Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟΤΥΧΑΙΝΟΥΝ ΟΤΑΝ…

 

(…το καλό με τον Πόθο είναι πως όταν χάνεται

χάνεται  κι η αξία του αντικειμένου του μαζί…)

 

Προοίμιο

Τα ποιήματα αποτυχαίνουν

όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε·
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο...


                α

Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ως τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ως να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
πού δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση πού εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.


Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ ένα σφίξιμο ελαφρό
πού θυμίζει τον ερωτά σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι... όχι... λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνεχεία μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πώς όταν χάνεται
χάνεται κι ή αξία του αντικειμένου του μαζί».

 

 


ΕΔΩ ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ… (β)

… γίναν σιωπηλές πλατείες

τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι πού πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.



ΣΤΗ ΛΥΠΙΟΥ ΚΛΑΙΩ ΣΥΝΕΧΕΙΑ  (γ)

από τότε πού μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας..
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ άλλο λιμάνι
όπως σ ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, ή γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.


Ο ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟΣ ΑΝΔΡΑΣ ΤΗΣ ΛΥΠΙΟΥ  (δ)

βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ απροσμέτρητο
πού ’βγαινε απ’ το θάνατο
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, ή πεταλούδα,
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ' το μαύρο στο τέλειο.



Η ΠΙΟ ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΛΥΠΙΟΥ  ΕΙΜΑΙ ΓΩ   (ε)
πού κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μονό φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες πού περνάμε απ' έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»



Ο,ΤΙ ΧΑΝΕΙΣ ΜΕΝΕΙ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ   (στ)

κι η Λυπιού είναι μια χώρα πού έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ αυτά πού ’χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις τα κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ' το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη·
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου,
στην αοριστία της ύπαρξης
πού ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.



Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΗ ΛΥΠΙΟΥ  (ζ)

είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος πού θ' αγαπούσα εάν...
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι,
όπως και τ αντίθετο της.
Εδώ ο ερωτάς κι ο θάνατος γινήκαν ένα σώμα
και το χορτάρι πού φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
πού θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.


ΕΞΟΔΟΣ

Βγαίνοντας απ’ τη Λυπιού
κατάλαβα πώς είχα χάσει τον προσανατολισμό
προς κάτι πού θα ’ταν αληθινή μυρωδιά
και καρπός χεριού με ωραίους σφυγμούς ζωής.
Έκανα μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου
κι ενώ για το καράβι πήγαινα
βρέθηκα μπροστά σ ένα κλειστό μαγαζί.
Πίσω από ’να μαύρο απ' τη σκόνη τζάμι

στεκότανε μια τραγική ζακέτα: κανείς
δε θα ζήταγε ζεστασιά από δαύτη, ποτέ.
Είχε πέσει ο ήλιος
κι οι δρόμοι όλοι μαζί
ούρλιαζαν το αδιάβατο.
Έφυγα. Στις φούχτες μου ανάμεσα
σαν να κρατούσα ενός παγωμένου πουλιού
την τελευταία ανάσα
προστάτευα την τελευταία χειραψία.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ,  ΛΥΠΙΟΥ   1995

 

(συνημμένη εικόνα) ΚΑΤΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΓΕΡΑΤΕΙΑ  (… η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα…)

 

 

(λεζάντα)  ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΠΙΟΥ;

Αναζητώντας τα χαρακτηριστικά του ιδανικού τοπίου κίνησης των αισθήσεων και των αισθημάτων, των ψυχών και των σωμάτων, της μονάδας και της συλλογικής συνείδησης, έχει αρθρωθεί ένα δυναμικό λεξιλόγιο που αναπτύσσεται μαζί με τον χώρο, το χρόνο και τον άνθρωπο και απασχολεί διαχρονικά τη γραφή, δημιουργώντας μία μυθολογία που εκκινεί από την Πολιτεία του Πλάτωνα, πατά στην Ουτοπία του Τόμας Μορ και την Νέα Ατλαντίδα του Φράνσις Μπέικον, εξερευνά τις αόρατες πόλεις του Ιτάλο Καλβίνο και φτάνει ως τις μικρές προσωπικές εκδοχές των ποιητών, την συνοικία του Εύρωτα του Οδυσσέα Ελύτη, την Κίχλη του Γιώργου Σεφέρη και τόσους και τόσους άλλους, μείζονες ή ελάσσονες, της στάσης ή της διέλευσης, τόπους μίας δεύτερης, εκλεπτυσμένης στα σημεία συνειδήσεως: η ουτοπία του οράματος, η ευτοπία της πίστεως, τα δυστοπικά σενάρια του μέλλοντός μας, οι μη-τόποι της αποξενωμένης κατοίκησης, μοιάζει να δημιουργούν ένα σύστημα που επαναπροσδιορίζεται καθημερινά και επανανοηματοδοτείται για τον καθένα μέσα από το προσωπικό αξιακό του σύστημα. Ένα αποϋλοποιημένο ψηφιακό τοπίο, που για άλλους μοιάζει με χώρο της απολύτου ελευθερίας μέσα στην εικονική πραγματικότητά του, για παράδειγμα, για εμένα υψώνεται ως η πιο απειλητική φυλακή του μέλλοντος κόσμου. Όμοια ο δικός μου σάρκινος παράδεισος, ο γεμάτος υφές, αρώματα και γεύσεις, για κάποιους αναμφίβολα φαντάζει τοπίο οριακά επιθετικό απέναντι στην ασφάλεια του ειδώλου, που εγγυώνται οι σύγχρονοι χώροι της αποϋλοποιημένης παγκόσμιας κοινότητας. Ανάμεσα όμως στα κείμενα που αρχικά ανέφερα, και ακροβατούν επάνω στο σκοινί που ενώνει (ή χωρίζει) τον χώρο του φιλοσοφικού, κοινωνικού και πολιτικού στοχασμού και εκείνον της καθαρόαιμα λογοτεχνικής έκφρασης, και τις μικρές ποιητικές ουτοπίες στις οποίες επιχειρώ να οδηγηθώ, υπάρχουν δύο ειδοποιοί διαφορές. Τα πρώτα μιλούν για ένα χώρο οραματικό, ιδανικά κατοικήσιμο, και έρχονται να προτείνουν έναν ιδεατό τρόπο του σκέπτεσθαι και σχετίζεσθαι κοινωνικά μέσα σε αυτόν· κοιτούν τον άνθρωπο ως αδιάσπαστο μέρος ενός όλου, ενός συστήματος που αλληλεπιδρά, ενώ τα δεύτερα, αποδίδουν ένα τόπο ονειρικό, ιδανικά κατοικημένο, και έρχονται να εκφράσουν μία απόλυτα προσωπική εκδοχή του αισθάνεσθαι προτείνοντας αυτό το μοναδικό αίσθημα, το διάφορο για τον καθένα, ως μόνη και ολοκληρωτική ταυτότητα, ως βασικό άξονα για την άρθρωση οποιασδήποτε σχέσεως στον οποιοδήποτε τόπο.

Οι τόποι αυτοί, ευρείς ή περιορισμένοι, περίκλειστοι ή αχανείς, του ελαχίστου/καθημερινού ή του πλεονάζοντος αισθήματος ενυπάρχουν στη γραφή των περισσοτέρων ποιητών, μπορούν να κατασκευασθούν, να κατοικηθούν και να αναχθούν σε μικρές προσωπικές ουτοπίες μέσα από το συμφραζόμενο αίσθημα και το βίωμα της γραφής τους. Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις, όπου οι ίδιοι οι ποιητές, ονοματίζουν αυτόν τον ένα και μοναδικό τόπο της επιστροφής, τον τοποθετούν στον χάρτη μίας προσωπικής γεωγραφίας, με χώρες και νησιά, που μόνο στα σημεία εφάπτονται σε αυτό που λέμε γεωγραφία του πραγματικού, και τον επισκέπτονται αδιάλειπτα. Ένας τέτοιος τόπος είναι και η Λυπιού, ο τόπος που επινόησε / για να πηγαίνει όταν είναι βαθιά λυπημένη, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και μάς τον παρέδωσε προς κατοίκηση το 1995. Η Ρουκ σε αυτή, την ομώνυμη συλλογή, κατασκευάζει εκ του μηδενός, ή πιο σωστά, διά του απείρου του αισθήματος, έναν νέο τόπο, την Λυπιού, την οποία δηλωτικά ξαναεπισκέπτεται έξι χρόνια αργότερα, στην συλλογή Η ύλη μόνη, με την ενότητα «Στη Λυπιού και πάλι», για να της δώσει γλώσσα και να ιδρύσει εκεί το έθνος της σιωπής.

Σε αυτό το αδιαίρετο ποιητικό σύνολο βλέπουμε την ποιήτρια, πέρα από την επίταξη του βαθέος αισθήματος, της μνήμης και της οδύνης, που συχνά τη δυναστεύει, πέρα από την ευφυΐα του ευρήματος που κατασκευάζει για να αποδώσει τη λύπη της με χωρικά χαρακτηριστικά, να στρατολογεί στη γραφή της, τη μελέτη της πολεοδομίας και της κοινωνιολογίας των αστικών τοπίων…

Πέρα από τα αμεταχείριστα νιάτα, τους αόριστους κατοίκους και διαβάτες για την ανθρωπογεωγραφία αυτής της χώρας, μας γνωρίζει ότι «ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού / βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.» και η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είναι εκείνη που κοιτά, κοιτά και δεν πιστεύει / πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται στην οδό της χαράς. Και η γυναίκα αυτή ζωντανεύει και κινείται άτακτα στον χρόνο και τον χώρο της Λυπιού κατοικώντας ενεργά τη μνήμη. «Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα / κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα / για να 'μαι πάντα ένα μ' αυτά που 'χω χάσει», ομολογεί με πλήρη ειλικρίνεια και συνειδητότητα επιστρέφοντας στην πρώτη χώρα, όπου ο κάθε άνθρωπος κατοικεί, την παιδική ηλικία, εκεί που η μη-γνώση του κόσμου συνιστά αίσθημα ελευθερίας και όχι κατάσταση εκμετάλλευσης…

Έξι χρόνια αργότερα, επιστρέφει στην χώρα εκείνη που μόνη της έπλασε για να καταφεύγει στις ώρες της βαθιάς της λύπης, δηλωτικά, όπως ήδη ανέφερα, για να μιλήσει για κάτι, που ίσως ένιωσε πως είχε παραλείψει, για την πλέον συγκροτητική έννοια στην οργάνωση του τόπου, τη γλώσσα. Και ως γλώσσα της Λυπιού, ως γλώσσα και τόπο κοινό της ίδιας της ποίησης, ορίζει την σιωπή: «Στη σιωπή τα ποιήματα / γεννιούνται όπως στον έρωτα / μόνο που το συνηθίζει η ασυγκίνητη σιγή / και να τα γεννάει / και να τα καταπίνει.», γράφει στους πρώτους στίχους της και συνεχίζει «εδώ σπουδάζεις τη σιωπή / σαν να 'ταν ξένη γλώσσα [...] 

(αποσπάσματα από την παρουσίαση στον ΧΑΡΤΗ 38 που υπογράφει η Έφη Κατσουρού)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

  (… μας περιβάλλει σαν μια τάφρος απ’ όπου είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς): Με τον παραπάνω αποφθεγματικό στίχο αρχίζει η ΡΑΨΩΔΙΑ, π...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ