Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Κλέφτης - στ’ αλήθεια, κλέφτης,
άσημος, σεσημασμένος·
παραμόνευε γυναίκες κι άνδρες, γέρους και παιδιά,
φύλλα, παράθυρα, λαμπτήρες,
παλιές κιθάρες, ραπτομηχανές, ξερά κλαδιά,
τον εαυτό του.
Όλο έκλεβε μια στάση τους, μιαν έπαρσή τους,
τ’ αποτσίγαρα που πετούσαν στο
δρόμο, τα ρούχα τους,
όταν γδύνονταν την ώρα του έρωτα,
τη σκέψη τους, τ’ άγνωστά σχήματά
τους,
τα δικά τους, τα δικά του
κι έφτιαχνε μεγάλες, περίεργες
ανθοδέσμες
ή
φύτευε γλάστρες.
Τώρα στ’ ανθοπωλείο της γωνιάς, πίσω
απ’ τα τζάμια,
τον βλέπαμε να ραντίζει με την
τρόμπα
τα μεγάλα τριαντάφυλλα, τις ντάλιες τα γαρύφαλλα
χωρίς να τα πουλάει
μήτε να τα χαρίζει·
ένα κλέφτης ιδιόρρυθμος,
ένας παρηκμασμένος πρίγκιπας μέσα στη σέρα του.
Μόνο το πρόσωπό του, ωχρό,
ξεχώριζε ανάμεσα στους πανύψηλους
κρίνους
σαν ένας νεκρός μέσα στο γυάλινό του
φέρετρο.
Ωστόσο, στα κρύα του χειμώνα,
αυτό το ανθοπωλείο, με τ’ απούλητα
άνθη,
πάντα μας έδινε την αίσθηση μιας
αιώνιας άνοιξης·
κι ας μάθαμε αργότερα
πως όλα αυτά τα λουλούδια ήταν
χάρτινα, βαμμένα
με κόκκινη και
κίτρινη μπογιά – πιότερο κόκκινη –
σε διάφορους τόνους
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Τα σπίτια μας είναι χτισμένα πάνω σ’
άλλα σπίτια,
ευθύγραμμα, μαρμάρινα,
κι εκείνα πάνω σ’ άλλα. Τα θεμέλια τους
κρατιούνται πάνω στα κεφάλια όρθιων
αγαλμάτων,
δίχως χέρια.
Έτσι, όσο χαμηλά, στον κάμπο, κάτω
απ’ τις ελιές,
κι αν απαγκιάζουν τα καλύβια μας,
μικρά, καπνισμένα, με μια στάμνα
μονάχα
πλάι στην πόρτα,
θαρρείς πως μένεις στα ψηλά
και
σου φέγγει ολοτρόγυρα ο αγέρας
ή κάποτε θαρρείς πως είσαι έξω απ’ τα σπίτια,
πως δεν έχεις κανένα σπίτι και
πορεύεσαι ολόγυμνος,
μονάχος κάτω από ’ναν ουρανό
τρομαχτικά γαλάζιο
ή
άσπρο
κι ένα άγαλμα, καμιά φορά, ακουμπά
ελαφρά το χέρι του
στον ώμο σου.
ΠΕΡΙΠΟΥ
Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια
του –
μια πέτρα, ένα σπασμένο
κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα
το σκουριασμένο
καρφί στον απέναντι τοίχο,
το φύλλο που μπήκε
απ’ το παράθυρο,
τις στάλες που
πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες,
τ’ άχυρο εκείνο που
’φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου –
τα παίρνει κι εκεί στην αυλή του
χτίζει περίπου ένα
δένδρο.
Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η Ποίηση.
Τη βλέπεις;
ΣΤΙΧΟΣ
Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται
του ποιήματος. Αρχή!..
[στίχοι από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ επιλογή
από τη ΣΕΙΡΑ ΠΡΩΤΗ 1957]
Επιλογές κι άλλων
αποσπασμάτων από την εν λόγω συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από την επιλογή της
Χρύσας Προκοπάκη: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, εκδόσεις Κέδρος 2000
Οι κότες τσιμπολογούσαν ακόμη στο
δρόμο.
Η γριά καπετάνισσα καθόταν στο κατώφλι κρατώντας το εγγόνι της
στ’ ανοιχτά γόνατά της.
Ένα παιδί κουβαλούσε ένα πανέρι.
Τα σπίτια χαώδη απέναντι στο λιόγερμα,
με τα παλιά μπαούλα τους, τα σιδερένια κρεβάτια,
τα τραπέζια, τα κάντρα,
Ένα γραμμόφωνο έπαιζε βραχνά σε μια κλεισμένη κάμαρα.
Τα σεντόνια δίπλωναν σε φαρδιά τετράγωνα την ιστορία τους.
Δεν ακούγονταν η θάλασσα.
Ένα μεγάλο, αόρατο χέρι ανέβαζε τις καρέκλες
δυο σπιθαμές πάνω απ’ τη γη.
Πώς ζούνε οι άνθρωποι χωρίς την ποίηση;
ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Μια ζεστή μυρωδιά είχε απομείνει στις μασχάλες του πανωφοριού της.
Το πανωφόρι στην κρεμάστρα του διαδρόμου σαν κλεισμένη κουρτίνα.
Ό,τι γινόταν πια, ήταν σ’ άλλο χρόνο.
Το φως άλλαζε πρόσωπα, όλα
άγνωστα.
Κι αν κάποιος έκανε να μπει στο σπίτι,
εκείνο τ’ άδειο πανωφόρι σήκωνε αργά,
πικραμένα τα χέρια του
κι έκλεινε σιωπηλά την πόρτα.
Ο ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ και ο
ΑΛΛΟΣ
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε διόλου.
Παρακολουθούσε
τα βήματα του υπνοβάτη πάνω στη στέγη του.
Το κάθε βήμα αντηχούσε απεριόριστα
σε μια δική του κοιλότητα
πυκνό και κούφιο. Στάθηκε στο
παράθυρο περιμένοντας
αν θα ’πεφτε να τον αρπάξει στα χέρια του.
Μα αν εκείνος παράσερνε κι αυτόν
στην πτώση του;
Ένας ίσκιους πουλιού στον τοίχο;
Ένα άστρο; Αυτός; Τα χέρια του;
Ο γδούπος ακούστηκε κάτω στο λιθόστρωτο.
Χάραζε.
Άνοιξαν τα παράθυρα. Τρέξαν οι
γείτονες. Ο υπνοβάτης
κατέβαινε γρήγορα τη σιδερένια
σκάλα της υπηρεσίας
να περιθάλψει εκείνον που ’χε πέσει απ’ το παράθυρο.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ επιλογή από τη ΣΕΙΡΑ
ΠΡΩΤΗ 1957]
ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ
(από τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ του
Γιάννη Ρίτσου 1957)
Όλο και ξαναγύριζε στις ίδιες θέσεις.
Ένα και ένα - επαναλάμβανε
απλά, για να πειστεί κι ο ίδιος – ίσον δύο. Δύο
και δύο: τέσσερα.
Μα πάλι, ώσπου να κάνει αυτή την
πρόσθεση, μεσολαβούσε
ένα ελάχιστο διάστημα, μια
αναπνοή, κι ένιωθε την ανάγκη
να το προσθέσει κι αυτό, για μεγαλύτερη ακρίβεια –
μια αναπνοή και πίσω απ’ τον αχνό της,
ο ίδιος αριθμός διακρίνονταν
επάνω σε μια πόρτα
ή στα πλευρά ενός πλοίου ή σαν αστέρι πίσω από ελαφράν ομίχλη,
κείνη την τρεμάμενη ώρα την τόσο
ωραία,
μεταξύ λυκόφωτος και νύχτας.
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΛΗΘΗ
Το μόνο απτό που απόμεινε από κείνον,
ήταν το σακάκι του.
Το κρέμασαν εκεί στη μεγάλη ντουλάπα.
Ξεχάστηκε,
στριμώχθηκε στο βάθος, απ’ τα δικά μας ρούχα,
θερινά, χειμωνιάτικα, κάθε χρόνο
καινούργια,
για τις καινούργιες ανάγκες μας.
Ώσπου, μια μέρα, μας χτύπησε στο
μάτι –
μπορεί κι απ’ το περίεργο χρώμα του,
μπορεί κι απ’ την κοψιά της
παλιάς μόδας.
Πάνω στα κουμπιά του,
έμεναν τρία κυκλικά, ομοιόμορφα τοπία:
ο τοίχος της εκτέλεσης με τέσσερις τρύπες
κι ολόγυρα η τύψη μας.
ΕΠΙΓΝΩΣΗ
Ανέβασε
το χέρι του σα να ’θελε να κόψει από κάπου ψηλά
ένα
λουλούδι, ένα τσαμπί σταφύλια, ένα αστέρι,
κι η
κίνησή του σταμάτησε στη μέση,
σαν από
κάποια συστολή ή δειλία.
Ακούμπησε,
λοιπόν, το χέρι του στο μέτωπό του
και
στοχάστηκε
εκείνες τις
σεμνές, μισοτελειωμένες χειρονομίες,
εκείνη
την προβλεπτικήν ευγένεια
εκείνες τις
λέξεις που δεν εξηγούν και μένουν οι ίδιες
σαν
απορημένες
χαμογελώντας
αναποφάσιστα σε κάποιο σταυροδρόμι
σα
ζητιάνες
(αυτές
οι από καταγωγή και πράξη
αρχόντισσες),
ήμερες
ζητιάνες, επιεικείς,
να
δέχονται πρόθυμα μιαν αδιάφορη ελεημοσύνη,
ελεώντας
τους άλλους με τη γλυκιά συγγνώμη τους:
πως οι
άλλοι εκείνοι
υπάρχουν
τάχα κι έχουν τάχα και
μπορούν να δώσουν!..
[από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ επιλογή από τη ΣΕΙΡΑ
ΠΡΩΤΗ 1957]
ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΚΡΑΥΓΗ
(…ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς
του…)
Τ’ αλάτι, ο
ήλιος, το νερό, κατατρώνε λίγο – λίγο τα σπίτια. Μια μέρα, εκεί που στέκονταν παράθυρα κι
άνθρωποι, μένουν οι μουσκεμένες
πέτρες κι ένα άγαλμα με το πρόσωπο στο
χώμα. Οι πόρτες, μόνες ταξιδεύουν στη
θάλασσα, δύσκαμπτες, ασυνήθιστες,
αδέξιες. Καμιά φορά, το λιόγερμα, τις βλέπεις
πάνω στο νερό ν’ αστράφτουν επίπεδες,
κλεισμένες για πάντα. Οι ψαράδες δεν τις
κοιτούν. Κάθονται από νωρίς στα σπίτια τους, μπροστά στο λύχνο, ακούν τα ψάρια να γλιστρούν στις ρωγμές του
κορμιού τους, ακούν τη θάλασσα να τους χτυπάει
με χίλια χέρια (όλα άγνωστα) κι ύστερα πέφτουν και κοιμούνται με όστρακα
μπλεγμένα στα μαλλιά τους. Άξαφνα,
ακούν χτυπήματα πάνω σ’ αυτές τις πόρτες
και ξυπνάνε!... Όταν, κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου, νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος
όπως εκείνοι, έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού· το θαυμασμό δεν τον ένιωθε διόλου κι αν τον ένιωθε σίγουρα δεν θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς
του ή για να δοκιμάσει την ηχητική του
χώρου. Απέναντι, πάνω απ’ τα κάθετα
βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε - η
ελληνική ηχώ που δεν μιμείται ούτε επαναλαμβάνει μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος
απροσμέτρητο την αιώνια ιαχή του
διθυράμβου!.. (ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ και
ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ, δυο ποιήματα από
τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Σειρά πρώτη του, που περιλαμβάνουν ποιήματα γραμμένα από το 1957 ως το 1963 )
Δευτέρα, 21 Ιουλίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου