Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

ΞΥΠΝΩ ΛΑΧΤΑΡΩΝΤΑΣ ΝΑ ΠΛΑΣΩ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ…

 (… να ρέει σαν ρυάκι…)

…να βγάλω φωνή   που να ’ναι κρυστάλλινη

ν’ αγγίξω ένα αίσθημα

που να ’ναι  σαν άρωμα   νυχτιάτικη γύρη

μια σκέψη πανάλαφρη

γιρλάντα που τύλιξε   με μωβ νυχτολούλουδα

τη γρίλια του ονείρου μου

κι η Αυγή με τα ρόδα της 

ν’ ανοίγει μια ελάχιστη    ρωγμή να περάσει

στην άφωτη σκήτη μου

 η πρώτη μου λέξη   σαν ηλιαχτίδα»

 

ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ:

Ερχόταν από μακριά  πολύ μακριά

σαν υπνοβάτης σαν αερικό

στη σέλα ενός φανταστικού ποδήλατου

δίχως φτερά

ποδηλατάρης – ποιητάρης

ώσπου με μια ορθοπεταλιά  μπήκε 

και χάθηκε

πίσω απ’ τα σύδενδρα ενός σύννεφου!..

 

ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ   με σπασμένο άξονα

μες σε στοές  και  σε συναλλαγές δαιδάλειες

κι εκεί τι παρατιμονιές πνοή μου 

κι εκπνοή μου!..

 

Απ’ τα στηθαία  των σπιτιών  και  της ψυχής του

άρχισαν  τότε στα υπερώα  ν’ αρμενίζουν

οι στίχοι σαν ξεκινοπούλια

ενώ τα κτήνη μες στο βουνοκάμπι κάτω

ποδοσέρνονταν!.. 

 

ΦΩΝΑΞΑ

Αυτή η βαθιά νεροφαγιά είν’ η ζωή μου

που γδάρθηκε από τις κατεβασιές του χρόνου

κι απ’ την αντίπερα όχθη να μου γνέφει η Μούσα

-Ποιητή μου, μη μου καρδιοσώνεσαι!..

 

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΑΚΕΦΑΛΟΣ   ακρωτηριασμένος

ακρωτηριασμένος

με το κεφάλι του    να κρέμεται στη θάλασσα

ελάτε να το ξαναβάλομε    στη θέση του

είναι κεφάλι ποιητή

κεφάλι πετρελαιοφόρου – ποιητή

μ’ όλα τα μέσα του υγρά

νου και φωνής να φλέγονται

Χρόνος  - δίωρυγα  κι  ανάμεσα

οι αναγνώστες  μαύροι   κωπηλάτες!..

[πέντε  ποιήματα  από την ενότητα 

ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ    Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ    

4η στη      συλλογή του Γιάννη Δάλλα  ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011

 

ΠΑΡΑΒΑΣΗ:  δοκεί μεν εκ του χορού προς τους θεατάς

λέγεσθαι,  εισάγει δε το εαυτού πρόσωπον ο ποιητής… Ειρήνη 735 Σχολ.

Αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:  

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]

 

 


Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΥΦΑΛΟΣ  

(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)

Ν’ αλλάξω όχημα  και  ρότα  και να  εκτοξευτώ

ξυλάρμενος

 

Της πολιτείας το σκάφος πίσω έμπαζε νερά

σαν λιμνοθάλασσα ζωσμένη τα πειρατικά

απ’ έξω  κι  από μέσα δυναμιτιστές

κι ως τα παράκτια ύφαλοι  και νάρκες

και τελευταίος ύφαλος εσύ

Καππαδοκέα

με παπιγιόν και βούλα υπερατλαντική

 

Κι εγώ να πλέω για τη μονιά του Φιλοκτήτη

 

ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ

Αυτός γεννήθηκε  και  πέθανε σαν ισοβίτης, ερμαφρόδιτος –

 

Πρόλαβε κι είπε ποιος με κατευόδωσε:  η  Χαρά  ή  η Αρά

ποιος με προσφώνησε  και με τα δυο ονόματα!  Χάρης   ή  Χάρις

και τώρα ποιος με σέρνει στα βαθιά:  Ο Χάρων  ή  Χάρυβδις;

 [ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ / Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ, τέταρτη  ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα  ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]

 

ΚΟΡΥΦΩ

(Σημειώσεις ενός ερημίτη του Ιονίου,

5η ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα  ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)

 

ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

1

Εγώ στην πιο ψηλή σοφίτα

του Καμπιέλλο

κι εσείς να παρελαύνετε μπροστά μου

 

Είστε ο υπόκοσμός μου

2

Τηλεφωνείς απ’ το υπερπέραν…

γιατί είναι άπιαστα τα λόγια σου

σαν να τα κράτησε η συσκευή:

3

Φαντάστηκα μια ιστορία…

 

Φαντάζομαι εσαεί εσένα

εσένα στην πλανητική   περιφορά σου

να βάλλεσαι από μετεωρίτες

και να ’ναι αυτοί οι εραστές σου

-το σώμα σου ν’ ανοίγει  και  να κλείνει –

να ’ναι οι επιδέξιοι εραστές σου

κι εγώ να τους κρατώ μακριά σου

να τους κρατώ κοντά σου  και  μακριά σου

σ’ απόσταση δορυφορίας

4

Δεν είναι προβολείς    αυτοκινήτου

είν’ οι δυο πόθοι μας

σαν μάτια που τρυπούν  - υποβρυχίως –

το φάσμα ανάμεσά μας

της ομίχλης!..

5

Και τι είμαστε στην απεραντοσύνη;

 

Δυο διαπόντια  νησιά λησμονημένα

σαν δυο σινιάλα  πότε αγγελικά  και  πότε

δαιμονισμένα

μια πάνω  και  μια κάτω  από το κύμα…

 

Η ΚΟΛΑΣΙΜΗ  ΓΥΝΑΙΚΑ

«Ήταν η ώρα που η τρελάδα  κάποτε των γυναικών μας

μας έσπρωχνε να κατεβούμε προς τους δαίμονες»

είπε ο Μελέτιος Πηγάς

Τα’ ακούει ο κόντες  της Ζακύνθου

και βάλθηκε όμοια να εικονίσει την κολάσιμη Γυναίκα

με το  ζουρλάδι  στα μαλλιά  τη  φάγουσα   στα σωθικά της

και την  τρελάδα  να κοντεύει  να την  κυτριμίσει

 

Την έπλασε  έχθρισσα του έθνους…  Και από τότε πολεμούσε

να διαπεράσει τη βουή της πολιτείας  και  να βγει στην ιστορία!..

 [από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα  ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]


ΟΛΙΚΗ ΘΕΑ

(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)

1

Κοπαδιαστά πετροχελίδονα απ’ το πρωί ως το βράδυ

να γράφουν κύκλους στον αέρα γρίφους οι σκιές τους

στα πλακόστρωτα

κι απ’ τις ψαλίδες των φτερών τους μια ηλιαχτίδα

περνά και λάμπουν σαν βιτρώ των ευγενών τα υπέρθυρα

τα ερείπια τους σαν δαντελωτά καφασωτά της μέρας

όπου λικνίζονται στοές και σπίτια  και  στο βάθος

χιλιάδες κρύσταλλα σπιθοβολώντας του Ιονίου

2

Κι α!.. τι μαινόμενη μαινάδα πέρα η θάλασσα

βύθισε ο μακρυχέρης το κουπί του μέσα της

κι αυτή ταράζεται κι αφρίζει

να κι η φιδόγλωσσα της αστραπής μακρόσυρτη

απ’ τη Λευκίμμη ως αντίπερα στα Σύβοτα

φιλί αόρατου θεού κάτω απ’ τα σύννεφα

κι η φιλημένη να βογγά και να χτυπιέται

 

Και τι σκαιός αυτός ο ανεμοστρόβιλος

τι βιαστής  και τη παρθενογδύτης

χυμά στην πλαγιασμένη πόλη και τη γδύνει

με τ’ αγέρικά του χέρια

 

Μα θα ’ρθει η ώρα – δεν αργεί – που θ’ ανατείλει

ήλιος  αόρατος  αιθέρας κοσμοφόρος

 

ΓΟΡΓΩ

Τι πλατυπρόσωπη  που είναι η Γοργώ

τι προσωπίδα!..

με μάτια και με χίλια τραβηγμένα

σαν τις αναγελάστρες των νησιών μας

 

(Ή να ’ναι αυτές  δικά της εκμαγεία;)

 

Ξένε, αν ρωτάς γιατί η Μορφή που θ’ αντικρύσεις

αυτή η δική μας η Γοργώ βγάζει τη γλώσσα

πριν μπεις στις αίθουσες με τ’ άλλα προσωπεία

στάσου ενεός μπροστά στην πόλη του Μουσείου

να δεις πώς και οι νεκροί μας ειρωνεύονται

 

(μας ειρωνεύονται  ή  μας αντιγράφουν;)

 

ΦΩΝΕΣ

1

Ας βγω κι εγώ να δω την πόλη λίγο…

 

Ν’ ακούσω τις φωνές της μέρας και της νύχτας

να δω στενά  και  βόλτα στοιχειωμένα

με οικόσημα αρμοστών  και  στις πλατείες

οι Ποιητές μαρμαρωμένοι  κι  η Σελήνη

να ραψωδεί στα ιστορικά πετρώματά τους…

 

2

«Τον εγνωρίσατε τον σιορ Τζιοβάνι;

είπε ο παλαιοπώλης

αυτά τα σκρίνια αλλά Βενέτσια

τα ’χω ρεγάλο απ’ τη μορόζα του

τον κόντε Γάσπαρι τον ξέρατε

-τον Καβαλιέρε ντε –

τον καναπέν αυτόν όπου γουστάριζε

να ’ναι από κάτω και να τρίζει

μου το ’χε δώσει ο αποπάνω του

έχουν κι αυτά την ιστορία τους

το βεβαιώνω εγώ είναι δικά τους

σας το υπογράφω με τη βούλα

πάρτε τα»

3

Κι απ’ τους βυθούς πιο κάτω άλλες φωνές παλίμψηστες

 

Φωνή Φληβά του Φοίνικα που απέπλεε:  «Εθνικέ ή Εβραίε…»

και πιο βαθιά:  «Σύρος εσσί;  - Σαλάμ·  Φοίνιξ;  -Ναιδίας·

ει δ’ ‘Ελλην, Χαίρε…»

Έτσι  κι εγώ βουλιάζοντας, μαζί

με κάποιον Λεωνίδα από τον Τάραντα, άκουσα οιμωγή

που από τη μια στην άλλη γλώσσα πάλευε ν’ αναδυθεί:

… αλόιμονον απ’ τους βυθούς γυρνώντας

την  ώρα κιόλας που άπλωνα τα χέρια μου στους ναύτες

έγινα βρώση·  αγριωπός πελώριος καρχαρίας

χίμηξε  κι ως τον αφαλόν όλον με καταβρόχθισε

 

Έλεγε…  Κι ήχησε άξαφνα φωνή που τον συνέχιζε

Κοντά ’ναι κει στον νιον εμπρός ο τίγρης του πελάγου

Αλλ’ όπως έσχισ’ εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε

Κι όρμησε…..

Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο…

Κι ευθύς ξυπνά στ’ ελεύθερο γυμνό κορμί που αστράφτει

Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου

 

Έστρεψα κι είδα μακριά να λάμπει ο διακαμός τους!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα  ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]

 

ΜΕ ΕΝΘΕΗ ΜΕΘΗ

(… Διονυσίου Σολωμού φανέρωση…)

Μου δόθηκε βασιλική σκοπιά, ενός ερημίτη   μ’ όλες τις στέγες κάτω απ’ το βλέμμα μου   με τη Σπιανάδα το παλάτι τα δυο φρούρια   τη θάλασσα πάλαι ποτέ  των Βενετσιάνων   τώρα δική μου λεοντή να τρίβεται   σαν γάτα  κι  άλλοτε σαν τίγρισσα   στα πόδια μου.    Ήταν η ώρα  που κατέβαινε απ’ τη σκήτη του κι εκείνος   κατέβαινε μαστιγωμένος απ’ το δαίμονα…  Κι η χώρα   η χώρα κάτω ψς επικράτεια του πνεύματος  του ανήκε  και  φτάνοντας στα Τρία Πηγάδια  να σκιρτά η ψυχή του  πολεμώντας   να διαπεράσει την εγκόσμια τύρβη  και  να βγει στην ιστορία   πάνω απ’ τα κύματα στ’ αντικρινά βουνά, τ’ ακρωτηριασμένα   Κι άλλες φορές να βγαίνει ο ήλιος  μονοκράτορας   θρυμματισμένος σε στοές και σε καντούνια   ραίνοντας τα παμπάλαια  βουλεβάρτα   φλωριά βενέτικα και ναπολεόντια  και  σελίνια   κι οι τελευταίες ηλιαχτίδες του καπίκια   για τα κρασοπουλειά των ποπολάρων   Κι ανάμεσά τους να περνά μια ένθεη μέθη   με τη βερντέα  του αδελφού του από το Ζάντε   και να τρεκλίζει  να  τρεκλίζει αιθεροβάμων   μετά από τόσα Ρεμπελιά καικ Προστασίες   ο μέλλων ποιητής του ενωμένου βασιλείου   Στρέφει  κατά το Μεσολόγγι κι ατενίζει   τα παλικάρια τα καλά  «αποθεωμένα»   παίρνει κοντύλι και χαράζει στον αέρα:  «…alora  ΄τρεξε η θάλασσα…»   - έπλεε η ψυχή τους στην πίκρα  και  παραπατούσαν   σαν μεθυσμένοι  -  από τη δόξα   Κι αυτός ψυχή και σώματι μαζί τους την έωρα εκείνη    Κι εγώ κατηγορώντας  sotto volto  του Κοκκίνη   και κάθε βράδυ κουβαλώντας τα ημερήσια θηράματα   ν’ ανηφορίζω σκεφτικός τη σκαλινάδα την ατέρμονη   του Αγίου Νικολάου των Γερόντων   Και να πλέει στη ματιά μου η εικόνα του ζωντανεμένη  και  «εις τον πάτο της εικόνας η Ελλάδα πάντα με το μέλλον της»   (Η Μεγαλόψυχη Μητέρα  o altea cosa)       [ΚΟΡΥΦΩ  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ,  πέμπτη  ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011, εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη] 

Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ