Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΣΟΦΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΜΕ ΤΑ ΠΥΡΕΤΙΚΑ ΜΑΤΙΑ

 

(… Πού είσαι, λοιπόν, πες μου πού είσαι σ’ αναζητάω…)

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΣΟΦΟΣ  (σελ. 25)

Όταν, λοιπόν, σε κάθε αρχή, εσύ ακούς αόρατο το τέλος

ν’ ανεβαίνει κιόλας τα σκαλοπάτια,

όταν την ώρα που λένε «σ’ αγαπώ»,

βλέπεις να πέφτουν πάνω τους αθόρυβα

τα δειλινά όλων των αποχωρισμών.

Όταν μέσα σε κάθε πράξη, εσύ μαντεύεις,

τυλιγμένο στο αιώνιο σάβανό του, εκείνο το άλλο,

το καίριο, που δεν έγινε κι ούτε θα γίνει ποτέ

και που πέθανε

τη στιγμή ακριβώς που θέλησε να υπάρξει -

 

Ο ΑΛΛΟΣ ΜΕ ΤΑ ΠΥΡΕΤΙΚΑ ΜΑΤΙΑ   (σελ. 25-26)

Πού είσαι, λοιπόν, πες μου, πού είσαι – σ’ αναζητάω

σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας

σ’ ένα σπίτι που ’πιασε φωτιά.

 

Α, τα μαλλιά σου είναι ένα σκοτεινό δάσος,

γεμάτο σιωπηλές μαγείες,

όπου μέσα του, σαν παιδί, έχασα για πάντα το δρόμο μου.

Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι,

και σε περιμένω.

Δεν θα χτυπούσες καν την πόρτα,

θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα,

η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα ’λυνες ξαφνικά

εκείνα τ’ ασύγκριτα, τυραννικά μαλλιά σου,

η παλιά ντουλάπα    θα ’τρεχε

και σα μια ταπεινή υπηρέτρια

θα σου ’βγαζε τα παπούτσια – θα γελούσαν οι καθρέφτες,

θα ξυπνούσαν τους γείτονες.

«Αλήθεια, πες μου, φύλαξες τη χτένα που σου χάρισα;»

θα σου ’λεγα.

Η άσπρη μεγάλη χτένα σου σαν ένας έρημος,

χιονισμένος δρόμος   που τον περνάω κάθε μέρα.

 

Α, ήθελα να πέθαινες.

Όλοι που αγάπησες θα σε ξεχάσουν μια μέρα.

Και τότε θα ’σαι δική μου

κατάδική μου...

[Ασήμαντες λέξεις ειπωμένες αδιάφορα που σε συντρίβουν για πάντα από την ΚΑΝΤΑΤΑ του Τάσου Λειβαδίτη, ΚΕΔΡΟΣ, πρώτη έκδοση 1960] 

 


ΣΚΗΝΙΚΟ:  Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης.  Αρχίζει να βραδιάζει

ΠΡΟΣΩΠΑ: 

ΠΟΙΗΤΗΣ:  σκυμμένος στο τραπέζι γράφει. Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε. Πετάει το στυλό και βγαίνει στο μπαλκόνι ν’ ανασάνει λίγο…

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: ψηλός, βλογιοκομμένος άνδρας. Περνάει συχνά από αυτό το δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα – και κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται, ούτε πού πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν, σταματάνε το παιχνίδι και τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι από ένα παραμύθι. Και τα μάτια των παιδιών, μεγάλα κι ερωτηματικά μέσα στο βράδυ, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. Α, ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό

ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ:  αυτός που σφύριζε την Παλόμα,   ο άλλος που νόμιζε πως ήτανε σοφός,   ένας με μάτια πυρετικά,   αυτός που βγήκε απ’ το καληλιό.   Ο πιο τρομερός απ’ όλους,   ο γέρος με την κρεατοελιά,   ένα αγνωστικιστής,   αυτός με την κουρασμένη μνήμη,   κάποιος που μας έμοιαζε πολύ  -  άπειροι τύποι σαν την άμμο της θάλασσας  και  σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού.   Και σαν τα σκιρτήματα της ψυχής άπειροι.

ΧΟΡΟΣ:  Γυναίκα, δεξιά, μαζεμένες σε μια ξώπορτα κουβεντιάζουν τα δικά τους. 

Αριστερά, άνδρες, πλάι στην σκαλωσιά μιας οικοδομής, λένε ένα τραχύ, δυνατό τραγούδι.  Αλήθεια, πού το ’μαθαν;

 

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΓΗΚΕ ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΠΗΛΙΟ

(κι εσείς που με  ποδοπατήσατε,  που με φτύσατε, όλοι εσείς που αφανίσατε τη ζωή μου…  σελ.  26)

… αφήστε με να πέσω και να φιλήσω τα πόδια σας,

και να κλάψω μπροστά σας,

που σας έκανα να κατέβετε τόσο χαμηλά

και να ταπεινώσετε και να συντρίψετε για πάντα

έναν άνθρωπο.

Συγχωρήστε με.

 

ΠΟΙΗΤΗΣ: Και ξαναβγαίνει αθόρυβα και πηγαίνει στο αποχωρητήριο να κλάψει μονάχος   (αποσπάσματα από τις σελ. 27)

Και τα παράθυρα σ’ όλο το μάκρος των δρόμων

σα μικρά, ξεθωριασμένα αποσπάσματα της θλιβερή καθημερινότητας -

γυναίκες που κοιτάζουν αφηρημένες το κενό·

τι κοιτάζουν;

παιδιά αποκοιμισμένα στο κατώφλι των αυριανών τρόμων,

δυο γέροι κάθονται σιωπηλοί με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι,

στην άκρη ο ηλικιωμένος γιος χαμογελάει ηλίθια

παρακολουθώντας μια μύγα πάνω στην κουρτίνα –

είκοσι χρόνια τώρα με το μυαλό του συντριμμένο

κάτω απ’ τα ερείπια ενός παλιού βομβαρδισμού.

Κι ο άνεργος που γυρίζει αργά, για να ’χουν όλοι κοιμηθεί στο σπίτι,

γδύνεται σιγανά, χωρίς ν’ ανάψει φως.   «Δε θα φας;»

ρωτάει η γυναίκα πλαγιασμένη,   «σου ’χω λίγη σούπα εκεί».

«Όχι, Άννα, δεν πεινάω», λέει αυτός.

Και ξαναβγαίνει αθόρυβα και πηγαίνει στο αποχωρητήριο

να κλάψει μονάχος.

 

Τα παράθυρα σαν τις σελίδες ενός παλιού, λησμονημένου βιβλίου

που το πέταξαν στο δρόμο και το ξεφυλλίζει ο άνεμος,

και το μουσκεύει η βροχή

κι αποτελειώνουν τώρα τις παράφορες ιστορίες του

τ’ άπληστα μυρμήγκια

 

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 (αποσπάσματα απ’ τις σελίδες 28 - 34)

ΑΝΔΡΕΣ α΄ ημιχόριο:

Ύστερα πάλι εμπρός  μαζί με το Κολόμβο

στης θάλασσας τα πολύβουα μονοπάτια,

το δοιάκι στο χέρι,  η σωστή γνώμη στην καρδιά,

και στηλωμένα στον ορίζοντα τα μάτια.

Με την κακοκαιριά να δέρνεται το πέλαγο,

ο άνεμος να λιχνίζει το νερό,

να λιχνίζει κι ο κίνδυνος την ψυχή μας

και να μένει ό,τι πιο άγριο και καθαρό.

Και το καράβι μας να δρασκελάει γοργό τα κύματα

σαν το θάνατο  και  τη φήμη.

Κι όλο να μεγαλώνει ο κόσμος.

Κι η Μοίρα όλο να κλώθει.

Κι εσύ όλο να παλεύεις με το κύμα  και  τη μνήμη.

Μέρες ατέλειωτες,  με τους μεγάλους, δυνατούς ορίζοντες

να γέρνουν μακριά,

και σιωπηλές δίχως ανέμους,  νύχτες,

με τη βροχή των αστεριών να μας νοτίζει την καρδιά.

 

ΑΝΔΡΕΣ β΄ ημιχόριο:

Α,  καινούριοι μύθοι ανοίγουν,  σα φαρδιά παιδικά πρωινά

έτσι σαλέψουμε τα βαριά μας χείλη –

κι άλλοτε είμαστε απρόσιτοι  και σκοτεινοί,

γεμάτοι απ’ όλα τα ενδεχόμενα,

όπως στο βάθος του χρόνου η πρώτη,  κάποτε,  ύλη.

 

ΑΝΔΡΕΣ   α΄ ημιχόριο:

Τέλος φτάσαμε στην καινούρια ήπειρο,   ρίξαμε την άγκυρα,

πούχε να τη δροσίσει το νερό εδώ και χρόνια

πάνω στο χάρτη σημαδεύοντας την πρωτεύουσα του κόσμου:

αιώνια,   αιώνια ελπίδα.

Θάψαμε τους συντρόφους  πούχαν πεθάνει απ’ τη χολέρα

ή το χτικιό του γυρισμού,

μαζέψαμε τους άλλους που, στουπί, κοιμόντουσαν στα καπηλιά

και στα υπόστεγα  από κάτου  και  πάλι εμπρός,

σηκώστε τις άγκυρες,  όρτσα τα πανιά!..

Και το διάστημα έτριζε ανοίγοντας τα μυστικά του.

 

ΑΝΔΡΕΣ   β΄ ημιχόριο:

Κι ολόρθο τ’ άλμπουρο  σα λόγχη καρφωμένη στο πλευρό ενός θεού,

 που πέθαινε από αιώνα σε αιώνα –

ε,  Άγνωστο, που θα μας πας, σε λίγο θα ρίχνουμε στα ζάρια

και το δικό σου άχρηστο χιτώνα.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ   α΄ ημιχόριο:

Συχνά καταφύγαμε  και  στις χαρτορίχτρες,

τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε – τι να μάθουμε;

Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,

πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους

ή ακόμα  και  σε  κείνες  τις παλλαϊκές ξορκίστρες

που γυρίζουν στις βρώμικες, αποπνικτικές τους κάμαρες,

ανάμεσα στο Υπερπέραν  και  τη φτωχή χύτρα που βράζει η φακή,

και που πεθαίνουν μες στη θλίψη και την ερήμωση,

ενώ είχαν προμαντέψει,  για λίγες δεκάρες,  όλες τις ευτυχίες.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ   β΄ ημιχόριο:

Πάρε νεραϊδόνερο    από δράκου βρύση

πιέτο σε ώρ’ απόκοσμη   και θα σ’ αγαπήσει.

Απ’ το μνήμα ενός παιδιού   νύχτα χάση φεγγαριού,

πάρε απήγανο τρεις κλώνοι  και  γιατρεύονται όλοι οι πόνοι –

έτσι τους λέγαμε,

κι ας μην ξέρουμε τίποτα από γητέματα

και σολομωνικές και τέτοια.

Μα ίσως  και νάναι καλύτερα έτσι,

γιατί ποιος,   πέστε μου ποιος,

ποιος θα δυνόταν να βαστάξει,   ποιος,

αν του προλέγαμε, όλο με μιας τον πόνο

που  λίγο – λίγο αργότερα   θα του ξετύλιγε η ζωή!..

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ   α΄ ημιχόριο:

Αχ, ο άνθρωπος πρέπει από κάπου να πιαστεί,  γιατί αλλιώς

είναι χαμένος.

Και πηγαίνουμε στα ραντεβού μας

έχοντας μες στην τσάντα μας ένα γλυκό  ή  ένα μπισκότο,

απ’ αυτά που φτιάξαμε, τάχα, σπίτι

και που μέσα έχουμε βάλει κάποιο μαγικό,

ή όπως μας ορμήνεψαν   λίγο αίμα απ’ την περίοδό μας – αχ

φαρμακώνοντας έτσι  σιγά – σιγά  όλα τα όνειρα

πούχαμε για τον έρωτα από κορίτσια μέσα μας.

Εκείνοι το καταλαβαίνουν κάποτε,  μα δεν λένε τίποτα,

το τρώνε,  μας γδύνουν ύστερα   για τα υπόλοιπα,

και σε λίγο   μας εγκαταλείπουν  -  όπως κι οι προηγούμενοι…

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ   β΄ ημιχόριο:

Γυναίκες του ανέμου, της βροχής του κουρνιαχτού,

φτωχές γυναίκες,

κι ας μην ξέρουμε τίποτις   από γητέματα  και  σολομωνικές και τέτοια,

ακούμε καμιά φορά παράξενα τριξίματα στη σκάλα

σαν κάποιος ν’ ανεβαίνει αόρατος –

ένα παράξενο ρίγος μας διαπερνάει τότε,

απ’ την κορφή  ως κάτου στα νεφρά,

καθώς μαντεύουμε ξαφνικά   εκείνο που οι άλλοι δε βλέπουν,

κι ούτε θαθελαν να δουν πότε!..

Κάποιες, μάλιστα, λίγο υστερικές,  μπήγουν μια κραυγή

και λιγοθυμάνε!..

 

Και την άλλη μέρα μαθαίνουμε

πως έγινε ένα μεγάλο φονικό στον παρακάτω δρόμο,

ή πως άρχισε,  ωχού,  αλλοίμονό  μου,   ο πόλεμος –

αχ,  γυναίκες αλλοπαρμένες,   θεόκουτες.

 

Και πάντοτε γυρεύαμε το καλύτερο.

 

ΑΝΔΡΕΣ   α΄ ημιχόριο:

Το ψωμί που φάγαμε όλα μας τα χρόνια  δεν ήταν πιότερο

απ’ όσο τρώει ένα άνθρωπος σ’ ένα χρόνο.

Κι όμως ζήσαμε!..

Γιατί ο έρωτας πούχουμε μέσα μας για σένα, ζωή,

θα μπόραγε να θρέψει τον κόσμο  για δυο και τρεις εκατονταετίες.

Κι οργώσαμε  και  σπείραμε  και  θερίσαμε,

χτίσαμε πόλεις  κι ύστερα χαθήκαμε μέσα στον πυρετό

και τη βιασύνη τους

κάναμε όνειρα,  σταυροφορίες,  όργια,   εξεγέρσεις –

γνωρίσαμε την πίκρα που σου δίνει η κακία των άλλων,

ή τη λύσσα  που τα γεμίζει καμιά φορά κι η ηλίθια καλωσύνη τους.

Πλήθος τα έργα των χεριών μας,

φήμη για τους δυνατούς  και  για τους ραψωδούς τραγούδι –

α, των φτωχών μας ημερών η αποσιωπημένη εποποιία.

Τα ζήσαμε όλα:  το μίσος,  την ταπεινοσύνη,   τη δόξα

και τους φόβους της,  τον έρωτα  και  τον εγωισμό του –

κι απάνω απ’ όλα την τραχιά, αιώνια πείνα μας

για ελευθερία!..

 

ΑΝΔΡΕΣ   β΄ ημιχόριο:

Και πάντοτε οι καμπάνες του εσπερινού ξυπνάνε μέσα μας

τον προαιώνιο φόβο  μαζί  με τα γλυκά παιδικά χρόνια.

Και πάντα ο κίνδυνος,  σαν τον καλό ψαρά,

τραβάει με το γερό του αγκίστρι τις κρυμμένες μας δυνάμεις,

Κι έτσι όλο πάνε ανάμεσα σε μίσος και συμπόνοια.

 

ΑΝΔΡΕΣ   α΄ ημιχόριο:

Άλλοι μας είπαν πως μας έπλασε ο Θεός,

άλλοι ότι πρόγονός μας είναι ο πίθηκος.

Εμείς, αγράμματος,  ταπεινός λαός

σ’ ακούσαμε,  ω ατέλειωτο,  με τα πολλά γυρίσματα,

πολύκλωνο,  πολύλογο  του κόσμου παραμύθι.

Η απέραντη ευπιστία μας,  πιο παντοδύναμη απ’ το όνειρο

και τη λήθη,

σαν τα παιδιά,  έπλασε ακέρηον τούτον το μεγάλο κόσμο

απ’ το τίποτα –

κι όχι μονάχα ότι βλέπεις  κι  ότι ακούς,

μα κι όλα τ’ άλλα εκείνα, τα αόρατα  κι  ανείπωτα!..

 

ΑΝΔΡΕΣ   β΄ ημιχόριο:

Λοιπόν,  πού πάμε;  Από πού ερχόμαστε;   Τι ψάχνουμε

παλεύοντας αιώνια με τα έξω  και  τα μέσα μας στοιχεία;

Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο,  απ’ το αίμα και την επανάληψη.

Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή  -

κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ    α΄ ημιχόριο:

Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,

κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις,  αρκετά παιδιά,

ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος,  οι μικρονευρασθένιες,

κι ύστερα   τίποτα!..

Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.

Κι επιθυμίες  κι  αναμνήσεις –

αχ,  περνάει γρήγορα η ζωή,

ούτε το καταλαβαίνεις!..

 

Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο,

δεν μας ξέρουν παρά μονάχα σα μητέρες,

δεν μπόρεσαν να μας δουν ποτέ λίγο κι εμάς   σαν ανθρώπους –

με τις μικρότητες  ή  τις παραφορές τους.

Έτσι ζήσαμε.

Αγνοημένες  και  μονάχες  μέσα στο ερωτικό μας πάθος,

αγνοημένες  κι έρημες μέσα στην ιερότητα της μητρότητάς μας!..

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ    β΄ ημιχόριο:

Η γκρίνια της φτώχιας,  ο πανικός του χρόνου,

το κενό που άφησε ο έρωτας πεθαίνοντας,

το ατέλειωτο, μονότονο κύλισμα των ημερών  και  των νυχτιών

συχνά μας έσπρωξε σε σκέψεις κακές,  ανομολόγητες,

και κάποτε   πλαγιάσαμε και σε ξένα κρεβάτια,   σχεδόν αδιάφορες,

κι ύστερα λένε οι γιατροί  πως τα  70% των γυναικών

πάσχουν από αναφροδισία!..

Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς

σε μια ζωή με τόση μοναξιά

και τόση απληστία!..

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ    α΄ ημιχόριο:

Ακόμα  κι όταν είμαστε τίμιες,

οι άνδρες πάντα μας υποπτεύονται,

σαν κάτι νάχουμε κρυφό,

σαν κάτι άλλο πάντα,  ξένο,  να σκεφτόμαστε –

ενώ εκείνο που κρύβουμε,  δεν είναι παρά αυτό

που οι ίδιοι θα θέλουνε να δουν

και που οι ίδιοι δημιούργησαν –

η ερημωμένη ψυχή μας.

Γυναίκες του ανέμου,  της βροχής ,   του κουρνιαχτού,

τι φταίμε εμείς αν ζήσαμε σ’ ένα κόσμο

αχ,  που κι αυτούς τους ρήμαξε η δυσπιστία της δύναμης

και μας   της αδυναμίας η πανουργία!..

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ    β΄ ημιχόριο:

Μα έρχονται ξαφνικά στιγμές,

που όπως τα δάκρυα πέφτουνε στα χέρια μας,

νοιώθουμε στα γυμνά μας χέρια

κάτι μεγάλο κι ανατριχιαστικό,

σαν τον πόνο  που θάνοιωσε να του τρυπάει την παλάμη ο Κύριος

καθώς άπλωνε το χέρι του  να καλέσει το Λάζαρο στη ζωή –

αχ,  γυναίκες φτωχές.

 

Και πάντοτε γυρέψαμε  το καλύτερο!..

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ   

(στην ΚΑΝΤΑΤΑ  του Τάσου Λειβαδίτη  -  από τη σελ. 35-36) 

48. Και με συνοδεία μεγάλης φρουράς τον οδήγησαν στο δικαστήριο.   49. Ήταν δε η φρουρά αμούστακα, φτωχά παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε.   50. Για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος.   51. Κι εκείνα κρυβόντουσαν πίσω απ’ τα ξεζεμένα κάρα ή μες στις γκρεμισμένες αποθήκες, και έκλαιγαν ώρα πολλή.   52. Κι ήταν στιγμές που μισούσαν τη μάνα τους.   53. Κι ήταν πάλι στιγμές που πέφτανε με δάκρυα στα χέρια της μάνας τους που μύριζαν σαπούνι και ξένο φαΐ.   54. Τα μεγάλα φθαρμένα τους χέρια σα μικρές εκκλησιές που ερειπώθηκαν.   55, Κι ούτε παπάς πια τώρα τις λειτουργεί, κι ούτε πιστός με βάγια πηγαίνει.   56. Και κατεβαίνει ο ίδιος ο Θεός και κλαίει   57. μέσα στα χέρια τους   (παύση)   58. Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, έσκυψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους.   59. Και τον ερώτησαν: Είσαστε πολλοί;   60. Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω από το παράθυρο,   61. το πλήθος.   62. Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;   63. Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ξαναειπωθεί.   64. Και τους πήρε φόβος μεγάλος… (αποσπάσματα από την ΚΑΝΤΑΤΑ του Τάσου Λειβαδίτη, πρώτη έκδοση 1960)

Δευτέρα, 16 Ιουνίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ