διαθέτω μονάχα την Άνοιξη διαθέτω τ’ αστέρια,

είμαι άλλωστε εγώ που ταρίχευσα

μαζεύοντας όσο μπόρεσα χημικό σκοτάδι-

την καθημερινότητα!

 

[κι άλλες ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ… ΟΜΙΛΙΑΣ του Ποιητή

από το συγκεντρωτικό Δεύτερο Τόμο:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  1979 – 1991, Τρίτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία]

 

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ ΣΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΥΨΗ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ  και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

στην αγχώδη μου έλλαμψη που βόσκει ανάμεσα

σ’ αυτή την αιωρούμενη ανάσταση της σκόνης

ανηφορίζοντας από κακοτράχαλα χώματα

σε κάτι ρόμβους νοερούς επιμένοντας ολομόναχος

τις γοερές να ξεκοιλιάζω γουρούνες: τα έκφυλα σύγνεφα

με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση

στα ύψη στο αγέρινο σκυλάδικο

που φωνασκούν ερίζοντας χυδαία τ’ αστροπελέκια.

Τα πόδια μου δεν είναι πια στα κάθετα χιλιόμετρα

η νηστική αρχαία μου φιλοδοξία

τα μουσικά μου μαθηματικά διανύοντας

(θυμάμαι από δω-πάνω τους καλοκαιριάτικους δρόμους

τις ρόδινες εκείνες φτέρνες των γυναικώνε να ξεχειλώνουν

επάνωθε σε κακορίζικα ξυλοπάπουτσα)

στα ύψη τ’ ακοινώνητα όπως ο μαύρος κι άραχλος πεθύμησα

ν’αδράξω με τ’ αριστερά μου δάχτυλα

της θεότρελης αστραπής τη γρήγορη γεωμετρία

πιάνοντας το μπατίρη ουρανό (κι ας λένε...) απ’ τα κέρατα:

Το Σείριο και τον Αντάρη τον αποτρόπαιο

λιανίζοντας το ύψος ανεχόρταγα

με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση.

 

ΟΠΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ

Στο άρωμα ο δυόσμος ισοβίτης αποχωρίζοντας

το κοίταγμα με χάος απ’ την όραση

(ζοφερά τ’ ουρανού τα αποστήματα)

μα οι γαλάζιες υποθέσεις της ψυχής φτεροζυγιάζονται

στον εσχατιώτη που τήκεται υποφέροντας τα τέρματα.

Χιλιάδες χρόνια έρημου νερού με συντροφεύουν

(ένα κουφάρι πεθαμένης μέλισσας  ανάλαφρο μεσ’ στο λιοπύρι)

καθώς η νύχτα η αστραπομάτα

χύνεται κάποτε στην πολύκροτη φωτιά

στη μαύρη   νευροπάθεια

με στομωμένο κόκκινο ξηλώνοντας με φλόγες το σκοτάδι.

Ξεροστάλιαζα γιομάτος αφύπνιση

παραμέριζα   τα τέσσερα στοιχεία

έβλεπα·   ήμουνα  υπήρχα στην αμφίνοια συσσωρεύοντας

την άχρηστη ζωή μου μεσ’ στο κάπνισμα

δρασκελώντας την άπληστη τυραννίδα του ποιήματος

μύριζα φύκια στις ευωδιαστές μασχάλες της θαλάσσης

μόνος

εκεί που θραύεται το κύμα λυσσαλέο δίχως όρια

στον ατράνταχτο βράχο: με πόσους αιώνες τον υποσκάπτει...

Θα ναυλώσω ένα σύστημα φιλοσοφίας

για να πάω ταξίδι στα ξωτικά κείνα μέρη στα απώτερα

Λάθη.

Η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας

κι ανελέητα η ζωή πολιορκεί

τα νεκροταφεία με μαρμαράδικα.

Πεσμένος ένας όμορφος ανάπαιστος ανάμεσα στα

κυπαρίσσια.

 

ΝΑ ΓΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ

Ολομόναχος αδικαίωτος κι ανυπεράσπιστος

ελεεινός από βίαια ύψος που πάει στράφι

κάθε χιλιόμετρο μέλλον ένας βραδύκαυστος θάνατος.

Πότε θα με γκρεμίσει η ποθούμενη φλόγα στα σωθικά μου

στα φυλλοκάρδια μου η αμέτοχη λύση

η ακάλεστη διακοπή ώστε ν’ αρχίσει

αμέσως η αποσύνθεση.

Ήτανε κουβαράκι κάποτε μαζεμένος ο χρόνος

στα ιλιγγιώδη ποσοστά της αφάνταστης μικροΰλης.

Κανένας Κάλχας και κανένας οίστρος της τράπουλας –

η τύχη μας δεν είχε βγάλει τα φτερά της εντελέχειας.

Κι όμως εκεί στα έγκατα φυτευότανε δίχως νόημα

η ερεβώδης ιδιορρυθμία του θανάτου -:

αυτό που δοκιμάζουμε στο όνομα ηλικία.

Κι άλλη Άνοιξη εφέτος κι άλλη –

στη δράκαινα διάρκεια-διαλεκτική...

Κι άλλα πλήγματα στο στήθος κι άλλα

φονικά διάτορα εικοσιτετράωρα.

Στο κάπνισμα γρήγορα – να υπάρχουμε δήθεν άτρωτοι.

 

ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΕΡΓΟΣ

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα

τι είναι τα ποιήματα.

Είναι πληγώματα

είναι ομοιώματα

φενάκη   φρεναπάτη;

Φρενάρισμα ίσως;

ταραχώδη κύματα;

τι είναι τα ποιήματα;

Είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;

είναι σκαψίματα;

Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;

είναι γάζες επίδεσμοι

παρηγόρια ή διαλείμματα;

Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.

Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου  ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

 

Ο ΕΧΕΜΥΘΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΑΠ’ ΤΑ ΥΨΩΜΑΤΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

Βάζοντας τη φτέρνα του ενός ποδιού στη μύτη του άλλου

ειρωνεύομαι συνήθως το περπάτημα

την αμοίραστη σκέψη κατορθώνοντας  που δραπετεύει μόνη της

απ’ του καιρού τα αναρίθμητα, του χώρου τα ειωθότα.

(Θα ’πρεπε να προσθέσω ίσως πως ο άνεμος εμποδίζει το κέρδος).

Εγώ τη ζωή μου την έχασα

κι αυτό είναι η άρρωστη κουλουριασμένη μου ευτυχία.

Είναι μια φράση τούτη που σήμερα τη ξελεπιάζω.

Τα επίγεια λέει κάπου ο Ιησούς – και τα επίγεια – ,

συντρίβοντας τους πλαστούς ουρανούς ανάμεσα στα άμφια.

Για σκέψου το καλά-: ο θάνατος ν’ απόκειται στην άνθηση

να γεύεται τη γεύση μας μυρίζοντας τέτοια ζωντανίλα…

Σιχάθηκα τους στίχους τα γοερά σκάνδαλα των λέξεων.

Εσύ δεν είσαι ο νυμφίος της διάνοιας ο προικοθήρας

(του όντος η εξεύρεση)

κάτι ορέγεσαι εσύ να απαστράπτει κρεμάμενος

απάνω από τους λαίμαργους κρημνούς της ορατότητας

την έμμονη σκιά σου γυρεύοντας από χάμω να την ξεριζώσεις

οπουδήποτε στην κίνηση ή στην ευλάβεια δίχως εκκλησία:

τη θρυμματίζουσα τον εαυτό της ακινησία.

 

ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΡΕΦΟΥΝ ΟΝΕΙΡΑ

(… απολαμβάνουν την πραγματικότητα… )

Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου   μη μ’ αφήνεις  ανυπεράσπιστο στα σκυλιά    με τόσες όμορφες εικόνες σου   σ’ αυτό το σκουπιδότοπο  (στο ύψος Παρθενώνας)   Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα   θαν την κάνω κουρμπάνι   στα γοερά μου πεύκα  κρεμαντούλα   ενάντια στου χρόνου την εφεύρεση   δοξάζοντας τον το πληγωμένο μάλαμα:  τη μοναξιά μου   στα νόστιμα ερέβη που με περιμένουν   εκείθε από τα κωμικά σας έαρα   προς τα ερείπια του σύμπαντος μονήρη   προς του νερού την κρέμαση στα βάραθρα -  μιαν ασώματη ρητορεία.   Τι τα ’θελε  και τα ’φερνε τα γράμματα   ο Δαναός στην Αργολίδα…   Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα  απολαμβάνουν την πραγματικότητα    [ORA ET LABORA  Βουρ στα ζωύφια λατινικά   ΕΠΙΛΟΓΕΣ   από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979]

Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΙ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΙΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

  (… το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα…)   Τα φτερά μου δεν είναι από βλακώδη τρυφερότ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ