(… αφού ο καιρός είχε αλλάξει δραματικά και τα όνειρα μου μιλούσαν όλο και πιο ανάγλυφα...)
η βροχή πύκνωνε τα φώτα λιγόστευαν
οι μέρες ήταν πένθιμες κι αργές
ρήγμα που ανοίγεται η ζωή και
πώς τα έργα υπάρχουν
όπως
οι οπτασίες – όλα συμβαίνουν
σε μια διαρκή αναχώρηση
όταν λυνόμαστε απ’ τα δυο μάτια
κι απ’ την κρυφή της σκέψης πολιορκία
πάει καιρός που μ’ επισκέφτηκαν τα
πάθη
κι εγώ κουρνιάζω σε μια κάμαρη όλο
βιβλία
λίγο πιο πάνω από τα ρεύματα που
διατρέχουνε τη γη
λίγο πιο κάτω απ’ τα σημεία
όπου οι νεκροί καταλαγιάζουν
Υπάρχουν μέρες που διψώ τις πιο απόκρημνες αισθήσεις
αυτές που ξέρει να εφευρίσκει το
μυαλό
κι έτσι αισθάνομαι σα να μονάζω
αφού συνέχεια φυλλομετρώ κρύα κενά
τετράδια
και στις λευκές σελίδες στάζω μαύρο μελάνι και
πικρό
μοιάζοντας άνθρωπος απόλυτος που ξέχασε τη θλίψη
η ώρα
ήταν δύο και το τριζόνι αλάλαζε
κοίταξα τότε προς τα ερείπια και τ’ άσχημα τα σπίτια
κι είδα την έκταση του μυστικού
τέλεια φωταγωγημένη
άκουσα τη βροχή σαν ένα μυστήριο
να πέφτει έξα από το παράθυρο τη
νύχτα
στις γυμνές ακακίες·
και πεθύμησα τότε ένα σπίτι χαμένο
πέρ’ από τα περίχωρα του πιο
ξεχασμένου τόπου
να με δεχθεί
«σ’ αγάπησα σ’ αγάπησα ήσουν τα παν
για μένα,
ενώ εσύ αγάπησες μόνο τον εαυτό σου»
μου ’λεγε τόσο βάναυσα που λες
και
μ’ είχε μες τα δόντια του ένα θηρίο,
σαν το ζαρκάδι σφάδαζα
κι όμως συνέχιζε να μου φωνάζει
«εγώ είμαι άνθρωπος, εσύ αμαρτία»
με μια φωνή σπαραχτικά χυδαία
[εισαγωγική ενότητα από τη συλλογή
του του Στρατή Πασχάλη ΚΩΜΩΔΙΑ 1998
κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή
αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013,
εκδόσεις Μεταίχμιο 2013]
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΚΩΜΩΔΙΑ 1998)
σκούρα νερά φωσφόριζαν
κι εγώ μουρμούριζα
όπως ο μάγος που επισπεύδει τη συνταγή
ενώ η ωραία Λευκή στου σκοταδιού τον κύκλο
καθώς γυρόφερνε ασταμάτητα
όλο μιλούσε κι έλεγε
«Άσπρο σημαίνει
απόγνωση μαύρο υπεροψία»
καρφώνοντας κάποτε πάνω μου ματιές συντετριμένες
μα τι σαρδόνια χρώματα,
τι άστατες ροπές,
ξαπλώνουμε κατάκοποι,
μας αποφεύγει ο ύπνος
ή μια γυναίκα γνωστική μας αποτρέπει
να πέσουμε πιο χαμηλά
και από την ιταμότητα
όταν με μάτια φαύνου ο νεαρός σαλτιμπάγκος χορεύει
ακροβατώντας
πάνω στις άπιαστες κλωστές που ενώνουν τα υπέρτερα
κι αναζητούμε ήρωες…
και πάντα έχει βραδιάσει
πώς σκίρτησαν τα πέπλα
που έκρυβαν τους μυστικούς βοστρύχους
όταν είδα τον Ήρωα
τους ζωντανούς μυώνες
και στα φλογάτα μάτια του τη
σπίθα της ζωής
αυτής που ξέρει
και μπορεί ν’ αδράχνει την
ευτυχία·
ήταν μπροστά μου η
δύναμη και η υγεια
ήταν η θέληση της πέτρας
και η αφή της γης
ήταν ο ήλιος που έσταζε σαν άχνη το σεληνόφως
ήταν η ίδια η λογική
κι όλες μαζί ταυτόχρονα οι
αρετές της μάχης
ήρθε η ίδια η Απουσία
κάτω απ’ τα δένδρα στη βροχή
μου λέει «έλα»
της λέω «φύγε»
κι όλα ξανάγιναν απ’ την αρχή
πάλι και πάλι
ΦΑΟΥΣΤ
-
τι ματωμένος πολυέλαιος αυτός ο ήλιος καθώς
δύει
-
δεν θα ’ναι νύχτα ιδανική για να ’ρθει ο κύριος
του σκότους
-
μ’ ένα δηλητήριο στο χέρι…
-
κρασί…
μελάνι…
-
κι αυτό το βράδυ όπως πριν
-
να συζητήσουμε για τέχνες
-
πρέπει να λάμπουνε κεριά
-
α τι
ωραία τρέχω για να ’μαι πίσω ως τις εννια
-
όχι διόλου μη βιαστείς, θ’ αργοπορήσουμε ως τις δύο
-
λοιπόν,
αντίο…
ολόγυρα σ’ ένα τραπέζι,
κεριά και σκαλιστά ποτήρια από
ρουμπίνι
τραγούδια απλοϊκά μιλούν με λόγια απόκρυφα
μέσα σ’ αυτό το ημίφως
που σέρνει πάντα πίσω του ο βλοσυρός διαβάτης
όταν οι κίτρινοι λαμπτήρες περνούν κάτω
απ’ τα σύννεφα
κι είναι η ώρα τρεις
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΚΩΜΩΔΙΑ
1998
Αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο:
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ
Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο 2013]
ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΣΜΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΤΡΩΓΛΕΣ
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΚΩΜΩΔΙΑ 1998)
γύρω τους άγρια περιφέρονται οι τρυφερές ψυχές
εισχωρούν παραπαίοντας σε εχθρικά εδάφη
ζητώντας μάταια έρμα
-στο ύστατο ανάχωμα της καταδίκης –
ώσπου ένα καίριο τις συγκλονίζει πλήγμα
δυο μάτια πάγου
και χέρι ατσάλινο
σκύβαλα θρύψαλα ριπές
- στην αμεσότητα
όπου οι ζωές συγκρίνονται άλλοτε με ποτάμια
και άλλοτε με βλέφαρα
που δε θ’ ανοίξουνε ποτέ
παρά σε φως πιο υπαρκτό
πιο μετουσιωμένο
κάτι ανάστροφο εμπόδιζε να προχωρήσουν οι ροές
προς το γενναίο πλάτος
η λάμπα έκαιγε χλωμά
κι ένα κορμί γυναίκας
με χρώμα στάχτης βγήκε από την πόρτα
ψηλαφώντας χάσματα
κι απλώνοντας τα οστεώδη χέρια στο κέντρο της σκηνής
σταυρώθηκε συμβολικά πάνω στο πέτρινο παραπέτασμα
Ιέρεια του Κενού
ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ
με κοιτούσε από το βάθος ολόσωμη
κι είχα πέσει στις πλάκες
και χτυπούσα τα χέρια
και φώναζα
όλα γυρνούν προς την ψυχολογία – άνεμοι, δένδρα,
περιστροφές
γυρεύω μια καταπακτή να τα ενταφιάσω
ζώντας αργότερα,
σε μια εποχή απόκλισης απ’ το δραματικό,
τότε που οι άνθρωποι θ’ αναγνωρίσουν τη φθορά
κι έργα δεν θα υπάρχουν
ταυτισμένα με την απλότητα δυο χείλη απόψε θα μισανοίξουν
σ’ αυτό το γύρισμα του φεγγαριού
που η λύκαινα κρατά στα δόντια και κραδαίνει
ενώ η νύχτα με μολυβί χορτάρι θα γεμίζει τους δρόμους
κι όρνεα του απείρου θα ξεχυθούν από ψηλά
για να γευτούν το
πτώμα που πέταξαν αγύρτες
πάνω στη στέρφα γη της εξαΰλωσης
μέσα σ’ αυτό το εντευκτήριο των αποτυχημένων
γύρω απ’ το τραπέζι την ώρα του δείπνου
μαζεύονται οι γέροι
κι άγνωστοι ποιητές
κι ένα ξανθό χερουβίμ
-που κάποτε ήταν ξώφυλλο τα φτηνά παιδικά μου τετράδια –
όρθιο στη γωνία τους ευλογεί!..
ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ
ο Χριστός αποστρέφει το πρόσωπο
κι η σάρκα γίνεται ατσάλι
μολύβι το νερό
τα σύννεφα χαλίκια
και το ψωμί μόλις τ’ αγγίζει η αιχμή
σκορπά σα χώμα, κι
όλα του βίου μας
τα μάταια παραπετάσματα σχίζονται
καταρρέουν
και μόνο πάνω από τη ράχη
στη στροφή του καιρού
μοχθηρά σπινθηρίζει ένα φως
ριψοκίνδυνο
σχεδόν θ’ αγνάντευα ουρανοξύστες
διανύοντας απ’ το πρωί καταραμένα χώματα
ίδιος με φάντασμα του Δον Ζουάν που διαρκώς πλησιάζει,
ενώ απότομα είχε ξεπέσει ο χρόνος,
αφού μιλούσε με αντιθέσεις
κι όλο ζητούσε
φώτα κρυμμένα κι υπερβατικά
κι έτσι οι μέρες πέρασαν
μα εγώ δεν έφτανα ποτέ
ώσπου ήρθε η ώρα να φανεί σαν άλλος ο εαυτός μου
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΚΩΜΩΔΙΑ
1998
Αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο:
ΕΞΕΛΙΞΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ…
(… κάτι οξύ και
βέβαιο πίσω από μια κουρτίνα …)
… φωνή να λέει ευγενικά, όπως η μοίρα
χαιρετίζοντας, «εις το επανιδείν» αντί για ένα απλό «θα καναϊδωθούμε»!.. (ΑΙΓΥΠΤΟΣ)
μετά από το όραμα που αντίκρισα να ξετυλίγεται πάνω στο σκούρο καναπέ, γυμνός ο έρωτας να υπνώττει και πιο ψηλά η ονείρωξη να σέρνεται στην κορυφή της ράχης του επίπλου - αρσενική σφίγγα αλαβάστρινη - προχώρησα και βγήκα στα ενδότερα δωμάτια της Κλεοπάτρας ένα παιδί ελάφι, να γδύνεται μοναχικό που λίγο ακόμη και θα το ’σφιγγα στην αγκαλιά πριν καν προλάβει ο άσπρος αίλουρος να του
φωνάξει «εύγε σου, και
πάλι απόψε ήσουν υπέροχος φώναξε
κάποιος άγνωστος στα βάθη ενός καθρέφτη
και σκίζανε τον ουρανό οι αμαξοστοιχίες
ώσπου το βλέμμα στράφηκε με πάθος
και μια ναρκωτική μελαγχολία πότισε αργά τα ινδάλματα κι έπεσε η παγωνιά είδα προχθές την ομορφιά να μπαίνει αδιάφορη σ’ ένα βαγόνι στο δρόμο οι άνθρωποι περνούσαν αγέλαστοι
ανεξερεύνητοι κι ίσως μοιραίοι αυτός ο άνθρωπος είναι ένα κτίσμα από
τραπουλόχαρτα που κάποιτε θα
σωριαστεί όμως πρωτύτερα για κάμποσο
καιρό θα μοιάζει μνημείο προαιώνιο αντίστοιχο με τη Βαβέλ όταν θα πέσει, άραγε
θα βρεθεί κανείς ν’ ανασυνθέσει την τράπουλα να ρίξει τα χαρτιά να δει αν τελικά υπήρχε η ψυχή του και το τραγούδι έρχεται μ’ ένα αυλάκι
δάκρυα - δάκρυα που πηγάζουν απ’ την
πέτρα της καρδιάς ή ξεπετιούνται απότομα - κύμα χαράς και πίκρας - όταν σκεφτόμαστε για τη ζωή και
βλέπουμε τα θαύματα τριγύρω μας να υπάρχουν
χωρίς καν να το θέλουμε χωρις
καν να το νιώθουμε τότε από την ανάσα μας
λέξεις αναπηδούνε βαδίζοντας μ’ απάθεια
στα κραυγαλέα φώτα καθώς περνούσαν απ’ τα
μάτια του οι γδαρμένες ψυχές
μουρμούρισε: «O God this endless heaven, and your angels waliking on the rigorous puth» [αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή
Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο
ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ, Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003]
Παρασκευή, 4 Ιουλίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου