(…Όνειρα στον Άδη
Μάρκου Μέσκου…)
Άλλη Εποχή συνέχεια των προηγουμένων
αναζητώντας τις καλές συμπτώσεις
και τους ωραίους ανθρώπους που
αντάμωσε.
Τώρα γνωρίζει, το κενό δεν το φοβάται.
Βλέπει τώρα καθαρότερα το τραγικό
νόημα όσων έζησε.
Ωσάν συνολική εκτίμηση
λίγες κορφές διακρίνονται
απέναντι (ή κάτω).
Είναι αυτές οι αξίες που θα πίστευε
και αγωνίζονταν πάλι
για να μείνουν περισσότερο στο
στερέωμα.
Περίεργο γεγονός
το Ποίημα
σαν άθικτο περιστέρι
λαμποκοπάει χαρούμενο στην Ελευθερία του!.
(στίχοι δίκην ΠΑΡΟΔΟΥ στη συλλογή του Μάρκου
Μέσκου
ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ
2018)
ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ (σελ. 41)
Το Ποίημα περίεργο γεγονός μονολογούσες
μυστήριο φλεγόμενη βάτος ψύχωση
σκληρό αδιέξοδο χάραμα
κι απόβραδο
στον Άδη τα όνειρα σκιές στον Παράδεισο.
Τελικά μια λέξη μόνο –
Αντίο!..
ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
(κάθε άνθρωπος στη
γλώσσα του κλαίει)
Κλεμμένα από το θάνατο νωρίς
άκρα του τάφου σιωπή εδώ μουσικές που από-
μακρύνονται πίσω στις πηγές και τους γκρεμούς
ελπίζοντας κάποτε να χαρούν τον ήλιο πάλι…
Δεν βροντάει το αίμα της
καρδιάς
μάταια αναζητάει τη γραμμή των
οριζόντων
πουλί σύννεφο βροχής
λησμονημένα κήτη
οι πληγές κοντά στα μοιρολόγια
του ερέβους
σπάνια τιμαλφή ρίζες δένδρων
κι οι προτομές
του επάνω Κόσμου…
Δεν αρκούσαν τ’ αστεία ρυάκια
των καταβολών
υποψίες φωτός στην ατέλειωτη
νύχτα η νο-
σταλγία σκούζει απρόσωπη στην
ερημιά όταν
ρωτούνε πάντα οι επιζώντες:
Αν ο χαμός είναι μπροστά
αυτόν γνωρίζει ο νεκρός μόνον
-
ποιος όμως άνοιξε την πόρτα του θανάτου;
ΣΥΝΝΕΦΑ
(μνήμη Σάββα Κωνσταντινίδη, του Ζωγράφου)
Θαρρείς σελίδες της Ιστορίας ο Ουρανός
γκρίζες μαύρες κόκκινες μελανά βουρκώματα
τα λευκά λησμονημένα – μάχες
τυφλά στρατεύματα μηνύματα κραυγές
λιμάνι απάνεμο δεν έχουν
τυχαία τάχα νερά ξεχειλισμένα
φτάνουνε πάντα και αναχωρούν αθόρυβα
πρόσωπα θαρρείς ανώνυμα και πρωταγωνιστές
άνθρωποι προσφιλείς χαμένοι από τη μάνα τους
στον άγνωστο προορισμό.
Εκεί τα σύννεφα κινώντας από τη ρίζα του ουρανού
κάποια φώτα σπίτια χαμηλά στην άκρη του Δάσους
αμίλητα παρόντα κυπαρίσσια
αβυσσαλέα νερά στον μαύρο
ουρανό
σπασμένες αλυσίδες στην άμμο η
α-
τέρμονη ροή της Ιστορίας
(σαν να ’ρχονται οι ευχές από
τον κάτω Κόσμο)
(από τη συλλογή του Μάρκου
Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, εκδόσεις Το
Ροδακιό 2018)
ΒΑΒΕΛ
(από τη συλλογή του
Μάρκου Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ 2018)
Τα χρόνια εκείνα ελάχιστοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα
νερό δεν περνούσε το χώμα κατάξερο
πίσω στην πόλη καρτερούσε το κενό.
Πουλί μου πώς να ’ρθει στα λημέρια σου
στα κλαριά σου πώς να τραγουδήσει
το ακρογιάλι αγριεύει φοβερίζοντάς τον
με τα φωνήεντα που μουγκρίζουν και ταίρι
δεν έχουν ξεμοναχιασμένα.
Πίσω τους ακολουθούσε σαν το πιστό σκυλί -
σπόροι του Λόγου και του ανέμου ας πέσουν στα βράχια
μήπως στην πέτρα πλάι ξυπνήσει κάποια ζωή
ένα πράσινο φύλλο
μερόνυχτα θροΐζοντας -
μια μορφή απελπισίας και η
Ποίηση
στα λουλούδια ανάμεσα και στα
πουλιά
ΕΠΙΘΥΜΙΑ
(οράματα που κάψαμε
τα μάτια του)
Τα μάτια του αποστρέφει από τις λάμψεις τ’ ουρανού
από το βάραθρο του ερέβους νύχτα∙
αρκεί μια γωνιά
εκεί που ανταμώνει το
ανοιξιάτικο πουλί
με το ζουμπούλι στο χώμα
ανθίζοντάς το.
ΤΟ ΜΕΘΥΣΙ
(τα γερατειά κόκαλα
που βαδίζουν ακόμα)
Κελαρύζει το νερό και θυμάται –
στον ποταμό που κατέβαινε δακρυσμένο κυλώντας
προς τον γκρεμό και τους καταρράχτες
τότε που το συκώτι
μετά την εξορία και τις
φυλακές
σάπιζε στο ποτό∙
τότε που Εκείνος γλυκά
νανουρισμένος γιαλό – γιαλό
βάδιζε πλάι στο ποτάμι∙ λίγο
λίγο ακόμη μετά από τα Σφαγεία
εκεί που μουκάνιζαν τα ζώα
ξεψυχώντας μέρα νύχτα
το κονάκι του φωτισμένο τον
καρτερούσε∙
μα να το στερνό γεφύρι το
ξεδοντιασμένο
για να περάσει αντίπερα
παραπάτησε
δε βοηθούσε το φεγγάρι
κανείς περαστικός την ώρα
εκείνη
αφέθηκε ανήμπορος να σηκωθεί
πίνοντας το νερό
που τον νεκροφιλούσε –
τότε είπαν δίγλωσσο το νερό
έχει μνήμη!
ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ
(περίλυπα μοναχικά
σκυλιά του δρόμου)
Και το καντήλι συντροφιά είναι
αν σβήσει σκιαγμένο από την ερημιά
υπάρχει κι ο ουρανός με τ’ αστέρια του!..
Ο ΘΑΜΝΟΣ
Όσο του μέλλεται να ζήσει
να ’ναι καλά όλα τα πετούμενα της Γης
τον προστατεύουν μέλισσες σκαθάρια και γαρδέλια∙
άδοξος ταμένος στο χώμα
θάμνος μονάχα εκείνος που
φαντάζεται
την αιωνιότητα τραγουδώντας
στα πέρατα της Οικουμένης!
(από τη συλλογή του Μάρκου
Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, εκδόσεις Το
Ροδακιό 2018)
ΟΝΕΙΡΟ (ταμένο
στα όνειρα)
(από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ 2018)
Ήταν η ώρα της αυγής τους ήχους άκουγες από κει
πάχνες και ομίχλη γύρω σαν κάστρο που μόλις ξεχώριζε
χλιμίντριζαν τ’ άλογα μαύρος ο κότσυφας ξυπνούσε∙
όνειρο ήταν αθάνατο φίλοι στο Νότο ξενιτεμένοι
δώδεκα χρονώ η αγαπημένη με ανοιχτές παλάμες σ’ αγκάλιαζε∙
σε λίγο το κρασί που καλούσε
τα τύμπανα της Ελευθερίας
πρωί γυρίζουν πάλι από τον
κάτω Κόσμο. Ήχος βουή
κι απόηχος περνώντας
μέσα από τ’ αγκάθια της
τριανταφυλλιάς.
Ξανθέ μου ήλιε όνειρο
αλησμόνητο παρακαλώ σε
κράτησε ώσπου να βγει το
φεγγάρι…
ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ
(… του μπράτιμου Γιάννη Θωμά ….
Αρχή του Κόσμου η πρώτη Λέξη)
Το εικόνισμα που
προσκυνούσε ήταν η μάνα του
με το χαρακωμένο πρόσωπο τα φαρδιά πένθιμα ρούχα
και μαντίλι δεμένο σφιχτά στο σαγόνι και
τ’ άσπρα της μαλλιά - έτοιμη!
Δεν ήταν ζωγραφιά του Χάρου
προσκύνημα είναι καθώς
επιστρέφει συχνά
από την ξενιτιά τα μάτια της
αναζητώντας κάτω
στον θάνατο που ανθίζει
σιωπηλά στην ερημιά της
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΦΕΞΕΙ
Τελευταία ημέρα του Νοέμβρη
πουλί που πέταξε άσπρο συννεφάκι
κι ο ανθός που γέρνει στο χώμα∙
Αρχή και τέλος ο τραγικός
κύκλος
κραυγές ακούγονται από μακριά∙
να’ ναι από κει που σώθηκαν
πνοές
ψυχές στη χώρα της σιωπής να
’ναι το μήνυμα
που άγνωστο μυστήριο κείται
ψηλότερα
από τα καθημερινά πάθη;
Θα βρέξει
θα
χιονίσει το άσπρο χιόνι!
ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ
(εδώ που όλα
πονούν)
Ανήσυχο
από το πρωί
στα κλαριά
της γκορτσιάς
ανεβοκατεβαίνεις
σαν την ψιλή βροχή
πουλί μου
σκορπίζοντας τη στάχτη σου
τραγουδώντας!
(από τη συλλογή του Μάρκου
Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, εκδόσεις Το
Ροδακιό 2018)
ΒΙΟΣ και ΠΟΛΙΤΕΙΑ
(από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ 2018)
Όταν ξεψυχάει η μέρα
λίγη βραδινή ρετσίνα φροντίζει το ποτήρι του
μήπως αργότερα τάχα φανούν
λησμονημένες λευκές πεταλούδες
στα φθινοπωρινά του φύλλα
έτσι λένε
πέρασε η ζωή του· όσον κρατούσε το φως
πάλευε τον Δαίμονα και τα
σκοτάδια του
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΠΑΛΙ
(φαρμακωμένα τα γηρατειά ψέματα λένε)
Δεν άνοιγαν τα χείλη του
πώς να μιλήσει
σαν κάτι μεταξύ ζωής
και θανάτου –
κοσκίνιζε το χιόνι ο ουρανός
χειμώνα καιρό δίσεκτα χρόνια
το φόρτωνε στα μονοπάτια της
σιωπής
τώρα λευκά τα ρόδα τ’ ουρανού
στο χώμα
κάτω από το πέλμα της περαστικής
ζωής
εκεί που ο νεκρός ασάλευτος
ετοίμαζε τα λευκά του δώρα
εξισωμένος
στο Βοριά στο Νοτιά
στην κόκκινη Δύση
και στα προνόμια της άπιστης
Ανατολής
Ο ΞΕΝΟΣ
Στιγματισμένος σαν τους γέροντες που ομολογούνε ψέματα
πέρασε τ’ αγκάθια τα μαχαίρια και τη λαιμητόμο
την πύρινη γλώσσα του ακαριαίου Θανάτου σπιθαμή προς
σπιθαμή
τα όνειρα που είχαν τη σοβαρή ευθύνη όταν σουρούπωνε
κατηγορούμενος πάντα∙
λοιπόν μία η ευχή για το τυφλό
ταξίδι
να πάρει φεύγοντας μαζί του
όλο το φως
πρώτη
του Μάη
(από τη συλλογή του Μάρκου
Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, εκδόσεις Το
Ροδακιό 2018)
ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ
(από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ 2018)
Χίλιες πηγές το Καλό Νερό ως τις κορφές
για τον Αράμη και την κλεφτουριά
τα χρόνια αθέατα περνούν δεν
αλλάζουν τα βουνά
καρτερώντας και καρτερώντας
άραγε τι καθώς
ανθίζει ο Απρίλης το λιοπύρι
στα πράσινα φύλλα ελά-
χιστο σαν αύρα τα γκόρτσα
ωριμάζουν στο χώμα
πέφτει το χιόνι κατοπινά λευκή
κατάρα ανεξήγητη σιωπή
κι όπου το Καλό Νερό σκύβουν
άγριες φοράδες
κοπάδι τα ελάφια όλη η φαμίλια
του Δάσους
να πιει τρομαγμένη
Ποτάμι κάποιες ώρες το Νερό
κοκκινίζει όταν
οι σκοτωμένοι αναζητούν την
έξοδο απ’ το πένθος
του Άδη κι ο Κάτω Κόσμος νοσταλγεί ν’ ανέβει
στον επάνω.
Δεν ήταν ο μεγάλος δρόμος
όταν πέρασαν του Κίτσου το ποτάμι
και χάθηκαν ανώνυμοι
ΕΛΑ
Κύματα δυο οι μαστοί σου
μέρα και νύχτα με ταξιδεύουν·
έλα στη βάρκα να πάμε μαζί
ΣΤΑΣΙΜΟ Α και Β (Αιώνιος Χειμώνας μας περιμένει)
Μαύρη νύχτα είναι
- γεννάει
μελλοντικό ρομαντικό βιολί
αίμα ψυχή που σπεύδει να προλάβει
το ξημέρωμα με τα πουλιά
και το τραγούδι
Σώνεται το λάδι το καντήλι τρεμοσβήνει
πόσον επιθυμούσε ν’ ανταμώσει
τους άλλους που φύγανε νωρίς·
να ’ρθουν τα πουλιά να ’ρθουν
τα χελιδόνια·
όχι το φοβερό σκοτάδι που
λιώνει τα βήματα
και την πνοή του· α, πόσο άραγε θ’ αργήσει να φανεί
το σκοτωμένο Αστέρι και η
μαγική Σελήνη…
Στα ψέματα του ονείρου
παραλογίζεται
καλώντας τον Κύριλλο τον
Αλκυόνα και το Βιτάλι
να ’ρθουν πρωί - πρωί χαράματα
λησμονημένα
στα παραθύρια του!..
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΞΟΡΚΙΑ
Κόκκινο το ρόδι έξω από την πόρτα
φοβερίζει το χιονιά που τ’ αρνάκια παγώνει
όταν ο ψίθυρος κυματίζει το
πρώιμο πράσινο στάρι
και το άσπρο κύμα στο
ακρογιάλι
τα θαλασσινά ταξίδια θα
ξεπροβοδίσει∙
αλλά πριν οι δρόμοι του Πεσσόα
του θεού και του ταπεινού
ανθρώπου
κάτω από τη μικρή άρκτο
κάποιο καραβάνι
χάνεται στο χρυσάφι της
ερήμου -
για να ’ρθει ο ύπνος
κατόπιν
να δει κι αυτός
ποιμένα το χελιδόνι
Μάιο μήνα πάνω στα λιβάδια
(από τη συλλογή του Μάρκου
Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, εκδόσεις Το
Ροδακιό 2018)
ΚΥΜΑΤΑ
(ήταν όμορφα στην πλάτη τους)
Όνειρα εφιάλτες όταν παφλάζουν τα κύματα
στην άγρια νύχτα των βράχων ταράζοντας αφρισμένα
το Σύμπαν·
των νεκρών οι κραυγές από τον
κάτω Κόσμο
γιατί αναχώρησαν άδικα από τη
ζωή σκο-
τωμένοι – χαρά κι αγάπη και
φιλιά
των φλοίσβων και
ίχνη λευκά των πουλιών
στο ακρογιάλι
όλα
τσακισμένα από τα κύματα
που λυσσάνε χτυπώντας
τους αμείλικτους βράχους
σαν μύλοι που αλέθουν…
Εσύ
αν περάσεις από την καταστροφή
της ακτής
πλούσια η φτώχεια μου
κάτι θα βρω να
σου προσφέρω!..
(από τη συλλογή του Μάρκου
Μέσκου ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ, εκδόσεις Το
Ροδακιό 2018)
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
(πίσω έμεινε μόνο η κλέφτρα κίσσα περισπωμένη του
χαμηλού ουρανού που ραμφίζει τα μάτια)
Φανταστικός αφηγητής τώρα τα ποιήματά του
πατώντας στα ματωμένα νερά του Μαγιού
βαθιά στο χώμα.
Πληγές οι μικρές ιστορίες εποχές σπαράγματα όταν
το αεράκι θροΐζει τα φύλλα της Δρυός
χαμπέρια και μηνύματα εξηγώντας
τάχα την αληθινή μορφή του θανάτου - αλλά
μοίραζε εκείνος
νεκρό δεν ήταν τίποτε στην αρχή.
Σαν μνήμη σαν λύτρωση και σαν κατάρα
φανταστικός ο αφηγητής άτεγκτος στον βράχο
ιστορεί τα καθέκαστα
άλλοτε πουλί ξενιτεμένο στους γλαυκούς αιθέρες
ιχθύς του μεγάλου αρχιπελάγους
κάποιο ανήμερο ζώο του δάσους
που γλείφει τώρα τις πληγές του
στάχτη τραγουδισμένη η σκόνη στα φτερά
τα σωριασμένα κάτω κι ανοιχτό ανέκαθεν
το αβυσσαλέο στόμα.
Όλα τελειώνουν όλα σαν όνειρο αρχίζουν
χαράζει βραδιάζει σαν αστραπή που δέρνει
το αμίλητο τσάι του βουνού
όπου ανθίζει.
ΤΗΣ ΜΙΝΙΑΣ
Μάνα της μάνας
πάρε από το χέρι το κορίτσι που κατέβηκε βιαστικά
και σεργιάνισέ το στον Άδη –
έχει ωραία τοπία εκεί
έχει αστέρια ο ουρανός
έχει αγάπη;
ΠΟΙΗΣΗ
Σαν αίσθηση διπλό αγέρι ταραχή και πάθος
και προσδοκία ανολοκλήρωτη
Αγαπημένη μου άγνωστη
μυστήριο χωρίς προσωπείο
φτερούγισμα πουλιού
που προβάλλεις μόνον όταν κινδυνεύω στη λάσπη
κι άλλοτε αναληπτόμενη στον ουρανό!..
ΤΟ ΤΣΑΜΙ
ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Προσπαθούσε να φανταστεί τους προγόνους πώς ήρθαν εδώ
πώς κατοίκησαν
δουλεύοντας το χώμα∙ πώς θέριζαν Ιού-
λιο μήνα πώς λίχνιζαν το στάρι στα καθαρά τους αλώνια
πώς γλύκαιναν τα χείλη τους με την γκορτσιά∙ τόσες γυ-
ναίκες τόσοι άνδρες τόσα παιδιά τόσα αδέλφια που κατέβα-
ζε το ποτάμι της ζωής συχνά πυκνά σκορπώντας το θανατι-
κό∙ θαύμα ήταν το πώς επέζησαν με το μισό χαμόγελο∙
σπίθες τινάζονταν από το τζάκι πρόβατα θηλυκά και καμπά-
νες ανάλογα∙ γιατί
λένε πως όλοι θ’ ανταμώσουν εκεί κάτω∙
κρεμασμένος αυτός
από το φως του ήλιου εύχεται ν’ αργήσει
ο καιρός - βαθιά του τίποτε δεν πίστευε∙ θα φύγει μόνος
όπως και οι προηγούμενοι∙ προτιμούσε η ψυχή του ν’ ανέβει
στα βουνά στα λημέρια τους να σκορπίσει σαν ομίχλη στην
πρωινή πάχνη.
ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
Ερωτικά φιλιά των φλοίσβων στην αχόρταγη άμμο επι-
θυμούσες όταν κοπάζουν οι τρικυμίες που μαστιγώνουν
με αστραπόβροντα τα βράχια της ακτής∙ του Κόλια ο
Σταυρός του Νότου κι ο Νταλγκάς του Ανωνύμου Ιωάννη
πίσω από το αλλοδαπό γεφύρι στα γκρεμισμένα Βοδενά
παρηγορούν μνήμες και Ιστορία
ησύχασε∙
έστω κι αν χάθηκαν τα μυθικά δελφίνια στα βάθη
επάνω τα κύματα οργισμένα από τα δάκρυα των αιώνων
γνωρίζουν και θυμούνται τον διάλογο στα έγκατα σχεδόν
μαγεμένα∙ δεν γυρίζουν πίσω στο φως∙ αν μετανιώσουν
νεκρά κουφάρια επιστρέφουν στο ακρογιάλι αμέριμνα τάχα∙
σκοτείνιασε πια∙ ο καιρός γλίστρησε και η γκιλοτίνα με
τα λάβαρά της υπάρχει κοντά σ’ άλλες πλατείες∙ λησμονη-
μένη και η Ποίηση που ονομάζει δίκαια τον κόσμο ανα-
σταίνοντας τον∙
τελικά στον τάφο μην γράψεις Ποιητής
τα κύματα γράμματα δεν γνωρίζουν μάνα
δεν έχουν στην ξενιτιά μεγάλωσαν ορφανά
γιγάντωσαν τώρα και αβυσσαλέα σαν κατάρες
περιφέρονται πληγώνοντας τα προσφιλή
γράψε λοιπόν παιδί παραλογισμένο κόντρα
στους τυφώνες των Ωκεανών γράψε Κάπτεν
από το χωριό Σωτήρα στην άκρη των ονείρων
του Παραδείσου.
ΛΟΙΠΟΝ ΜΙΑ ΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΥΦΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
(… να πάρει φεύγοντας μαζί του όλο το φως…)
το άδειο ποτήρι του νεκρού είναι· μην τσουγκρίζεις μαζί του Σταγόνα δεν πέρασε ποτέ Νέκυια σε ονόμασαν παλιά και Άδη και
τάρταρα της Γης έγκατα λιώνοντας τα
κόκαλα όσων έζησαν στο πάνω Φως∙ Ου
Τόπος που με πουλιά κι ανθούς χαράματα και δειλινά και νύχτες μαγικές τον
τραβούσαν κάτω - όλα πονούν εδώ
μονολογούσε (υπάρχουν πετούμενα στον
Άδη; Γιατί δεν απαντούν οι
λέξεις;) Αν πρόλαβε κάποιο κερί ν’
ανάψει, λίγο κατόπιν έσβησε στον
άνεμο τρεμούλιασε η λάμψη του και
χάθηκε οριστικά από το ανίκητο μαύρο
του Θανάτου. … Καιρός των θηρίων
πάλι. (ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ Ι) Το φορτίο μέγα στις αποσκευές του τα πρόσωπα που αντάμωσε οι συγκρούσεις οι
πληγές κλάματα απελπισμένα φιλιά κάποια
ξέφωτα και το χιόνι που στέριωνε τη
μνημοσύνη∙ μαζί του και οι ανθρώπινες
φωνές ένα δένδρο με παράξενα πουλιά κι
ονόματα Φλέρη Ιωάννα
Σωτηρία Γρηγλορης Σεβαχ
Βούλα και Σαβίνα Στυλιανός και
Τζιότζιος ή Γιωργής Βικτωρία και Μαρία
πικραμένη και Πολύ - ξένη ανάμεσα η Χάρις άλλη φωνή και η Δήμητρα του
σήμερα η Αλεξάνδρα και η Ελένη και ο
τρελός Αργύρης – η Μαρίκα στο ψηλότερο
κατάρτι με τους νεοσσούς που ανεβαίνουν
τα έγκατα της Γης καλωσορίζοντας το φως
του ήλιου νεοσσοί μαθητευόμενοι μάγοι
νάματα νερού στον κατευόδιο δρόμο οι ευχές της μάνας. (Τόσες φορές θανατωμένος ακούγοντας τον παρατεταμένο λυγμό της
δεκαοχτούρας θα’λεγε κανείς δικαιωμένος πήγε…
ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΙΙ )
ΠΟΙΗΣΗ… ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΓΝΩΣΤΗ Σαν αίσθηση διπλό αγέρι ταραχή και πάθος και προσδοκία ανολοκλήρωτη μυστήριο χωρίς προσωπείο φτερούγισμα πουλιού
που προβάλλεις μόνον όταν κινδυνεύω
άλλοτε στη λάσπη κι άλλοτε αναληπτόμενη
στον ουρανό!.. (ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ Ι και
ΙΙ, δυο ποιήματα από την ομότιτλη συλλογή του Μάρκου Μέσκου, εκδόσεις Το
Ροδακιό 2018 με τίτλο ένα δίστιχο από το ποίημα Ο ΞΕΝΟΣ Και
κατακλείδα την προσφώνηση/ αποχαιρετισμό στην ΠΟΙΗΣΗ από την ίδια
συλλογή)
Δευτέρα, 30 Ιουνίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου