Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΙΝΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΒΙΟΥ ΕΞΩ…

 

(… λυπάμαι τις νοικοκυρές  έτσι που αγωνίζονται κάθε πρωί

να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη…)

Το ποίημα με το χαρακτηριστικό τίτλο ΣΚΟΝΗ

στη συλλογή της Κικής Δημουλά  ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ – πρώτη έκδοση 1981 - 

με αφηγήτρια μια γυναίκα που γνωρίζει καλά την καθημερινή ζωή μιας νοικοκυράς,

διευρύνει σταδιακά την οπτική του,  από την καθημερινότητα της οικιακής εργασίας σε ένα ευρύτερο σχόλιο

γύρω από τη φθορά του χρόνου και τη σκόνη   που επικάθεται πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις.  

Ιδιαιτέρως θα πρέπει να προσεχθεί το ευρηματικό τέλος,

το οποίο προσδίδει στο ποίημα δραματική λειτουργία!..

Η Μπατάλα Σκόνη λοιπόν:

«Κάθεται στον καθρέφτη μου,  δικός της, της τον χάρισα. 

Χέρσο πράμα, τι να το ’κανα;  

 Έπαψα να καλλιεργώ τα πρόσωπά μου εκεί μέσα,  

δεν έχω όρεξη να οργώνω αλλαγές   

και να διπλασιάζομαι αλλιώτικη.  

Την αφήνω να κάθεται    την αφήνω να έρχεται  

με το τσουβάλι να έρχεται    την αφήνω να χύνεται επάνω μου  

σαν αλεσμένη διήγηση μεγάλης ιστορίας…

 

ΣΚΟΝΗ, ΥΣΤΑΤΗ ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ ΑΣΑΡΚΟΥ…

Σκούπες σκουπάκια    ρουφηχτήρια φτερά τιναχτήρια

ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόυν

θόρυβοι και τρόποι ακροβάτες,

μαστίγιο πέφτουν οι κινήσεις

πάνω στην κατοικίδια σκόνη.

Κάθε πρωί μπαλκόνια και παράθυρα

ακρωτηριάζουνε μια δράση και μια έξαψη:

ασώματα κεφάλια χοροπηδάνε σαν γιογιό,

χέρια εξέχουν και σφαδάζουν

σαν κάτι να τα σφάζει από μέσα,

σπασμένα σώματα μισά

που τα πριόνισε το σκύψιμο.

Άλλο ένα σπάσιμο του Ολόκληρου

Όλο σπάζει αυτό,

πριν καν υπάρξει σπάζει

και σαν να είναι γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό,

για να μην είναι

Ολόκληρη ζωή σου λέει ο άλλος.

Από πού ως πού ολόκληρη

μ’ ένα σπασμένο πάντα μέτρο που κρατάτε

και μετράμε;

Αξιολύπητη λέξη το Ολόκληρο.

Σωματώδης αλλοπαρμένη περιφέρεται.

Γι’ αυτό τη φωνάζουν τρελή τα μπατίρια μεγέθη.

 

Τινάγματα - τινάγματα

να φύγει η σκόνη απ' τις ρηχές

να φύγει κι από τις βαθιές φωλιές του ύπνου,

σεντόνια και σκεπάσματα.

Κι εκείνες τις φορές

όπου πετάγεται το σώμα τρομαγμένο

νύχτα κι ουρλιάζει ΘΕ ΜΟΥ ΜΙΚΡΑΙΝΩ,

θα τιναχθούν κι αυτές σαν σκόνη,

σκόνη η ελάττωση κι ο τρόπος

και πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα

του μέσα βίου έξω.

Πρησμένα μαξιλάρια του ύπνου

φριχτά γρονθοκοπιούνται και φοβάμαι

τρέμω μη γίνουνε ζημιές:

είν' οι κρυστάλλινες διαθήκες των ονείρων εκεί μέσα.

Όλα τα όνειρα όνειρο τα κληρονομεί

και άνθρωπος κανένα.

Τρέμω, τέτοια παγκόσμια αποκλήρωση

δεν το αντέχω να τινάζεται σαν σκόνη.

Χτυπήματα χαλιών

να βγει η σκόνη απ' των σχεδίων τις φωλιές,

να γκρεμιστεί απ' τα γεφύρια των χρωμάτων.

Κι ο γρήγορος βηματισμός

ο τρελαμένος πέρα δώθε μες στο σπίτι

μες στη ρηχή εμπιστοσύνη των χαλιών

να μην ακούν οι αποκάτω τι βαδίζει

να μην ακούνε τι δεν συμβαδίζει,

θα τιναχθεί κι αυτός σαν σκόνη

και πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα

του μέσα βίου έξω.

 

Λυπάμαι τις νοικοκυρές

τον άγονό τους κόπο.

Δεν φεύγει η σκόνη δεν στερεύει.

Κάθε που πάει ο καιρός καιρό να συναντήσει

καινούργια συμφωνία σκόνης κλείνεται.

Οι προφυλάξεις απ' αυτήν - το Καθαρό

και η Σταθερότης - μέσα επιστροφής της.

Τη φέρνουν πρώτες και καλύτερες.

Δεν έχω δει πιο σκονισμένες επιφάνειες από δαύτες.

Ως και το Φως το πεντακάθαρο

χαρούμενη μεταφορά της σκόνης:

είναι ένα θαύμα να τη βλέπεις

πώς προχωρεί ακίνητη πάνω σ' ακτίνα ήλιου,

σα να πατάει σε σκάλα κυλιόμενη

απ' αυτές τις μοντέρνες, τις υπνωτισμένες,

με τα υπνωτισμένα σκαλοπάτια.

 

Μεταφέρεται

ορατή σαν αέρας χοντρά αλεσμένος

να ξαναμπεί απ' τα ανοιχτά παράθυρα

τους ανοιχτούς της νόμους.

Η ύπαρξή μας σπίτι της και μέλλον της.

 

Ανοικοκύρευτη εγώ, την αφήνω να κάθεται.

Μελετηρή στη ράχη ενός βιβλίου

που μιλάει για το Γήρας.

Στη φρόνιμη φωτογραφία των παιδιών μου

όταν αυτά με φόραγαν

λευκή κολλαριστή ολοστρόγγυλη Μητέρα

χαλαρά από μέσα ραμμένη

με κρυφές αραιές βελονιές

στη σχολική ποδιά τους.

Τώρα ντυθήκανε μεγάλα τα παιδιά μου,

φοράει η σκόνη τώρα την ποδιά τους

τον στρογγυλό γιακά,

με φοράει Μητέρα η σκόνη

- έτσι πρέπει να ράβονται

οι σχέσεις κι οι εξαρτήσεις,

με αραιές χαλαρές βελονιές,

για να μπορούν να ξηλώνονται εύκολα.

Ποτέ δεν ξεσκονίζω

τον ορειχάλκινο αθλητή

που διακοσμεί μεγάλο ορειχάλκινο ρολόγι.

Τόσο μυώδη τα μέλη του

που μοιάζουν θυμωμένα.

Ίσως γιατί τον αναγκάζουν να γυμνάζει,

κάτι πολύ αόρατο,

μπορεί το χρόνο να γυμνάζει,

μπορεί να θέλει ο χρόνος να μπορεί

πιο γρήγορα να τρέχει απ’ όσο τρέχει.

Επίδοση που χαροποιεί τη σκόνη.

 

Κάθεται στον καθρέπτη μου

δικός της, της τον χάρισα.

Χέρσο πράμα, τι να το ’κανα;

Έπαψα να καλλιεργώ τα πρόσωπά μου εκεί μέσα,

δεν έχω όρεξη να οργώνω αλλαγές

και να διπλασιάζομαι αλλιώτικη.

Την αφήνω να κάθεται

την αφήνω να έρχεται

με το τσουβάλι να έρχεται

την αφήνω να χύνεται επάνω μου

σαν αλεσμένη διήγηση μεγάλης ιστορίας,

την αφήνω να έρχεται γρήγορα γρήγορη

σαν χρόνος που γυμνάστηκε

πιο γρήγορα να τρέχει απ' ότι τρέχει

και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη,

την αφήνω να κάθεται, χρονίζει,

μπατάλα με σκεπάζει, την αφήνω

να με σκεπάζει την αφήνω

με σκεπάζει

να με ξεχνάς την αφήνω 

να με ξεχνάς αφήνω

με ξεχνάς

να με ξεχνάς

σ' αφήνω

γιατί δεν τα αντέχω τα τινάγματα

του μέσα βίου έξω.

 

 


ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΤΙ…

(…και ούτε, όσο χρειάζεται να βάλεις λάδι σ’ ένα όνομα μη σβήσει…)

Μέρα θολή, αργία ζωικότητας    εργάσιμη θανάτου.

Άμα πεθαίνει καλοκαίρι    πρόωρο θάνατο το λες,

ό,τι είναι φως δεν έπρεπε

ούτε στην ώρα του, καθόλου να πεθαίνει,

τη σάρκα όποιου φωτός

δεν ήταν να την τρώνε

τα όποια γήινα σκουλήκια – ημερολόγια.

Άμα πεθαίνει καλοκαίρι,  ευκαιρία:

με φετινά κρασιά που ξεσφραγίζονται

να ξεσφραγίσεις άλλους πρόωρους θανάτους,

με φετινό κρασί

αψύλα φετινή δριμύτητα

να ξεπλένεις στιγμιότητες δω κάτω

με φετινή ξεσφραγισμένη μνήμη.

 

Πέθανε άλλο ένα καλοκαίρι

πρόσθεσε δηλαδή ο καιρός   άλλο ένα σκαλοπάτι

να πατήσει  να κατέβει  το λιγόστεμά του,

επιταχύνεται η κάθοδός του

μικραίνει κι άλλο η μικρή μας διαφορά

απ’ των θαυμαστικών  την οριζόντια τώρα στάση

ωραία  ήταν λοιπόν εδώ κάτω.

Της σάρκας μας η στάθμη κατεβαίνει.

Ποτάμια  και  δεξαμενές ξαναγεμίζουν,

πέφτει το βρόχινο νερό

σαν προσκοπάκι που ψοφάει για ωραίες πράξεις

κι αναδασώνει την πεσμένη στάθμη.

Ενώ η στάθμη της ζωής μας;

 

Μέρα θολή

αποδημούν βεντάλιες χαλασμένες

 ξελύθηκαν  τα φιλντισένια φύλλα τους

τα οστέινα φύλλα τους

απ’ το μεταξωτό τους κορδελάκι

Αποδημούν θαυμαστικά

λυμένα απ’ τη φαρδιά κορδέλα της φωνής

ωραία ήταν λοιπόν εδώ κάτω.

Ξεχορταριάζει χρώματα η θάλασσα.

Μυστρί – γκρίζο κονίαμα κυμάτων –

μερεμετίζει στιγμιότητες.

Νερουλόν ασβέστη,  αραιωμένο άστρο

χαμηλά αδειάζουν

οι κινήσεις των γλάρων  επιφάνειες,

Άσπρο κατεβαίνει

τελεία και παύλα ανεβαίνει.

 

Μέρα θολή,

κοιτάς – κοιτάς  δεν βλέπεις τι θυμάσαι.

Μέρα θολή,  λήθη ταμπουρωμένη

μη και της πάρεις πίσω

ό,τι με χίλια βάσανα σου πήρε

κοιτάς – κοιτάς να πάρεις πίσω.

Απ’ το μπαλκόνι μου θολό όλο το αντίκρυ.

βαριά ντυμένο σαν κρεμμύδι το απροσπέλαστο

απανωτές φοράει οριστηκότητες

μη και το διαπεράσει

το ψαχτικό της μνήμης αεράκι.

 

Χωμένο μες το αντίκρυ,   θολό το Γαλαξίδι

στο ψαχτικό της μνήμης αεράκι.

Κι εκεί προς τα νερά του

θολό κι αυτό το εμπορικάδικο καϊκι

που αργά κινείται σαν ακίνητο,

μοιάζει μακρύ παπούτσι   στη φτέρνα πατημένο

το φοράει και πλέει μέσα του

ποδάρι κοκαλιάρικο κατάρτι.

Πανιών και καταρτιών μετεμψυχώσεις,

Ιστιοφόρα η φωνή σου.

 

Θολό πολύ,  πολύ κοντά

το Γαλαξίδι απ’ το μπαλκόνι μου.

Ενός λεπτού ταξίδι με το μάτι

κι ούτε, όσο χρειάζεται

να βάλεις λάδι σ’ ένα όνομα

μη σβήσει!..

[ΩΡΑΙΑ ΗΤΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ΕΔΩ ΚΑΤΩ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, εκδόσεις στιγμή 1981

στη μνήμη του Φαίδρου Μπαρλά,  στην αγάπη του για το Γαλαξίδι]

 

ΕΜΜΕΣΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ

(… ευλογημένο να ’ναι  το Εμπόδιο  και  τρισευλογήμενο…)

Δένδρο ισκιερής δικαιολογίας

ότι δεν φταίμ’ εμείς,

να βρίσκει δροσερήν αθώωση

ο λιποτάκτης Χειρισμός,

να κολατσίζει με το πάσο της

η Αλλοτρίωσή μας!..

 

ΣΚΙΖΩ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Θα είναι περασμένες δώδεκα.

Όχι, δεν κοίταξα ρολόγι αλληγορίας

περί της δωδεκάτης που σημαίνει

και των ομοήχως αντιστοίχων.

Είναι η φάμπρικα ώρα,

το μεσημεριανό του τρώει ο ήλιος

κι οι ακτίνες του

εδώ χυμένες οδοντογλυφίδες

κι εκεί λουστράκια και γυαλίζουν

τ’ αεροπλάνα που περνάνε.

Ότι απόφαγε ο ήλιος το μεσημεριανό του

κι είναι βαρύς

γουρλωμένος είναι όπως μια περιέργεια

που φωνάζει   ποια είμαι,   ποια είμαι

και σκοτίστηκε η καμία απάντηση.

 

Ποιος να τον γέννησε άραγε ήλιο,

κόκκινη ελιά στο μάγουλο των χιλιετηρίδων;

Δεν τον γεννούσανε φιλί,

λουστράκι να γυαλίζει χείλια,

δεν τον γεννούσαν νόμισμα

να ’χει διαρκώς να ταξιδεύει,

τις άγνωστες  τις ξωτικές παλάμες να γνωρίσει.

 

Ότι απόφαγε το μεσημεριανό του ο ήλιος

κι είναι βαρύς,

σαν να του πέφτουν δυσπεπτες

οι τακτές ωρές

Έτσι του έρχεται

να τη στήσει απόψε τη δύση,

να κάνει πίσω και να σβήσει

εκεί απ’ όπου ήρθε,

ν’ ακολουθήσει δηλαδή

το δρομολόγιο του ανθρώπου

το κουκλίστικο,

άγλυκο δρομολόγιο

χωρίς πορτοκαλιά σιρόπια.

 

Βρε Παναγιά μου,  βιτσιόζα που ’ναι η πλήξη

να της ανάβει πόθους η θνητότητα.

 

Γράφω  και σκίζω

γράφω και σκίζω

λουστράκι πουθενά για να γυαλίσει

όσες ιδέες πέρασαν  από μυαλό  κι  από χαρτί.

Γράφω  και  σκίζω

είμαι βαρειά,

φαίνεται πως απόφαγα το μεσημεριανό μου

και είμαι γουρλωμένη

σαν περιέργεια που φωνάζει

ποια είμαι    ποια είμαι

και σκορπίστηκε η καμία απάντηση.

Σκίζω τα χείλια  και  σε δώδεκα κομμάτια

ό,τι σκέφτηκα

σκίζω  δωδέκατες   σκίζω ρολόγια

μικρά – μικρά κομμάτια,

τα στραγγαλίζω κι από πάνω

στην ξωτική παλάμη μου

μη τα σκισμένα που έγραψα

κρυφά  και  από μόνα τους συναρμολογηθούν

και αυτοδιαβαστούν και  μάθουν

πως ήτανε για πέταμα.

 

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΩΜΑ

Τελευταία για να διαβάσω,

ν’ αναγνωρίσω,  να γνωρίσω,

τραβιέμαι λίγο κατά πίσω

και σπρώχνω λίγο πιο μακριά

αυτό που είναι να δω.

Μπαίνει μια νέα απόσταση

ανάμεσα σε μένα  και  σ’ ό,τι προσβλέπω.

Αλλιώς δεν βλέπω.

Θέλω να πω,  η όραση,

για να ενωθεί μ’ αυτό που θέλει

πρέπει να προζήσει

ένα χωρισμό.

Αλλιώς δεν βλέπω.

 

Είναι φυσικό,   είπαν  οι γιατροί.

Κάποιος βαθμός πρεσβυωπίας,

κάποιοι αναβαθμοί κουράσεως

από την ηλικία τη σκληρή

δουλειά στα ορυχεία του δυσδιάκριτου.

Να φορέσω γυαλιά για κοντά.

 

Ωραίο φυσικό  και  τούτο.

Να πρέπει να φορώ γυαλιά

για να μπορώ να βλέπω

τα οφθαλμοφανή.

 

Τα βλέπω τα οφθαλμοφανή,

βλέπω καλά πού παν τα πράγματα,

βλέπω να τ’ αντικρίζω

με τυφλά χέρια   και με δεμένα κλάματα

και βλέπω να προζώ ένα χωρισμό.

Αν πέφτει η βροχή με κεγαλαία

τη βλέπω,

αν πέφτει με μικρά   την αγαπώ.

Βλέπω να πέφτω με μικρά.

Ό,τι είδα,   δεν το είδα!..

μονάχα με τα μάτια μου.

Είναι και η δυσκολία όραση.

Τα πιο πολλά κεφαλαιώδη

κάθισα  και  τα διάβασα με δαύτη.

Είδα εγώ με το αίσθημα

τέρατα  και  σημεία.

Και θα φορέσω γυαλιά

για να διαβάσω καθαρά το κεφαλαίο χώμα

που θα με πιεί

πέσω με μικρά   πέσω με κεφαλαία;

Άκου,

να φορέσω γυαλιά για κοντά!..

Να φέρω κοντά με γυαλιά

το κοντά!..

Που δεν το έφερα με μάτια  και  κομμάτια μου.

Ε!.. Όχι  να φορέσω  και  γυαλιά

να φορέσω τα κομμάτια μου…

 [από τη συλλογή της Κικής Δημουλά  ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, στιγμή 1981]

 

ΣΥΝΔΡΟΜΟ

(κοιτάζοντας τον πίνακα του Πικάσο  «Το Όνειρο»)

Έχω κρεμάσει αυτόν τον πίνακα σαν δόλωμα

στη συμπαγή επιπεδότητα μου

μήπως τσιμπήσει τανυστός γκρεμιστής

τον έχω σαν φουρνέλο

μη και την ανατινάξει συθέμελα

τη συμπαγή επιπεδότητά μου.

 

Καθιστό κοιμάται το κορίτσι.

Καθιστός   απαγκιάζεις καλύτερα στο σώμα σου,

είσαι πιο έτοιμος να γίνεις πιο δικός σου:

να ονειρευτείς.

Του υπερβατικού η ανατομία   επέτρεψε στο σώμα

αυθαιρεσίες σάρκινες.

Κοιμάται το κορίτσι

ενώ πίσω απ’ το χαλαρό φουστάνι της

ο ένας μαστός ανατέλλει

για να θηλάσει η λαίμαργη αφαίρεση.

 

Σπασμένη του λαιμού η αντίσταση

και το κεφάλι, απελεύθερο,

σαν γελαστό αυτί ακούμπησε στον ώμο

που, περιγελαστής της συμμετρίας,

είναι πιο υψωμένος απ’ τον άλλο,

στοιβάδα τόλμης.

Την ύπαρξή του αφουγκράζεται το κορίτσι:

παράνομες κλεφτές μετακινήσεις,

μια μετατόπιση του Είναι

λίγο πιο δω λίγο πιο κει,

θέσεις που ανεφοδιάζονται με θέσεις.

 

Η μύτη, πράσινη χαρακωτή γραμμή

που προσπερνάει αδιάφορη το τέλος της,

χύνεται ανάμεσα στα μάτια και το μέτωπο,

χάνεται μέσα στα μαλλιά,

αγγείο αιμοφόρο του ενδόμυχου.

Μισό χαμόγελο στη θέση του

τ’ άλλο μισό ψηλότερα,

ασυμμετρίας μειδίαμα

σαν ένα στραβοπόδαρο σκαμνάκι,

εκεί για να πατήσουν και να βγουν

από τις τουλπανένιες άμαξες

οι τουλπανένιοι επιβάτες:

τα όνειρα του κοριτσιού.

 

Της πολυθρόνας τα μπράτσα

υποσυνειδίζονται: λυγίζουνε σαν χαλαρό

αγκάλιασμα στου κοριτσιού τη μέση,

γιατί το ξέρουνε ακόμα και οι πολυθρόνες

πως όποιος ονειρεύεται δονείται

κι υπάρχουνε και όνειρα   που σε πετάνε χάμω…

(το δεύτερο μέρος με τον ορισμό των ονείρων στα ΣΧΟΛΙΑ)

 

Καιρό έχω να μιλήσω για όνειρα

καιρό δεν έχω   όνειρα δεν έχω,

συμμετρική ανέχεια.

Οι ώμοι μου   συμμετρικά πεσμένοι και οι δύο.

Κι ότι αντέχω τέτοια ανέχεια

λέω μην είναι όνειρο.

 

Μην είναι όνειρο   πως όνειρα δεν έχω.

Όνειρο  να ’ναι  κι ας μην γυμνώνει από όνειρα.

 

Όνειρο να ’ναι,

σπόρος να περιφέρεται στον ύπνο μου

κι έχει ο Θεός για μήτρα.

Το πίνω κι ας μην είναι πόσιμο,

έστω τη λέξη να ονειρεύομαι

και δεν ρωτάω καμιά Εξακρίβωση

αν είναι όνειρο πως όνειρα δεν έχω.

Για να μιλήσει η κάθε Εξακρίβωση

θέλει να πληρωθεί με όνειρα.

Κι όνειρα να πληρώνω

μια ακόμα Εξακρίβωση   δεν έχω.

 

Η μητέρα μου Ώθηση πέθανε νέα

κι ο πηλός που είμαι…  με πιέζει να σπάσω.

Ως πότε, λέει, θα θυσιάζεται ο θάνατος   για να ζεις εσύ.

Κι όνειρα δεν έχω να πλάσω

πήλινη περιφρούρηση της ύλης μου.

 

Και τι σημαίνει όνειρο;    Τι δηλαδή δεν έχω;

Θα ’ναι αυτό   που θέλει να ’χει μέσα του ο πηλός για να μη σπάζει,

θα ’ναι οι τουλπανένιοι επιβάτες

στις τουλπανένιες άμαξες.

 

Όνειρο σημαίνει    φτερούγα ύπνου από κερί

που ήλιο ερωτεύεται και λιώνει,

φύλλα που θαυμαστά ισορροπούν

σαν να πατάνε σε κλαδιά

ενώ το βλέπεις καθαρά   πως δεν υπάρχει δένδρο,

ν’ ακούς να τραγουδάνε χίλια ναι απ’ το λαρύγγι του όχι…

 

Δεν ήρθε κι ένα απόγευμα   που να μη γίνει βράδυ,

να έρθει κι ένα όνειρο   που να μην γίνει άνθρωπος,

να έρθει κι ένας άνθρωπος   που να μη γίνει όνειρο,

τις οιδε, τις ει…

 

Ξανοίχτηκα πολύ σε ορισμούς

κι είν’ επικίνδυνο να κλαις χωρίς πυξίδα.

 

Φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστον   όσα έχουν πεθάνει!..

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

 

(σημείωση)

ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ  χωρίζουν τον πίνακα του  ΠΙΚΑΣΟ «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ»

από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ…

(σχόλιο του Βασίλη Αμανατίδη από το ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ  - τεύχος 57): 

Το «Όνειρο» του Πικάσο είναι ένας πίνακας του 1932, σωματοποίηση μιας προσδοκίας και, εκ των υστέρων, μνημείο μιας απώλειας. Ο ζωγράφος παραδομένος στη φροϋδική τάση της εποχής, διαρρηγνύει το κοιμώμενο πρόσωπο της Βάλτερ, σε δύο αλληλοσυμπληρούμενες «καστανιέτες» που υποβάλουν την αίσθηση ενός κινούμενου προσώπου εν εκστάσει!..

Το ποίημα της Δημουλά «Σύνδρομο» (Κοιτάζοντας έναν Πίνακα) είναι διπλό, δηλαδή που εγκιβωτίζει ένα άλλο έργο, που επιχειρεί τάχα να το ονειρευτεί, το ίδιο το έργο ή τον τρόπο ονείρου που ο πίνακας διδάσκει. Για να το αναιρέσει μελαγχολικά στο τέλος, με την παραδοχή μιας ακόμη ήττας, που οφείλεται σε σύνδρομο απώλειας του ονειρεύεσθαι.

Όλη η ποιητική τέχνη της Δημουλά βασίζεται σ’ ένα νοητικό ντόμινο, το οποίο ξεκινά από ένα «δάχτυλο» που ρίχνει το πρώτο κομμάτι… του παζλ και αμέσως «ξεδιπλώνεται» μια λυρική ποικιλία ορισμών / αφορισμών περί ΟΝΕΙΡΩΝ: 

Το δάχτυλο αυτό, στην προκείμενη περίπτωση, είναι ένα έργο τέχνης, ο πίνακας του Πικάσο «Το Όνειρο», που για την ποιήτρια σημαίνει: 

«να μην υπάρχουν σύνορα   κι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους.

Ελεύθερα να μπαίνεις σ’ άνθρωπο κι ούτε τις ει, ούτε τις οιδε…»

 

ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ

Σε διαιωνίσαμε  Μητέρα

θα μου μηνύσουν αύριο τα παιδιά μου:

δώσαμε στα παιδιά μας τ’ Όνομά σου.

 

Αγνώστους προμηθεύουνε

στο Άγνωστο  τα  Ονόματα!..

 

Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομά μου.

Το σώμα μου,

για κάθε χωριστή στιγμή που το επαλήθευε,

φορούσε κι άλλο όνομα,

αστραφτερά  και  κοφτερά καινούριο.

Και την ψυχή μου άλλο όνομα,

κάθε φορά αλλιώτικο,  την έσερνε

κάθε φορά στην αβαβάπτισή της

σ’ ακόμα περισσότερο ψυχή.

Στο ίδιο ποτέ δεν πήγα με ίδιο όνομα

και στο άλλο πήγα με πολύ καλύτερό του.

Ονόματα ξόρκια

να μη με πιάνει το κακό μάτι της ευκολίας:

η μια πληγή την άλλη μου πληγή

να μην την αντιγράφει,

η κάθε μια δικό της να χαράζει αγιάτρευτο.

 

Ξόρκια, για να μπορώ

από μικρής βελόνας τρύπα να περνάω

το απόλυτο, χοντρό σκοινί.

Ραβδοσκόποι ονόματα,

που έβρισκα σε βάθος ποιο

πηγάζω αληθινή

και με διάταξαν   γίνε!..

 

Ναι,  ναι,  εμένα που με βλέπετε

ήσυχα – ήσυχα να τρίβομαι σε ψύχουλα

και να ταϊζω κάθε μέρα τις δουλειές σας,

πολυφωνάχτηκα  αλλεπάλληλη

και  πολυκυματίστηκα σ’ ονόματα αφρισμένα.

 

Δεν ξέρει τίποτα απ’ αυτά το Όνομά μου!..

Είναι απλά μια ηχομόνωση,

να μην ακούτε πώς ουρλιάζει ο μέσα άλλος

όταν τον τρώνε τα αγρίμια οι αλλαγές του.

Οι αναβαπτίσεις της ψυχής

κάθε φορά σε περισσότερο ψυχή,

δεν είναι ευδαιμονία κατευθείαν.

Πρέπει πρώτα να βυθιστείς ολόκληρος,

ώρες  μέρες,  μπορεί και χρόνια,

ολόκληρος  και  το κεφάλι μέσα,

στη φρικαλέα τελετής της ασφυξίας.

Κι αν αντέξεις!..

 

Κι αυτά είναι για να σωπαίνονται απόλυτα,

θάνατος  σιγαστήρας να τα παίρνει,

να φεύγουνε μαζί αδιαιώνιστα

πίσω  από το  Πρόσχημα – Όνομά μας,

που μια ζωή κρατάει τσίλιες

ενώ αλλού παίζεται το παιχνίδι.

Στέκει εκεί σαν υδρορροή

σε μέρες που δεν βρέχει.

 

Αγνώστους προμηθεύουνε

στο  Άγνωστο τα  Ονόματα!..

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά  ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, στιγμή 1981]

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΙΝΚΟΓΚΝΙΤΟ…

(… με μαύρα γυαλιά μέσα σε αυθαιρεσίες αλεξίσφαιρες…)

Για σας θα ξάνω μια καλύτερη τιμή.   Είναι η φωνή μου άγνωστη   στα μεγάλα του πλανήτη μας δράματα:   δίκαιου αφανισμοί, πείνες που τρων  την επιβίωσή τους για να ζήσουν,   ανισοτήτων άγριο λαθρεμπόριο,   πυρηνικά συμφέροντα,   πόλεμοι  τουρίστες,    αποφάσεις που κυκλοφορούν ινκόγκνιτο  με μαύρα γυαλιά   μέσα σε αυθαιρεσίες αλεξίσφαιρες.   Και όλα αυτά κυβερνημένα  από το παμπάλαιο, πανίσχυρο Έτσι!..  Δεν είναι η φωνή μου ακουστή στα φριχτά του πλανήτη μας δράματα.   Στο κραυγαλέο δεν ανέβηκε ποτέ   έμμετρα να καταραστεί   όσα στη γη διχάζονται,   λίπασμα το μισό   τ’ άλλο μισό για να θεριέψει.   Είναι η φωνή μου χαμηλή  κι είναι παράμερη   σαν γνώση  και  σαν φόβος,   με το αδύναμο ισότονη   ισόφωνη με τη σιωπή.    Με τα καθημερινά και με τα μικρά περιχύνεται  και  αυτοπυρπολείται κάθε μέρα.   Κι αυτό είναι η εσώφωνη κραυγή της,   το θυμωμένο ρίγος της,   η έμμετρη κατάρα της στο άμετρο,   η αγρύπνια της   δίπλα στα βογκητά των μεγάλων δραμάτων,   η ύπουλη μικρόσωμη σπρωξιά της   στο παμπάλαιο πανίσχυρο  Έτσι.    Ουρλιάζουν οι τύχες   κωφεύει η αλλαγή τους   στην παμπάλαια,  σεβάσμια  σεντόρεια φωνή της Ανάγκης.   Δεν έφτασε ποτέ της στην απήχηση.   Αποφάσεις  ινκόγκνιτο  με μαύρα γυαλιά  τη φιμώνουν στο δρόμο.   Γιατί θ’ απηχήσει η δική μου φωνή   κλέβοντας δάφνη υπεροχής  απ’ τη φωνή του Κόσμου;   Είν’ η φωνή μου σεβαστική   στη νικημένη τη φωνή του Κόσμου    Ουρλιάζουν οι τύχες  κωφεύει η αλλαγή τους.   Ο κραυγαλέος λόγος,  Νάρκισσος.   Κι αν σκύβει πάνω απ’ τα δεινά   καθρέφτες πιο πολύ εξασφαλίζει.   Όχι, δεν καθρεφτίζεται η φωνή μου  στα μαύρα δεινά.   Σε ηχηρά διαβήματα   μέρος δεν παίρνει,  δεν συν- κραυγάζει   να γίνουν λόφοι  τα βουνά.   αλλιώς βουνά οι λόφοι.   Κάθεται χαμηλή σαν λόφος    Όχι δεν είναι η φωνή μου  ελευθερία  ή  θάνατος.   Είν’ ένα κρατητήριο φωνών  κι ευθανασία τους,  στόχος καρτερικός  στα κέφια του τρελού πυρηνικού πλησίον.   Είναι η φωνή μου ένα σκαμνί  για κουρασμένα λόγια,   για νικημένα που επιστρέφουν συμπεράσματα.   Είν’ η φωνή μου ένας αθόρυβος περίπατος  μοναχικής γραφής   σε βροχερούς αδειόδρομους.   Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή   είπε το Τίποτα στο Κάτι   κι εκείνο το ηλίθιο το ’χαψε!..      [ΦΩΝΗ ΣΕ ΑΔΕΙΟΔΟΡΟΜΟΥΣ κι  άλλα ποιήματα  από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, εκδόσεις στιγμή 1981 εφημερεύουν σήμερα στο ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ μου]

Παρασκευή, 26 Σεπτεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ