Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

 (… για τις ημέρες που ’ρχονται σαν πυρκαγιά μες στην καρδιά…) 


Στέκεται εκεί με το οριζόντιο βλέμμα του
αλλόκοτο απολίθωμα ονείρου κι ασελγείας
 καπνίζοντας τσιγάρα ατέλειωτα.
Ακριβώς μπροστά του
εκτείνεται ένας δρόμος   «που δεν βγαίνει»
που βρίθει από φωνές και κόσμο
και σημαίες κυματίζουσες στις εθνικές γιορτές.
Στο βάθος του ένας τοίχος
κλείνει ένα μεγάλο μέρος του ουρανού
(δηλαδή και να μην το ’κλεινε   το ίδιο θα ’τανε γι’ αυτόν)
που επάνω του διαβάζουμε όλοι:
-SINGER… Ραπτομηχαναί  SINGER 
Ράπτετε δι’ ηλεκτρισμού,   Ράπτετε δι’ ηλεκτρισμού –
και παρακάτω;
 Παρακαλώ μην εκνευρίζεσθε.    Τίποτα παρακάτω.
Απλώς: -Ράπτετε δι’ ηλεκτρισμού –
 
Αυτός καπνίζει ατέλειωτα
κι οι άνθρωποι πηγαίνουν κι έρχονται
στο δρόμο που δεν βγαίνει.
Άλλοι είναι κατηφείς, άλλοι είναι ηλίθιοι
και φυσικά δεν είναι κατηφείς.
Περνάν αργά μπροστά από τις βιτρίνες
με νοσηρά χαζά, χαμόγελα:
Όμορφες γυναίκες αλλά κι εμετικές γυναίκες.
 
Ωραία αγόρια και μαντράχαλοι όμως
που βρωμούν τα πόδια τους.
Αυτός καπνίζει ατέλειωτα.
Μετατοπίζεται λιγάκι    γιατί μουδιάζει πότε-πότε
μα γενικώς σβήνει κι ανάβει τα τσιγάρα του
και τα μάτια του απομένουν   
σε μόνιμη οριζόντια γραμμή.
 
Κάποτε όλα αυτά τον ενδιέφεραν:
Τα πρόσωπα, οι κινήσεις τους   τα πράγματα, τα όργια,
τα γράμματα κι οι τέχνες
κι η ελληνική πολιτική ζωή ακόμα.
 
Τώρα στέκεται εκεί, πείσμων κι επηρμένος,
αλλόκοτο απολίθωμα ηδυπάθειας    ονείρου και σιωπής.
Τι να ’χει ονειρευτεί,
σε ποιες οργιώδεις πανυχίδες παρευρέθη;
Γιατί να επαίρεται;
 
Κανείς δεν ξέρει.
Οι επιγραφές σβήνουν κι ανάβουν στο βάθος:
 -SINGER… SINGER… Ράπτετε δι’ ηλεκτρισμού –
και τίποτε άλλο.
 
«Αγαπητέ μου, τίποτε άλλο» γράφει συχνά
σε πρόσωπα καθόλου αγαπητά
(απλούς γνωστούς που γνώρισε μονάχα από ανία)
«δεν έχω τίποτε άλλο να σου γράψω.
Πολλούς χαιρετισμούς, πολλά φιλιά,   
δικός σου αληθινά…»
 
Τσιγάρα, απανωτά, βουβοί μονόλογοι
Έρωτα  εξ απογνώσεως  παρά από πόθο πια
και τίποτα άλλο, απελπιστικά τίποτα άλλο.
(ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΕΙ,
δεύτερο ποίημα  στις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ του  Σταύρου Βαβούρη
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 1956   αλλά… )

 



 

ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ…

(…διακριτική μα εμφαντική  και  τόσο επίμονη η μορφή του

γεμάτη τραγωδία κι έπαρση)

Α

Επίμονη

και τώρα που δεν μπορεί πια να επιμένει

που δε χτυπάει τραπέζια

και δε γυρίζει  και  ξαναγυρίζει απελπισμένος  κι έξαλλος

επιμένει τώρα περισσότερο

να είναι βασιλιάς στη μνήμη μας

επιμένει,   επιμένει

τόσο βαριά να πλημμυρίζει τις καρδιές μας

 

Και τώρα πια που δεν φωνάζει

ξαναχυμάει σα θύελλα ανεπαίσθητα

μας ξεκουφαίνει η σιωπή π’ άφησαν φεύγοντας

τ’ απέραντα πελώρια μάτια του

μας αφανίζει η απορία

π’ άφησαν φεύγοντας τα μάτια αυτά

που λησμονούσαμε όταν ολολύζανε παρόντα

και τώρα τόσο ανώφελα θυμόμαστε.

[κι άλλες ΕΠΙΛΟΓΕΣ από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 1956

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:

ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1977]

 

ΑΥΤΟΨΙΑ 

(από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 1956)

Σ’ αυτό το πρόσωπο, έχει ήδη αρχίσει η σήψη

Ακόμα βέβαια δεν το γείραν οι καιροί

ακόμα βέβαια ο θάνατος δεν το ’χει ψηλαφήσει.

Βλέπετε ωστόσο άρχισε ανεπαίσθητα

μα τόσο καθαρά, αν προσέξετε,

η σήψη.

 

Βλέπετε αυτό το δέρμα, λόγου χάρη

αυτά τα χείλη, δίχως φως.

Βλέπετε αυτά τα μάτια

δίχως πάθος κι αγωνία

κι αυτές τις παγερές μετάλλινες αψίδες των φρυδιών

κάτω απ’ το λείο μέτωπο.

Τα νικημένα δόντια τέλος πίσω από τα χείλη

δίχως έμφαση και δίχως προσδοκία.

 

Σ’ αυτό το πρόσωπο

πολύ προτού τελειώσει η ιστορία του

μπορεί κανείς να το διακρίνει καθαρά.

Ήδη, άρχισε η σήψη.

 

«ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ»

Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.

Είναι καιρός πολύς που λησμονήθηκε

και δεν απασχολεί τη σκέψη κανενός μας,

κανενός, τουλάχιστον   που δεν τον συνεπαίρνουνε ιδέες φανταστικές

ποιητικές, εικόνες κι εντυπώσεις.

 

Ό,τι κι αν ο ίδιος ισχυρίζεται   ό,τι κι αν λέτε τώρα σεις:

πως τον εσυναντήσατε στο τάδε σινεμά   σχεδόν προχθές

στο φιλμ της περασμένης εβδομάδας

είναι γεγονός τετελεσμένο: Πέθανε.

 

Τον είδα, Κύριοι και Κυρίες, να τελειώνει

περπατώντας κατά μήκος της ασφάλτου να βουλιάζει

σαν σε βάλτο   χωρίς κανείς να το προσέξει.

Πάντως εγώ τον είδα να τελειώνει  - πώς το λένε;-  να πεθαίνει

και θαύματα στις μέρες μας δεν γίνονται

δεν ανασταίνονται στις μέρες μας νεκροί,

ώστε δεν μπορώ να σας πιστέψω.

 

Ίσως κι εγώ να νόμισα

πως τον συνάντησα, πως μου ’δωσε το χέρι

πως ετούτο, πως εκείνο

αλλά θα πάθαμε παραίσθηση ασφαλώς

γιατί τελείωσε:

Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.

 

Τώρα,   όσον αφορά σ’ αυτήν την ύπαρξη την εφιαλτική

που υφίσταται μαρτυρικά στη θέση του

που επιμένει να κινείται μες στα ρούχα του

και μέσα στο πετσί του ακόμα

θα ’ναι ένα τερατώδες άνθος ίσως.

Κι αν όχι άνθος    μια υπόσταση εξωφρενική τελείως

θα ’ναι ένας κάκτος ανθρωπόμορφος

που ’χει φυτρώσει μες απ’ τα χαλάσματα

κι ανθίζει μες την ερημιά τερατωδώς,

που διεκδικεί τερατωδώς το φως και το οξυγόνο μας

που ελίσσεται τερατωδώς

δίχως θέληση και πρόθεση κι αισθήματα

δίχως τίποτε τ’ ανθρώπινο

τυχαία, μηχανικά, τερατωδώς.

 

Έτσι είναι, Κύριοι και Κυρίες

σα μανδραγόρας θα ’χει αναπτυχθεί

γιατί:   Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.

Το ’χουνε γράψει οι εφημερίδες

γράφτηκαν σχετικές νεκρολογίες

ημέρες το αναγγέλλαν τα νεκρώσιμα στους δρόμους:

«Τον λατρευτόν υιόν μας, θείον, αδελφόν

θανόντα ερήμην μας (προσέξατε; Ερήμην τους)

Τον λατρευτόν μας συγγενή θανόντα εις την ξένην

τον λατρευτόν (το υπογραμμίζανε. Προσέξατε;)

εις το ναυάγιον της έκτης Δεκεμβρίου απολεσθέντα,

συνθλιβέντα μεταξύ ιδιωτικών οργανισμών

εταιρειών και δημοσίου δικαίου…

θανόντα, πάντως, θανόντα,

εθρηνήσαμεν, εκηδεύσαμεν

κι αύριον εις μνήμη του τελούμεν…»

 

Τ’ άλλα τι τα θέλουμε;

Ένα είναι γεγονός:

Ο Άνθρωπος αυτός πέθανε   ερήμην μας, ερήμην σας, ερήμην τους,

πάντως απωλέσθη για πάντα

Πέθανε· πέθανε πια.

 

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ,  ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΙ ΑΥΤΟΣ

Μετά την Άνοιξη

σημειωνόταν φυσικά το καλοκαίρι

Τότε εμφανιζόταν έγχρωμο

με κεφαλαία γράμματα στα φύλλα των ημερολογίων

και το διαφήμιζαν κραυγαλέα

χρυσοί,  κοκκινοπράσινοι  και  γενικώς

ποικίλοις χρώμασιν οι μήνες του:

Ιούνιος,  Ιούλιος,  Αύγουστος

ήτοι:  καλοκαίρι, σου λέει ο άλλος.

 

Βέβαια θα ’ναι καλοκαίρι.

«Ήδη, αφού διήλθομεν Ιούνιον, Ιούλιον

κι είμεθα εντός των κυνικών καυμάτων»;

 

Ωστόσο, αυτός δεν καταλάβαινε.

Αφού όμως επιμένατε  και  υπομειδιούσατε

αφού κι οι ημεροδείκτες επιμέναν

«ίνα μη δημιουργούνται επ’ άπειρον

αιτίαι προστριβών  και  αντεγκλήσεων»

εσώπαινε

χωρίς ωστόσο να τον πείθει ούτε κατ’ ελάχιστον

το καλοκαίρι που επεσείετο  κι αλάλαζε παντού

σαν εφιάλτης πια,  παρά σαν καλοκαίρι.

 

Το κούφιο καλοκαίρι λοιπόν

κι η τελείως αμβλυμένη  αίσθηση του ζην:

να βομβίζουν οι στιγμές που ζούσε

σαν αναμνήσεις αναλόγων γεγονότων

που είχε ζήσει άλλοτε στα χρόνια που πέρασαν

ήταν πράγματα αλληλένδετα,   πολύ σχετικά,

πολύ το ένα αιτία του άλλου.

Δεν έπρεπε ίσως πια να τον εκπλήσσουν.

Γιατί   τα καλοκαίρια ερήμωναν

οι μέρες τους μες στη Σιωπή ξεθώριαζαν

έχαναν την έννοια τους

όπως γεμίζαν πρόσωπα βουβά και ξένα

ώστε βρισκόταν πια μοιραία στην ανάγκη

να στρέφει κάθε δεύτερο λεπτό

και να κοιτάει στο ημερολόγιο επιμόνως

(πρώτη, δεκαπέντε,  είκοσι Ιουλίου)

να μένει κάτω από τον ήλιο

ώσπου να φτάσουν ως το κόκκαλο τα εγκαύματα

για να ’ναι δυνατό να πείθεται οπωσούν

ότι ακόμα υφίστατο σ’ αυτό το χώρο εδώ

όπου ερχόταν  και  θα ’ρχοταν

(βεβαίως και θα ’ρχότανε  - το λόγος –

το καλοκαίρι κάθε χρόνο μια φορά.

 

ΑΝ ΕΚΑΝΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ  ΣΤΙΧΟΥΣ

…σημαίνει ότι δεν είχαν άλλο τρόπο

να υπάρξουνε στο στίβο σου, ζωή!..  

Αλλιώς, τα ποιήματα δεν γράφονται,

είναι ανάσες και παράπονα θαλάσσης

πέσιμο βροχής, τραγούδια ανέμου

που συλλαβές δεν γίνονται και λέξεις φυσικά

και στίχοι που τυπώνονται κι εκδίδονται

για να υπάρξουνε στον άγριο στίβο σου, ζωή.

(από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 1956)

 

ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΣ  και  ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ 

(στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 1956)

ΠΡΩΤΗ

Σ’ αυτήν εδώ χαμογελάει·

Τρόπος του λέγειν, δηλαδή.

Χαμογελάει πάντως:

δεν υπάρχει αμφιβολία –

Μ’ όλο που τα δεδομένα εκείνου του καιρού

δείχνουν στο απροχώρητο φτασμένη την κατάσταση,

τη θηλειά σχεδόν στο λαιμό –

έχει μπορέσει να κρατήσει ένα χαμόγελο

γι’ αυτούς πουρχόμαστε

πρόσωπο με πρόσωπο μοιραία

στο δρόμο,  στη δουλειά,   στις δεξιώσεις.

 

ΔΕΥΤΕΡΗ

Στην επομένη – βλέπετε; -

μ’ όλο που δεν χαμογελάει

δεν έχει καταρρεύσει και τίποτε σχεδόν.

Η τσακισμένη του έπαρση –

καίρια λαβωμένη ανέκαθεν εξάλλου –

μπορεί και κρύβει πειστικά

πως πέρα και βαθύτερα

απ’ ότι φαίνεται σε μια φωτογραφία

έχει αρχίσει η υπονόμευση, οπωσδήποτε.

 

Της υποτιθεμένης όμως ηρεμίας των χειλιών

ο μόλις αισθητός σεισμός

ένας απόμακρος βαθιά στα μάτια πανικός

έστω κάτι τέλος απολύτως ακατόρθωτο

μας λέει ξεκάθαρα

πως μόνο λίγο απέχει από την

 

ΤΡΙΤΗ

μ’ όλο το κάτω μέρος του προσώπου βουλιαγμένο

και την ανάγλυφη αγωνία των ματιών

να συγκρατήσουν όρθιο

ό,τι χωρίς καμιά ελπίδα σωτηρίας

με γδούπο σωρωνόταν πια

 

ΣΧΟΛΙΑ

Ως τότε

μπορούμε να υποθέσουμε

πως άνοιγαν μια σύντομη κι ελάχιστη παρένθεση στο χώρο τους

κι όπως αναπόφευκτα φωσφόριζε

άφηναν δήθεν μεγαλόψυχα

να φαίνεται ευκρινώς.

Κάποιοι χρονικογράφοι

τον αναφέρουν συν τοις άλλοις στα βιβλία τους

σε μια – βέβαια – δίχως αριθμό παραπομπή…


ΤΕΤΑΡΤΗ

Η Νύχτα  προέλαυνε – σ’ αυτήν την τελευταία

διακριτικά μ’ αμείλικτα στο δέρμα του προσώπου.

Μπορούμε να διακρίνουμε σαφέστατα

ίχνη σκούρα από τις άκρες των δαχτύλων της

ν’ ακροβολίζονται στα ευάλωτα σημεία του

περίπου σαν περίπολος αναγνωριστική.

 

Είναι βέβαια θαμπή η φωτογραφία.

Πολύ θαμπή.

Όπως θαμπά ’ναι και τα μάτια

πυρετικά στραμμένα όμως στον ήλιο

ίσως με την πρόθεση

να καθρεφτίσουν λίγο από το φως του μέσα τους

αυτά που ως τότε τίποτα

δεν είχαν να ζηλέψουν απ’ την αίγλη του.

 

Φωτογραφία θαμπή

σαν, προχωρημένο σούρουπο, βγαλμένη

παρουσιάζει ωστόσο καθαρά

τις δυο βαθύτατες ρωγμές

πλάι στα πτερύγια της μύτης

να κατεβαίνουν ίσαμε τις άκρες των χειλιών

-εφιαλτική επιβίωση χαμόγελου –

μιας μάταιης προσπάθειας να πείσει

ότι, παρά την παταγώδη οπισθοχώρηση

υπήρχαν στα μετόπισθεν δυνάμεις,

εστίες αντιστάσεως ακμαίες, θαλερές.

 

ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΥ ΘΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ

Περί αυτού θα πρόκειται.

Δυσδιάκριτο  -  τι  λόγος –

ελάχιστο σημείο αντιλεγόμενο

μια δίχως σημασία λεπτομέρεια

που θα επανέρχεται όμως

όλο και πιο υπογραμμισμένη.

 

Όπως ξάφνου αστραπιαία θα φωτίζεται

μ’ ένα πικρό κι αμφίβολο χαμόγελο

σβήνοντας προτού ν’ αντιληφθείτε

ποιος ήταν που σας κοίταξε με τόση επιμονή

 

Μην αμφιβάλλετε καθόλου.

Μην ψάξετε στη μνήμη σας:

Περί αυτού θα πρόκειται

και μόνον περί αυτού.

 

ΕΚΣΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε   σα να μην έβρεχε

σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.

Οι αστραπές καταύγαζαν

το πρόσωπό του αλλοπαρμένο

κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.

 

Μ’ ένα όνειρο ακατάβλητο

στ’ απαυδισμένα μάτια του

προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά

σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα

φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.

 

ΕΦΕΥΓΕ ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Έφευγε κείνο το συννεφιασμένο απόγευμα.

Και ξάφνου  σηκωθήκανε φτερά

-φτερά μια φορά  -

που μετεωριζόντουσαν για λίγο στον αέρα

φεύγοντας πίσω του μετά.

 

Καμπάνες φρένιασαν.

Άνοιξαν τα σύννεφα στα δυο

κι ένα ήλιος που στραφτάλιζε

-περίεργο Δεκέμβρη μήνα –

πρόβαλλε για ν’ αποχαιρετήσει

σα βασιλικός απεσταλμένος.

 

Εκρύφτυκε ύστερα.

Έκλεισε πάλι ο ουρανός

κι άρχισε η βροχή.

 

Έπεφτε συνεχώς όλη τη νύχτα.

 

ΤΑ ΧΕΡΑΙ ΤΟΥ ΜΑΓΝΗΤΙΖΑΝ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Τα χέρια του μαγνήτιζαν τα σύννεφα.

Καθώς τα σήκωνε,  το φως εβούλιαζε

κι η ομίχλη από μακριά

τον τύλιγε πλησιάζοντας σα να την προκαλούσε.

 

Τα ’παιζε κι έπεφτε η αχλή

κι έτσι φαινόταν πάντοτε

σαν πίσω απ’ ένα τζάμι θαμπωμένο

ώσπου στο τέλος χάθηκε

σαν να ’ταν ιχνογράφημα στην πάχνη απάνω.

 

Τώρα θυμάμαι:

Ξεκάθαρες γραμμές ποτέ δεν περιγράψανε

ακόμη λαι την πιο χειροπιαστή του παρουσία.

[από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 1956]

 

ΛΑΜΠΟΝΤΑΣ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ – θυμάστε; - ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΚΙ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΑ

(… μετά τον Έρωτα εκπέμποντας ολόκληρος μια νιότη

χαμένη προ πολλού  μα που ’χε ξαφνικά παλινδρομήσει

και χωρίς φειδώ τον έλουζε  για τελευταία  κι αλησμόνητη φορά:

Λάμποντας, θερίζοντας εκείνο το βράδυ …)

Ήδη το τελευταίο του μυσικό παίρνει επιφάνει απίθανης σαφήνειας.   Ηχεί,  σαλπίζει,  περιγράφεται.   Σε λίγο θα καλπάσει έξω από τη σιωπή του   θα διαλαλήσει στους μεγάλους δρόμους  την καινούργια του ιστορία.   Ήδη η οδύνη του βομβίζει  ζζνν,  ζζνν,  μέσα στην κάμαρα η ανάσα του  στους τοίχους της  που πια τον περικλείνουν σα βομβύκιο  παρά σαν κάμαρας τοιχώματα.    Διστάζει να κινήσει τα χέρια του  γιατί βομβίζουν  βομβίζουνε τα μέλη του όλα   βομβίζει η κίνησή του γενικώς   ζζνν,  ζζνν,   γεμίζει εκκωφαντικά τ’ αυτιά του  ο βόμβος.   Μέσα του κάπου σαλεύει  κι  απλώνεται   παίρνει σχήμα  και  μορφή η νέα υπόστασή του·  σπέρμα τερμίτη,  κάμπια μυίγας διαστέλλεται  δίχως τύψεις  (δυστυχώς)  υφίσταται   τους αναλόγους μετασχηματισμούς  διογκώνεται,  ανεβαίνει απ’ τα ερέβη της νέας μήτρας που τον ωριμάζει.   Κατατρώει ό,τι απόμεινε απ΄την ύπαρξη  που υπήρξε άλλοτε   συστέλλει τα όνειρά του  σ’ επιθυμίες κι όνειρα αράχνης   σπιλώνει χώρους άσπιλης λευκότητος·  Προβαίνει δυσώδης και φρικτός.   Να ’τον, στο τέλος,  όλος κι όλος   μια μεμβράνη χνουδωτή   που ’κλεισε κάτω από τα σκούρα χρώματά της   το νέος του αποτρόπαιο πρόσωπο…   Τώρα βομβίζει η απόγνωσή του μέσα στο δωμάτιο,   και στο μυαλό του κορώνει   ένας πελώριος ανήλεος ήλιος   εκείνος που τον έχει κάψει κι αφανίσει!..   [Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΕΝΤΟΜΟΥ στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 1956]

Δευτερα, 1 Σεπτεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

  (… μας περιβάλλει σαν μια τάφρος απ’ όπου είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς): Με τον παραπάνω αποφθεγματικό στίχο αρχίζει η ΡΑΨΩΔΙΑ, π...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ