(… που οι ίδιοι αφήσαν άταφα από δειλία
ή δόξας λύσσα ή
ξαφνικό χαμό…)
Σε δίχτυ πληροφοριών μπλεγμένος
τα ίχνη εμένα του ίδιου που
πεθαίνω
μάταια ζητώ. Ανεξιχνίαστος φόνος.
Τι έγινε ό,τι ήτανε τόπος και
χρόνος
της ύπαρξής μου; Ανύπαρκτες διευθύνσεις
και
ημερομηνίες… Παραισθήσεις
κάνουνε το κορμί μου άγνωστο
μέρος,
ονόματα που μόλις τα προφέρω
στάχτη στο στόμα γίνονται, χωρία α-
νερμήνευτα σε μαντικά βιβλία
ενέδρες φονικές με τριγυρίζουν,
σελίδες στο κενό γυρνούν και
τρίζουν
πορτόφυλλα στον αέρα δίχως
πόρτες
λέξεις – λέξεις φονιάδες και προδότες…
Κι έτσι στο περιθώριο σφαγμένος
τη νέκυια μου τελώ και
κατεβαίνω
στης Ποίησης τον Άδη… Έσχατο ρίγος
μ’ αρπάει και στα έγκατα με πάει
δίχως
ακόμη να περάσω τα σκοτάδια
τρέχουνε καταπάνω μου κοπάδια
σαρκονεφέλες
αέρινες σπιλιάδες
αλλάζοντας αδιάκοπα χιλιάδες
σχήματα όπως απλώνουν και
τανύζουν
ρευστές φωνές και χέρια και μ’ αγγίζουν
«Τα λόγια των ποιητών, που οι ίδιοι αφήσαν
άταφα
από δειλία ή δόξας λύσσα
ή
ξαφνικό χαμό, είμαστε· ούτε μνήμα
πονετικής σιωπής μας δέχτηκε ούτε Ποίημα.
Θνητά
και καθημερινά και γήινα
έξω από τέχνη και ζωή απομείνα-
με άλυωτα στο μαρτύριο της σάπιας
αθανασίας… Πες στο Σαββίδη και σε κάποια
γραΐδια που μας έχουν ταριχεύσει
καιρός το κρίμα τούτο να
τελέψει.
Από τα αρχεία τους έξω να μας βγάλουν
και σε πυρά εξαγνισμού ας μας βάλουν
ανάπαυση να βρούμε. Αλλιώς στης δίκιας
κατάρας μας να σπαρταράν τα νύχια…»
Αυτά είπανε και τραβηχτήκαν πίσω
και κάνοντας πιο μπρος να προχωρήσω
βλέπω από μαύρη πλάκα ν’ αναβλύζει
ανταύγεια λευκή κι
ανάερα να βαδίζει
αλλά σε μένα ορατά δεν ήταν
παρά τα πόδια ως τα σφυρά κι η
εσθήτα
γύρω να παίζει· κι απ’ τις κνήμες πάνου
θάμπος αντί κορμί άχνιζε μπροστά μου
-Άχραντη οπτασία, ελέησέ μου
τα μάτια, φανερώσου,
ποια είσαι πε μου
«-Δε με είχες όσο θα ’πρεπε τιμήσει
στο έργο σου, γι’ αυτό να με γνωρίσεις
τώρα δεν αξιώθηκες ’δω κάτω.
Η Εικόνα είμαι πράξεων και πραγμάτων.
Γραφτό σου μόνο την αρχή από με να
βλέπεις
ό,τι ακουμπάει στου κόσμου τον
καθρέφτη
κι όχι το επέκεινα της εξαϋλωσής μου.
Έγνοια υψηλών πνευμάτων άλλοτε ήμουν
μα τώρα εδώ πλανιέμαι δίχως δόξα.
Οι πράξεις και τα πράγματα με διώξαν
τρομάζοντας απ’ το ίδιο το είδωλό
τους.
Μα σα βρεθείς ξανά στο επάνω σκότος
χαιρέτα μου τη Ζέφη που με μάτια
ξέπλεκα στο όνειρο τα μάταια
τοπία των λέξεων με ραντισμούς
αγιάζει
και σε όχθες στίχων πάντα με
δοξάζει…»
Στα λόγια αυτά παράπονο με
πιάνει
για της ζωής και της τέχνης μου την
πλάνη
κι όπως θρηνούσα σωριασμένος χάμου
η Σκέψη η λεσβία κάθισε κοντά μου.
«-Φαίνεται, Άγώνιε, μάταιο πως εστάθη
της ύπαρξής μας το μαρτύριο… Πάθη
πνευματικά μας ρήμαξαν και να μα-
στε τώρα εδώ στη λάσπη και στο κλάμα
Σφίγγα μαραγκιασμένη εγώ κι ελόγου
σου Οιδίποδας, γιος και φονιάς του Λόγου.
Τα άλλοτε ερωτικά κορμιά και χάδια
των ιδεών γέρασαν στα σκοτάδια
του νου και νέα δε θα φανούν στον κόσμο.
Αυτοηδονή κι αυτοβασανισμός μου
το αιώνιο μου μαρτύριο είμαι
και θα ’μαι
και κλασμένοι όσοι με μεθάνε.
Γιατί πια δε μπορώ πράξη να γίνω·
οι πράξεις τώρα σα καρκίνος
από μονάχες τους με μεταστάσεις
άλλες πράξεις γεννούν κι
επαναστάσεις.
Για ζωντανή ακόμη με θαρρούνε
οι άνθρωποι, μα το μόνο που
μπορούνε
είναι να διατηρούν το φάντασμά μου
σε τεχνητή ζωή σε κρύους θαλάμους
και σε μηχανικούς κροτάφους· μέσα
σε μικροκύματα γελιούνται πως χωρέσαν
τις τρικυμίες μου… Μα εσύ μου
εστάθης
πιστός μου σύντροφος ως την ύστατη
ώρα μου κι έζησες
το θάνατό μου
κι έκραξες μες στο ψυχομαχητό μου
κείνο το ανέκκλητο δεν έχω νόημα
τι θες εδώ μες στο άθλιο ψυχολόι μας;
Δεν θα βρεις την ψυχή σου… Θα στο πούνε
κι οι άλλες οι νεκρές σου φίλες που ’ναι
δίπλα σου εδώ…» Το βλέμμα μου γυρίζω
κι άλλη παλιά μου γνωριμιά αντικρύζω
να ’ρχεται όλο πάθος
και δειλία
κοντά μου -
Ω, αγαπητή Ομιλία!..
εσύ
ή με ξεγελάει κάποιο φάντα-
σμα δολερό; Στις ομορφιές σου πάντα,
μισή σκοτάδι και
μισή βεντάγια
πολύχρωμη… Λοιπόν
η κουκουβάγια
δεν ήτανε κόρη ψωμά… Οι ψευτιές σου
με χόρτασαν· πλαστοί
κι οι κώδικές σου
οι κρυπτογραφικοί, για να με μπλέξεις
σε στίχους φονικούς όπου ενεδρεύουν λέξεις
με σιγαστήρα και άθλιοι δολοφόνοι
ερευνητές ψυχίατροι και Πολώνιοι…
«-Κακόμοιρο παιδί, μη μ’ αποπαίρνεις.
Φτηνή τροτέζα ήμουνα η καημένη
στα χείλη ολωνών γυμνή κυλιόμουν
δίχως ντροπή παιρνόμουν
και δινόμουν,
μα ας όψονται η Mme Senio κι όσοι άλλοι
με πλάσαραν για θεότητα μεγάλη,
για της ψυχής τάχα άρθρωση και ουσία…
Φρύγανον εκ πνευμάτων ξηρασίας
τώρα φερόμενον επί τας πύλας…
Αλλα είδον και
ιδού αυτών τα φύλλα
ανοίγουσιν εις πύλας εσωτέρας
και αύται εις άλλας
και αι άλλαι εις ετέρας
και αιλάμ και
αιλεύ και αιλαμμώ,
πυλώνες
και τείχη εφαπτά ως κρομμύου χιτώνες
και ουκ έστιν είσοδος ότι ουκ έστι
το
εντός. Πάντα περίβλημα
κατέστη.
Σκότος και ροίζος διάβασις προσώπου
και πάντοτε άναρθρη η ψυχή του ανθρώπου
Ωστόσο δε σ’ απάντησα σου λέω,
ούτε έκρυψα ούτε είπα εσήμανα. Τι φταίω
οι άνθρωποι αν δεν μπορούν να
δακρίνουν
πως κάθε σήμα σήμα είναι κινδύνου;
Όμως εσύ άμοιρε, για λίγους στίχους
αντάλλαξες τα αισθήματα με ήχους
και συλλαβές στη χάρτινη καρδιά σου
και τώρα θες και τη νεκρότητά σου
να ζήσεις πριν πεθάνεις… Άθλια πρόβα
θανάτου… Άντε, ψευτονεκρέ, να ζήσεις πρώτα
κι ύστερα να πεθάνεις…» «-Πάψε σκύλα…»
φωνάζει τότε μια άλλη σκιά που φύλλα
ξερά ντυμένη απόμερα καθόταν
κι έριχνε τα χαρτιά στο χώμα μελετώντας
την τράπουλα του αλφαβήτου «… το πλέον
δυστυχισμένο πνεύμα εγώ λέω
τον ποιητή. Γι’ αυτό ας τον συγχωρνάμε,
Μάθε,
κι οι χάρτινες καρδιές πονάνε…
Κι εσύ Αγώνιε, μη ζητάς να ζήσεις
το θάνατό σου. Πίσω να γυρίσεις
να εκτίσεις ως το τέλος τη ζωή σου.
Μα πάρε τούτο το κλειδί και
ορκίσου
σε με τη γριά-Γραφή, τη χαρτορίχτρα:
Όταν και πάλι στην απάνω νύχτα
μονάχος θα πλανιέσαι, μη ξεχάσεις
απ’ τα παλιά μας στέκια να περάσεις.
Το υπόγειο θυμήσου (Αχερουσίες 2)
παλιό παράνομο χειρογραφείο
κει, που όταν νε παράτησες μια νύχτα,
μ’ έζωσαν και με
γάζωσαν τα πλήκτρα.
Γιατί, το αντέχουνε το πεπρωμένο
οι άνθρωποι από χείλια ειπωμένο·
δεν τους τρομάζει το ρηθέν από
προφήτες
(στο βάθος λέει κάτι γνωστό τους…) μήτε
το έντυπο αντίγραφο μιας μοίρας
προσωπικής που κάνει γύρα
για ζητιανιά στα πανηγύρια. Τους τρομάζει
μονάχα το γραφτό, γιατί εκφράζει
το άλλο πεπρωμένο, το άγνωστό τους,
αυτό που και το λεν
«γραφτό τους».
Κατέβα τα σκαλιά, ξεκλείδωσε,
έμπα,
άναψε το κερί, σκούπισε τα αίμα –
τα που μελάνι οι φίλοι σου τα λένε
κι άσε τα μάτια σου να κλαίνε και να
κλαίνε
απάνω από χειρόγραφα όπου εγέγρα-
πτο θρνήνος, μέλος
και ουαί… Αυτά σου τα έργα»
Έτσι λοιπόν αδιέξοδα μπλεγμένος
σε αίματα και ποέματα, διωγμένος
κι απ’ το χαμαιτυπείο του θανάτου,
ξανά του παιδεμού και ξανά του
αγύριστου του γυρισμού
πήρα τις στράτες
παραιτημένος πια, ναι, per viltate,
απ’ όλες τις διαφυγές… Και βάσα-
να άλλα πιο μαύρα τώρα με σκεπάσαν…
[πέμπτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986
Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα από την ίδια συλλογή
Αντιγραφή
και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα
1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]
ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΜΟΥ ΖΗΤΩ
(έκτο απόσπασμα από τη
συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ
1986)
την ενοχή μου θέλω ν’
αποδείξω
μα όλα τα δικαστήρια με
αποπέμπουν
δεν αναγνωρίζουν το
έγκλημα της ύπαρξης
Κι όμως η ύπαρξη είναι
φονικό
χρόνος αιμόφυρτος μ’ εξηνταδυό σφυριές
που σέρνεται στις φλέβες
μας
σπαράγματα του αχανούς
που έγιναν οι τρώγλες
του «δικού» μας δήθεν χώρου
σκηνώματα πεφιλημένων
που περιβληθήκαμε για σώματά μας
επαναλήψεις ξένων
πεπρωμένων
κι όλα όσα
ονομάζουμε «σταθμούς της ζωής»
όπου δεν ανταμώνουμε
ποτέ μόνο χωρίζουμε
διασχίζοντας και
διαμελίζοντας ο ένας τον άλλον
καθώς καθένας μας πορεύεται
πάντα γι’ αλλού
Κι εσύ που του κορμιού
σου η λήκυθος
φυλάει την τέφρα της σκιάς
μου
μη
ψευδομαρτυρήσεις κατ’ εμού γα αγάπες κι
άλλα τέτοια
σ’ έχω σκοτώσει, πίστεψέ με πια, σ’ έχω σκοτώσει
-μολύβι στάζανε τα
δάκρυά μου
και τρυπούσαν τους κροτάφους
σου
όπως σ’ αγκάλιαζα εκεί
στα μισά της Σκάλας
που ξεπτυχώθηκε και λύθηκαν τα σκαλοπάτια της
και σε μια γλίστρα
κάθετη βρεθήκαμε να πέφτουμε
και ωρύετο ο απάνω
και ο κάτω ουρανός… -
την ενοχή μου θέλω ν’
αποδείξω
να πείσω τους σκληρούς
αθωωτές μου
Μια ζωή σκοτώνω και
σκοτώνομαι
και κυκλοφέρνω γύρω απ’
τον εαυτό μου
φονιάς γύρω απ’ του
φονικού το μέρος
Την καταδίκη μου ζητώ
εδώ, όχι αλλού,
εδώ ας γίνει πια η Κρίση
ΠΟΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ
ΑΥΤΟΣ, ΛΟΙΠΟΝ…
(έβδομο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα
Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986)
άθικτος… ουδ’ οικητός
και πώς, αφού μας περιβάλει,
τόσο άδειος είναι και
άξενος
κι ούτε σκιές ούτε φαντάσματα των λόγων μας τον κατοικούν
και πουθενά κλαράκι ν’
ακουμπήσει να σταθεί
το αγριεμένο των ψυχών
μας φτεροκόπημα
και πώς
ό,τι είναι ακόμη
εξαίφνης γίνεται
ό,τι δεν είναι πια
ποιος χρόνος είναι
αυτός, λοιπόν, όπου τελείται ο θάνατος;
Μάτια που τα ’βλεπε για
τελευταία φορά
στην καγκελόπορτα του
κήπου με τ’ αγιόκλημα
-πιο γαλανά καθώς το
καλοκαίρι είχε μαυρίσει πρόσωπα και σώματα
όλο γρατσουνιές απ’ τις αποκοτιές της νιότης…
Άμαθοι σ’ αποχωρισμούς
δεν ξέραμε ούτε πώς ν’
αποχαιρετιστούμε
αμήχανοι σ’ ένα στραβό
χαμόγελο
και δε με τρόμαξε τόσο το σμάρι των πουλιών
που πέταξαν από το
θάμνο της καρδιάς σκιάζοντας τα μάτια μου
αλλά το που θ’ απόμενα
ένας σπασμένος σκουριασμένος σουγιάς
στη φλούδα του
καλοκαιριού
και μη αντέχοντας τη
σκέψη πως δε θα ξαναβλεπόμασταν ποτέ
ποτέ – ποτέ ως το τέλος
της ζωής μας
άρχισαν να περνάνε μέσα
μου
μεταλλαγές και
αλλοιώσεις της μορφής σου που θα
επέφερε ο καιρός
όλα τα διαδοχικά τα
πρόσωπα τους μέλλοντος σου
κύματα – κύματα απανωτά
έσπαγαν πάνω μου και με σκεπάζαν
και τότε βλέποντας και
συ για μια στιγμή στα μάτια μου
όλα τα διαδοχικά τα πρόσωπα
του μέλλοντός σου
ρίχτηκες ολολύζοντας
στα μανιασμένα κύματα
και μ’ άρπαξες
φωνάζοντας
«σαν φτάσει η ώρα, θα ’χεις
μήνυμά μου…»
Κι ήρθε τώρα το
μήνυμα, αλλά πού η ώρα πού ο χρόνος;
Ο χρόνος είναι το απόν
και τι εφιάλτης πια κι
αυτό το τώρα
-άπληστη βρωμερή ομίχλη
που πασχίζει να σαρκωθεί
κολλώντας πάνω μου
και μου ζητάει να
ζήσω να πεθάνω διάρκειες και στιγμές…
Ω, τώρα, τώρα,
κακοτώρα
έπρεπε να μην είσαι
τώρα!..
ΟΙΩΝΟΣ ΠΕΤΟΜΕΝΟΣ ΕΝ
ΜΕΣΟΥΡΑΝΗΤΙ ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ…
(… κι ούτε κατά τη δύση
πάει όπου τραβάν σμήνη
οι αποδημούντες…)
ούτε προς την ανατολή
τον σπρώχνουνε απόγειοι στεναγμοί
Ερήμωσαν άξαφνα οι
δρόμοι
που το βλέμμα των
απελπισμένων χάραξε στον αέρα
και τα περάματα των
κεκμηκότων
κι ο ίσκιος μου
τινάζεται να φύγει απ’ το κορμί μου
προς τα πάνω
ξεγλωσσίζοντας
σα φλόγα λύχνου που του
σώνεται το λάδι
Προαίσθημα κακών
μελλούμενων…
Πάντα να τα αποτρέψω
πάλευα έστω την τελευταία ώρα
αλλά, να,
τώρα βλέπω δεν υπήρχανε ποτέ μελλούμενα·
μόνο τετελεσμένα
κι ούτε ώρα
τελευταία μα μετατελευταία
όλη η ζωή
μου εκπρόθεσμη
προαίσθημα πάντα όσων
είχαν πια συντελεσθεί
έδρασε λάθρα ο χρόνος
σαν το μόνο πεπρωμένο
πλήρωμα και
συντέλεια
Το τέλος είχε επέλθει από καιρό
το τέλος είχε
επέλθει απ’ την αρχή
πέρασε πάνω μου και μ’ άφησε σ’ αυτή τη μετατελευταία ώρα –
μαύρη ώρα δίχως έκβαση
-
να σπαρταράω ψυχόφυρτος
(ΟΓΔΟΟ
απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεντάρη ΕΚ ΤΩΝ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986)
ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΑΥΤΗ
Η ΧΑΡΑ…
(ένατο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα
Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986)
…σαν όταν πια το σκάσαμε από τους δικούς μας
κι είμαστε ακόμη
πλανεμένοι
και έκθαμβοι απ’ το όνειρο της άλλης ζωής
κι αυτοί, μετά τους πρώτους
θρήνους και οδυρμούς,
αρχίζουν να τελούν με
ευλάβεια τα ταγμένα
και μες τη φούρια για τα τριήμερα, τα εννιαήμερα και τα σαράντα
αποξεχνιούνται, ξανασαίνουν
με ανακούφιση
ξαλαφρωμένοι από το
βάρος της απτής μας παρουσίας
κι αγάλλονται τα πρόσωπά τους φέγγος εγκαρτέρησης
και προσδοκίας για μια
συνάντηση άλλη, μυστική
Αυτές τις μέρες είναι
που πλανιόμαστε και ρεμπελεύουμε
ξέμπαρκοι στη ζωή τους και στα
όνειρά τους
με αλλόκοτα καμώματα
πότε ξεχνώντας
ανοιχτές τις πόρτες στον αέρα
πότε μια θέση παραπάνω
στο τραπέζι άδεια
πότε μες την ομίχλη
πλάι τους βαδίζοντας
δείχνοντας τις πληγές μας
για να μας πιστέψουνε και πότε
παίζοντας τις νεφέλες πάνω στα λοφάκια
Όλα περίπαθα τα
επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια
κι όλα σάμπως ανύπαρκτα
Έτσι και τώρα που είναι
πρόσφατος αυτός ο χωρισμός μας
και μας κατέχει ακόμη η
σύντομη ψευδαίσθηση
πως είμαστε τάχα
άυλοι τάχα άχρονοι
αποθανόντες από των
στοιχείων του κόσμου
λευτερωμένοι ο ένας από
τον άλλον
και μες τη μέθη αυτή
ξεσκίζοντας το καθ’
ημών χειρόγραφον
και αψηφώντας το μη άψη
μηδέ γεύση μηδέ θίγης
πώς να σκεφτούμε, ως ζώντες, για παρηγοριά ή
μετάνοια;
Αλλά το σώμα είναι
σώμα και
τα δάκρυα δάκρυα
το πλήρωμα των ημερών
εγγίζει
σκιά μελλόντων πάνω μας τα εγκόσμια και θα μας γονατίσουν
Έρχεται η Πεντηκοστή
και γόνατα και μέτωπα
στο χώμα πάλι θα βροντήξουν…
ΛΟΓΙΑ ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ ΣΥΝΑΧΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΙΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ…
(… κανείς δεν είμαι πουθενά δεν
είμαι ήταν ανάγκη έτσι να ειπωθεί η ζωή
μας…)
φτεροκοπούν απάνω κάτω στο τρεμάμενο το εσπέρας θέλουν
να τον σηκώσουν στα φτερά τους ένα γύρο
να τον παν Λυκαβηττός Πευκάκια
Στρέφη Τουρκοβούνια κι αυτός πεθαίνει απών ματαιωμένος
κι απών Λυκαβηττός Πευκάκια
Στρέφη Τουρκοβούνια - εδώ
παίξαμε άλλοτε εδώ ζήσαμε μέρες της παιδικής αγριότητας Εδώ…
άλλοτε… Όμως το εδώ με εντός του
το άλλοτε δεν είναι πια εδώ και το άλλοτε με εντός του το εδώ δεν είναι πια άλλοτε …παιχνίδια βάρβαρα θανάσιμα «φρούρια» με κοτρώνες στις αλάνες «συμμορίες»
πετροπόλεμοι ή ξεβάφοντας χειροβομβίδες
σκουριασμένες στα δασάκια μέρες της
παιδικής αγριότητας - αργότερα μπήκαμε
στο παιχνίδι των μεγάλων σε άχαρη
εποχή άρχιζε να τσακίζει η
Επανάσταση να φτιασιδώνεται ν’
αλλάζει εύκολα ονόματα λέγανε τώρα
«θύματα» τους μάρτυρες και των πληγών το χάος «ειρήνη»
στο ιδανικό υπεισέρχονταν το τερατώδες υπαρκτό και
μόνο πού και που καμιά προκήρυξη διαμαρτυρίες
ημιπαράνομα έντυπα έρανοι για τους
εξόριστους ψιλοπράγματα και σε ώρες αθυμίας πειραζόμασταν τόσα
χρονάκια φυλακή μπορούν να μας κοστίσουν όλα αυτά και τότε αυτός σηκώθηκε «λοιπόν,
μονάχα αυτό δεν παίζουμε τη ζωή μας;»
κι οι άλλοι γύρισαν αλλού το πρόσωπο
κι απόμεινε χλωμός και διάφανος
έξαλλος μες στον ίδιο του τον τρόμο
τρεκλίζοντας και σάμπως να
πνιγόταν γιατί ένιωσε ότι φριχτή η
βλαστήμια που ξεστόμισε ότι πατούσε
πάνω σε άλλων ζωές και πεπρωμένα
και πως κανένας πια μπαγκιέρης
δεν υπήρχε να δεχτεί τη ζωή του
και τότε ήταν που ζήτησε η
Κρίση επιτέλους να τελειώνουμε αλλά κανείς δεν του ανεγνώριζε το
έγκλημα … κι αυτή τόσο όμορφη τόσο άδικα όμορφη τα μάτια μου να σέρνει μες στον κουρνιαχτό
των δρόμων κι ατέλειωτες αγρύπνιες κι η σκιά
μου πέρα δώθε σαν εκκρεμές πίσω από τα παράθυρα χτυπώ την πόρτα μου… κανείς δεν είμαι απών
ματαιωμένος και απών
άδειος - κερί μολύβι
και χαρτί λιώνει και το μολύβι σαν κερί και το
χαρτί αποσαθρώνεται το κατατρώνε
οξειδώσεις σχιζομύκητες ανόβια
κι αναρωτιέμαι ήταν ανάγκη έτσι να ειπωθεί η ζωή μας λέξεις
και συλλαβές αλληλοσπαραγμένες στίχοι
με κατακλείδες που ηχούν σαν
λαιμητόμοι παιχνίδια βάρβαρα θανάσιμα
στον κορνιαχτό του κόσμου κι η σκιά μου πέρα δώθε σαν εκκρεμές πίσω από
παράθυρα χτυπώ την πόρτα μου… κανείς δεν είμαι τίποτα δεν σημαίνω τίποτε δεν έχω νόημα και
δεν τελειώνει αυτό και δεν τελειώνει κωπηλατώ για τα παλιά κι είναι η φωνή κου τρύπια μπαίνουν νερά τ’
αδειάζω μπαίνουνε ξανά σώσον με,
Σκότος, φύλαξον του βίου μου τα κρύφια
και κάνε να τελειώσει τούτος ο βραχνάς
ξανάρχεται και φεύγει και ξανάρχεται – εδώ ζήσαμε… τι λόγος…
το «ζήσαμε» ματαιώνει το «εδώ» και το «εδώ» το «ζήσαμε»
κανείς δεν είμαι πουθενά δεν
είμαι ήταν ανάγκη έτσι να ειπωθεί η ζωή
μας ξανάρχεται και
φεύγει και ξανάρχεται
και δεν τελειώνει αυτό και δεν τελειώνει δε έχει νόημα το να τελειώσει τέλος είναι το μααιωμένο τέλος καθένας μας πεθαίνει απών [ΔΕΚΑΤΟ
απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη
ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986 – συγκεντρωτικός τόμος
ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]
Παρασκευή, 20 Ιουνίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου