Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ

 (…ο κόσμος πάνωθέ του  και  κάτωθέ του,

ο κόσμος  κι αυτός στη μέση συνθλιμμένος· 

κόσμιος,  μαλακός  και  συνθλιμμένος…)


Οι ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΝ    δίχως να έρχονται.

Αυτός, ωστόσο, είν’ εκεί και τις προσμένει· 

έν’ αδειανό ορίζοντα κοιτώντας, καρτερεί να υποδεχθεί

τις μέρες που, χωρίς να φτάνουν 

έχουν κιόλας φύγει!.. 

Το παρελθόν αυξάνει ιλιγγιωδώς,

το παρελθόν ενός αβίωτου παρόντος· 

οι αναμνήσεις μιας άζωης ζωής

σωρεύονται, αδιάκοπα  και  τον συνθλίβουν!..  

 

ΠΑΝΤΑ ΤΟΝ ΓΟΗΤΕΥΑΝ   ιστορίες ανθρώπων

στους οποίους δεν συνέβη,  ποτέ,   τίποτε·

ανθρώπων που έζησαν χωρίς,  ποτέ,

να έχει γίνει αντιληπτό το γεγονός της γέννησής τους·

ανθρώπων που δεν πέθαναν ποτέ,

γιατί κανείς δεν ένιωσε,  ποτέ,  την έλλειψή τους!..

Δύσκολες ιστορίες,  οι πιο δύσκολες,

που ιστορούνται μόνο με κλειστό το στόμα!..

 

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΧΩΝΕΨΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ,   εκ τους ασφαλούς,

σκέφτονται, χορτασμένοι,  όσους πεινούν,

πλάι στη σόμπα καθισμένοι,

όσους κρυώνουν,  ελεύθεροι σαν τα πουλιά,

όσους σαπίζουν σε κελιά… 

Αυτός, ως τέλειος φίλαλλος,   σκέφτεται τους νεκρούς

πεθαίνοντας ο ίδιος  λίγο – λίγο!..

 

ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ,   κοιτάζει το νερό

που ρέει προς τη θάλασσα.

Του αρέσει αυτή η αδιάκοπη ροή του ποταμού

προς το απέραντο, 

αυτή η εμμονή του εφήμερου να καταστεί διηνεκές·

του αρέσει,  αλλά  και  τον θλίβει,

γιατί,  περίκλειστος από τις όχθες του κορμιού του,

νιώθει ως στάσιμο νερό,  ως βάλτος,   ως λακκούβα!..

 

ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ

και κοιτά καρένες πάνωθέ του να περνούν και σολομούς

κόντρα στο ρεύμα ν ανεβαίνουν.

Έχοντας καταργήσει την ανάσα  και  την ακοή,

βλέπει τις ευωδιές των λουλουδιών 

και  των πουλιών τα κελαηδίσματα, στις όχθες, 

το χτυποκάρδι του κυνηγημένου ελαφιού  που σκύβει,

μια στιγμή,  να πιει  και,  την επόμενη στιγμή,

τη μυρουδιά στυφή  και  φονική,  του κυνηγού που,

μες στο ίδιο νερό, το ξαναμμένο του βουτά κεφάλι… 

Δεν έχει βράγχια  ούτε αμφίβιος είναι·

απλώς,  εκούσια βυθισμένος  κι  αφήνει να συμβαίνει,

ερήμην του,  ο κόσμος πάνωθέ του,

ενώ αυτός υπάρχει στο βυθό  και  παρακολουθεί

πώς στρογγυλεύουνε απ’ την αδιάκοπη ροή τα βότσαλα.

[μικρές ιστορίες  από τον   ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ, τελευταία ενότητα  στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη  Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ 1996.  

Συγκεντρωτική έκδοση:

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 


ΤΟΥ ΑΡΕΣΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ!..

(κι άλλες μικρές ιστορίες από τον  ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ 1996)

Κοιτά τα κύματα, ώρες ατέλειωτες, που πάνε κι έρχονται.   Του αρέσει η θάλασσα γιατί του επιτρέπει  ή  μάλλον, του επιβάλλει να μη σκέφτεται.   Η θάλασσα είναι η πιο σίγουρη οδός προς την ηλιθιότητα που τόσο επιθυμεί·   ποτέ η σκέψη δεν του βγήκε σε καλό·  πάντα σε αδιέξοδο τον έφερε, σε απόγνωση.   Γι’ αυτό αγαπά τη θάλασσα, το αέναο, υπνωτικό της πήγαιν’ έλα  κι η μεγαλύτερη φιλοδοξία του είναι  να γίνει ψάρι,  κάποτε,  με κρύο αίμα,  με ελάχιστο, αργό μυαλό  και  με μιαν άφωνη ομιλία.

 

ΗΛΙΟΓΔΑΡΜΕΝΟΣ  ΚΑΙ  ΑΣΤΡΟΠΛΗΚΤΟΣ…

…στην αγκαλιά μιας φύσης τόσο υπέρμετρα φιλόξενης που δεν τον ξεχωρίζει από τα δένδρα της,  νιώθει τις ρίζες του να εισχωρούν,  σιγά – σιγά, μέσα στη γη  κι  ακούει τα φύλλα της καρδιάς του να θροΐζουν ένα ποίημα ανεπαίσθητο

 

ΑΦΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ  ΚΙ ΟΥΤΕ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ…

…ποίημα ωραίο ως δένδρο,  γιατί αιώνες τώρα, γράφουμε ποιήματα,  κήπους φανταστικούς δημιουργούμε,  δίχως καρπούς  και  δίχως κελαηδίσματα  και  δεν φυτεύουμε ένα δένδρο ο καθένας,  να μεγαλώσει,  να φουντώσει,  να καθόμαστε τα καλοκαίρια κάτω από τον ίσκιο του,  γλυκό κρασί να πίνουμε με φίλους  και  γειτόνους;

Σκέψεις που κάνει ενώ εκπονεί το τελευταίο ποίημά του, ποίημα τόσο αδύναμο  κι  αναιμικό που δεν μπορεί ούτ’ ένα σπίνο να σηκώσει στα κλαδιά του,  ούτ’ ένα μυρμηγκάκι να φιλοξενήσει στη σκιά του!..

(μικρές ιστορίες από τον ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ τελευταία ενότητα στη συλλογή του  Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ  1996)

 

ΠΑΛΙΑ ΟΤΑΝ ΑΚΟΜΑ ΠΙΣΤΕΥΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΟΣ…

(μικρές ιστορίες από τον  ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ 1996)

…μισούσε τα φυτά μιας εποχής·  η πρόσκαιρη ζωή τους  τον αποσπούσε απ’ την προσήλωσή του στην ΑΘΑΝΑΣΙΑ!..  Το άρωμα της βιολέτας  για μια μονάχα άνοιξη, έφτανε στα ρουθούνια του σαν δηλητήριο!.. Τώρα, που έχει, πλέον,  αμετάκλητα πεισθεί  για τη θνητότητά του, φυτεύει μόνο τέτοια εφήμερα φυτά και είναι ευτυχής όταν πεθαίνουν..  Είναι ευτυχής που επιζεί του κατιφέ  και  του πανσέ  και της βιολέτας!...

 

ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΟΣ…

…πασχίζει να εξημερώσει τις ανήμερες ημέρες,  καθότι το οινόπνευμα, ως γνωστόν,   έχει την ιδιότητα να καταστέλλει  την υπερβολική, σχεδόν μανιακή και,  οπωσδήποτε,  ανωφελή επιμονή του καθημερινού  να καταστεί αιώνιο!...

 

ΜΕΡΕΣ ΚΡΑΣΙΟΥ  ΚΑΙ  ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ…

…κι ο θάνατος μες το κρασί  και  τα λουλούδια·  πανταχού παρών  και τα πάντα αφαιρών:  τη μέθη και το άρωμα.    Μέρες κρασιού και λουλοτδιών, Δευτέρες,  Τρίτες  ή  Τετάρτες  κι όμως Ψυχοσάββατα!.. 


ΠΟΥ ΠΑΤΕ ΜΕΡΕΣ ΜΟΥ,  ρωτά,  ΜΙΚΡΑ ΠΟΥΛΙΑ ΓΙΑΤΙ ΠΕΤΑΤΕ,  ΓΙΑ ΠΟΥ ΤΡΑΒΑΤΕ ΜΥΣΤΙΚΑ!..

 «Εμείς δεν πάμε πουθενά,  στεφάνι επτάφυλλο είμαστε, πέτρινο κιονόκρανο  στου χρόνου την αμετακίνητη κολόνα.  Εσύ πετάς αδιάκοπα,  εσύ αποδημείς προς μια εποχή πιο παγερή,  προς έν’ ατέλειωτο χειμώνα!...

(μικρές ιστορίες από τον ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ τελευταία ενότητα στη συλλογή του  Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ  1996)

 

ΕΧΕΙ ΤΗ ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΒΑΛΑΡΗΔΩΝ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ…

(μικρές ιστορίες από τον  ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ 1996)

…λες κι ίππευσε γυμνός τη θύελλα κι έχει ποτίσει το κορμί του απ’ το αψύ της ουρλιαχτό.   Όσο κι αν ρίχνει τώρα πάνω του αρώματα,  όσα κι αν βάζει ρούχα απανωτά,  αδύνατο να πνίξει αυτή τη μυρουδιά  που βγαίνει από τους πόρους του. Κι όταν στα μάτια τον κοιτάς,  δυο παγερές ριπές ανέμου σε σουβλίζουν!..

 

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΕΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ…

…στον ουρανό,  τα ίχνη του ψαριού μες στο νερό;   Αυτός ωστόσο τα γυρεύει κι επιμένει πως μπορεί να τα εντοπίσει.  Πιστεύει επίσης πως μπορεί να ανιχνεύσει το Θεό επάνω στην ψυχή του.   Αφήνει, λέει, αποτυπώματα βαθιά, όπως αυτά του κυνηγού πάνω στο χιόνι,  βαθιά αλλά πρόσκαιρα, καθότι, όπως το χιόνι, έτσι κι η ψυχή γρήγορα λιώνει!..

 

ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΧΙΟΝΙ, ΠΑΓΩΝΙΑ…

…διπλές, τριπλές κουβέρτες, τζάκι και στόφα ανάβουνε  και βράζει η χύτρα στη φωτιά.   Όμως η μέσα στέπα…

 

ΚΑΙ,  ΚΑΠΟΤΕ,  ΕΤΣΙ,  ΞΑΦΝΙΚΑ  ΚΑΙ  ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ…

…έρχονται κάτι μέρες σπάνιες, τόσο χαρούμενες και τόσο ρόδινες που δεν μπορεί ν’ αντισταθεί,  να μην τις ασπαστεί στο στόμα που,  ω του θαύματος, δεν είναι πια πικρό.  Βέβαια,  πρέπει να ανασηκωθεί στα ακροδάχτυλα,  γιατί ’ναι  ψηλές αυτές οι μέρες!..

 

ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΑΔΙΑΚΟΠΩΣ,  Σ’ ΕΝΑ  ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ…

…επιμένοντας να το επιπλώσει μόνο με την παρουσία του, μπορεί ποτέ του να μην κατορθώσει αυτόν τον άθλο,  αλλά,  οπωσδήποτε,  θα επιτύχει να διανύσει αποστάσεις που κανένας οδοιπόρος ανοικτού εδάφους δεν θα διένυε ποτε΄.

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ ΣΤΙΓΜΕΣ…

…που,  άνευ αποχρώντος λόγου, νιώθει σαν να ’ναι  το επίκεντρο του κόσμου.  Ευτυχώς, μόνο για λίγο,  γιατί, σύντομα, αντιλαμβάνεται ξανά ότι δεν είναι καν το κέντρο του σπιτιού του,  ότι μπορεί να είναι μόνο το κέντρο ενός δωματίου·  εφ’ όσο βέβαια, στέκεται ακριβώς στη μέση αυτού του δωματίου!..     

(μικρές ιστορίες από τον ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ τελευταία ενότητα στη συλλογή του  Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ  1996)

 

ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ,  ΚΟΙΤΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΠ’ ΕΞΩ ΣΑΝ ΝΑ ’ΤΑΝΕ ΔΙΑΒΑΤΗΣ…

(μικρές ιστορίες από τον  ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ 1996)

… σαν περαστικός  κι αναρωτιέται πώς να είναι, άραγε, η ζωή μέσα σ’ αυτό το σπίτι.  Φαντάζεται φωνές και φωταψίες,  γέλια και  κλάματα, γέννες, θανάτους, γάμους κι άλλες γέννες  κι άλλους θανάτους  και  ποτέ σιωπή όπως αυτή που τον κυκλώνει όταν είναι μές στο σπίτι,  απόλυτη σιωπή,  θάνατος των θανάτων,  όταν είναι μες το σπίτι και κοιτά απ’ το παράθυρο κι ούτ έναν δεν διακρίνει διαβάτη να κοιτά το σπίτι απ’ έξω και ν’ αναρωτιέται πώς να ’ναι, άραγε η ζωή μέσα σ’ αυτό το σπίτι,  πώς νιώθει αυτός που,  ακουμπισμένος στο παράθυρο καπνίζει μέσα στη σιωπή,  καπνίζει απανωτά τσιγάρα σέρτικα,  καπνίζει την ψυχή του!..

 

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ;  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ;   ΔΕΥΤΕΡΑ  ή  ΤΡΙΤΗ;

Ή μήπως, Πέμπτη;  Δώδεκα, πάντως, παρά είκοσι.  Μπορεί να έχει χάσει το ρου ετών, μηνών και ημερών, αλλ’ έχει απόλυτα στοιχεία για τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα·  η μνήμη του έχει ατονήσει,  μες στη μοναξιά,  όχι όμως και του ρολογιού η μπαταρία.

Σέρνεται στον καθρέφτη μπρος,  κοιτάζεται.  Τι ηλικία να ’χει τάχα, αναρωτιέται.  Δώδεκα παρά είκοσι,  οπωσδήποτε·  δώδεκα παρά είκοσι και κάτι·  και νύχτα, νύχτα οπωσδήποτε!..

 

ΜΟΝΟ Η ΣΙΩΠΗ,  Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ…

…προσφέρεται για τη χαμηλόφωνη συνομιλία των πραγμάτων που,  κάτω απ’ άλλες ηχηρές συνθήκες, ούτ’ ένα νεύμα δεν μπορούν να ανταλλάξουν,  γιατί είναι ευαίσθητα τα πράγματα στον ήχο  και δεν αποκαλύπτουν την ψυχή τους εν μέσω οιουδήποτε θορύβου.

Σφαλνά τις πόρτες, τα παράθυρα,  τα μάτια,  εξώνει από το χώρο,  ήχο  και  φως.   Ακίνητος σε μια γωνιά  και  σιωπηλός, γίνεται κοινωνός των μυστικών τους,   γίνεται κι αυτός πράγμα δικό τους·  καλόγερος με λίγα ρούχα κρεμασμένα πάνω του.

 

ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΣΕ…

…δίχως αποτέλεσμα, να φτάσει ως τα βάθη της ψυχής του,  ως αυτό που πίστευε πως είναι φως ανέσπερο, ζωής πυρήνας.   Κάποτε, επιτέλους, τα κατάφερε·  βρήκε τόσο πυκνό σκοτάδι που το μάσαγε!.. 

(μικρές ιστορίες από τον ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ τελευταία ενότητα στη συλλογή του  Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ  1996)


ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ, ΑΠΑΘΗΣ, ΒΛΕΠΕΙ ΝΑ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ

(μικρές ιστορίες από τον  ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ 1996)

Με τα χέρια στις τσέπες, παρακολουθεί τον καταποντισμό τους!..  Σκοινί δεν έχει να τους ρίξει, να πιαστούν,  ούτε σωσίβιο,  αλλ’ ούτε καν σανίδα σωτηρίας.   Στέκετ’ εκεί, ακίνητος  και  βλέπει, σχεδόν ευτυχισμένος, τον πνιγμό τους.  Στο βάθος – βάθος, είναι ανακούφιση, είναι παρηγοριά να μένεις, επί τέλους, δίχως όνειρα,  καθότι, ως γνωστόν, τα όνειρα έχουνε την τάση αδιάκοπα να ναυαγούν  και πρέπει εσύ αδιάκοπα να τα διασώζεις!..

 

ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΑΥΤΗ  ΠΟΥ ΑΠ’ ΤΗ ΓΗ ΠΗΓΑΖΕΙ…

… τις κνήμες του διατρέχει, τους μηρούς,  τα σπλάχνα  κι ως την καρδιά του, σχεδόν, φτάνει,  τη δύναμη αυτή,  που τον τρομάζει, την απωθεί,  την αναγκάζει να επιστρέφει πάλι μες στη γη.  

Γι’ αυτό και δεν κατάφερε, ποτέ του να πετάξει!.. 

 

«ΠΟΛΕΜΑΣ, ΠΟΛΕΜΑΣ…

… ώσπου μια μέρα σταματάς να πολεμάς.  Μη κοιταχτείς κείνη τη μέρα στον καθρέφτη·  δεν θα σ’ αρέσει αυτό που θ’ αντικρίσεις»

Έτσι μιλά, συχνά, στον εαυτό του, ρίχνοντας πλάγια βλέμματα στο είδωλό του.

(μικρές ιστορίες από τον ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ τελευταία ενότητα στη συλλογή του  Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ  1996)

 

ΧΑΡΤΑΕΤΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΙ,  ΑΦΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΕΤΟΥΣ ΔΕ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΠΛΑΣΕΙ

(μικρές ιστορίες από τον  ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ 1996)

Τους ανυψώνει, ωστόσο,  σε αληθινό ουρανό, ήδη υπάρχοντα  και έτοιμο αληθινούς και χάρτινους αετούς να ταξιδέψει!..

Με σπάγκο τους κρατά τους αετούς του  και  θαρρεί πως τους ελέγχει, όμως ο ουρανός σπάει το σπάγκο  και τους πάει τόσο βαθιά μες το γαλάζιο του   που μάτι ανθρώπου δεν μπορεί να τους ξεκρίνει.

Εκεί τους κάνει αετούς κανονικούς,  φαιούς θεούς,  ωραίους κι επικίνδυνους!..

 

ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ…

Καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα,  ρουφώντας σπίρτα αδιάκοπα,

σωρεύοντας στα σπλάχνα του νέφη καπνού, 

φωτιές από μαράζι, καρφιά από κρατημένες, ανέκφραστες δυνάμεις,

ονειρεύεται μια ποίηση ηφαίστειο,  ένα λόγο ρέοντα ως πυρακτωμένη λάβα…

 

… Σπίθες,  σπίθες,   σπίθες…

Ελάχιστοι, οι στίχοι του,  διάττοντες αστέρες

που σβήνουν πριν προλάβουν να συνθέσουν φωτεινό στερέωμα!..

 

Κάποτε, ωστόσο,  θα την πράξει αυτή την Ποίηση,   κάποτε…

Στο μεταξύ,  οι καύτρες των τσιγάρων

του καίνε τα σεντόνια  και  τα δάχτυλα…

(μικρές ιστορίες από τον ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ τελευταία ενότητα στη συλλογή του  Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ  1996)

 

ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΤΑ 85 ΤΟΥ  ΕΠΑΨΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΝΑ ΓΕΡΝΑΕΙ…

(…κι άρχισε να τον περιμένει  για να γίνουν συνομήλικοι … )

Ξαπλωμένος καταγής, σχεδόν ένα με τη γη,  οσφραίνεται, κατάπληκτος,  το ανεπαίσθητο  κι  ωστόσο θείο άρωμα της βρούβας,  της ταπεινής   της βρούβας  που μοναχά βραστή τη γνώριζε,  ως συνοδευτική ψαριών σαλάτα!..  Αυτή η δύναμη της φύσης να χαρίζει σ’ ένα ελάχιστο χορτάρι ομορφιά  και  χρησιμότητα  και  λάμψη,  λάμψη ανυπέρβλητη,  μ’ αυτά τα ολόχρυσα άνθη,  τον γεμίζει δέος!..  Μένει, λοιπόν, εκεί,  πρηνής  και  θαμπωμένος,  ως άλλος Παύλος  και  προσεύχεται γρήγορα το σαρκίο του να γίνει λίπασμα γι’ αυτό το θαύμα!..  (μικρές ιστορίες από τον ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη Ο ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΔΡΟΜΕΑΣ 1996 -  από το συγκεντρωτικό τόπο Αργύρης Χιόνης Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

Δευτέρα, 18 Αυγούστου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΙ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΙΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

  (… το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα…)   Τα φτερά μου δεν είναι από βλακώδη τρυφερότ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ