Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΤΙΧΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ

 (… στίχοι άχρηστοι  ψεύτικοι  κομπαστικοί

στίχοι που κραυγάζουν…

στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες…)


…στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη

και μέσα στους λίγους πόδες τους

κάνουν  ή  ανατρέπουν την επανάσταση,

άχρηστοι,  ψεύτικοι,   κομπαστικοί,

γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα

κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες.

(Ποιες μάζες;   Μεταξύ μας τώρα    ποιοι σκέφτονται τις μάζες;

Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη)

Γι’ αυτό κι εγώ δε γράφω πια

για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια

όπλα από λόγια φλύαρα  και  κούφια.

Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω

να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή.

Όσο μπορώ  κι  όσο κρατήσω!..    (ΣΤΙΧΟΙ 2 Τίτου Πατρίκιου σελ. 383)

 

Γιατί τόσο πολύ παθιάζεστε  και  φθείρεστε σε

ΕΠΟΧΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ;  (σελ. 384)

μας είπε κάποιος ποιητής   σύντροφος παλιός της εξορίας.

«Έχω δει τόσα βασίλεια να γκρεμίζονται

κι άλλα να υψώνονται στη θέση τους,

τόσους άρχοντες να πέφτουν

και τους επιγόνους να ερίζουν για το θρόνο.

Μονάχα η ποίηση είναι αιώνια.

Λοιπόν, μη σπαταλιέστε σε πράγματα παροδικά»

 

ίσως και να ’χε δίκιο απ’ τη σκοπιά του,

μα αυτή η σκοπιά ακριβώς μας είναι απαράδεκτη

κι οι αμιγείς ποιητές μας φαίνονταν

ακίνδυνα,  παροπλισμένα θωρηκτά!..

 


ΑΝ ΤΩΡΑ ΛΟΙΠΟΝ ΦΩΝΑΖΩ ΓΙΑ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ

είναι για να εθιστούμε στο σκληρό καινούργιο φως…

 

Ακόμα κι όταν δεν την πίστευα

εφάρμοζα σύντροφοι την πολιτική αυτή

γιατί έπρεπε ν’ αντέξουμε στην  ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΣΗ (388),

ν’ ανοίξουμε το δρόμο για το σοσιαλισμό

έστω και με ζωές ανθρώπων τσαλαπατημένες

Όσο γι’ ατομική αρτίωση  γι’ απεριόριστη λευτεριά

δεν τις καταδεχόμουν τέτοιες αυταπάτες

σε κοινωνίες τάξεων,  σε ώρες πολιορκίας,

τις άφηνα στους μικροαστούς να κάθονται

πιο βολικά στ’ αυγά τους.

Και με το πέρασμα του χρόνου,  την αλλαγή των συνθηκών

η αφοσίωση, μ’ άλλαζε σε βουβό γρανάζι μηχανής

η αδιαλλαξία σε στήριγμα της γραφειοκρατίας.

Αν τώρα λοιπόν φωνάζω για λευτεριά μέσα στο κόμμα

είναι για να εθιστούμε στο σκληρό καινούργιο φως

που δεν το βλέπαμε μέσα στα χαρακώματα,

να βρούμε μες στον αγώνα μας το δρόμο

για μια ζωή πολύπλευρων, πληθωρικών ανθρώπων.

 

(…όμως…)

Ακόμα δε μιλήσαμε καθαρά

μα κάποτε θα τα πούμε   έξω από τα δόντια.

Φτάνει μονάχα να μην είναι  

 κατόπιν εορτής…  (αλλά…  Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ σελ.369)

 

(…γιατί…)

Καμιά πρόβλεψη,  καμιά προετοιμασία

δεν εμποδίζει αυτό που έρχεται

να σε τρυπάει  ως την καρδιά

ψυχρό  και  σκέτο!..  (ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ  σελ. 371)

 

Και μου ’λεγε ο δάσκαλός μου:

«Πρέπει  να σ’ αναγνωρίσουν πρώτα οι αστοί

για να επιβληθείς στο κίνημα·

ως τότε μη τα λες αυτά πιο έξω

γιατί θα βρεις μπελάδες»   (Η ΠΕΙΡΑ από τη σελ. 403)

 

(αποστροφή)    Σ’ ΕΝΑ ΣΥΝΤΡΟΦΟ (σελ. 366)

Ήσουν ένας σπόρος,  ένα βελανίδι

άλλοτε ήσουν ένα μεγάλο δρυ,

μα όταν μιλούσες

γινόσουν ο δρόμος από το σπόρο   στο δένδρο

κι από το δένδρο   στο δάσος!.. 

[κι άλλες ΕΠΙΛΟΓΕΣ από   ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ,

τέταρτη ενότητα στη συλλογή  του  Τίτου Πατρίκιου  ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956 – 1959

Αντιγραφή  κι  Επικόλληση από τη  Συγκεντρωτική έκδοση: 

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Πρώτος Τόμος  1943 -1959, εκδόσεις Κίχλη]

 

 

ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Σε λέω σύντροφε,   το πρόσωπό σου ένας βράχος

χρόνια τ’ αλάτι  κι  άλλο αλάτι

στρώματα φυλακής κι εξορίας

γεωλογικοί αιώνες   σκέπασαν το γέλιο σου

απαρηγόρητοι σεισμοί της καθημερινής σου πάλης

γκρέμισαν το φιλί

σε μιαν υπόγεια αγνοημένη λίμνη

κι είναι το βλέμμα σου ορυχτό

κάτω από το σκαμμένο μέτωπό σου.

Πολλοί δε βλέπουνε τι υπάρχει πίσω από την πέτρα

μα αν ήταν η ποίηση ένα καμίνι

θ’ ανάδειχνε στο φως

όλο το τρυφερό, κρυμμένο μέταλλό σου.

 

Η ΑΛΛΗ ΣΤΑΣΗ

Δε θα μπορέσω άλλο να σε κοιτάξω μες στα μάτια

ούτε και να σου πω ανοιχτά γιατί άλλαξα μαζί σου,

τώρα μιαν άλλη στάση πρέπει να κρατάω

μια στάση που δεν την πιστεύω  κι  όμως την υιοθετώ

χωρίς να ξέρω αν από δύναμη  ή  αδυναμία.

Βέβαια δε με καταλαβαίνεις,  δε θέλεις να με καταλάβεις,

και καλύτερα, αφού όταν σου ζητάω κατανόηση

στο βάθος σου γυρεύω να με δικαιώσεις.

Έτσι δεν θα τα μάθεις τα λόγια που σου γράφω

κι ας είχα άλλα όνειρα για σένα  και  για μένα

ας λογάριαζα μέσα από τη σπασμένη μας φωνή

να φτιάξω μιαν άλλη διάταξη στα σπίτια.

Τουλάχιστον να ’ξερες πως όλα τούτα

δεν είναι πρόφαση για μουσική

μπροστά στο πρόσωπο μιας νύχτας

που δεν την είχαμε υποπτευθεί.

 

ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΣΕΝΕΧΙΖΟΥΝΕ

Με πνίγει τούτη η νύχτα – μα να ’ναι μονάχα η νύχτα;

Απόμακρες φωνές,  περαστικό βήξιμο απ’ έξω,

ίσως του φίλου που τελευταία μ’ αποφεύγει,

ψίθυροι κοντινοί, ποδοβολητά στο λόφο

βήματα προφυλαχτικά που πλησιάζουν

η σιωπή των διπλανών μου που τάχατε κοιμούνται

κι η νύχτα, κάλυψη των άλλων  και  δική μου ελπίδα.

Λίγο πριν μπουν επιβεβαιώνω το μηχανισμό

μαντεύω τις διαταγές  (αν και ποτέ δε μάντεψα ως το τέλος):

το τσίρκο που περιμένει  όχι μονομιάς να τ’ αναιρέσεις όλα

όμως πειθήνια απ’ την αρχή να χαμογελάς στους επισήμους

κι έπειτα οι θωπείες στην πλάτη,  οι πολυγραφημένοι έπαινοι

φτάνει να συμφωνήσεις πως βούλιαξες μοναχός σου

και τώρα σε ξαναφέρνουν στη ζωή εξαγνισμένο,

έναν άτιμο συγγραφέα ύμνων  και  καταδόσεων.

Κι όμως λίγη ησυχία διάβολε,  που δε σου δόθηκε ποτέ,

πώς δελεάζει μες στην προοπτική ενός άθλιου θανάτου,

αυτού που προετοίμασες με συνεχείς αυτοδεσμεύσεις.

Μα για ποιο θάνατο,  ποια νύχτα σας μιλώ;

Μήπως ακόμα και τούτη τη στιγμή βολεύομαι

με σύμβολα φθαρμένα,  ακίνδυνα;

Λοιπόν,  κι ολωσδιόλου μάταια να ’ναι τα λόγια μου

μην περιμένετε να το βουλώσω.

Εκείνοι που συνεχίζουνε τον ύπνο τους

αύριο μπορεί να καταλάβουν.

 

ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ

Δεν πέρασαν χωρίς ν’ αφήσουν χνάρια

τα δύσκολα εκείνα χρόνια

που κάθε στιγμή είχες να διαλέξεις

ανάμεσα στην επιβίωση και τη συντριβή.

Η κρίση του κινήματος

η ηθική του αποκατάσταση

η κρίση των αγωνιστών

το μάταιο της φωνής σου.

 [από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΦΩΝΕΣ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59):

Αυτές τις άγριες,  υμνητικές φωνές

μην τις πολυεμπιστεύεσαι.  Ίσως να υπάρχει

κάτι σκάρτο που θέλουνε να κρύψουν.

Κάποια υστεροβουλία αυτοδικαίωσης.

 

Κι ολότελα μη δυσπιστείς σ’ εκείνες

που ξετυλίγουν τους σαπισμένους επιδέσμους τους.

Πάντα χρειάζεται μια δύναμη

για να μπορείς να δείχνεις τις πληγές σου

 

ΠΤΩΣΗ ΝΙΚΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ

Νίκο, πώς τα ’κανες όλα αυτά;

Εσύ που κάποτε μας έφερες

έναν καινούριο αέρα λεβεντιάς

πώς μπόρεσες έτσι να κυλιστείς

στο ψέμα  και  τη λάσπη,

πώς μπόρεσες τόσο θάνατο να σκορπίσεις

στους ίδιους τους συντρόφους σου;

 

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΦΑΝΤΕΓΕΦ

Αλέξανδρε,  δεν έπρεπε να φύγεις,

τώρα ακριβώς σε χρειαζόμαστε.

Μα δεν το σηκώνεις το βάρος

των χρόνων που και συ καθόριζες

ποιος έπρεπε να πεθάνει

και ποιος να επιβιώσει.

 

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΛΟ ΡΑΪΚ

Όσο κι αν θέλω δεν μπορώ να σε θρηνήσω Λάζλο

αφού κι εγώ ερχόμουν τότε στο κελί σου

παίρνοντας τη φριχτή μορφή του Πέτερ Γκάμπορ,

αφού ήμουνα μπροστά όταν σ’ ανέκριναν

όταν σε βασάνιζαν,  όταν ομολογούσες,

αφού συνέχιζα να σε δικάζω ακόμα και την ώρα

που άκουγα μέσα μου ν’ ανοίγουν οι ρωγμές.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59):

Μέσα στα σαπισμένα λαρύγγια των νεκρών μας

μένουν ακόμα άλιωτες οι τελευταίες τους λέξεις:

«Ζήτω ο Στάλιν»

«Ζήτω ο τάδε αρχηγός»

Ζήτω η τάδε απόφαση»

Ποιος έχει το κουράγιο τώρα μπροστά τους να σταθεί

και να τους πει – αυτός που έζησε…

Μα αυτός έζησε,  εμείς ζήσαμε,  πώς να σας πούμε για τα λάθη

σ’ όσους τα ξέρατε  ή  δεν τα ξέρατε,  τι να σας πούμε,

και φεύγατε μες στην πικρή ας περηφάνια

χωρίς ούτε ένα κούνημα του κεφαλιού.

 

Η ΣΗΡΑΓΓΑ

Μ’ όλα σου τα επιχειρήματα δεν θ’ απαρνηθώ

όσα τόσον καιρό θησαύρισα

για σκοπιμότητες τεχνητού φωτός.

Αν το σκοτάδι γλιστράει μέσα από τις λέξεις μου

είναι που ζούμε στο σκοτάδι   σκάβουμε στο σκοτάδι.

Το μόνο να θυμάσαι τους ορύχους

όταν θα ταξιδεύεις με τα πολυτελή υπόγεια τρένα

κι η σήραγγα θα’ ναι τότε αυτονόητη.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΑΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ Μ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ 

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρικίου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Ας σταματήσουμε μ’ αυτή την ιστορία

πως έφταιξε μονάχα ο Μπέρια.

Όλοι μας κάποτε θαυμάσαμε

κάποιον εγχώριο μιμητή του

όλοι τη σκέψη μας την είχαμε εκχωρήσει

σ’ αρχηγούς σοφούς που σκέφτονταν για λογαριασμό μας

όλοι μας λιβανίσαμε για μεγαλοφυΐες καθοδηγητές

που βλέπαμε τι ντενεκέδες ήσαν

όλοι αρνηθήκαμε την καλημέρα σε διαγραμμένους

που ξέραμε πως δεν ήταν χαφιέδες

όλοι καταπίναμε τη γνώμη μας σα φλέμα

δίχως το σθένος να πάμε μιαν άποψη ως το τέλος

όλοι μας γράψαμε ποιήματα προσωπολατρίας

ή πάντως τα ορεχτήκαμε.

Δεν έφταιξε μόνο ο Μπέρια.

 

Αλίμονο, το νιώθουμε πόσο ήμαστε ανίσχυροι

πόσο εύκολα γινόμαστε ύποπτοι όλοι

πώς σ’ αχρηστεύει μια συντροφική κουβέντα

ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο

άλλωστε το ’χαμε  δεχτεί

οι διανοούμενοι είναι ανεύθυνοι

οι ποιητές ευάλωτοι

και πια δεν ήταν ο φόβος της ζωής

δεν ήταν καν ο φόβος του στιγματισμού,

της απομόνωσης,  της καταδίκης,

ήτανε πάνω απ’ όλα ο φόβος μήπως βλάψεις

μην άθελά σου βοηθήσεις τον εχθρό

μην δεν προσφέρεις πέρα απ’ τη ζωή σου

την ίδια σου τη συγκατάθεση

έτοιμος πάντα κι εσύ να ξαναπείς

θρόνοι εξώσατε,  πόλεις απελάσατε,

αιρούμαι παθείν  ό,τι αν βούλησθε

καίπερ αθώος ων,

της ημών ένεκεν ομονοίας…

Μα αν είναι για χάρη της ομόνοιας

να πνίγεται πάντοτε η αλήθεια

να βασιλεύουνε διαρκώς οι φαύνοι,

όχι καθάρματα,  όχι άλλα πια

μια τέτοια ενότητα καλύτερα να συντριβεί.

 

Δεν έφταιξε μονάχα ο Μπέρια

όταν ακόμα τόσοι εμπνέονται

από βιογραφίες κίβδηλες  και  γλοιώδεις

τόσοι χρειάζονται πρόθυμους γραφιάδες

παραχαράκτες  δημοσιογράφους,  κόλακες ποιητές

τόσοι επαναλαμβάνουν ξεθωριασμένες ρητορείες

καλύπτοντας συντάξιμα έτη επανάστασης

και καταστρώνοντας την προσεχή προαγωγή τους

 

ΒΟΡΙΝΗ ΠΥΛΗ  1  (σελ. 381)

Ίσως από την πρώτη μέρα να μην το ’ξερες

πως η θητεία τούτη δε θα τελειώνει ποτέ.

Το δέχθηκες, όταν στα μαύρα χρόνια επάνω

φάνηκε καθαρά πως άλλα, πιο μαύρα θα σωριάζονταν.

Αυτό το ελάχιστο φλούδι της ζωής σου που συνεχώς μεταβαλλόταν

ανάμεσα σε εξωτερικές πιέσεις κι αντίδραση προσωπική

είχε αποκτήσει πια κάποια συνείδηση  και  διάλεγε.

Έτσι κι αν άλλαζε τοποθεσίες,  περιβολή κι ιδιότητες

κι αν γύρναγε ασταμάτητα ο τροχός προσώπων που βουλιάζαν

σε σκιές, σκιών που λευτερώνονταν σε πρόσωπα,

πάντα σε κάποια πύλη βορινή ξαγρύπναγες σκοπός

ανάμεσα στο θάνατο με τ’ όρθιο τρίχωμα  που ορμούσε απ’ έξω

στον άθλιο θάνατο που ξεπετιόταν από μέσα μας

στον θάνατο τον πιο πικρό που λούφαζε στις καρδιές κάποιων συντρόφων,

εκεί κι εσύ ένας φαντάρος όμοιος με τους άλλους.  Μόνο

που αντί για κάνα ξεροκόμματο, άλεθες μες τα δόντια

σκόρπιους στίχους,  μην τύχει και λίγο ξεχαστείς

μην τύχει μια στιγμή και σε νικήσει ο φόβος, η κούραση, ο ύπνος

μέσα στις ανελέητες ώρες της νυχτερινής σου βάρδιας.

 

ΒΟΡΙΝΗ ΠΥΛΗ  2  (από τη σελ. 402)

Εδώ, σ’ αυτή την πύλη τόσα χρόνια

παιδί πρωτόπιασες τη βάρδια δίπλα στους παλιότερους

τώρα μεγάλωσες και συ,  απ’ τα τριάντα της ζωής σου

πάνω από τα μισά τα πέρασες στο ίδιο πόστο.

Κι όταν οι σύντροφοι πεθαίναν δεν τους θάβαμε

ορθούς τους στήναμε στις πολεμίστρες,

όταν απόμεναν γυμνά τα κόκαλά τους

στις πόρτες τα βάζαμε γ’ αμπάρες,

κι οι στρατηγοί γερνούσαν κυρτωμένοι από παράσημα

πάντα στα ίδια άχρηστα σχέδια ενεργώντας

σύμφωνα πάντα με τις ίδιες ενσφράγιστες  διαταγές.

Έτσι έγινες κι εσύ ένα με την πύλη

μια όμοια πέτρα πάνω στις άλλες πέτρες

ενώ τα τείχη παραπέρα γκρέμιζαν,  αλλάζανε

σε πέρασμα που μπαινοβγαίναν εχθροί και φίλοι

και περισσότερο άνθρωποι καινούργιοι

που δεν τους γνώρισες,  δεν τους κατάλαβες πώς ήρθαν.

Η νέα μάχη θα κριθεί σ’ ανοιχτό πεδίο

με νέα στρατεύματα  και  νέα όλπα.

 

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ

Σύντροφοι

ακόμα και τη μοναξιά μου

τη χρωστάω σε σας.

Χωρίς εσάς δε θα την ένιωθα

ως τις ακραίες της συνέπειες,

δε θα την αναζητούσα,

χωρίς εσάς δε θα την απαρνιόμουν.

 

ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΝ

Στο θρίαμβό σου   που κατέρρεε

ήρθε για ενίσχυση

ένα χαμόγελο κατά διαταγήν.

Μα μόλις σε κοιτάξαν

οι δυο παλιοί σου σύντροφοι

βούλιαξε το μισό

μέσα στο ρημαγμένο πρόσωπό σου

κι απόμεινε το υπόλοιπο

παγωμένο

σα μορφασμός νεκρού.

Μέσα σου

ίσως υπήρχε ακόμα κάτι τίμιο

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59):

Οι άνθρωποι που πιο πολύ αγάπησα

είσαστε εσείς.

Οι άνθρωποι που κοντά τους έμαθα να ζω και να πεθαίνω

είσαστε εσείς.

Οι άνθρωποι που μαζί τους μοίρασα τη ζωή μου

τη σκόρπισα  κι  ύστερα την ξαναβρήκα

πιο πλούσια  και  πιο σακατεμένη

είσαστε εσείς.

Οι άνθρωποι που πιο πολύ σεβάστηκα  και  θαύμασα

που πιο πολύ σιχάθηκα  και  μίσησα  και τελικά αναζήτησα

είσαστε εσείς,

Οι άνθρωποι που μ’ ανάγκασαν να βλέπω ανθρώπινα τον άνθρωπο

είσαστε εσείς.

Κι αν τούτη τη στιγμή σας κρίνω

το κάνω πια σαν ένα κομμάτι σάρκας από τη σάρκα σας

 

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Δε γεννήθηκα τελειωμένος άνδρας

μέρα τη μέρα μεγάλωνε η ζωή μου

βλασταίνοντας σα δένδρο.

Δε γεννήθηκα ήρωας

μέρα τη μέρα μεγάλωνε η ζωή μου

μέσα σε κατανικημένους φόβους.

Ήρθα κοντά σας τρέμοντας  κι  ελπίζοντας

προσπάθησα να γίνω όπως με θέλατε

μαζί να πολεμήσουμε την αδικία.

Όμως δε νοιάζομαι άλλο για τη γνώμη σας

μέχρι το πού θα ψάξουμε για υπευθύνους

μέχρι το πού θα ξεγυμνώσουμε το ψέμα.

Δε νοιάζομαι πια για τη συγγνώμη κανενός

 

Ο ΤΟΙΧΟΣ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59):

Ι

Σιωπή, σιωπή βαθιά.

Πίσω από τα μεγάφωνα, τις εισηγήσεις

τις συνταρακτικές ανακοινώσεις

τις διαπεραστικές κραυγές των εφημεριδοπωλών

μια ομοιόμορφη σιωπή.

Γιατί η ομοφωνία δεν καταργεί τη σιωπή,

η έγκριση,  τα χειροκροτήματα,

οι ζητωκραυγές,  δεν καταργούν τη σιωπή

κι εύκολα εγκρίνονταν στα χρόνια μας τα πάντα:

αποφάσεις που ’ριχναν το φταίξιμο στις προηγούμενες

παραχαράξεις γεγονότων που ξέραμε

θεοποιήσεις μεγάλων τιμονιέρηδων  μα  και πιο μικρών

εκτελέσεις αγωνιστών που αλλάζανε σε προδότες

έπειτα μεταθανάτιες αποκαταστάσεις και τιμές

ή απλώς αναδιατάξεις των ύβρεων  και  των ύμνων…

Εγκρίναμε,  συνεχώς εγκρίναμε

αλύγιστοι μπρος στον εχθρό μαζί και φοβισμένοι

μην πάθει η επανάσταση

μην πάθουμε εμείς,  μην πάθει το έργο μας

και πάψουμε για μια στιγμή να την υπηρετούμε,

δε μιλούσαμε άλλο,  εγκρίναμε σιωπώντας

σιωπούσαμε μπροστά στις επιθέσεις

ακόμα κι ενάντια σ’ ένδοξους ποιητές

σιωπούσαμε μπροστά στη λάσπη

βουλιάζαμε στη λάσπη,  εγκρίναμε.

Κι οι αποστάσεις μεγάλες,  αιφνίδιες οι αλλαγές

δεν τις μαθαίναμε στην ώρα τους

συνεχίζουμε να καταδικάζουμε συντρόφους

αγνοώντας πως είχαν ξαναγίνει ηγέτες,

σαν έφταναν τα νέα γινόταν για λίγο ταραχή

μα τελικά όλα αναλύονταν,

ερμηνεύονταν,  εντάσσονταν στη γραμμή

κι απόμεναν οι πυρετιασμένες κατ’ ιδίαν συζητήσεις

η αμφισβήτηση στους διαδρόμους

και η κατάφαση στη συνεδρίαση.

ΙΙ

Περάσαμε δύσκολα χρόνια – μην το ξεχνάς

η πολιορκία δε σίγασε ούτε στιγμή,

γεννηθήκαμε πολιορκημένοι

μεγαλώσαμε,  ζήσαμε πολιορκημένοι,

λίγο το ψωμί,  λίγο το νερό,  καθόλου,

έπρεπε με κάθε τρόπο να κρατήσουμε –

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ.391

ΙΙΙ

Μέσα στις σφαίρες κύλησαν τα χρόνια μας

σφαίρες εχθρών  και  φίλων,  επαναστάσεων  και  πολέμων

σφαίρες από αποσπάσματα επίσημα κι ανεπίσημα

σφαίρες από δολοφονίες στην πλάτη,  στον αυχένα

σωροί από σφαίρες,  κι  άλλοι  κι  άλλοι.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ.393

ΙV

Κι ήρθε η ώρα που κοιταχθήκαμε ανήσυχα.

Κάποιος ανάμεσά μας θα ’πρεπε να φταίει

κάποιος ανάμεσά μας ήτανε χαφιές.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 393

V

Έρχονταν οι σακατεμένοι από κάθε λογής διωγμό

σα να ’βγαιναν από τα έγκατα της γης

πλήθαιναν, γινόντουσαν χιλιάδες,

σμίγαμε και μεις  μαζί τους, φωνάζαμε,

απαιτούσαμε να τιμωρηθούν οι αληθινοί χαφιέδες

αυτοί που καταστρέψανε την επανάσταση.

Τότε, ύψωσε κάποιος τη φωνή του και είπε:

«Σύντροφοι, χαφιές δεν είναι κανείς.

Ούτε απ’ όσους θυσίασαν

ούτε απ’ όσους θυσιάστηκαν

ούτε από τους διωγμένους  ούτε από τους διώκτες

γιατί το λάθος δεν ήταν στους άλλους

το λάθος ήταν μέσα μας

εκεί που δεν το γυρέψαμε ποτέ».

Τότε έγινε ταραχή μεγάλη

και νιώσαμε πολλοί πως ο άνθρωπος που μίλησε

ήταν μεγάλος κίνδυνος.

Μα ο άλλος επέμενε:

Μέσα μας σύντροφοι

το λάθος ήταν αυτός ο τοίχος μέσα μας

που δεν τον γκρεμίσαμε ποτέ»

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Τι έγιναν οι νικημένοι;

Ποιος σκέφτηκε ποτέ γι’ αυτούς,

ποιος μας σκέφτηκε;

Αδελφή Ισπανία, μόνη μες τον ήλιο σου  

μαύρο και πυρωμένο σαν το θάνατο 

 που λίγοι πια τον βλέπουν,  τον θυμούνται.  

Αδέλφια σκοτωμένα, νικημένα αδέλφια μου  

πού πήγατε,  πού σκορπίσατε;  

Άλλοι νεκροί, χωρίς τάφο, χωρίς πλάκα  

παράνομοι ακόμα και στο θάνατο  

Άλλοι χαμένοι στις απέραντες πόλεις  

στα στενάχωρα σπίτια,  ανυπόταχτοι και μονάχοι  

με ξεχασμένο το επαναστατικό ψευδώνυμο.  

Άλλοι ακόμα στη φυλακή  

χτυπώντας όλο πιο κουρασμένα τις πέτρες  

περιμένοντας μιαν απάντηση, λησμονημένοι απ’ όλους.  

Κι οι άνθρωποι ξεχνάνε,  οι άνθρωποι ζούνε  

δεν είναι πια στη μόδα οι ήρωες,  

τα βασανιστήρια  τα συγκλονιστικά ντοκουμέντα.  

Χιλιάδες τα γνώρισαν, τ’ άκουσαν, τα διάβασαν, τα βαρέθηκαν.  

Τώρα κάτω απ’ τα τείχη των φυλακών  

παραθερίζουν άλλοι μ’ αδύνατη μνήμη  - 

είναι μια ανάγκη να ξεχνάς στις μέρες μας.  

Ανοίγουν τα σύνορα,  ξένοι ανακαλύπτουν γραφικότητες  

σε νησιά που αφήσαμε τα κόκαλά μας,

η ζωή ξέχειλη σε χρώματα τόσο κοινά,  τόσο απαραίτητα  

κι η ποίηση αυτού του είδους που κάποτε συγκίνησε  

τώρα φαντάζει σαν παράταιρη, έξω από σύγχρονες αναζητήσεις 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ  απολογισμού από τις  σελ. 397- 400

 

ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

Οργή και μίσος,  πίκρα  και  λύπηση

για το λύγισμα της μέσης,  τις στιλβωμένες καταφάσεις

δάσκαλε,  αιώνιε όπως σ’ είχα πιστέψει φίλε,

έφτασε η ώρα που οι δρόμοι μας χωρίζουν

έρχονται αντιμέτωποι,  ορθώνονται σαν άγρια άλογα.

Κι όμως ακόμα δυσκολεύομαι ν’ αποφασίσω

πως χάθηκε για πάντα η κοινή μας γλώσσα.

 

ΠΡΟΣ ΤΟΝ 78ο ΥΠΟΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟ ΤΩΝ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΩΝ

Πολλή βρωμιά κόλλησε στα πρόσωπά μας

σκέτη βρωμιά,  άλλο η καρβουνόσκονη

στα πρόσωπα των ανθρακωρύχων

που τους καλούμε ν’ ανεβάσουν την παραγωγή,

πολλή βρωμιά κάτω απ’ τα μεταξωτά πουκάμισα

καλό μετάξι ευρωπαϊκό, όχι

τα εκατομμύρια μέτρα του σιβηρικού ρεγιόν

αυτό μονάχα υμνούμε μ’ εκατομμύρια στίχους.

Α, λίγη σκόνη στο σακάκι σας, σύντροφε,

εβδομηκοστέ όγδοε υποπροϊστάμενε των προλετάριων

μην ανησυχείτε,  προσέχουμε τι γράφουμε

κι αν λέμε ιδιωτικά στους φίλους μας

λέξεις ανευλαβείς  που  σας δυσαρεστούν

-το ξέρετε άλλωστε πως είμαστε λίγο φιλελεύθεροι –

τις αφαιρούμε ευσυνείδητα από τα ποιήματά μας

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΕΤΣΙ ΣΑ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΞΙΖΑ ΜΟΥ ΔΟΘΗΚΕ Η ΖΩΗ

(… σαν οι νεκροί να μου την χάρισαν  για να τους ιστορήσω):

Μετά από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει   πολέμους,  εκτελέσεις,  δίκες,  θάνατοι κι άλλοι θάνατοι   αρρώστια, πείνα,  τυχαία δυστυχήματα,   δολοφονίες  από πληρωμένους εχθρών και φίλων,   συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες   είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.   Δώρο της τύχης,  αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή των άλλων,   γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε   μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.   Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή   κι όσο καιρός που μένει  σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν   για να τους ιστορήσω!..  (ΟΦΕΙΛΗ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59  ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ: ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α τόμος 1943 – 1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ)

Παρασκευή, 11 Ιουλίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ