Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

 (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…)

Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα

και μου μιλούν  με πυκνά επίθετα.

Φοράνε άσπρα καπέλα

και από το στόμα τους   τρέχουν λουλούδια

όπως στον πίνακα του Μποτιτσέλι.

Τραβάω την καρέκλα  προς το μέρος τους

και ακούγεται ο θόρυβος  μέχρι την Αγγλία.

Γιατί ήταν αγγλίδες  με κόκκινα μαλλιά,

με φακίδες στην πλάτη

και ήτανε σαν πνιγμένες   στο νερό,

ακίνητες,  ωραίες!..

Εκεί όμως που φώναζα

«εεε… τι γίνεται εκεί κάτω;»

άπλωσαν τα μικρά τους χέρια

και με παρέσυραν στην υγρή ησυχία,

νομίζοντας πιθανώς ότι είμαι

ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε!.. 

 

(όμως…)

 

Παλιές ιστορίες (αυτά…) τα ποιήματα

όταν σε γδύνω κι αλλού ακούγεται

η ξανθιά φωνή του κοριτσιού.

Η νύχτα φέρνει σγουρά σύννεφα,    άσπρες λέξεις!..

Το ελάχιστο φως

εμφανίζει φωτογραφίες με αισθήματα  και  κινήσεις.

Το παρελθόν δημιουργεί επάλληλα στρώματα   φιλιών·

τότε αρχίζει ένα θαύμα:  ένα κοτσύφι

μπαίνει στο σπίτι  και  το γεμίζει.

Μας καταπίνει όλους.

Μέσα από την κοιλιά του φωνάζουμε,   μη ακουόμενοι!..

Το πουλί, ενοχλημένο από τις φωνές,

τον αέρα που δημιουργεί ο έρωτας

και τις πολιτικές εξελίξεις,

πετάει μαζί με το σπίτι.

Σκοτεινά που είναι τα θαύματα  και  τα παραμύθια!..

Έτσι όμως περνάει άλλη μια μέρα,

έστω στην κοιλιά ενός πουλιού!..

[ήταν ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ στη  συλλογή

του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992

Συγκεντρωτική έκδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 


Στην ίδια συλλογή   ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΑΦΗ ΤΟΥ 

Πρώτα πετούσε  - τρόπος του λέγειν –

Τώρα, κάτω στη γη με τυφλά δάχτυλα,

ούτε βλέπει  ούτε ακούει!.. 

Δεν ξεχωρίζει:  ξύλο από μέταλλο·

δέρμα από χώμα  (αν κι αυτά είναι ομοειδή)·

υγρά από στερεά,  από ημιστερεά·

και το σύνολο της θαλάσσης  (αδιαφόρου χώματος).

Το απλό  «θα σε περιμένω στις επτά»

γίνεται αβεβαιότης,

ό,τι σχήμα κι αντοχή  να έχει το 7  και το περιβάλλον του.

Τον οδηγούσε ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο,

μεταδίδοντας με γρυλίσματα διαφόρων τόνων

το είδος και το μέγεθος της αφής του κόσμου.

Μόνο τις στιγμές του έρωτος έμενε μόνος,

προσπαθώντας να αγγίξει  και  να δοκιμάσει

την αιχμηρότητα των μορφών  και  των φιλιών.

Εκείνες τις στιγμές το λυκόσκυλο

μύριζε  και  άκουγε τον ουρανό!..

 

ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ κι άλλα ΠΟΙΗΜΑΤΑ  

του Γιάννη Κοντού εφημερεύουν στο χρονολόγιο μου

 

 

ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ  1992)

Ήσυχα ο καιρός με φέρνει κοντά σου.

Μοιάζει με αέρα αυτή η μέρα.

Μετακινείται,  θροΐζει,   φωτίζεται απότομα.

Αν δεν βάδιζες στον ίδιο δρόμο  (χρόνο)

με το γνώριμο χώμα  και  τα δένδρα

να σε γαβγίζουν όπως πάντα,

θα πίστευες σε άλλες διαστάσεις.

Όμως είμαστε στην ονειρική πραγματικότητα,

την πιο σκληρή,  τη σιδερένια.

Τα μεταμορφώνεις όλα προς το απαλό.

Κι ας πέθανε την Παρασκευή  ένας ποιητής.

Γιατί η Παρασκευή είναι μέρα σκοτεινή,

κρύα, με χιόνια  και  ας είναι καλοκαίρι!..

 

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΣΕ ΣΤΟΑ

Στα βλέφαρά μου έχω ακόμη

τη Νέα Υόρκη,  ένα σκουπιδάκι.

Χρόνια περνάω αυτό το τούνελ.

Μπαίνω έφηβος  και  στην έξοδο  είμαι γέρος

ή το αντίθετο!..

Χιλιάδες μέτρα ταινίας με τυλίγουν

και με ακολουθούν στη ζωή μου.

Πέρυσι, βαδίζοντας  και  κοιτώντας

το αργό φως της εξόδου,

ήτανε σαν ξύπνημα με γεύση πικροδάφνης  στον ουρανίσκο

και ένα λαιμό δίπλα μου να πάλλεται.

Πολλές φορές τα σκουπίδια   φράζουν την έξοδο

και βρίσκομαι στην αίθουσα.

Έξω η φωτεινή επιγραφή  αναβοσβήνει,

αστυνομικοί πυροβολούν,  ακούγεται  σειρήνα.

Ο αθώος ληστής κρύβεται   στην κόψη του κτιρίου,

και τα σύννεφα περνάνε μαύρα  και  απειλητικά!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992]

 

ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

(έστω ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ, τη συλλογή του Γιάννη Κοντού που εκδόθηκε το   1992)

Ποια πραγματικότητα;  

Αυτόν τον αέρα  που τρέχει γύρω μας,

αυτά τα φιλιά  που δεν πιάνονται.

Πρέπει να σοβαρευτούν οι σοβαροί,

να γελάσουν οι αγέλαστοι

για να πετάξουν τα πουλιά!..

 

Ποια πραγματικότητα, 

απροετοίμαστοι για το χώμα.

Το φως  ή  το σκοτάδι  ή  η ώχρα  των ονείρων.

Κυρίως όμως το παιδάκι με τα ναυτικά

να βγαίνει από τη φωτογραφία

και να κλαίει στο πάτωμα  για το μπλε.

 

Ποια πραγματικότητα,

υπάλληλοι του καιρού  που λερώνετε τα νερά

και δεν ανάψατε ποτέ κερί,

αλλά αναπαύεστε στον ηλεκτρισμό

και στις μεγαλοβατώρες!..

Ποτέ δεν θα αγγίξετε

το λευκό ύφασμα του απροσδιόριστου…

 

Ο ΤΑΞΙΔΩΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΜΑΥΡΟ  ΚΟΥΤΙ

Αυτό το άσπρο πρόσωπο,  το βαμμένο με στουπέτσι

σαν φεγγάρι,  σαν παπούτσι,

έρχεται από μακριά.

Περπάτησε δρόμους  και  δρόμους

για να φτάσει στα μέρη μας.

Περπάτησε ποιήματα,  δάση και θάλασσες

για να έρθει κοντά μας.

 

Τα σκούρα μάτια του,

μπάλες μπιλιάρδου.

Ο χρόνος στέκα

με ακμή  τη συγκεκριμένη    στιγμή

και το παιχνίδι παίζεται παντού με επιτυχία!..

 

Και όπως το φως πέφτει   απαλά στις λεμονιές,

εμείς τρώμε σοκολάτες γελώντας

και ξέροντας τι μας περιμένει!..

 

ΜΗΡΥΚΑΖΩ:  ΠΡΟΣΩΠΑ,  ΕΙΚΟΝΕΣ,   ΜΟΥΣΙΚΗ

Όταν ακούγαμε Μάλερ,

πηγαίναμε στην άκρη του δάσους

και βλέπαμε το ασήμι να τρέχει   καταπάνω μας,

αθόρυβα  και  εκκωφαντικά μαζί.

Γινότανε εικόνα μη περιγράψιμη.

Μόνο μυρίζαμε τη μουσική

και ακούγαμε το κενό του δάσους.

Τα πεθαμένα παιδάκια όμως των τραγουδιών

-του ομώνυμου συνθέτη –

κοιτάζουν ακόμη επίμονα τα έγχορδα   της ορχήστρας

και το χορτάρι να ψηλώνει,

πίνοντας ήσυχα το γάλα τους!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992]

 

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

(Στο γύρισμα της Μέρας του Γιάννη Κοντού, συλλογή του 1992)

Αυτές οι φωτοσκιάσεις των συναισθημάτων

με τα χείλη μας κάτω από το σεντόνι

ζεσταίνουν τον καφέ του παρελθόντος.

Αλήθεια,

τι στατικό ηλεκτρισμό  είχε το μέτωπό σου την πρώτη φορά.

Πέρασαν χρόνια,

και το μαλακό χώμα   έγινε τσιμέντο

και είπαμε  το νερό – νεράκι.

Αλλά ζήσαμε σε υπέροχα μεταξωτά δωμάτια,

με αηδόνια  και  λιοντάρια

και άλλες πολλές όμορφες φωτογραφίες,

με διάττοντες  και  βουτιές στο παρόν.

Οι άλλοι ράβαν τον αέρα,

στήναν παγίδες στις λέξεις!..

Κάτι όμως σαν καπνός,  σαν πίδακας,

σαν κλωστή τινάζεται προς τον ουρανό,

και ο ουρανός μαλακώνει,

παίρνει πολλά από τη γη.

 

Θα ακούγεται μουσική από παλιά ταινία.

Θα πέφτουν οι τίτλοι,

όταν  πω σε ένα δικαστή:

«είμαι αθώος – είμαι ένας άνθρακας»

Αυτός θα νομίσει ότι είμαι ένα καμένο χαρτί

και θα πει τα συνηθισμένα στον πλαϊνό του

 

ΤΕΡΜΑ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

Επιστρέφω στο παλιό μου σπίτι.

Ο σκύλος στην πόρτα με γνωρίζει,

φωτιά καίει στην εστία σου

και καπνός βγαίνει από την καμινάδα.

Το τοπίο δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα.

Μόνο ο πύργος ο απέναντι   έχει καταρρεύσει.

Από κει τις νύχτες

σε παρακολουθούσα με διψασμένα μάτια.

Τα δένδρα έχουν μεγαλώσει  και  μερικά δεν υπάρχουν,

για να ανοίξει ο μεγάλος δρόμος

αυτόν που βαδίζω τώρα.

Λύκοι,  αλεπούδες  και  τσακάλια  τρέχουν γύρω μου,

όπως πάντα   εξημερωμένα.

Κάτι πούπουλα πέφτουν από τον ουρανό

-μπορεί  και  να χιονίζει –

Ο φοίνικας,  όπου ακουμπούσες   την πλάτη σου,

τώρα γέρνει λίγο προς τα αριστερά,

από την επιθυμία   να επαναλάβεις εκείνη την κίνηση.

Κάτι πέτρες με γνώρισαν

και κύλησαν προς το μέρος μου.

Το κοίλο του ματιού μου   τα είδε όλα αυτά

και άλλα που θυμήθηκε

και έγινε μέλι   το σάλιο της επιθυμίας!..

 

 

ΕΥΟΣΜΗ ΜΕΡΑ ΑΡΧΙΖΕΙ

Τι προπονητής θανάτου   είναι αυτή η θάλασσα

όπως την παρατηρώ από το σπίτι μου,

κάθε πρωί,  καθώς βάζω το πουλόβερ,

το μαύρο,  το χθεσινό.

Κι ενώ το κεφάλι μου είναι

στη λαιμόκοψη  στη λαιμητόμο,

σκέπτομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα   γύρω μου  - 

-ας επιμένουν άνθρωποι,  αισθήματα  και  αντικείμενα –

Θάλασσα δε βλέπω   γιατί μένω σε βουνό

και γύρω είναι λαγκάδια τα σκοτάδια.

Μπορεί το χυμένο μολύβι  και  ο ουρανός

να κάνουν αυτόν τον αντικατοπτρισμό

του φόβου και να ξεγελιέμαι!..

 [από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ  ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992]


ΗΧΟΙ  -  ΘΟΡΥΒΟΙ  -  ΚΙΝΗΣΕΙΣ

(Στο γύρισμα της Μέρας του Γιάννη Κοντού, συλλογή του 1992)

Το τρένο διασχίζει το χαρτί διαγωνίως,

λες και είναι η Τσεχοσλοβακία.

Κάποιος βγάζει τις ράγες  και  όλα σβήνουν.

Μένει η θερμότητα   στον αέρα και στα μάτια μας.

Αυτά μας συνέβαιναν  όταν τραβούσαμε τα έπιπλα

για να κάνουμε χώρο,   να γίνει χωράφι,

να ερωτευτούμε,  να κοιμηθούμε!..

Και πώς γλιστρούσανε τα σώματά μας

και οι γλώσσες μας,  ψάρια σε νερό λίγων εκατοστών.

Θα έπρεπε κανονικά ύστερα να βρέξει,

αλλά βγήκε ένας ήλιος όμορφος,  σπάζοντας  το αυγό, 

κι ο κρόκος ήτανε το ουράνιο σώμα  και  επάλλετο.

Πήραμε το πρωινό μας.

Μετά βγήκαμε στο μπαλκόνι  και  κοιτούσαμε  τους κατοίκους

που γυρίζανε διακόπτες,  ενώνανε καλώδια,  λαδώνανε πόρτες,

μετακινούσανε σπίτια

για να βλέπουμε καλύτερα τη θάλασσα!..

 

Μετά πηγαίναμε μέσα κι αρχίζαμε τα ίδια.

Μετά έβγαινε πάλι ο ήλιος από το αυγό.

Κάποια πρόσωπα χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά

ζητούσαν επίμονα αναγνώριση.

Εμείς τα προσπερνούσαμε,  κοιτώντας το σιντριβάνι της μέρας

και τα χρώματα της φωνής μας.

Έτσι πέρασε ένα χρόνος συμπαγής,

ώσπου ακούστηκε στο βάθος της μέρας

μεσαιωνική μουσική  και  ένας αέρας

που τραβούσε  ανθρώπους,  χαλίκια  και δένδρα

προς μία καταπακτή με θερμά νερά.

Πήραμε και μεις τη σειρά μας  γι’ αυτό το άγνωστο μέρος,

που έχει μόνο θάνατο 

και  καθόλου ποιήματα  και αμμώδη λόγια.

 

ΑΥΤΟΣ Ο ΑΕΡΑΣ ΠΟΥ ΦΥΣΑ ΜΕΣΑ ΕΔΩ  ΚΑΙ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΑΡΤΙ…

(… με κάνει να σκέφτομαι την Έμιλυ Μπροντέ που με ξέρει από μικρό…)

Δεν μένω βέβαια  στα  Ανεμοδαρμένα Ύψη,  μάλιστα σ’ αυτό το ποίημα είμαι στην κοιλάδα  και  ο αέρας είναι σχεδόν ζεστός  και  μου σπάει τα νεύρα.  Λοιπόν, όπως έλεγα στην αρχή,  σκέφτομαι εσένα  και  την Έμιλυ.   Χαρακτήρες αντίθετοι,  αλλά τόσο όμοιοι.   Γεροντοκόρη αυτή ζούσε με τις αδελφές της,  εσύ ζεις με πολλούς άνδρες!..  Τα χείλη σας δεν διαφέρουν στο φιλί,  ούτε ο λαιμός στα χάδια  και  παρακάτω η κοιλιά η καρπερή  και η δικιά της η στεγμή  και  παρακάτω τα αθώα σας μεριά  και  τα άλλα,  ξέραν και δεν ξέραν τη ζωή.   Η μόνη διαφορά,  τα τραγούδια που λέτε  και  το ότι η Έμιλυ  με κοιτάζει κάθε μέρα από το παράθυρο  με τα μαλλιά σφικτά δεμένα στον αυχένα,   σταματημένο ποτάμι με τα δάχτυλα στο στόμα.   Ες΄θ )αχ)  εσύ,  στο ίδιο παράθυρο   απλώνεις πεταχτά τα λευκά σου εσώρουχα,   στο ίδιο παράθυρο  σφυρίζοντας αδιάφορα.   Ακόμη υπάρχει η διαφορά του χρόνου,  ο ρυθμός της αρχιτεκτονικής,   ο καιρός που είναι πάντα βροχερός  και βραχώδης,   κάτι λουλούδια από τα παλιά  και  η άλλη γεύση του κρασιού.    Όλα μα όλα αλλάζουν  και  ξεχνιούνται  με ένα στρίψιμο του κεφαλιού,  μια φωνή  και τη βλάστηση  που οργιάζει στο κεφάλι μου!..     [ΓΕΝΙΚΩΣ Η ΜΟΥΣΙΚΗ από τη συλλογή   του Γιάννη Κοντού  ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

Δευτέρα, 20 Οκτωβρίου 2025

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΙΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

 (… το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν

έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα…)

 

Τα φτερά μου δεν είναι από βλακώδη τρυφερότητα

κι είμαι ένα ράμφος νευρωτικά χωμένο στο αίνιγμα

πληγιάζοντας τον αγέρα

που όμως τη γλιτώνει σαν αγέρινος,

δεν τρέφω άλφα  κι  ούτε ωμέγα ανατρέφω

τη μεγάλη μου εξυπνάδα την πέταξα σε σκουπιδότοπο

το ξίφος μου το απόθεσα στην Παναγία

ξεκουφαίνοντας με τη λάμψη του της Λευκής τα λαγόνια.

Κατάρα κι ανθοδέσμη θανάτου

στο ιερατείο που καταρτίζει η μέλισσα

την αχαΐρευτη σφήκα περιφρονώντας.

 

ΨΑΛΤΟΤΡΑΓΟΥΔΟ

Βγαίνοντας απ’ την ποίηση   (τα ωκύμορα μύρα)

στην άπλαστη τούτη πνιγηρότητα

τους διαβάτες τα λιπόθυμα τρόλεϊ

τα βάναυσα στη λιακάδα λεωφορεία

μαθητεύω     (φαρμάκι τα δίδακτρα)

δίχως να το ’χω ποτέ μου λαχταρήσει

στην πρόσφατη Μελάνη

που ’χει  βγάλει τα πασούμια της κι αναπνέει

τα προσανάμματα της πλάνης.

Κάθε φορά που ερανίζομαι κίνηση

καταγόμενος απ’ την άδουσα Φυσική

μονήρης από σόι στα έαρα των άστρων

έχοντας ένα λαδοφάνερο στα χέρια μου

(συνήθως δεκαεφτασύλλαβους αιματωμένους)

βλέπω της Τεχνικής το φρικαλέο κάταγμα

βλέπω καλώδια στη μελλούμενη καρδιά μου.

Σταθεροποίησε τη λευκότητα στην αγάπη

διώξε

τη φρίκη διώξε   μακριά της ορατής γεωπονίας.

 

και ΑΡΧΑΪΚΟΝ

Αποθηκεύοντας άνεμο στα περίτρομα φύλλα του

με αναρίθμητο επί ώρες μηδέν

αγκαλιάστηκε ο τυχαίος ευκάλυπτος.

Το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν

έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα.

Στη Δήλο-: του φωτός τα απορρίμματα

η όραση ραπτομηχανή


 


(κι άλλες ΕΠΙΛΟΓΕΣ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου

 ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979

Αντιγραφή  και  Επικόλληση

από το συγκεντρωτικό Δεύτερο Τόμο:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  1979 – 1991, Τρίτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία]

 

ΠΗΛΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΟ

Αισθάνομαι ωσάν τρελός

παραχαράκτης του Γίγνεσθαι

γράφοντας διψαλέα ποιήματα

(της κοιτίδας μου   κάλπικα χαρτονομίσματα)

Γιατί η γλώσσα είν’ η αχόρταγη

μοιχαλίδα του Πραγματικού

με αρίφνητα ψέματα προσπαθώντας

να περισώσει το γάμο της.

Κάθε τραγούδι θλιβερό χαράκωμα

ενάντια στη μουσική

κάθε μορφή ζαβλάκωμα

χωρίς αληθινά σταφύλια

δίχως κρασί που να σπιθίζει

απ’ τα φαινόμενα κλήματα.

Είν’ αυτά μονάχα τα έρημα

της καρδιάς τ’ αναστήματα.

 

ΑΛΛΟΦΡΟΝΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ

Ο γενέθλιος μήνας μου στα θολερά λιοπύρια του Καρκίνου

μ’ ένα απρόσμενο ίσκιο που αναβλύζει

δονούμενος από φευγαλέα φωνήματα κληματαριάς – τι άρια

ο θάνατος   ή  η έβδομη κοίμηση…

Σαν να αισθάνομαι το σώμα μου στον ίδρωτα λουσμένο

μουσείο

που ’χει να δείξει σωζόμενες αστραπές

τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία

 

ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ

Τη μοίρα μου την έζησα χαζεύοντας

του τίποτα τη φαλακρή τυραννίδα.

Ιστόρησα τη μοναξιά γοερότερος

και ζάπλουτος απ’ τον αγέρα

μ’ ένα σακίδιο τα λιγοστά μου   τρόφιμα στην πλάτη

χρωματιστούς τρεμάμενους ξαναπατώντας ίσκιους

κι ανασταίνοντας

ωσάν σε ύπνο τρανταχτό του χόρτου μου

τα δύστηνα ονείρατα

στο αίμα μου βαθιά καιόμενος

κι αστράφτοντας ακτημοσύνη

καθώς που ζήλεψα την κάτασπρη χαμέρπεια:

το τάδε ρημολούλουδο   που κείται μες στο ρέμα λιγοθώρητο

ανασαίνοντας απόρρητο τεμπελίκι.

(Κοίτα: παράγει θάνατο σάμπως να ’κραζε

πως τα όνειρα, όχι, δεν είναι άκυρα

ίσα - ίσα είναι εκείνα που τραγικά ακυρώνουν

(εξάπτοντας) την πραγματικότητα).

 

ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ ΦΕΡΜΕΝΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΛΚΟΥΤΑ

Η όσφρηση προς το Μάιο τα δοξάρια φυλλοβόλα ο χρόνος είναι: ήτανε –

ο χρόνος (ας τον ανατιμήσουμε) είναι ωσάν ησυχαστής

από ψυχρότητα λαύρος μαστιγωτικός

η ελπίδα τερματίστηκε

Κλαψουρίζει το σύντομο εκείνο νήπιο τηλεγράφημα

οξύχολα εκμαγεία η απονέκρωση πιάνο για τέσσερα χέρια

τα θηλυκά λογοπαίγνια της μυστικής θεολογίας ενίοτε

τριάδικη πράλυση μα όχι τρυφή  γνωσιολογική

πικραινόμαστε συνεχώς ανάβοντας

μαύρα αβγά βραχμανικά

μνησικακία σου η Άνοιξη βρε μπαγάσα Κρίσνα περιπαίχτη

με τρομερούς αλαλαγμούς στα θλιβερά

ξεβλάσταρα του Γαλαξία

πάλι τα ρούχα μου σήμερα στο καθαριστήριο

πάλι σιδέρωμα για λανθασμένο αύριο

δεν είμαστε στα καλά μας να υπάρχουμε έτσι ανελέητα

κοψίδια της θάλασσας τα κύματα

ο ήλιος θριαμβεύει

ο νους τον ταριχεύει

ο δυόσμος με το ευώδιασμα παλεύει.

Βόσκω τ’ ανήμερα της διάνοιας: μεγάλες εκατοντάδες

ακούρευτες και κατακόκκινες  (ελέχθη)

πριν ακόμη να φέξει

στο ξεψύχισμα του όρθρου

χέρια και πόδια η ρητορική του Ιουγούρθα

ηρεμούν εκεί κάτω στο θάνατο

μουχλιάζει το ακουστικό αναβλύζοντας

ο Άγιος Μόναξ αφορεσμένος

με χτένισμα επιληπτικό ακονίζοντας

των κρίνων τα ξεσπαθώματα.

Συμεών ο κανίβαλος του φωτός ο μελανιάρης

ετοιμόρροπος από τρεχάτα ουρανισκόφωνα

γυαλιστερά στην έρημο τραπουλόχαρτα – Είθε.

 

ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΝΑ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ

Πρόοδος είναι να επιστρέφεις από νοημοσύνη

να πίνεις το νεράκι από το βράχο

με νεολιθική ωριμότητα με ανώγεια μάτια.

Η ορμή μου σε πρόβλημα η καρδιά μου σε θάμβος

τανυσμένος ολούθε

στην πλατειά πολυμέρεια ο απείθαρχος Νόμος

καθιστός ωσάν ξόανο

ο δράκος

που φυλάσσει το νερό

ενάντια στη δίψα   (στέρεμα θα ’ρθει)

οι κλειδώσεις του άνθους.

 

ΛΑΦΥΡΑΓΩΓΙΑ

Οτιδήποτε αναιρεί τη θέληση θέλοντας

ανήκει στην τυραννία.

Οικειώθηκα την απελπισία  μου επί αιώνες

εγώ ο τολμητίας του ανυπόστατου

την οικουμένη του ήλιου την περιγέλασα

(και δικαίως)

καθώς επιτέλους εισχώρησα στον έρωτα του τίγρη

στα ορύγματα της ηρωίδας Αφασίας

αποσπόρι του απείρου με ιώβειες διαστάσεις

θηρεύω τιποτένιος

ανιχνεύω διάτορος.

Μια σύνθεση για άρπα του Ερρίκου του Όγδοου

Τι μένει απ’ όλα αυτά;

Μερικά βλακώδη κόκαλα.

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΑΣ ΟΙ ΠΑΝΑΡΧΑΙΕΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ…

(…σπαραχτικό κειμήλιο η επείγουσα συνουσία…)

Δυσάρπαγος θεσμός απ’ τους θεούς η ανθρώπινη φύση χτισμένος απάνω σε αιωρούμενες πιθανότητες   τυχάλωτος και εύθρυπτος ανάμεσα στους συνωμότες τόπος που ευωδιάζουν αγιοκλήματα   στομαχικές θεωρίες και νεύρωση της άτεκνης διαλεκτικής   εσένα όμως παλίρροια του έρωτα   (σπαραχτικό κειμήλιο η επείγουσα συνουσία)   την άσκοπη ομορφιά σου αρωματίζοντας με όνειρα σε ψάλλω  σε δοξάζω σε τραγούδησα   στα γενετήσια σχήματα στους αρχάριους οίστρους της ατέρμονης μαβιάς γυναίκας   που ίδρυσε στην πεμπτουσία τα μάτια μου στην οργιώδη της βλάστηση.   Τόπος της θύελλας η Ιστορία την ώρα που φιλώ τα χείλη σου με γιασεμιά μπερδεμένα   πέρα απ’ τις ρωγμές και πέρα απ’ τα συνθήματα με το όνομα εξουσία   φτερουγίζοντας ωσάν ορειχάλκινος πετεινός απάνω στην κατάλευκη ράχη σου στο θεσπέσιο μάρμαρο του σπασμού σου από τριαντάφυλλα   χύνοντας ηλιαχτίδες στο δωμάτιο   πράξεις οπτασίας οι πανάρχαιες φλόγες του σώματος [ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και  ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979]

Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2025

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

 (… μαύρη εκδίκηση… κορναρίσματα στο γάμο του Καραγκιόζη…)


Πενθήμονας αναπνέω πάλι καπνίζοντας.

Θα ’λεγα όμως το σκοτάδι μεγάλο προνόμιο-:

τη νύχτα είν’ όλα ανοιχτά τα ερωτήματα.

Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο,

δεν κατεβάζει τα ρολά της,

δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα.

Χθες το θυμήθηκα πως οι λέξεις τα μαύρα μας αγγελούδια

(οι αμέτοχες στον έρωτα ιερόδουλες)

λικνίζονται σαν ασέβειες πάντοτε.

Γοερότητα μέσα μου της ανέπαφης σιγής

και το στόμα μου αγαλλόμενο βάραθρο που συντρίβομαι

πάνω σε στίχους αρμαθιές   (τα νεφρά μου στο απόλυτο).

Θα ’θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς

 να ρημάξω

τα χιλιόχρονα βάσανα.    Ω βραχύβια

μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεκτα…

Τι είν’ η τόση λογική; 

 δεν είναι μια πετυχημένη παραφροσύνη;

Στο κάθε πυροτέχνημα η νύχτα, νύχτα ξαναμένει

χαρίζοντας στα χέρια μου σπαρακτικό τσεκούρι

της αγάπης

τα όνειρα: ξερόκλαδα στην ερημιά κι η θάλασσα

το άσυλο του τίποτα,

σκυλί με μπλάβο αίσθημα κουρελιασμένο.

Έχω καρδούλα νηστικιά βλογιοκομμένη ελπίδα

(πότε το ΄λεγα;)

σήμερα δεν το βρίσκω

στην αθώα της μνήμης μου βαρβαρότητα.

Μα όμως νάτην η γυναίκα η κατάφυτη

η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα

όπου της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη

σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας

«κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω».

Τ’ ακούω (κλαίει λυπηρά) το χαροπούλι

μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;

Εμένα είναι το μυαλό μου γιαπωνέζικο.

 [ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ – Μαύρη εκδίκηση…  στη συλλογή του Νίκου Καρούζου  ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ, 1979]

 


(… Εκεί όπου   ΣΤΑ ΕΚΦΥΛΑ ΤΑ ΣΥΓΝΕΦΑ,   ο Ποιητής  

με μια παμπάλαια χακί ντακότα, την Ποίηση…)  

 

«Φεύγω από το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου

δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας,

τα διάπυρα σημάδια του Δήθεν εντειχισμένα στο στήθος.

Φεύγω απ’ τα χέρια μου φεύγω απ’ τη στύση

διατρέχοντας ηχηρά το νευρικό μου σύστημα

είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε

στα μαυρισμένα ράφια της θεότητας

διαθέτω μονάχα την Άνοιξη διαθέτω τ’ αστέρια,

είμαι άλλωστε εγώ που ταρίχευσα

μαζεύοντας όσο μπόρεσα χημικό σκοτάδι-

την καθημερινότητα!

 

[κι άλλες ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ… ΟΜΙΛΙΑΣ του Ποιητή

από το συγκεντρωτικό Δεύτερο Τόμο:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  1979 – 1991, Τρίτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία]

 

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ ΣΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΥΨΗ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ  και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

στην αγχώδη μου έλλαμψη που βόσκει ανάμεσα

σ’ αυτή την αιωρούμενη ανάσταση της σκόνης

ανηφορίζοντας από κακοτράχαλα χώματα

σε κάτι ρόμβους νοερούς επιμένοντας ολομόναχος

τις γοερές να ξεκοιλιάζω γουρούνες: τα έκφυλα σύγνεφα

με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση

στα ύψη στο αγέρινο σκυλάδικο

που φωνασκούν ερίζοντας χυδαία τ’ αστροπελέκια.

Τα πόδια μου δεν είναι πια στα κάθετα χιλιόμετρα

η νηστική αρχαία μου φιλοδοξία

τα μουσικά μου μαθηματικά διανύοντας

(θυμάμαι από δω-πάνω τους καλοκαιριάτικους δρόμους

τις ρόδινες εκείνες φτέρνες των γυναικώνε να ξεχειλώνουν

επάνωθε σε κακορίζικα ξυλοπάπουτσα)

στα ύψη τ’ ακοινώνητα όπως ο μαύρος κι άραχλος πεθύμησα

ν’αδράξω με τ’ αριστερά μου δάχτυλα

της θεότρελης αστραπής τη γρήγορη γεωμετρία

πιάνοντας το μπατίρη ουρανό (κι ας λένε...) απ’ τα κέρατα:

Το Σείριο και τον Αντάρη τον αποτρόπαιο

λιανίζοντας το ύψος ανεχόρταγα

με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση.

 

ΟΠΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ

Στο άρωμα ο δυόσμος ισοβίτης αποχωρίζοντας

το κοίταγμα με χάος απ’ την όραση

(ζοφερά τ’ ουρανού τα αποστήματα)

μα οι γαλάζιες υποθέσεις της ψυχής φτεροζυγιάζονται

στον εσχατιώτη που τήκεται υποφέροντας τα τέρματα.

Χιλιάδες χρόνια έρημου νερού με συντροφεύουν

(ένα κουφάρι πεθαμένης μέλισσας  ανάλαφρο μεσ’ στο λιοπύρι)

καθώς η νύχτα η αστραπομάτα

χύνεται κάποτε στην πολύκροτη φωτιά

στη μαύρη   νευροπάθεια

με στομωμένο κόκκινο ξηλώνοντας με φλόγες το σκοτάδι.

Ξεροστάλιαζα γιομάτος αφύπνιση

παραμέριζα   τα τέσσερα στοιχεία

έβλεπα·   ήμουνα  υπήρχα στην αμφίνοια συσσωρεύοντας

την άχρηστη ζωή μου μεσ’ στο κάπνισμα

δρασκελώντας την άπληστη τυραννίδα του ποιήματος

μύριζα φύκια στις ευωδιαστές μασχάλες της θαλάσσης

μόνος

εκεί που θραύεται το κύμα λυσσαλέο δίχως όρια

στον ατράνταχτο βράχο: με πόσους αιώνες τον υποσκάπτει...

Θα ναυλώσω ένα σύστημα φιλοσοφίας

για να πάω ταξίδι στα ξωτικά κείνα μέρη στα απώτερα

Λάθη.

Η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας

κι ανελέητα η ζωή πολιορκεί

τα νεκροταφεία με μαρμαράδικα.

Πεσμένος ένας όμορφος ανάπαιστος ανάμεσα στα

κυπαρίσσια.

 

ΝΑ ΓΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ

Ολομόναχος αδικαίωτος κι ανυπεράσπιστος

ελεεινός από βίαια ύψος που πάει στράφι

κάθε χιλιόμετρο μέλλον ένας βραδύκαυστος θάνατος.

Πότε θα με γκρεμίσει η ποθούμενη φλόγα στα σωθικά μου

στα φυλλοκάρδια μου η αμέτοχη λύση

η ακάλεστη διακοπή ώστε ν’ αρχίσει

αμέσως η αποσύνθεση.

Ήτανε κουβαράκι κάποτε μαζεμένος ο χρόνος

στα ιλιγγιώδη ποσοστά της αφάνταστης μικροΰλης.

Κανένας Κάλχας και κανένας οίστρος της τράπουλας –

η τύχη μας δεν είχε βγάλει τα φτερά της εντελέχειας.

Κι όμως εκεί στα έγκατα φυτευότανε δίχως νόημα

η ερεβώδης ιδιορρυθμία του θανάτου -:

αυτό που δοκιμάζουμε στο όνομα ηλικία.

Κι άλλη Άνοιξη εφέτος κι άλλη –

στη δράκαινα διάρκεια-διαλεκτική...

Κι άλλα πλήγματα στο στήθος κι άλλα

φονικά διάτορα εικοσιτετράωρα.

Στο κάπνισμα γρήγορα – να υπάρχουμε δήθεν άτρωτοι.

 

ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΕΡΓΟΣ

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα

τι είναι τα ποιήματα.

Είναι πληγώματα

είναι ομοιώματα

φενάκη   φρεναπάτη;

Φρενάρισμα ίσως;

ταραχώδη κύματα;

τι είναι τα ποιήματα;

Είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;

είναι σκαψίματα;

Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;

είναι γάζες επίδεσμοι

παρηγόρια ή διαλείμματα;

Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.

Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου  ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

 

Ο ΕΧΕΜΥΘΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΑΠ’ ΤΑ ΥΨΩΜΑΤΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979)

Βάζοντας τη φτέρνα του ενός ποδιού στη μύτη του άλλου

ειρωνεύομαι συνήθως το περπάτημα

την αμοίραστη σκέψη κατορθώνοντας  που δραπετεύει μόνη της

απ’ του καιρού τα αναρίθμητα, του χώρου τα ειωθότα.

(Θα ’πρεπε να προσθέσω ίσως πως ο άνεμος εμποδίζει το κέρδος).

Εγώ τη ζωή μου την έχασα

κι αυτό είναι η άρρωστη κουλουριασμένη μου ευτυχία.

Είναι μια φράση τούτη που σήμερα τη ξελεπιάζω.

Τα επίγεια λέει κάπου ο Ιησούς – και τα επίγεια – ,

συντρίβοντας τους πλαστούς ουρανούς ανάμεσα στα άμφια.

Για σκέψου το καλά-: ο θάνατος ν’ απόκειται στην άνθηση

να γεύεται τη γεύση μας μυρίζοντας τέτοια ζωντανίλα…

Σιχάθηκα τους στίχους τα γοερά σκάνδαλα των λέξεων.

Εσύ δεν είσαι ο νυμφίος της διάνοιας ο προικοθήρας

(του όντος η εξεύρεση)

κάτι ορέγεσαι εσύ να απαστράπτει κρεμάμενος

απάνω από τους λαίμαργους κρημνούς της ορατότητας

την έμμονη σκιά σου γυρεύοντας από χάμω να την ξεριζώσεις

οπουδήποτε στην κίνηση ή στην ευλάβεια δίχως εκκλησία:

τη θρυμματίζουσα τον εαυτό της ακινησία.

 

ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΡΕΦΟΥΝ ΟΝΕΙΡΑ

(… απολαμβάνουν την πραγματικότητα… )

Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου   μη μ’ αφήνεις  ανυπεράσπιστο στα σκυλιά    με τόσες όμορφες εικόνες σου   σ’ αυτό το σκουπιδότοπο  (στο ύψος Παρθενώνας)   Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα   θαν την κάνω κουρμπάνι   στα γοερά μου πεύκα  κρεμαντούλα   ενάντια στου χρόνου την εφεύρεση   δοξάζοντας τον το πληγωμένο μάλαμα:  τη μοναξιά μου   στα νόστιμα ερέβη που με περιμένουν   εκείθε από τα κωμικά σας έαρα   προς τα ερείπια του σύμπαντος μονήρη   προς του νερού την κρέμαση στα βάραθρα -  μιαν ασώματη ρητορεία.   Τι τα ’θελε  και τα ’φερνε τα γράμματα   ο Δαναός στην Αργολίδα…   Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα  απολαμβάνουν την πραγματικότητα    [ORA ET LABORA  Βουρ στα ζωύφια λατινικά   ΕΠΙΛΟΓΕΣ   από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979]

Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2025

ΕΡΧΟΤΑΝ ΕΝΑ ΦΩΣ

  (…κι από το Μάρτη μήνα ερχόταν η άνοιξη…) …στην κάμαρα που μίλαγε με πείσμα ο Φίλιππος. Το πάτωμα παλιό σανίδι σε παλιό σανίδι. Απάν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ