(… μήνες πριν γεννηθώ γνώρισα το ρυθμό της…)
Η Μάνα μου ξύπναγε στις
αμμουδιές. Έγκυος ήταν.
Την αυγή κοίταζα την αλετροπόδα
να οργώνει το χωράφι στον ουρανό.
Ήταν εκεί ο Πατέρας και η
Έλσα.
Κι οι παλιές φωνές του καλοκαιριού.
Εγώ σ’ ένα μικρό τραπέζι, κάτω από…
κρατώντας τόμο υγρό, τα μπλε του
φύλλα·
δεν έχει τέλος, είπε η Μάνα,
αυτή η τρελή θάλασσα που ξεφυλλίζεις.
Δεν ήξερα σε ποια γραφή
ν’ αποκρυπτογραφήσω τα πουλιά.
Κι όλο ερχόταν χήνες
μ’ ένα χήνειο πέταγμα σε παιδικούς βιότοπους.
Από παλιούς χειμώνες
γκρίζες ερχόταν έξω από τον αέρα του χάρτη,
καθώς έμπαινα σε ξένες καλαμιές.
Ψηλαφώντας σκαρμούς και
κουπιά
γνώρισα τα χέρια μου.
Είδα την καρίνα στα τρία φαλάγγια να
γλιστρά.
Ολοένα έφευγε·
το έγκυο πανί μάζευε τις πνοές των
κάποτε,
με κίτρινα δένδρα μεγαλώναμε·
πηγαίναμε μαζί γιαλό – γιαλό.
Ερχόταν στον ίσκιο μας τα λυπημένα
κορίτσια.
Οι φλέβες τους έδεναν τα κορμιά μας
με τρυφερά δεσμά.
Αυτός είναι ο τόπος μου.
Και μ’ αυτά τα σεντόνια!..
[Ο
ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη
ΑΦΗΜΕΝΑ
ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999
κι άλλες
επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή
μ’ αντιγραφή
και επικόλληση από την ανθολογία
ΕΚΛΟΓΗ
από το ΕΡΓΟ του Ποιητή, εκδόσεις Καλέντης 2014]
ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ
(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999)
Πήρα
λίγο βαμβάκι από τη νάιλον κι ευθύς
όλες
οι βαμβακοφυτείες στην ευρύχωρη πεδιάδα
άστραψαν
μ’ εκείνο το λευκό του καρπού.
Γαίες
σκυφτές εκεί και άλλες εκκλησίες
από το
χάραμα πότιζαν και βοτάνιζαν.
Οι
βαμβακιές σε διαρκείς συσκέψεις με
τα
κλωστοϋφαντουργεία κι οι τορνευτοί μαστοί κάτω
απ’
τον ίσκιο της βαμβακερής μπεζ, τόσο
υπέροχο χάδι
που
μόνο η Μητέρα, που μόνο η χνουδερή φωλιά
του
σκίουρου. Τόσο πιστά, το βαμβάκι δεμένο
με τη
φλόγα δεμένο βαθιά με την πληγή,
που
αιώνες τώρα τρέχει προς τους τραυματίες.
Πώς το
γεννά αραιό σαν το νεφέλωμα· και πώς
από τα
μαύρα χώματα τόσο άσπρο.
Σε
ονομάζω αγία βαμβακιά με τους καρπούς σου άστρα,
λίγο
πάνω απ’ το θολό των χωμάτων με τους
καρπούς μας
και τ’
απόβλητα της νύχτας σου. Υδροχαρές
υπαγορεύει
νηνεμία. Υπαινίσσεται μόλις ανάλαφρους
ύπνους.
(Παίρνει
κάτι απ’ το σκοτάδι σου και το σκοτάδι μου.
Δίνει
λίγη αθωότητα στα βήματά μας).
ΑΝΤΙΛΟΠΗ
Θα
’θελα κάποτε να κρατήσω τη χρυσή κλωστή
που
αφήνει το πέρασμα της αντιλόπης
στην
αδιάκοπή της περιπλάνηση.
Εκείνα
τα βήματα όλα μετρημένα. Κι εκείνα
τα
άλματα τ’ από πριν ταιριασμένα
στην
αλάνθαστη πατημασιά. Αυτά τα ξαφνικά
τινάγματα, σαν τη βλέπουμε να καμπυλώνει
σε
αργόσυρτα ριπλέι
καθώς
ρίχνει το σώμα της
κυνηγημένη
στην
κόκκινη τρικυμία της φυγής:
Μέλη
που τρίβονται σαν αστραπές·
ρυθμοί
που αναμετριούνται ανάσα την ανάσα
με το
θάνατο. Σαν εκείνο το θηρίο να την
σπρώχνει
ολόκληρη
μέσα στο θαύμα
για να
είναι ο αφρός των χορταριών.
Θα
’θελα να κρατήσω αυτό το νήμα
που
συναιρείται κάθε στιγμή με τα σκιρτήματα
των
φύλλων. Αυτά τα κυκλικά νερά
που
καταγράφουνε το χρόνο μέσα στα σώματα
των
δένδρων.
Αυτό
το καθαρόαιμο υφάδι που γυρεύει
με όλο
το φως του να σε ντύσει.
[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΑΦΗΜΕΝΑ
ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999]
ΟΙ ΑΚΟΜΗ ΑΠΑΙΧΤΕΣ ΣΟΝΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΕΝΥΑΣ
Η
ερημιά ανθίζει με ζώα στον αέρα·
κυματισμοί σαν
μακρουλές
φλόγες ένα μέτρο μόλις πάνω απ’ τα λιθάρια.
Σαν
ακόμη άκοπες φόρμες μέσα στα δροσερά
μοναστήρια
του βλέμματος.
Οι
δισύλλαβες οπλές τους σε βιολετί γκρεμούς
οπτασίες
ζητιανεύουν· και συχνά το κοπάδι
ολόκληρη
ορχήστρα με θηλαστικά σαξόφωνα, και τσέλο·
με
βιόλες τρεχούμενες, φώσφορος κι ασήμι μας κυκλώνουν
σπρώχνοντας τη θέα σε πρωτόγονη μνήμη.
(Μένουνε
σύξυλες οι μέριμνες)
Κι
έρχονται σκηνές από άπαιχτα όνειρα·
παιδικά
χεράκια τραβώντας όλο το λινάρι του μεσημεριού
που
όλο της γνώσης το πλεχτό απνευστί να ξεϋφαίνεται.
Όλο
τρέχουμε· η πυρκαγιά που μας ακολουθεί
τσουρουφλίζει
λίγο τα βήματά μας·
και τα
κορμάκια μας φέγγουν·
σε
αυτόχθονες σημασίες ανοξείδωτης δράσης.
Σε
μυθικά ντοκιμαντέρ
καθαρόαιμα
εκ γενετής.
[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΑΦΗΜΕΝΑ
ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999]
ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΑΛΙΑ ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ
ΣΤΗ ΧΛΟΗ
(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999)
Ι
Σχεδόν
είναι πλαγιασμένα σαν ένα ζευγάρι
γερασμένα
ζώα στην ομίχλη.
Αχνίζουν
μόλις κι αναμηρυκάζουνε
τις
αποστάσεις αυτές οι μήτρες των πελμάτων.
Μες
στο φτηνό τους δέρμα που με το χρόνο ρυτιδώνει –
θαρρείς
μιμούνται των αγρών τις σκούρες αυλακιές-
έχει
σταλάξει η καρτερία του αργού βαδίσματος.
Ντυμένα
την οσμή του χόρτου, την ευλυγισία του
νερού,
ο
διπλός εκείνος τάπητας, ανάμεσα στη γη
και στο σώμα,
που
διπλώνει προς τους αστραγάλους,
συσπάται,
καμπυλώνει.
Πιστά
και αχώριστα, μες στο απόλυτο νόημα του ζευγαρώματος,
έχουνε
πάρει την ξεχειλωμένη όψη του σκαμμένου χώματος.
Από το
σκιερό τους άνοιγμα προβάλλει
ο
αμίλητος μόχθος των βημάτων.
Τα
κορδόνια λάσκα και γεμάτα κόμπους.
Σημαδεύουν
το τέντωμα του χρόνου.
Την
τριβή. Το γονάτισμα του σώματος.
Κι
άλλοτε σφιχτά σαν τα ράμματα μιας αόρατης πληγής.
ΙΙ
Υποταγμένα
στην ορμή του ζώου.
Στα
κωφάλαλα κύματα της πείνας.
Ποτάμι
φούσκωνε και τα ’παιρνε μεσ’ στ’ άνυδρα λιοπύρια.
Κι
έδιναν τα σφυρά τους στο καλάμι.
Και
γύρευε το στήθος του λαγού τον ύπνο.
(Μέσα τους
είναι συσπειρωμένα χιλιόμετρα.
Καθένα
κοιμίζει απέραντους αγρούς με σπαρτά)
Σβήνουν
σαν άνθη. Για κάτι γόνιμο.
Για
κάτι μυθικά στερεωμένο
που
γνωρίζει τα τρεμάμενα βάθη των ονείρων.
ΙΙΙ
Κουρασμένα
σέρνονται, δεν πάνε. Θυμηθείτε δυο
αποχαυνωμένες
σαύρες στο καυτό χορτάρι.
Στις μισοφαγωμένες
σόλες ένα σφηνωμένο χαλίκι
δηλώνει
τη μοναξιά του μονοπατιού. Ένα ίχνος
οστράκου,
τη στάθμη του ονείρου μες στ’ αλάτια.
Των
βυθών τη συμπύκνωση. Κι η γλώσσα
μαραμένο
φύλλο: που είναι ο ταπεινότερος ψίθυρος της γης.
Στις φτέρνες
τους κρατάνε κάτι απ’ των πουλιών το πέταγμα.
Του
θερισμού την άφωνη χαρά.
Την
ανατριχίλα από την απειλή του θανάτου.
ΤΟ ΧΟΡΤΑΡΙ
Το
χόρτο χόρτινα μιλούσε στο χορτάρινο δρόμο του.
Έπεφτε,
σηκωνόταν, έστριβε
με
χορτάρινες δρασκελιές. Με κίτρινα φύλλα
πήρε
να μνημονεύει το φθινόπωρο.
Πλαγιαστό
τραβούσε χνουδωτά, μακρύφαρδα
σεντόνια
να σκεπάσει τα έντομα και τα πουλιά.
Φύσαγε κι η βραχνή φωνή του γέρου Τσιεν – Γιαγκ
πίσω
από το φράχτη, σαν τον ψίθυρο του ψαθιού:
σιου
τζιν, ο καλός κυβερνήτης
κάθεται
πάνω στη χαίτη της κίνησης ακλόνητος·
η πνοή
του πλεγμένη στην καρποφορία των ωρών.
Προνοεί· τσιν σέι
ο καλός κυβερνήτης
είναι
σαν τον άνεμο στο χορτάρι.
Είναι
σαν τον άνεμο στο χορτάρι.
Και ο
άνεμος ήταν μαλακός και κυμάτιζε
τους σαπφείρινους κόσμους του στην όραση.
ΟΙ ΛΑΚΟΥΒΕΣ
Ένα αμάξι πηγαίνοντας χοροπηδάει.
Αμέριμνα μιμείται, με ακρίβεια παλμογράφου,
παλιές εργώδεις συσπάσεις,
κάνοντας απαράλλακτες γκριμάτσες στις μεταβολές.
Τ’ αμορτισέρ του θυμούνται από στήθους την πολυμορφία
και τις μικρούλες χαραδρώσεις κι
αυτολεξεί τις αφηγούνται.
Μοιάζουν αλήθεια σαν παραπτώματα αυτοί οι καρποί της τριβής:
οι λακκούβες.
Και τι χρονοτριβή ξεφλουδισμένης χρήσης – να το πω έκζεμα;
Τι χορευτική φαγούρα κι εκείνη. Τι εκδρομική νεύρωση!..
Λέτε να δυσχεραίνει τις μεταφορές;
ή μήπως πρέπει να εφεύρουμε ξανά την αργόσυρτη βραδυπορία,
που από χέρι αφοπλίζει τους εντελλομένους ιλίγγους των
οδών;
Ή μήπως πάλι οι λακκούβες
είναι οι άγιες κολυμβήθρες
για να εμβαπτιζόμεθα κάπως,
και κάθε τόσο,
κάτι σαν σκούντημα ανυψωτικό να μας βγάλει από το λήθαργο;
(Μέσα στην εξέλιξη οι δρόμοι αισθάνονται την πίσσα
σαν το κατάμαυρο σκέπασμα της κόλασης.
Αλλά οι χωματόδρομοι είναι αληθινές νωπογραφίες·
τι λέω, αυγοτέμπερες, με το ιθαγενές πινέλο
της μεγαλοφυΐας σε μαγικό μεροκάματο.
Με ορατά επάνω τα πατήματα των αγριμιών και
των ανθρώπων.
Είναι οφιοειδείς εκτάσεις πάνω στη γη, δηλαδή ούγιες
αιωνιότητας)
Ξέρετε κοιμίζει η άνετη οδήγηση. Κι ο ύπνος σπρώχνει
το τιμόνι στο αντίθετο ρεύμα του ξύπνιου. Στο στρίψιμο,
εκεί στη διαχωριστική που σουλατσάρουν οι μετωπικές.
Κι οι ραχούλες γύρω πιάνουν κάτι ατέλειωτα μοιρολόγια.
Η ΚΑΜΗΛΑ
Έρχεται μέσα από τη μέρα.
Διασχίζει τη μέρα και τη νύχτα· το ίδιο διπλό πλάνο.
Κινητή και ακίνητη.
Άνεμος και κάκτος καρτερίας.
(Έρχεται γεννημένη απ’ την απέραντη άμμο της ερήμου·
τυλιγμένη σε φασκιές – ανεμοθύελλες)
Αυτός ο ανοικονόμητος όγκος,
μέσα στη γαλάζια και
αδιαπέραστη ατμόσφαιρα·
μηρυκάζει μέσα στο μυστήριο.
Με έναν ή δύο λόφους, ανάλογα το είδος.
Με λαιμό μια μακριά σειρά από προτάσεις
για ένα υγρό και μυθικό
Εκεί.
Με λαιμό – λέξεις φυλογενετικά καμπύλες,
που οι έννοιες πήρανε μέσα μας αυτήν την αφάνταστη
κυρτότητα.
Αυτή η διαφυγή από δυσμένειες·
μέλη από παλιά θνήσκοντα όντα (ζώα,
βουνά, στρουθία),
ενωμένα εδώ ν’ αποφύγουν τον αφανισμό.
Αίμα σε άλλο αίμα.
Σ’ αυτό το σιωπηλό μνημείο της ανωνυμίας.
Είναι δρόμοι μέσα σε δρόμους.
Δοκιμές.
Καθρεφτίσματα στο θάνατο.
Είναι ένα πλήθος ζωές σ’ αυτό το καταφύγιο
που γονατίζει.
ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟ
Μιλώ για το ελαφρό της πνοής σου αεράκι.
Μιλάω για διέλευση ερήμου.
Για λόγου καμίνευση – τρεμοφέγγει της σιωπής μας
το πολύ-πλαγκτον σπίτι.
Και είναι του μεγαλείου
και των πουλιών τα χέρια σου
(πολλαπλασιάζουν την φύση σου διανέμοντάς την)
Θερμοκήπιο από πρώιμες
κι ολόδροσες
ακουαρέλες – σημασίες
αναπτερώτριας φύσης.
Γενναιοδωρίας μυθικά αυταπάρνηση σημαίνει
άθροισμα μύθου.
Σημαίνει να γνωρίζεις την απρόσωπη αφθονία του θεού
μέσα στο είδος!..
ΦΛΟΓΑ ΓΚΑΖΙΟΥ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
(από τη συλλογή
του Μανόλη Πρατικάκη ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999)
Τα καλάμια ήταν οι ευλύγιστες κνήμες του αέρα,
συνεχίζοντας κατά κύκλους τις γονυκλισίες των ευλαβικών
γυναικών.
Πέταγαν νερόκοτες
κι άφηναν ένα μόλις
γεννημένο μονοπάτι στο απροσδόκητο!..
Πάντα πηγαίναμε κατά κει·
τρίβαμε την ίσκα πάνω στων αισθημάτων τον νεφρίτη·
σε υγρές θολωτές σπηλιές
όπου η αλκυόνα
σ’ όποια σχισμή της έδειχνε η αυγή έχτιζε τη φωλιά της.
Κοιτούσαμε απ’ τα τζάμια το αξεμέθυστο
και αταυτοποίητο πέλαγος·
αυτό το απέραντο θηλαστικό,
να γλείφει με τη γλώσσα του τη στεριά,
όπως η αίγα τις λειχήνες των βράχων·
ή όπως σέρνει τ’ απύθμενα μαλλιά η λωλαμένη από έρωτα
αγύριστη Κόρη!..
Η θάλασσα ήταν ο κήπος του θεού, γλυκιά μου·
κι εσύ μ’ ένα τσακμάκι άναβες το φάρο
για κάθε γυρισμό.
Για κάθε μυστικόν απόπλουν.
Εσύ ασώματη αυλητρίδα των νερών.
Εξόριστη πυγολαμπίδα της ψυχής μου.
ΨΑΛΜΟΣ
Εκείνα τ’ άμφια των λουλουδιών: τα αρώματα·
και τ’ ανοιξιάτικα αρτοφόρια του θεού:
οι τρυφεροί στηθόδεσμοι.
Θανάτω θάνατον.
Των χεριών μου τα εγκώμια.
ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ
(στον γιο μου Αλέξη)
Βαριοπούλα χτύπαγε η βαρύτης κάθε κεφαλή
που τη βόσκει η νοησιαρχία.
Και σφήκες – σκέψεις
στην οδοντωτή του νου κυψέλη.
Αλλ’ ευγενές ως άνθος βράχου απόκρημνου σε μέγα σκότος.
το ότι δεν έχει ακόμα αποθάνει η φωνή του παιδιού
που ασημουργεί στα κύματα·
Και του περνούν μελωδικά ενώτια και
σείστρα
οξύαιχμα
οι εξόριστοι άνεμοι της γης.
Ανήμερα των θρόων η κλωξίνια των άστρων
και η αινιγματική προσωδία των νερών, στο μοναστήρι
της οσίας Ξένης, σε διαρκή φανέρωση.
Ως να επιστρέφει μια ολόκληρη τάξη παιδιών
από σκασιαρχείο
-μοναδικό προσχέδιο αιωνιότητας το εννοώ –
Στην ασωτία μόνον είναι απών ο χρόνος·
κι από εκεί γυρίζει τον αμέθυστο και το
νεφρίτη
που μας έχει, σε ανεπαίσθητες στιγμές
συσκότισης, αφαιρεθεί.
Μοναδική πνοή ρημάτων, ενεστώτα πάντα, η αγία
ευρεσιτεχνία των παιδιών:
μεταφράζει και ανάγεται στο άστρο της!..
ΜΙΛΑΕΙ ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΣΚΥΛΙ
Ράθυμο κείτομαι πλάι στη φωτιά.
Σκιά δυσδιάκριτη μέσα στου μεσημεριού τις σκιές.
Οι οσμές δεν είναι πια οι δρόμοι μου.
Κι η περιδινούμενη σήραγγα της όσφρησης
ερειπωμένη σέρνεται σε άδειο ορυχείο.
Από καιρό τώρα δεν γαβγίζω
αυτούς που δεν γνωρίζω.
Όλοι μου είναι θαρρώ το ίδιο αδιάφοροι και ξένοι.
Λες και έχω λησμονήσει τις ιδιάζουσες μορφές κινδύνων
που ανακαλούν τα πρόσωπα:
θα πει πως έχω κιόλας εισχωρήσει στην περιοχή του άμορφου;
Ούτε σημαίνοντα ίχνη,
ούτε μεταφυσικά ρίγη πλεον
(της φυλής μου…) για
το φαιό ανεξιχνίαστο.
Ξεθαρρεμένα ορτύκια τσιμπολογούν τη ράχη μου
και λαγοί χοροπηδούν αμέριμνοι στο οπτικό μου πεδίο.
Μες στα χασμουρητά μου, φευγαλέα, απορώ για το μίσος
που μ’ έδενε κάποτε μ’ αυτά τα πλάσματα.
Τώρα μπορώ να υπαινιχθώ μια διαστροφική συγκίνηση
γι’ αυτή τη γειτνίαση.
Σαν ανάποδο μακελειό;
Η τότε λύσσα, τα δαγκώματά μου με τη διαβρωτική
λοιδορία των ορτυκιών, σε απόσβεση;
Δεν είμαι του κακού η ωμή αλληγορία.
Μια ιχνογραφία μόνον του κενού.
Τα οστά μου φωσφορίζουν κιόλας
στο διπλωμένο μου σκοτάδι.
Όλα αυτά να ’ναι σοφία τάχα
ή λέτε ο χρόνος
να ’χει ξεμωράνει το
βασικό μου ένστικτο;
Λέτε να πλέκω όψιμες φιλίες με τους μαύρους καπνούς;
Ή όπως από ξύλα που τους έφυγαν οι φλόγες
το ίδιο μου το σώμα να ’ναι από κάρβουνο
και μαύρους καπνούς!..
Σα να με τύλιξε από παντού μια σιωπή απελπισμένη.
Και μένει μοναχά μια δουλική υποταγή στον αφέντη μου,
το θάνατο; Μια
βαθυστόχαστη αφοσίωση σ’ αυτό
που βαθμιαία επιστρέφουνε τα κύτταρά μου;
ΤΟΥ ΛΑΟ ΤΣΕ ΑΘΟΡΥΒΟ ΕΓΚΩΜΙΟ
Κηπουρός σκύλων· σε
συνέδρια
εντόμων συμμέτοχος.
[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΑΦΗΜΕΝΑ
ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999]
ΤΟ ΠΛΑΓΚΤΟΝ
(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999)
Μπλουζάκι και σουτιέν
κιτρινωπό στο δρύινο
πάτωμα. Ζαρκάδι λαχανιάζει κι αλαφιάζεται
μες στα φυλλώματα των σεντονιών.
Σκύβει, τινάζει το λαιμό, τρέμει το λυγερό
κορμάκι της πως φέγγει η φλαμουριά στον άνεμο.
Τυλίγεται τον άνεμο,
σ’ εκείνο το πτυσσόμενο βελούδο των χαδιών.
Α, ζαρκαδάκι το δασάκι σου είναι η
πηγή της γης.
Το χέρι μου ανιχνεύει την υγρή χλόη του καιρού.
Το τελευταίο σου ρούχο
είναι η καλύπτρα του φανταστικού.
Το αφήνεις ρόδινο να πέσει σαν
δεύτερο δέρμα στο παρκέ.
Ακούγεται
Μάλερ· παλαιοί άνεμοι τρέμουν.
Τα μακριά
μαλλιά σου μεταφράζουν το αειθαλές.
Τα ωραία σου στήθη συμπυκνώνουν
του πυθμένα το πλαγκτόν.
Μέσα στη λάμψη τους απορροφούν όλο το
μαύρο.
Σε ξεφυλλίζω φύλλο - φύλλο. Οι κραυγές σου
είναι δρόσος· το κορμί μου σε
διαπερνά σαν ένα χάραμα…
(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999)
ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ
(…είδα πως λίγο – λίγο από γυναίκα γινόσουν όνειρο… …)
Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι σε
κοίταξα.
Οι κεραμοσκεπές. Η χλόη.
Οι καρποί της φύσης ήταν με το
μέρος σου.
Κι εγώ είδα πως μπορούσα,
απ’ το μοναδικό δένδρο που υπήρξες,
να γεννήσω ένα δάσος απέραντο!..
Είδα πως λίγο - λίγο από γυναίκα γινόσουν όνειρο,
γινόσουν ποίημα με φλέβες κι οστα.
Μια μυθική στιγμή από ευλύγιστες
προτάσεις,
φεγγοβολώντας μέσα στη μηρυκάζουσα
ακαταληψία των ωρών.
Στη σκοτεινή ομοιομορφία, παναπεί στο Λαβύρινθο!..
Που τον υπονόμευες απαλά, όπως μιλούσες,
με της φωνής σου τη μενεξεδένια
κλωστή.
Ή όπως άπλωνες το χέρι:
αυτό το ξαφνικό μπράτσο της φωτιάς.
Τότε σε κάλεσα.
Οι ψίθυροι του ποταμού στο πλαί
είχαν ξαναβρεί το ρυθμό τους.
Κι ο μικρός μας γιος – ήταν άγγελος
–
έκοβε καυσόξυλα στην αυλή από την
αρχαιότητα.
Η γριά φωτιά στο τζάκι
(κάτω απ’ τα φαρδιά της φορέματα
πηδούσαν κοριτσόπουλα)
άφηνε ακατάληπτους χρησμούς:
πάντα γαρ το πυρ επελθόν κρίνει
και καταλήψεται·
ή όλα είναι δικά μου ανταλλάγματα·
η ορμή σου, γλυκέ μου, έλεγε στο
παιδί,
θα σπρώχνει πάντα σε νέα διακόσμηση
τα αισθήματα.
Και σ’ εμάς: κοπιάστε, είναι κι εδώ θεοί!..
(ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ κι άλλα ποιήματα από τη
συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΑΦΗΜΕΝΑ
ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999)
ΤΟ ΛΑΓΗΝΙ
(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ
ΧΛΟΗ 1999)
Αυτή η
χωμάτινη, η δροσερή κύστη της γης.
Ο τεχνίτης παίρνει το αργιλώδες
χώμα από σκιερό βουνό.
Το κοσκινίζει σαν σιτάρι.
Το ζυμώνει με βρόχινο νερό.
Το πλάθει στ’ αδράχτι και του δίνει
νόημα και μορφή
καθώς λιγναίνει λίγο – λίγο,
μέσα στων σιωπηλών χεριών τις
εμψυχώσεις.
(Η λιτότητά του: η πρώτη αρχή του ύφους.
Η ευμάλακτη χάρη του να υπακούει
στη λεπτή εξουσία του τεχνίτη.
Το κάνει έργο με υπέροχες
παραλλαγές.
Κείμενο πυρπολημένο από τα ίδια του
τα συμφραζόμενα.
Καθώς σβήνεται, γράφεται, μ’
εμπιστοσύνη αφημένο
στις απρόβλεπτες συνέπειες και
συνυποδηλώσεις του είδους του.
Περιμένοντας τον κρυστάλλινο λόγο
του για να πυκνώσει.
Έως τη φύλαξη του νερού που θα
δροσίσει κάποτε το μέλλον μας –
Δυο ξυπόλυτα παιδάκια το παίρνουν
χέρι – χέρι.
Και τότε τρίσωμα καθρεφτισμένα στις
πηγές –
Σε γωνία σκιερή καθισμένο οκλαδόν –
σε στάση αγαλματώδη.
Σαν μικρός ασάλευτος Βούδας που το
διασχίζει γοργοκίνητο ποτάμι,
πλημμυρισμένο βλέφαρα)
Το βλέπεις σημαίνει: πως γεννιέται μπροστά σου ένα παιδί.
Και σου μιλά με τη φωνή του.
Με τη βρυσούλα των ονείρων του σα
γέρνει.
Κι ύστερα το ψήνει στο φούρνο σαν
το ψωμί.
Και στο πλευρό, ψυγμένο πια, του
εικονίζει λιγνό χορτάρι,
που από εκείνο ξεδιψάει και
ψηλώνει.
Και πόσο χαίρεται. Και πόσο λυπάται.
Όταν το ανταλλάσσει με λίγα
χρήματα.
Αυτό το κόσμημα.
Αυτόν τον δροσερό καρπό της γης. Που δεν έχει τιμή!..
Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
που…
(… ο νους του δια βίου ανέπνεε το άρρητο…)
Όμως μισθό ή μέρισμα ουσίας, γιατί ο νους του δια βίου ανέπνεε το
άρρητο· γιατί το σπλαχνο του αχνιστό στο
απόλυτο – οργώνοντας μονάχα τα χωράφια
του φανταστικού – ανταμοιβή δεν πήρε σε καμία κλίμακα και έτσι ακτήμων περπατά μέσα σε
ασπαλάθους· σε γειτνίαση αισθημάτων
ευπαθών. Η πενία εσαεί τον λέει και η σεμνή του θλίψη τον φέγγει ως το
τελευταίο οχυρό που απώλεσε εθελουσίως.
Κεκαθαρμένος από τα περιττά θα περάσει επί των υδάτων· ή ως νήμα λινόν από οπήν βελόνης (να εννοείς στα πρόθυρα φωτός) Ο πλάνητας βίος εκ γενετής χτυπημένος με τον
άνεμο, δηλ. πώς αλλιώς θα του φύτρωνα φτερά;
- με μια μικρή καμπούρα σε βαθουλωτήν ευλάβεια. Ο νομάς σφυγμός του πολιούχος σε τρομαχτικό
εκκλησίασμα· και το χιλιοτρυπημένο του
ένδυμα, κασμίρι θλίψης από μισοκατεστραμμένο άστρο· κουρέλι απορριματοφόρου που για μια στιγμή ως
νεύμα τρεμάμενον εφάνη να χύνεται από τον ουρανόν. Γιατί ο άλλος μισθός και το άλλο
μέρισμα χρυσό μες στο φτωχό καλάμι, εσφηνωμένες οι κρυφές ουράνιες ουσίες διεκδικούν απεγνωσμένα ευγενές στήθος!.. (από τη συλλογή του Μανόλη
Πρατικάκη ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999 –
συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, Καλέντης 2014)
Δευτέρα, 14 Ιουλίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου