Το ’χανε δείξει τα σημάδια από νωρίς.
Οι ξαφνικές νεροποντές οι ξαφνικοί θυμοί της θάλασσας
τ’ άλογα και τα βόδια στην πλαγιά που
κοίταγαν κατά τη δύση κι οσμίζονταν…
Πάει ο καιρός που τέλειωσε η σπορά.
Οι χωριάτες πίνουν κάνα κρασί, τρίβουν τα ξυλιασμένα δάχτυλά τους,
μιλάνε για το κρύο, για τη φτώχεια, για τη σοδειά,
κι έπειτα βιαστικά γυρνάν στα σπίτια τους.
Για τη σοδειά – κι εμείς μιλούσαμε για θέρος
(άλλωστε, πάντα βρισκόταν κάποιος να δείχνει τα σημάδια)
κι εμείς μιλούσαμε για χώμα και για στάχυα
και για το σκεπασμένο λάκκο που θα χωνεύει η κοπριά…
Στο ραϊσμένο τζάμι διακλαδίζονται τα δένδρα κι οι αστραπές
κάθε που η βροχή ανάβει το κλεφτοφάναρό της.
Και τα σκυλιά, πάλι γαβγίζουν τα σκυλιά τη νύχτα
καθώς περνάει τις στάνες τραβώντας για τη θάλασσα.
Μιλούσαμε και μεις γι’ άλογα –
μα για ποια γυμνά φύλλα μ’ είχες ρωτήσει πίσω απ΄ την πλάτη της μητέρας,
για ποιαν αρχή του ανέμου πέρα απ’ το ακρωτήρι;
Δε θυμάμαι δε θυμάμαι καλά.
Τώρα έχω δυο φλόγες κόκκινες
καρφωμένες με πινέζες στα μάτια.
Α, ναι. Θα πρέπει να στο πω:
είναι από μήνες τώρα το καΐκι στην
αμμουδιά, σπασμένο
και πια κανένας δεν το θέλει.
Πάντα ένα καΐκι ταξιδεύει τον άνεμο των δεκαεφτά χρονών.
Τότε που οι καπνοί της ασετιλίνης θειάφιζαν τις γωνίες άλλων δρόμων.
Φρέσκο κυπαρισσόξυλο ένα καΐκι –
οι ναύτες έχουν φαρδιές αρμυρές πατούσες
πλάτες γερές και μουσκεμένες από τα
κύματα και τις ψεκάδες του καλοκαιριού
κι όλο χαράζουν μια πορεία στεριάς κι αποδημίας
ανάμεσα στον ήλιο και τον πολικό.
Κυπαρισσόξυλο που μυρίζει πέλαγος και δάσος.
Η μηχανή μας παίρνει εννιά μίλια.
Τη νύχτα φωσφορίζουν τα νερά
αντιγράφοντας τα τοπία των άστρων στα μπράτσα μας και την καρίνα.
Εννιά μίλια.
Ήρθε βαρύς ο φετινός χειμώνας
με πολύ κρύο πολλή φτώχεια.
Καμιά φορά καλοσυνεύει λίγο.
Οι γριές τρέχουνε να ξηλώσουν μια σανίδα για το τζάκι
κι έπειτα χιονόνερο, ξανά χιονόνερο κι αγέρας.
Ένας παλιός σκελετός απόμεινε – ασπρίζουνε τα ξύλα σαν τα κόκαλα.
Τα κομμένα χέρια ξεκουράζονται για
πάντα στο βυθό
δίχως νύχια και κρέας στις άκρες των δαχτύλων
τυλιγμένα σ’ εκείνη την παλιά λινάτσα
ν’ ανατριχιάζουν κάθε που αγγίζουν τα
φύκια ή τα περαστικά χταπόδια.
(πρώτο απόσπασμα από τη ΓΗ και ΘΑΛΑΣΣΑ κι ακολουθούν τα λοιπά
μέρη του ποιήματος από τη συλλογή ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954 του Τίτου Πατρίκιου]
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΥΛΑΕΙ ΕΝΑ ΡΥΑΚΙ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΡΥΑΚΙ ΓΕΡΝΕΙ Η ΒΡΟΧΗ ΤΟ
ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΚΙ ΑΠΟΚΟΙΜΙΕΤΑΙ (αποσπάσματα από το ποίημα «ΓΗ και
ΘΑΛΑΣΣΑ» στο «ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟ» του Τίτου Πατρίκιου):
Αγόρι μου εσένα δε σου μοιάζει πια η
φωτογραφία ετούτη.
Εσύ ήσουν ένα ελάφι που ήξερε όλες τις
μυστικές φλέβες του νερού
όλα τα καλύβια των ξυλοκόπων στα
ξέφωτα του δάσους.
(δυο δάκρυα στην άκρη των ματιών της
όπως οι δυο άγκυρες στα όκια του
πλοίου).
Ελάφι που είχες ένα μέτωπο που στο
χάιδευε η μητέρα
είχες δυο μικρά χέρια που τα ’χωνες
στη μεγάλη τσέπη του παλτού της.
(δυο δάκρυα χαμένα και λησμονημένα)
Α, μητέρα,
το ’ξερες πως εμείς διαβάζαμε ως το πρωί
ξεχνώντας κι αγνοώντας το
γιατρό
που δίπλωνε αργά τ ’ακουστικά
του κι έλεγε:
«Ο ύπνος προ του μεσονυκτίου
έχει διπλή αξία».
Κι ύστερα ανάβοντας το
ακτινογραφικό μηχάνημα ξανάλεγε:
«Ανάπαυση, προπαντός ανάπαυση
και ψυχική ηρεμία».
Το
’ξερες και δε μίλαγες.
Μόνο αγρυπνούσες
περιμένοντας να σβήσει η
λουρίδα του φωτός και του καπνού
που γλίστραγε κάτω από την
πόρτα μας.
Μητέρα μητέρα
στο βάθος ήξερες πως δεν θα
υπάρχει ανάπαυση
ήξερες πως το βλέμμα μας σ’
εγκαταλείπει
γλιστρώντας πίσω από τους ώμους
σου
όταν μας αγκάλιαζες κι όταν δεν
μας αγκάλιαζες.
Το’
ξερες πως θα φύγουμε, πως
θα φεύγουμε.
Άκουγες για τη θάλασσα και τη στεριά
σωπαίνοντας κι απορώντας που άλλοι
γυρίζανε νωρίς και φρόνιμα τα
βράδια
να φάνε όλοι μαζί την
οικογενειακή τους σούπα.
Α, πώς τους ζήλευες χωρίς να
τους αγαπάς
κι έκλεινες σιγανά σε δυο
αγκύλες πίκρας το χαμόγελό σου
κοιτάζοντας κρυφά να μη σε
δούμε και θυμώσουμε
Φοβόσουν
και χαιρόσουν
την
άπληστη ματιά μας που κάθε μέρα ανακαλύπτει και ξανακερδίζει
ζώντας
την ιστορία του κόσμου από την αρχή.
Μητέρα, μητέρα που κρεμιόσουν
απ΄ το μπαλκόνι όταν αργούσαμε
κι αγνάντευες το δρόμο
μέσα στην αγάπη μας
πέρα απ΄ την αγάπη μας
είναι μια άλλη αγάπη
άγρια κι αφίλιωτη και τρυφερή
με τη μούρη γδαρμένη, ματωμένη
απ΄ το κυνηγητό και τα
συρματοπλέγματα
π΄ ουρλιάζει και πεινάει για
μέλλον
Κάτω απ’
το φως είναι ένα ρυάκι.
Πίσω απ’
τη λύπη μας είναι ένα λουλούδι.
Αν
πιάσουμε το μπράτσο της νύχτας
θ’
ακούσουμε το σφυγμό του χρόνου
τον πυρετό
του και την υγεία του.
Αν
αφουγκραστούμε τη γης
Θ’
ακούσουμε το μεγάλο λαχάνιασμα
τα χαμένα
ποτάμια που πάντα υπάρχουν
ψάχνοντας
να βρουν το πέρασμα
που σμίγει
το χώμα με τη θάλασσα.
Τη γη μας Που πονάει
Που ετοιμάζεται
Έσπασε το
καΐκι,
γκρεμίστηκε
το πεζούλι που ακουμπάγαμε το δείλι
ένα
πιατέλο νεραντζάκι και τις σκέψεις μας,
ψόφησε η
γελάδα –
Μα ό,τι κι
αν γίνει
πάντα
είναι η θάλασσα που αναιρεί κι επαληθεύει
είναι το
χώμα να παίρνει και να ξαναδίνει
είναι οι
σπόροι του καλοκαιριού που θρέφει στην καρδιά του ο χειμώνας.
Ταξιδέψαμε
πολύ
με τα
καράβια τα τραίνα τα καμιόνια.
Στην
τροχαλία της καρδιάς μας
περνάει μ’
ένα βουητό ανέμου το ατέλειωτο σκοινί
των
στιγμών και των τοπίων.
Δύσκολο το
ταξίδι, αγαπημένο, και μακρύ
πολύ μακρύ
μητέρα.
Σκούπισε
τα τζάμια μια στιγμή απ’ τη νεροποντή των αιώνων
και δε
πόσο παλιά βαστάει.
Κάτω απ’
τη δενδροστοιχία των σύννεφων
περνούν
αργά και φεύγουν
τόσες
τριήρεις και χελάνδια και βαριές μαούνες
τόσα
στρατεύματα κα λεγεώνες
που δε
χαθήκανε μα ζουν σε μας.
Μητέρα
όταν δεν
μας βλέπεις
να ξέρεις
πώς πήγαμε να σε προϋπαντήσουμε.
Όταν τα
σπίτια μας μάς χάνουν
να ξέρουν
πως πήγαμε για το τσιμέντο που τους λείπει.
Όταν η ζωή
περνάει και δε ρωτάει πού βρισκόμαστε
πες της
πως κάποια αυγή σε κάποιο λόφο θα μας βρει.
Μόνο μια
χάρη μητέρα.
Ν’ αγαπάς
κι εκείνους που δεν αγαπούσες
Ν’ αγαπάς
κι εκείνους που αγάπησες και σε ξέχασαν.
Να μας
αγαπάς.
Ήρθε βαρύς
ο φετινός χειμώνας.
Με πείνες
και πλημμύρες και θανατικά.
(Τα
σημάδια – εμείς πάντοτε τα βλέπαμε μας
δε μας ένοιαζε)
Και δίχως
εμάς
το ταξίδι του ήλιου δε σταματάει το δρόμο του.
Το χώμα
δίνει και παίρνει τη ζωή
κι ο
θάνατος είναι το λίπασμα.
Βαρύς
χειμώνας – α, εμείς σε τούτο το χειμώνα
ελπίζουμε
μην
περιμένεις πια μια υποτροπή καλοκαιριού που πέρασε.
Αυτό
γιατρεύτηκε και πάει.
Ναι,
υπάρχουνε στα μάτια καρφωμένες
δυο φλόγες
κόκκινες.
Πίσω τους
οι άνθρωποι φαίνονται πιο καθαρά.
Φαίνονται
άνθρωποι.
Δε θα
’χουμε άλλο κέρδος μητέρα
Δε θα
υπάρξουν αμοιβές και φήμη και χειροκροτήματα.
Μόνο αγάπη.
Που
δείχνει κι οδηγεί μα δεν υπόσχεται.
Μητέρα, τι
ψάχνεις στο πρόσωπό μας;
Αν έχει
μιαν όψη ηλιοκαμένη που δεν τη φανταζόσουν
είναι που
ψήθηκε στο δίκιο σας.
Το ταξίδι
μακρύ κι αγαπημένο,
Μα πιο
μπροστά απ’ την αγάπη του ταξιδιού
είναι το
στάρι των ανθρώπων
που πρέπει
να κατέβει απ’ τους μεγάλους κάμπους
ν’ αλεστεί
για να γενεί ψωμί.
Προχωρώντας
στον ατέλειωτο χωματόδρομο του χρόνου
απαντούμε
τις χιλιάδες ροδεσιές απ’ τ’ άλλα κάρα
(πόσα
όνειρα μισοθαμμένα στην πετρωμένη λάσπη, πατημένα
πόσα
στημένα στους πέτρινους σταδιοδείχτες να δείχνουνε το δρόμο…)
Ένα - ένα
τα κάρα γυρνάνε στα χωριά
και
χάνονται μες την ομίχλη των περασμένων εποχών.
Τώρα μόνο
το δικό μας κάρο υπάρχει να πάει στο μύλο τα γεννήματα.
ναι,
μιλάμε και μεις γι’ άλογα,
εμείς
χαράζουμε τα καινούρια χνάρια
στο δρόμο
που ζητάει να πατηθεί
εμείς
υψώνουμε τα όνειρά μας σε μεγάλα οδόσημα της ιστορίας
Μητέρα το
ταξίδι είναι μεγάλο.
Μα η γη κι η
θάλασσα δε μας χωρίζουν
δεν μπορούν να
μας χωρίσουν.
Η γη είναι
καλή με τους χειμώνες της, τα δάση,
τις μεγάλες
πολιτείες, τα χωράφια, τα εργοστάσια ...
Η θάλασσα
είναι καλή με τα υπερωκεάνια,
τα κοπάδια τα
χέλια που ψάχνουν τις πόρτες των ποταμιών,
με τις
βαρκούλες στα μικρά λιμάνια, τις φουρτούνες,
τα πουλιά που
χτενίζουν τ’ άγρια μαλλιά της...
Δες τα παιδιά
καθώς τις ζωγραφίζουν
μ’ ένα χοντρό
καταγάλαζο κραγιόνι.
Η γη κι η
θάλασσα μητέρα
ενώνουν τους
ανθρώπους
ΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΑΜΟΝΗ κι ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ και ΧΕΙΜΩΝΑΣ (μόνο ένα χλιαρό ποτάμι)
Ι
Μαύρα μουσκεμένα βράχια.
Ένα μουράγιο που δεν έγινε.
Χειρονομίες αποχαιρετισμών που κανείς
δεν είδε.
Το φανάρι έρημο σκορπάει την ηλεκτρική
του σκόνη
ΙΙ
Η νύχτα ακουμπάει τη σκάλα της στα
σπίτια
και πάνω στους κουρελιασμένους ίσκιους
κολλάει ένα πιο βαθύ σκοτάδι
ΙΙΙ
Κλείνω τα μάτια και δεν υπάρχει
αναμονή κι ανάμνηση
καλοκαίρι και χειμώνας -
μόνο ένα χλιαρό ποτάμι
ΙV
Σκέφτομαι.
Πόσο μεγάλο να ’ναι
το κεφάλαιο της εποχής μας στα πανεπιστημιακά βιβλία
ύστερα από δυο ή τρεις χιλιάδες
χρόνια…
Κι εμείς, άραγε θα υπάρχουμε εμείς
πίσω από μια λέξη ή ένα γράμμα;
V
Συλλογιστήκαμε ποτέ τόσα βιβλία ποιητών χαμένα;
Τόσες πράξεις στρατηγών
που δεν υπήρξαν ιστορικοί να
μνημονεύσουν (ή που δεν θέλησαν);
Συλλογιστήκαμε τόσες αγαπημένες συνομιλίες φίλων
που ίσως το ξέρανε στο βάθος
πως κάποια μέρα θ’ αντικρίζονται σαν
ξένοι;
VI
Κι αν δεν μπορέσαμε ποτέ να γελάμε στο ίδιο αστείο,
κι αν ποτέ δεν είδες το χέρι που σου δίνω,
κι αν δεν κατάλαβες ακόμη
γιατί εγώ τα βράδια έλειπα – ίσως
καλύτερα.
Έτσι μπορώ να σ’ αγαπώ χωρίς να ντρέπομαι.
VII
Βέβαια το ξέρω.
Με σένα θα ιδωθούμε
σα να μην ταξιδέψαμε καν στο ίδιο
λεωφορείο.
Μα εκείνο που κάποτε μας έδενε
δεν το χρωστάμε μόνο στον καιρό μας.
VIII
Να πάλι πώς ξανάρχονται
δυο σπίτια που κοιτάζαμε ακούγοντας μουσική.
Είχαν γείρει το κεφάλι σα δυο φίλοι
που συναντήθηκαν ύστερα από χρόνια
και βιάζονται να πούνε όλα πριν χωριστούνε πάλι.
ΙΧ
Τίποτα πια.
Μονάχα η θάλασσα σφυρίζοντας.
Ένα μεγάλο κοχύλι στο στόμα του
ορίζοντα.
Χ
Μέσα από την επιμονή της νύχτας
μέσα απ’ τις καλαμιές και τα
φρύγανα όλο σε πλησιάζω.
Όπως τα χέλια το ενάλιο σταυροδρόμι τους.
ΧΙ
Τα μάτια σου, δυο σύννεφα της βροχής.
Η αγάπη σου, δυο σύννεφα της βροχής.
Και πίσω απ’ το καλύβι
η γριά η έγνοια με τη ρόκα της.
ΧΙΙ
Πέρα απ’ το μονοπάτι του ύπνου,
πέρα απ’ τους ήχους που εύκολα
σχεδιάζονται,
είναι ο άλλος ήχος (να ’σαι σίγουρος) η άλλη μουσική.
Και θα μπορούν οι άνθρωποι και τα
πράγματα
να χαραχτούνε ακόμα πιο βαθιά.
ΧΙΙΙ
Νυχτώσαμε στο δάσος.
Απ’ υα κλαδιά με τα φωσφορικά της
μάτια.
Ένας γυμνός αγέρας τρέχει μες στα
δένδρα.
Την ώρα που τ’ αγρίμια παν να πιουν
νερό
ο ύπνος πιάστηκε στα δίχτυα των
μαλλιών σου.
XIV
Στο τεντωμένο τύμπανο τ’ ουρανού
το ποδοβολητό του χρόνου δε σταμάτησε.
Ένα φεγγάρι κάτασπρο πάει να δύσει.
Και τα κορμιά μας μένουν το σύνορο που όλο αλλάζει
ανάμεσα σ’ εκείνο που έφυγε κι εκείνο που έρχεται.
XV
(«Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μας τρελαίνει,
αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκαλα απ’ τη σάρκα»
Γιώργος Σεφέρης)
Άνεμε, όσο κι αν γδύνεις τα χωράφια
απ’ το χώμα τους
τα κρεβάτια από τη ζεστασιά μας
τα πρόσωπα από την παλιά τους
τρυφεράδα,
δεν τρίβονται τα κόκαλα. Κρατάν.
Κι η σάρκα είναι στη θέση της.
Φύσα λοιπόν (η γνώση πιο πολύ κι απ’ την ελπίδα)
φύσα όσο θες.
Εμείς θα μείνουμε εδώ.
(ΣΧΕΔΙΑ ΣΤΗ
ΝΥΧΤΑ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954 που
περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ
2017]
ΛΕΞΕΙΣ ΓΥΜΝΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΤΟΥ ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ,
που δείχνουν τα κόκαλά τους σε
μιαν αλλιώτικη διάταξη,
ανατομία καθημερινών πραγμάτων το
πολύ για μια λύτρωση ατομική.
«Γι αυτό κι εγώ δεν γράφω πια για να προσφέρω
χάρτινα ντουφέκια, όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια! Μόνο μιαν άκρη της
αλήθειας να σηκώσω, να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή – όσο μπορώ
κι όσο κρατήσω» (Τίτος Πατρίκιος, Μαθητεία 1963]
Παρασκευή, 3
Σεπτεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου