(… μ’ αυτές τις λίγες φλόγες που επιμένουν
χτίζω
το ταπεινό μου εντάφιο σπίτι...)
… Του ανέλπιστου τυφλός κιθαρωδός
Του ανύπαρκτου πλανόδιος τροβαδούρος
…Ένας απλός
διαβάτης των ωρών
Ένας τυφλός και μάταιος
ιχνηλάτης
Των υπογείων
βλαστήσεων κηπουρός
Των άστρων
ταπεινός κανδηλανάφτης
… Ζω τη μαγεία
των υπόγειων χώρων
Αντλώ σοφία στη
μήτρα των πηγών
Ιερουργός του
μυστηρίου των λουλουδιών
Και της
εκπυρσοκρότησης των σπόρων…
…Έγκλειστοι σε μιαν ύπαρξη δοτή
Αξούσιοι
ποντοπόροι της αβύσσου
…Χάνοντας πάντα
στις στροφές
ό,τι κερδίζαμε
με ζήλο στις ευθείες
…Φώτα σβηστά
παράθυρα κλειστά
Στα σκοτεινά το
μέλλον συντελείται
…Κι άλλωστε σε
ποια μέλλοντα προσβλέπεις;
Όλα έχουν προ
καιρού συντελεστεί
Σκιές του
παρελθόντος είμαστε όλοι…
Γιατί ωραϊζεις
τα θαύματα για να μπορώ να τ’ αντέχω
Γιατί σκεπάζεις
το βάραθρο και φανερώνεις τον κήπο
Γιατί διαψεύδεις
την άβυσσο και τη στιγμή δικαιώνεις
Γιατί μου
φέρνεις το μήνυμα πως είμαι ακόμα στο
σώμα…
[στίχοι ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ από ομότιτλη
συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη 2009
που
ολοκληρώνεται στον επίλογο αυτής της ανάρτησης
Κι άλλες
επιλογές από τα ΙΧΝΗ ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ, δεύτερη ενότητα
στν εν λόγω συλλογή
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ
ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009)
Άνοιξη
βέβαια πάμφωτος καιρός
Σαν
πρόκληση στη μοίρα και στον Άδη
Παντού
τριγύρω κήπος θαλερός
-οργιαστικός
της βλάστησης χορός –
κι
εκεί στη μέση πέτρινο πηγάδι
Στο
φιλιατρό η μητέρα καθισμένη
κοιτά
το πρόσωπό της στο νερό
Σαν
λίγο μακρινή λίγο θλιμμένη
Δίπλα
της πάντα χαμογελαστός
με το
λευκό κουστούμι του ο πατέρας
Μου
γνέφει να πλησιάσω και να μπω
Στο
φως μιας αβασίλευτης ημέρας
ΕΜΦΑΝΕΙΑ
Εσύ
πάντοτε
ανέγγιχτη απ’ το χρόνο
να με
κοιτάς με το βαθύ σου βλέμμα
πίσω
από ανταύγειες και κατοπτρισμούς
και
ομίχλες βυθισμένων παρελθόντων
Και
να –
προβάλλεις
άξαφνα καθώς
πρώιμος
ανθός σε παγωμένο κήπο
Φωτίζονται
οι στιγμές
λαμπρές
νησίδες
στον
ωκεανό της απεραντοσύνης
λίγο
προτού χαθούν
ξανά στο μαύρο
Όνειρο
τάχα; Ελπίδα; Ή μόνο μια
παροδική
παραίσθηση
μια
λάμψη
μια
ταπεινή μεταγραφή σε οικείες εικόνες
του
σκοτεινού μυστηρίου που μας κλώθεις
Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ
Όμως
ποια
να ’σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
με
τόση λάμψη τόση μουσική
το
σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που
χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ’
αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και
χρόνια τώρα συντηρώ
τις
λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ’
αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ’ αυτή
την
εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι
ανακαλεί στο βλέμμα μου η μορφή σου;
Ποιον
ουρανό; Ποια μακρινή πατρίδα;
Κι
αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
-σαν
άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο –
ποιο
ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές
πέραν του χρόνου προφητεύει;
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009]
ΔΡΑΠΕΤΗΣ
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009)
Δεν
τους αντέχω τόσους οδυρμούς
με
κατακαίει των δακρύων το αλάτι
καπνοί και
φλόγες αφανίζουν τα τοπία μου
το
φονικό σας βλέμμα με τρομάζει
Γι’
αυτό
με
ξένα μάτια σας κοιτώ
με
ξένα χέρια σας αγγίζω
με
ξένο «εγώ» κρατώ ένα ρόλο στην παράσταση
Κι
ενώ
καλά
κρυμμένος στο κρησφύγετό μου
περίλυπος
σας παρακολουθώ
προβάλλοντας
στον φωτεινό σας κύκλο
το
κατασκευασμένο ομοίωμά μου
-δήθεν
πως συμμετέχω στο παιχνίδι –
ταυτόχρονα
μακράν
του συρφετού
τα
παιδικά μου σύνεργα ανασύρω
και
δραπετεύω σε βαθιές κοιλάδες
Στο
θάλπος και το φως μιας εποχής
αιώνιου
γλυκασμού και ανθοφορίας
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Μας
περιπαίζει τούτος ο καθρέφτης
Δεν
υπακούει στον προορισμό του
δεν
αποδίδει τα είδωλα των κατοπτριζομένων
Μια
εικόνα μάλλον ασαφή προβάλλει
Μια
πάχνη γκρίζα που παντού αιωρείται
σκεπάζει
κάδρα βάζα αρχαία βιβλία
παιχνίδια
κι ενθυμήματα παιδιών
ίχνη
ευανάγνωστα παροδικών εφήβων
Παντοτινά
νυχτώνει μέσα εκεί
κι
όπως τα βλέμματα ανεπαίσθητα θαμπώνουν
όλα
αραιώνουν όλα απομακρύνονται
μόνο
σκιές στο τέλος απομένουν
-κι
ακόμη
κάποιες
άφωνες μορφές
που
μας κοιτούν ανήσυχα απ’ το βάθος
θαρρείς
πως κάτι θέλουν να μας πουν
κάτι
να μας υπενθυμίσουμ!..
Η ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ
Στην
πρώτη φάση ανύποπτοι προσέρχονται
Απολαμβάνουν
τη ζωή
τη
μουσική τον έρωτα τη φύση
Αυτή
την άπεφθη ηδονή του υπάρχειν
Στη
δεύτερη όμως φάση κάτι αλλάζει
Θαμπώνουν
κάπως γύρω τους οι εικόνες
Γεύση
φθοράς γύρω τους πικρίζει
Ένα
περίεργο ρίγος τους διατρέχει
σαν
κάτι να τους απειλεί
Νιώθουν
λιγότερο οικείο τον κόσμο
Τέλος
στην Τρίτη φάση επισυμβαίνει
το
μαγικό αναπότρεπτο Αναβλύζει
μια
μουσική απ’ τα βάθη της ψυχής τους
Νιώθουν
να χάνουν το υλικό τους βάρος
Η
σκέψη τους αδειάζει η βούλησή τους
ακινητεί
σαν παγωμένη λίμνη
Τους
έλκει το απροσδιόριστο
Τους
προσκαλεί το «πέραν πάσης μνήμης»
Ακολουθούν
μια μυστική βοή
Και
κατεβαίνουν σιωπηλοί τη σκάλα!..
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ
ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009]
ΤΟ
ΡΟΠΤΡΟ
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΘΙΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑ 2006)
Τέλος
χτυπώ
το ρόπτρο
λαχταρώντας
μια
φιλική ματιά
μια
χειραψία
Όμως κανείς δεν έρχεται ν’ ανοίξει
Και
ποιος να ’ρθει και τι ν’ ανοίξει τάχα;
Πίσω απ’ το ρόπτρο δεν υπάρχει θύρα
σπίτι
κατοικημένο δεν υπάρχει
Το
ρόπτρο
αιωρείται στο κενό
ανώφελα
χωρίς
προορισμό
σαν
σκιάχτρο σε καμένο περιβόλι
Τίποτα
δεν επιφυλάσσει πια
Τίποτα
δεν υπόσχεται στο ξένο
ΔΟΥΛΤΣΙΝΕΑ
Έρχομαι
από τα βάθη των καιρών
απ’
τους βυθούς ενός χαμένου κόσμου
ματαιωμένος
εξερευνητής
ιππότης νικητής
ανεμομύλων
Έρχομαι
σέρνοντας
τα πολύχρωμα κουρέλια μου
φορώντας
τα
επινικελωμένα μου παράσημα
και
πάνω στο κεφάλι μου
-κορώνα
και
δόξα των ονείρων της ζωής μου –
την
άχρηστη λεκάνη του μπαρμπέρη
Έρχομαι
τσακισμένος οδοιπόρος
γονυπετής
μπροστά στο θαύμα της αγάπης σου
φώτισε
με το βλέμμα σου τα σκοτεινά τοπία μου
ρίξε
τα χέρια σου γεφύρια στο αχανές μου
βοήθησέ
με πάλι να υψωθώ
μες\
απ’ τη δίψα των ψυχών
και
το πανάρχαιο ρίγος των σωμάτων!..
ΟΚΤΩ ΠΑΙΔΙΚΑ
ΧΑΪΚΟΥ
Φύλλο
σαλεύει
μια
στάλα φως κυλάει
πάνω
στην πέτρα
Λευκό
λουλούδι
Μια
μέλισσα πλησιάζει
Ανατριχίλα
Μικρό
σπουργίτι
ραμφίζει
το χορτάρι
Κι ας
ψιλοβρέχει
Άδειο
λιμάνι
Ένα
χλωμό φεγγάρι
και
μια βαρκούλα
Μια
πεταλούδα
σ’ ενός
μωρού παλάμη
καθώς
κοιμάται
Γλάροι
στο μόλο
κι
ανάμεσά τους μόνη
μια
δεκοχτούρα
Καυμένα
δένδρα
Άγριος
αγέρας πάλι
τα
μαστιγώνει
Νύχτα
και κρύο
Σ’
ένα μικρό κουρέλι
κοιμάται
ο σκύλος
ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ
α
Πράο
αγεράκι με ζωοδοτεί
φερμένο
απ’ τ’ απόσκια του θανάτου
β
Αντί
σιωπής πουλιών λαρυγγισμοί
και ντροπαλών
νερών εκμυστηρεύσεις
γ
Ποιος
σκηνογράφος φτιάχνει το ντεκόρ;
Πώς
ντύνεται με φως τόσο σκοτάδι;
δ
Ακούω
τα βήματά μου στο κενό
αναχωρώ
ή μήπως επιστρέφω;
[από τη συλλογή
του Ορέστη Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009]
ΦΕΓΓΟΒΟΛΕΙΣ
ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ ΕΧΘΡΙΚΗ ΜΙΑ ΝΙΟΤΗ
ΦΟΝΙΚΗ ΠΟΥ ΜΕ ΤΡΟΜΑΖΕΙ…
(…συνέχεια
και τέλος από το ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ… )
…Μείνε λοιπόν στη φωτεινή μου πρόσοψη Στ’ ολάνθιστο κατώφλι μου σταμάτα Και μη ζητάς στα ενδότερα να μπεις Υπάρχουν μέσα εκεί θαμμένοι κόσμοι πρόσωπα πες ανάπηρα ή
νεκρά πράγματα πες
ανύπαρκτα ή χαμένα
Αποδοχή κι απόφαση σιωπής Ακινησία βαθιά και
τέφρα πλήθος …Στάσου μην
προχωρείς σ’ αυτό το σπίτι Τα χόρτα θα
σφυρίζουν την οργή τους Άγριο φεγγάρι
θα σε μυριστεί Θα σε γαυγίσει
κλειδωμένη πόρτα Και μεσ’ απ’ την
ομίχλη των καιρών μάνα τρελή θα σε
πετροβολήσει …Του κάκου σκύβω κι
αφουγκράζομαι τη γη μήπως ακούσω
καλπασμούς αλόγων καμπάνες αναστάσιμες
να ηχούν σάλπιγγες νικητήριες ν’
απαγγέλλουν Ακούω μονάχα στεναγμούς
νεκρών Ακούω μανάδων επιτάφιους
θρήνους …Μα εγώ ξεκόβω από τον άθλιο
κόσμο Γιορτάζω επαναπατρισμό Γενέθλιες αύρες με καλωσορίζουν Ακούς την προσκλητήρια μουσική; Γεμίζει ο κόρφος σου έρωτα και νόστο; [από τη συλλογή του Ορέστη
Αλεξάκη ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΝ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ 2009 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης]
Παρασκευή, 29
Αυγούστου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου