(…ο Ποιητής χωρίς φύλο κι η μοναξιά του σαν άνοιξη
μυρίζει ξαφνικά πιο έντονα από
μια μνήμη σαρκική
που θα ’χει ταριχέψει…)
Σ’ ένα ταρατσάκι
πίκρας, λιθάρια στοιβάζοντας στο στήθος
σπουδάζει ο μαύρος Διονύσιος το φως και τις υψηλές του
διασυνδέσεις.
Την αγαπάει όπως το σωστό. Την Ελλάδα.
Εκεί το
δέρμα του έρωτα λάμπει τέλειο σαν
φύση.
Ένα άγγιγμα μόλις της ζωής η
αγάπη και χάθηκε η ζωή.
Θροΐζουν τα φύλλα και
στρέφεται το ερπετό να πιει νερό.
Αδ…
Αδ… Αδάμ. Η γυναίκα στο στόμα άδηλη!..
«Δεν θα με αιφνιδιάσει ποτέ η Κυνηγός», είπε και τα χέρια του
μύριζαν ακόμη φρέσκια ρίγανη απ’ την
τελευταία του περιπλάνηση.
Νυχτερινό κι ατσάλινο ένδυμα. Ίσως με κάτι λευκό θα ’πρεπε
να το ξανοίξει. Το σώμα του γενικά το
βλέπει
σαν ωραίο επιχείρημα για ν’
απουσιάζει.
Ο ένας χρόνος μετά τον άλλον τον
αιχμαλωτίζει,
ενώ ο άπειρος χρόνος της ελευθερίας
του τον τυφλώνει.
Μικρός αγάπησε την μάνα του σαν κάθε
ζώο που ανατέλλει.
Οι ήλιοι που λατρεύει μες στη μέρα
τον καίνε την νύχτα.
Το πρωί οι υπηρέτες του τραβάνε το
ριντό και πέφτει
στον ύπνο του κόσμου. Αυλαία.
Το σώμα είναι για να βγάζει σκέψεις όπως
το δάσος πουλιά
κι ανθισμένους κλώνους.
Ο μεγάλος εχθρός, ο θάνατος
(ή μήπως ο καλύτερός του φίλος;),
εμφανίστηκε στο όνειρό του με
φανταχτερή ρεντιγκότα
σαν φιδιού γυαλιστερή σάρκα.
«Πού τα βρήκες αυτά τα ρούχα;» ρώτησε ο κοιμώμενος
και το άλλο έγινε γυναίκα και
τον τύλιξε.
Τα σύνεργα της τουαλέτας ήταν ό,τι
απόμεινε από τον δικαστικό αγώνα.
Χτένα από χελώνα και
καρφίτσες για τη γραβάτα,
που μόλις τις συγκρατούσε για να μην
του καρφωθούν στο λαιμό.
Λίμες για τα νύχια φονικές κι ένα
λεκανάκι από ελεφαντόδοντο,
όπου στύβει, στύβει πανιά μοβ!..
Έκθαμβος κοιτάει το δέρμα να
φεγγοβολάει της φαρμακωμένης.
Ίσως και το φως να ’χει πίσω του μια δηλητηριασμένη ιστορία.
Η μέλισσα, λένε, χωρίς φύλο, ενώ πετάει προς τα λουλούδια
ερωτική. Ο Ποιητής χωρίς φύλο κι η μοναξιά του σαν
άνοιξη
μυρίζει ξαφνικά πιο έντονα από μια
μνήμη σαρκική
που θα’ χει ταριχέψει!..
[Σ΄ΕΝΑ ΤΑΡΑΤΣΑΚΙ Ο ΣΟΛΩΜΟΣ κι άλλα
ποιήματα από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
ΧΑΛΝΤΕΡΛΙΝ ή ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ Η ΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΠΑΕΙ
(από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη – Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993)
Το βλέμμα του καρφωμένο στο χείλος του
τραπεζιού.
Ορθός·
πίσω του το παράθυρο· φύλλα από
ψηλά πέφτουν·
σαν στόματα ανοιχτά κολλούν στο
τζάμι. Η βροχή, τα
μικρά δάχτυλα του Θεού που γραπώνονται
στο περβάζι,
Ο ξυλουργός του σερβίρει το
φαγητό. Πασπαλισμένα με
φρέσκο πριονίδι όλα αυτά που
κατεβαίνουν στα αγγλικά έντερά του!..
Έρχονται προς το μεσημέρι οι θεοί στην
κάμαρά του να
ξαποστάσουν. Η μυρωδιά του κρασιού, η μόνη που θυμίζει
μες στο κρύο τη ζεστασιά της γης. Μεταλαβαίνουν.
Οι τέσσερις εποχές είναι τέσσερα
ποιήματα γραμμένα από
άλλον,
καταρράχτες χρόνια πριν. Κροκάτη
κίτρινη μια
εποχή ροβολάει την πλαγιά ως το
ποταμάκι κάτω απ’ το
σπίτι,
μια άλλη φοράει ανέμους δυνατούς για να γλιστράει
πιο εύκολα στους πάγους.
Κι η γυναίκα που περνούσε με τ’
αμάξι; Της μίλησε άραγε
ποτέ;
Φούστες με φτερά πουλιών κι ο
ουρανός πότε βγαίνει
αληθινός; Με την πίστη
ή την απιστία;
Κεφάλι σκυμμένο, στάση μετάνοιας. Μήπως μετάνιωσε
που μπήκε στο απόκρυφο εργαστήρι των
θαυμάτων;
Και ποιος θα γιατρέψει τα δένδρα απ’
τις πληγές της
ακινησίας, απ’ τον εθισμό της
περισυλλογής;
Βιβλοθηκάριος των ονείρων καταχωρεί τη
Νύχτα
μετά τα Νήπια και
βυθίζεται στον ύπνο. Εκεί
ξαναβρίσκει
το παλιό του σώμα να μυρίζει δάφνη της
Ελλάδας. Πικρή.
Κοιτάει και το σκύλο. Με το μπροστινό πόδι στον αέρα
διδάσκει τη Μεγάλη Όσφρηση κι
έπειτα με τα νύχια
σκαλίζει το χώμα να κρύψει τον
τελευταίο στίχο.
Για ώρα ανάγκης!..
Ηττήθηκαν τα σύννεφα, μα η χαρά που βγαίνει απ’ τους
σκουροπράσινους λόφους μοιάζει να ’ναι
καρδιά άλλου
τοπίου.
Γιατί εδώ ταιριάζει ήλιος
πικραμένος και ψυχρός.
Μόνη λάμψη ο Ποιητής τρελός μες τη
πιτζάμα του!..
ΤΟ
ΑΛΛΟ ΦΩΣ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΑΔΕΙΑ
ΦΥΣΗ 1993)
«Ο έρωτας!.. Ο Έρωτας κάνει τα πράγματα
φωτεινά»!..
λέγαμε μες στα γέλια μας η φιλενάδα
μου κι εγώ.
Στροβιλιζόταν εκείνη μαζί με τις
παρτιτούρες της
κι ανέτειλε το πρόσωπό της σαν φρούτο
γυαλιστερό
ακουμπισμένο σε πρωινό πεζούλι.
Είναι λοιπόν σαν να ’χες βγει
νυχτερινό περίπατο.
Για ώρα σ’ αγγίζει την πλάτη, σ’
ακολουθεί
το φως από το σπίτι που άφησες πίσω
Ελάχιστο χρόνο περπατάς στο ελεύθερο
μαύρο
κι έπειτα το φως απ’ το σπίτι που
πλησιάζεις
αρχίζει να σε περιέχει.
Σκοτεινό φέτος το Πάσχα.
Η φίλη μου στεκόταν μουδιασμένη
στη μέση της γιορτής. «Τα δύο σπίτια
είναι η ζωή και ο θάνατος», της είπα
«πρώτα η μία και
ύστερα η άλλη
ανταύγεια μας περιρρέει»!..
«Ενώ τώρα πατάμε το μαύρο»
είπε εκείνη, αλλά πια κινούνταν με
δυσκολία
προς το παράθυρο, με τα ολόθερμα μάτια
της
βαθιά πικραμένα αμύγδαλα.
Σαν μουσική από κάποιο εσωτερικό
που σε φτάνει μεσ’ από κουρτίνες π’
ανεμίζουν
σαν σταγόνες απ’ αόρατο κύμα να σε
ραίνουν
σαν η πορτοκαλιά, το γιασεμί, ώρες μακριά
να σου κόβουν την ανάσα
σαν το όνειρο να σου δίνει ολάκερη τη
γεύση
μιας θλίψης που θα ’ρθει
σαν λεκές π’ απλώνει
η ζωή…
τελειώνει!..
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΝΕΡΑΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ήταν ο σκύλος η πρώτη ένδειξη
πως λάμπουν άδειοι οι καθρέφτες μέσα
μου
κι ότι υπήρχε άπειρος χρόνος γι’ αυτόν
στο ιστορικό της ιστορίας μου·
ολόκληρη μπορούσα να του δοθώ
για πηδήματα στο φως
κι άλλες κυνικές ασχολίες.
Παλιά έτσι ήταν – σαν σπιτάκι νεόνυμφων
–
κι η ψυχή
στον γριτζανιστό αέρα που στεκόταν
χωρίς ακόμα κλάματα και μυρωδιές
ελαφριά σαν τσόφλι την παράσερνε το
μέλλον.
Απόψε έχασα πάλι το βαπόρι
κι όπως τα μωρά των φίλων λούφαξαν
βυθισμένα στο γαλατένιο ύπνο τους
με τύλιξε μια ησυχία ίδια με της αρχής
ίσως γιατί μόνο η σιωπή
μπορεί να ενώνει το μύρο της ζωής
και το εξάνθημα του θανάτου·
άφωνος ο άνθρωπος
βλέπει πρώτα το ένα, ύστερα το άλλο
ν’ απλώνονται στο δέρμα.
Και κανείς δεν ξέρει αν είναι
προχώρημα ή στάση
αυτό το άδειο που σαν λάβα πηχτή
σκεπάζει τις ευαίσθητες καλλιέργειες
του νου
αν ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν τα έργα
στις παραστάσεις της μνήμης
αν είναι κέρδος ή
ζημία η αφοσίωση
κι αν έχουν φαγωθεί τα δοντάκια της
μηχανής
κει που λέγαμε πως πηγαίναμε για άλλες
πτήσεις.
Είναι τόσο σωστό το χώμα σήμερα
με τα ξερά κλαριά, τα ελάχιστα πράσινα
τους σβόλους χώμα που με χάρη
ακουμπούν στη γη μοιράζοντας τη
συγκίνηση
δίκαια ανάμεσα στο τέλος και
την αρχή…
Είναι όμως τέλος αυτή η ομορφιά
που πάντα απλησίαστη
αγγίζει τους ταλαιπωρημένους
ανθρώπους;
Είναι τέλος ό,τι άναρθρο παρασκευάζεται
στις σκοτεινές κάμαρες του χρόνου
και δεν ξεσπά σ’ απελπισιές και
κατάρες
αλλ’ υποχωρεί αμίλητο
μπροστά στις επερχόμενες βλαστήσεις;
Είναι τέλος ή μια
άλλη αρχή
που απόψε θα κάνουν κύκλο
οι ουρές των κοιμισμένων ζώων
γύρω απ’ τον ύπνο μου
για να περάσω ανάλαφρη
στο ασυνείδητο σκοτάδι
σαν να μην είχα φωνάξει ποτέ:
«Αγάπη μου, χάνομαι, αν μ’ αφήσεις
τώρα»!..
σαν να μην είχα ποτέ το ατελεύτητο
σώμα!..
ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΜΕ
Όσο και να λέμε
πως αυτό που ονομάζουμε ψυχή
είναι μόνο μια ελαφριά επάλειψη
στις ζωικές μεμβράνες
ξέρουμε, είναι μια ωραία επινόηση
για να δοξάζεται η απομόνωσή μας
τη νύχτα… μια νύχτα
όταν κραυγαλέα έχει νικήσει ο ουρανός
ενάντια στις φτωχές μας σχέσεις
κι έχουν γίνει ψίχουλα όλες οι ελπίδες
πάνω στο χάρτινο τραπεζομάντηλο της
ταβέρνας.
Κάτι το αστραφτερό κάθεται τότε
στην απέναντι καρέκλα – άδεια –
ενώ μαγικά κινείται ο μάγερας γύρω απ’ τη χύτρα.
Ο ηλίθιος του χωριού χαμογελάει
θριαμβευτικά βγαίνοντας απ’ τα
ουρητήρια
κι είναι ένα φεγγάρι… ένα φεγγάρι
άσπιλο
που δε θυμίζει τίποτα
ίσως γιατί καμιά ανάμνηση δεν αντέχει
ως το τέλος
την ολοζώντανη σύγκρουση με το παρόν·
επιβάλλεται το «τώρα»
πανίσχυρο, ανερμήνευτο
που και σαν ψυχική μέθη νοείται μες στη νύχτα.
«Ω, άστε με να ονειρευτώ πως έζησα
πολύ»!..
φωνάζει το νυχτοπούλι
καθαρό στις προθέσεις του
ολόισια στο στόχο.
ΟΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Στο αειθαλές καταφεύγει η κρύα μέρα
η παγωνιά λάμπει στις άκρες των φύλλων
κι ό,τι ζεστό είναι ν’ ανθίσει στο
μέλλον
περιμένει σκυφτό κάτω απ’ το χώμα.
Προς το βράδυ η φύση βρίσκει τρόπο
κι ανάβει τη σκοτεινιά της
όπως τα ζώα που μες τις γούνες τους
κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό:
πώς να πολεμούν το ξεροβόρι
με τη θαλπωρή της αθωότητάς τους.
Εδώ εγώ τι κάνω; Κοιτάω μεσ’ απ’ τα χρονοφαγωμένα
παράθυρα τους ανέμους
ερωτικούς ν’ αγκαλιάζουν τη βλάστηση
και φαντάζομαι επεισόδια απ’ τη ζωή
μου
σκηνές του θανάτου μου να παίζονται
στην ερημωμένη βεράντα
με πρωταγωνιστή τον εγωπαθή χρόνο.
Βγήκε ένας ήλιος σκληρός σαν τιμωρία
και τα παιδιά της γειτονιάς, μπόγοι
μες στα κουμπωμένα παλτά τους, στο μουγκό χωράφι
ξαναβρίσκουν τις κρυψώνες της αιθρίας.
Μέσα μου σιωπή όπως στο παλιό κλειστό σαλόνι…
Τι έργα και τι
ημέρες; Το σάρκινο σπίτι μου
με ξαφνιάζει με την αντοχή του στα
τόσα πάθη
κι άλλοτε πάλι ετοιμόρροπο
μου φαίνεται μες στη σαθρή του
ασάφεια.
Ίσως τίποτα δεν ήθελα να πω ποτέ και
για κανέναν·
να ’μουνα μόνο ο απόηχος των ιαχών του
ωραίου
μια ευαίσθητη πλάκα
που πάνω της δοκιμαζόταν η σαγήνη…
Αλλά να, η ελιά ολόκληρη ξεστηθώνεται
μπρος στη θάλασσα
ξεκινά κι αυτή όπως όλα τα ριζωμένα
όντα
απ’ το άφατο
κι όπως υψώνεται μαθαίνει
να μιλά μιαν άλλη γλώσσα.
Αν είναι έτσι, δεν έχασα ποτέ παρά το χρόνο μου·
όλα όσα μοιάζουν με απώλειες
είχαν έρθει απ’ έξω.
Κι έπειτα δεν μου ’χαν πει τίποτα
γι’ αυτές τις στιγμές που θα ’μουνα
σαν τη φύση:
άδεια.
Και δεν μου είχαν πει τίποτα γι’ αυτό
το άδειο:
πολύλαλο!..
[ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΑΥΣΗΣ από τη συλλογή Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993]
ΡΕΥΣΤΗ ΚΑΙ Η
ΜΟΙΡΑ
Χαράματα σαν λιβάδι πρασινίζει η
θάλασσα
και βλέπεις ποια εικόνα τ’ άφθαρτα
νερά έχουν για τη χλόη
πώς συλλαμβάνουν τη μεροληψία της
ρίζας
τη δουλειά του καρπού.
Ώρα δασική του υγρού στοιχείου
στιγμούλα φυλλοβόλα του νερού
στο νου φυτεύεται ο αγαπημένος
σαν ιδέα κλαίουσα.
Καταλαβαίνω τη γενική αρχή
αυτού που όντας ακίνητο με χτυπά
όντας απόλυτο ρέει:
ακαριαία φτιάχνεται το δευτερόλεπτο
πρόσωπο του έρωτα
-σε αιώνιο μπλε –
ο πετεινός ψοφάει.
Και κάθε φορά η ίδια οδύνη:
ζητάει η φύση με συνεχείς ανθήσεις
να επικυρώσουμε τα αντίγραφα του
αόρατου
και μαζί μάς σπρώχνει με δύναμη
έξω απ’ τη μορφή.
Βρύσες τότε ανοίγουν και τρέχουν τα
μάτια μου
σαν να μην είχαν ποτέ
πάνω σ’ εκείνον σταματήσει
κι όπως με σταγόνες στολισμένη
αναδύομαι μεσ’ απ’ τις λύπες μου
δεν ξεχνώ πως κάτω απ’ το ανώνυμο
δέρμα του μονάχα αυτός σαλεύει.
ΤΑ ΧΝΟΥΔΩΤΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Από τον ποταμό – σεντόνι, τη λάβα – κουβέρτα
τη σιωπή σε πράσινα μάτια βουτηγμένη
το χρόνο που σωριαζόταν μέσα μου
κομμάτια
θρυμματισμένος απ’ την αοριστία της ερωτικής
ώρφας
απ’ όλη την ευημερία τότε
συγκινούμαι μόνο σαν θυμάμαι
το χνουδάκι στον αφαλό.
Να ’βλεπες λοιπόν πώς καθόταν εκεί
σαν από κάποιο σύννεφο μιας άλλης αλήθειας
να ’χε κατέβει, παγιδευμένο
περίμενε το δάχτυλο μιας σκοτεινής
ζωής
-της δικιάς μου – να το ελευθερώσει
απ’ τη φυλακή της σάρκας
για να ενωθεί ξανά με όλα τα χνουδωτά
πράγματα
χωρίς αιτία
που πετούν και στέκονται και χαίρονται
χωρίς αιτία.
«Δεν υπάρχει πρόσωπο», λένε
μπαινοβγαίνουν στις νύχτες και το χθες
κι ούτε που ξέρουν τι θα πει ζωή του
άλλου
συγκεκριμένη κι αφοπλιστική
στον αφαλό μόνο γίνονται ορατά για μια
στιγμή
χωρίς αιτία
κι ούτε που ξέρουν τι θα πει σώμα ή
παρελθόν
κι ούτε που…
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ
Τόσο πολύ φως σαν να ’σπασε αμπούλα
και να χύθηκε βάλσαμο ή κρυφό δηλητήριο.
Τα ραχιτικά κυπαρίσσια κοιτάζουν αφηρημένα την ουρά·
άνθρωποι ανεβαίνουν προς τον Άγιο
γδέρνοντας τα τακούνια τους
τις πολύπαθες πέτρες.
Η ένρινη φωνή του φωτισμένου ποιμένα
έλεγε για τους φτωχούς τω πνεύματι
που κάτι θα κληρονομήσουν
κι έλαμπε μες το πρωινό
η ζακέτα με τα στρας της πιστής νοικοκυράς.
Η ελπίδα ανάστασης
και η εγκατάλειψη στα στενά όρια της ζωής
συνταξίδευαν στο λεωφορείο
ενώ από ψηλά στην αγιασμένη κορφή
τα νησιά έμοιαζαν με χαμόγελα σε γαλάζιο πρόσωπο.
Πότε λοιπόν θα μάθω κάτι να κρατάω
απ’ τις υποσχέσεις του θείου
και να μην αλαφιάζομαι
όταν το σύννεφο πάει να με κόψει στα δύο;
Η γύμνια με το χορταράκι δοξάζεται
κι η δόξα δεν είναι άλλο από μια ανεχτή ζωή.
Όλο μου το κορμί στρέφεται προς τα πάνω·
να ’ναι τα λουλούδια στο ψηλό
πεζούλι που γυαλίζουν
ή η ένρινη φωνή
που τώρα μιλάει για δίψα και
δικαιοσύνη…
Για άλλη δίψα θα λέει, σκέφτηκα
κοιτώντας το μπουλούκι με τα σκούρα ρούχα
τα τρία δάχτυλα όλο ν’ ακουμπούν στο
μέτωπο
τους καθημερινούς καβγάδες
γραμμένους γύρω απ’ τα μάτια
και τη συνήθεια καλοραμμένη να στρώνει στην πλάτη.
«Είναι γιατί έχουν όλοι έναν
έρωτα κι έρχονται εδώ»
μου ψιθυρίζουν τα φύλλα
«έναν έρωτα που σταλάζει μέλι
στο κέντρο της σκέψης τους
και τους κάνει να διψάνε
να διψάνε…»
[από τη συλλογή Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ
ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993]
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΤΟΠΙΟ…
(… ύστερα από χρόνια βγήκα στη θάλασσα …)
Άφησα πίσω
μου το σπίτι που μες στο ίδιο
πάντα όνειρο πότε έμοιαζε με υγρό λαβύρινθο και
πότε με εξέδρα φανταχτερής γιορτής
όπου χίλια πρόσωπα στριμώχνονται της μοίρας μου. Η θάλασσα που μ’ επισκέπτεται τώρα κάτω απ’ τα βλέφαρά μου είναι ένας θυμωμένος αφρός μ’ άστοργα
πεταμένες πάνω του λίγες χούφτες λουλάκι.
Στάλες φορτωμένες αλάτι ταραγμένες κινούνται μπρος – πίσω το φως κάνει αβέβαιους βηματισμούς κι εκείνο· καενίς δεν επικαλείται τη νύχτα. Εγώ μένω ακίνητη. Χρόνια ολόκληρα ξέρω πως αυτό το πράγμα
πλησιάζει. (Ποιο; ) Χρόνια ολόκληρα κάνω σαν να μην
καταλαβαίνω κι είναι μια απάτη που από δαύτη εξαρτάται η ζωή μου. Πότε – πότε μια παράξενη χαρά· σαν να ’χα δώσει για φιλανθρωπικό σκοπό και τα
τελευταία μου λεφτά. Ανεξέλεγκτα πια
όλα τα περάσματα απ’ τη λύπη στη
μέθη. Αφρούρητα. Καμιά μου πράξη δεν σπρώχνει τα πράγματα ούτε κατά δω
ούτε κατά κει. Ποτέ δεν ήθελα να
λέω ψέματα όμως είναι δύσκολο να μην
πεις ψέματα στο άδειο. Κοιτάς έξω από
το παράθυρο και κάτι στο δρόμο σου θυμίζει πως αγαπάς φριχτά ή και
πως κανένας δεν σου λείπει. Συγκινο΄μια
αλλιώς με τους ανθρώπους τώρα· σαν
πακέτα τους βλέπω που κάποιος άφησε σε κυλιόμενη ταινία. Δεν ήρθε ποτέ να τα μαζέψει η ταινία δεν σταματά ποτέ. Άλλο από τη ζωή τι μπορεί να σε κρατάει; Σκέφτομαι το όνειρο με την ασπρουδερή
θάλασσα κι είναι σαν να προσπαθώ να
θυμηθώ τοι πρόσωπο της πεθαμένης από
χρόνια μάνας μου ή το βλέμμα του αγαπημένου ζώου που χάθηκε
ξαφνικά μες στο χειμώνα. Θαυμάζω όσους
μιλούν ακόμα κι αυτούς που σωπαίνουν περισσότερο. Εγώ δεν κατόρθωσα ούτε το ένα ούτε το άλλο!.. [κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της
Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ 1993
– συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011,
εκδόσεις Καστανιώτη]
Δευτέρα, 25 Αυγούστου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου