(…και του καθενός μας άλλωστε –
«δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει
οδό»…)
νταλγκαδιασμένος
και βαρύς
γυρνάει τα στενορύμια της πολιτείας της άχαρης
που τρώει τα
σωθικά του
σ’ αυτήν εδώ
γεννήθηκε
σ’ αυτή θε ν’
αποθάνει
εδώ πίκρες τον
πότισαν κρουνηδόν
εδώ τον
βασανίσαν
μόνος του
πίστεψε – φορές – σπανίως
πως την χαράν
ευρήκε
κάποτε θέλησε κι αυτός κάπου
μακριά να φύγει
μα εκατέβη στο
γιαλό
και δεν είχε
καράβι
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου
ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ
ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, εκδόσεις Ίκαρος 1978 –
μ’ ένα σχέδιο
του Καβάφη και τον πίνακα Ο Ποιητής και η Μούσα]
ΤΙΜΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ
εφανταζούντανε εαυτόν
σαν ψωριασμένο λύκο
καθώς όλοι οι άνθρωποι
αλυχτούσανε γύρω του
οι λυσσαγμένοι σκύλοι
αλλά επιτέλους εκατάλαβε
-πόσον αργά Θεέ μου!
πόσο αργά-
πως έτσι
πάντα γίνεται
να επιτίθενται οι άνθρωποι
-άγρια κι αλύπητα -
στον κάθε μεμονωμένο τους
συνάνθρωπο
όμοιοι με λυσσασμένα σκυλιά
ΕΝΑΣ ΚΑΠΩΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΓΕΝΝΑΙΟΣ
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
(… όμως νεάζων και σφριγηλός –
στη συλλογή Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ
ΡΟΔΩΝΕΣ)
Κάθε πρωί, την ίδια πάνω
κάτω ώρα, αναχωρεί ο γειτονικός στρατηλάτης,
που κάθεται στην ακριβώς
απέναντι πολυκατοικία.
Το τζιπ, για να τον «περιλάβη»,
έχει καταφτάσει από πολύ πριν,
απ’ τα χαράματα, κι ο
στρατιώτης, με τα χέρια σταυρωμένα,
φέρνει γύρα τ’ αυτοκίνητό
του, με πλατιές δρασκελιές,
ίσαμε να καθηλωθεί,
ακίνητος, εις στάσιν προσοχής,
άμα τη εμφανίσει του
στρατηγού.
Ο στρατηγός, μάλλον
κάποιας «σχετικής» ηλικίας,
είναι λίγο κοντούστικος
μεν το ανάστημα,
αλλά κομψότατος, νευρώδης,
νεάζων, και πολύ γενναίος.
Κι αυτή η κόκκινη λωρίδα
που φέρει γύρω στο πηλήκιο,
δεν μπορεί παρά να
σημαίνει πως θα ’ναι κι αυτός «πεσός υπέρ πατρίς».
Πιστά αφοσιωμένος στο
καθήκον,
φαίνεται να είναι
αμείλικτος στα ζητήματα τηρήσεως των διιατάξεων του κανονισμού,
ανελέητος και στην
ελαχίστη παράβαση των απαιτήσεων της πειθαρχίας μέσα στο στράτευμα.
Φυσικά και θα έχει κρατήσει
όλη του, την απέραντή του, επιεείκια,
γι’ αποκλειστική χρήση του
μόνου του εαυτού.
Λέω…
ΕΥΤΥΧΗΣΑ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΡΟΥΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ΜΟΥ
(… να γνωρίσω πλήθος ανθρώπων
τέλειων όσο κι αλάνθαστων…)
ίσως τώρα να είσανε κάπως υπέρ το δέον αυστηροί,
ίσως –πώς να το πω- λίγο σκληροί ακόμη
αλλά κι αυτό δεν είναι το δικαίωμα όσων γνωρίζουν
–και γνωρίζουν και να κρίνουνε - τα
πάντα;
Η δυσκολία ενέκειτο στο ότι κανένας
απ’ αυτούς τους δίκαιους δεν παραδέχουνταν τους
άλλους δίκαιους,
τι λέω ποσώς δεν αλληλοεκτιμιόνταν…
ξεχνιέται ο
Αδόλφος Χίτλερ;
Αλήθεια – των
αδυνάτων αδύνατο –
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω αυτά τα όντα
που δεν βλέπουνε το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’
ανθρώπου
-το εφήμερο της παράλογης ζωής του –
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
–γιομάτοι μίσος -
διαφορές σε
χρώμα δέρματος φυλή θρησκεία!..,
[ΔΥΣΚΟΛΙΑ και ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ
Ο ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ
ΡΟΔΩΝΕΣ, εκδόσεις Ίκαρος 1978]
ΚΛΕΑΡΕΤΗ ΔΙΠΛΑ-ΜΑΛΑΜΟΥ
(και δίπλα σ’ αυτή τ’ όνομά μου
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ)
όταν με πάη ο καπετάν
Ηρακλής
με το καράβι του
στην Πρέβεζα
η πόρτα η σκοτεινή του
κάστρου
που οδηγάει απ’ το λιμάνι
στον κεντρικό το δρόμο
με το ρολόι και τον πύργο
το σμάρι το πολύχρωμο
οι γύφτισες
οι φούρνοι που
λαμπροφωτίζουνε
στα βαθιά των σκοτεινών μαγκιπείων
και τα χρυσά καρβέλια ορθά
σειρές στημένα
στα μακριά πάταρα στις χαμηλές προθήκες
κι όλο τριαντάφυλλα
τριαντάφυλλα παντού
στα περιβόλια αναρριχώμενα στους φράχτες
φουντωτά στις γλάστρες
στα κατώφλια
πού είναι οι
κουρούνες που είδε ο ποιητής;
εδώ πρωτο-είδε το φως ο νέος Ηρακλής
-μιας κι άρχισα με τον
Ηρακλή -
το υπερήφανο λιοντάρι της ελευθεριάς
ο Μουτσανάς
(ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος)
ΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΤΙΣ ΔΥΣΙ ΚΥΡΙΟΙΣ
ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ…
σειώντας το μαντήλι
καλωσορίζουμε
αυτούς που έρχονται
ή χαιρετούμε – απλώς -
κείνους που φεύγουν;
αν η νύχτα ακολουθεί τη μέρα
βέβαια η μέρα πάλι
δεν θα διαδεχθεί τη νύχτα;
τα ίδια φύλλα όπου
είχανε πέρσι τα δένδρα
δεν θα έχουνε και
εφέτος; - ξανά - την Άνοιξη;
στον ίδιο πάντα ορίζοντα
δεν καταλήγει ο κάθε ουρανός;
θεώρηξις
για
πλήρης αποχή;
από τρελούς κι από παιδιά
μάθαμε την αλήθεια
αυτήν που απεσιώπησαν
και λογικοί και
γέροι
πέστε μου πόσοι νοσταλγοί
ζήτησαν να γυρίσουν
κι όμως στο τέλος δεν το
έπραξαν
μη ξανανοσταλγήσουν
Η ΒΥΚΑΝΗ
ως την Κωνσταντινούπολη
φυσάει αλύπητα
ο αφορεσμένος ο Καράγιαλης
(πούρχεται από το Βοριά)
και στη Θεσσαλονίκη
λυσσομανάει πεισματάρικα
ο τρομερός Βαρδάρης
εκεί κατά πολύ μεγάλο
ποσοστό τα σπίτια τους
τα χτίζουν ξύλινα
έτσι που να μπορούνε το
χειμώνα κάπως να ζεσταίνονται
και να μην ξεπαγιάζουν
αλλοίμονο όμως το
κατακαλόκαιρο οι μελιτζάνες σα φανούν
κι αρχίζουνε τα
τηγανίσματα και οι φουβούδες:
μια μόνη σπίθα αρκεί για
να φουντώσει το μεγάλο κακό
μερόνυχτα να μαίνονται οι
πυρκαγιές
και να σωριάζονται
καπνίζοντα χαλάσματα
απέραντοι μαύροι
ερειπιώνες
να καταντούνε οι
μεγαλουπόλεις
λοιπόν οι κάτοικοι
–πληθυσμοί αμιγώς ελληνικοί-
για να ’βρουν έτσι μια
κάποια λύση
στην λεν ουρανόπεμπτη
–συχνά επανερχόμενη- θεϊκιά κατάρα
ξαναθυμούνται τους παλιούς
μύθους της Φυλής
προ πάντων -τους συμφέρει
– τον μύθο τον παλιό του Φοίνικα
που απ’ τις στάχτες του
ανασταίνεται –ξαναγεννιέται- ακέριος σαν και πριν
Συνέπεια: εις την
Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε ο πατέρας μου
σε μιαν ωραία πλατεία της
Σαλονίκης στήθηκε
του ήρωα Παύλου Μελά εύμορφο
άγαλμα
και ξέρω κάποιον –να τον
ξέρω άραγες;-
όπου στης Πόλεως τα μέρη
κάποτες γνώρισε
-ανάμεσα σε πολλά πράματα
θάματα και περιπέτειες-
μια δάφνη (δένδρο)
ωραία και με τις δόξες της
και με τις πίκρες της
στη μνήμη του να ξαναφέρει
τη δαφνοπούλα πάλε
πηγαίνει –σα βραδιάζει- να
πιει ένα κατοσταράκι στο μπακάλικο
του Καχριμάνη στου Ψαρρή
(εκεί που παλιότερα
σύχναζε ο Παπαδιαμάντης)
κάποτε –μα χαμηλόφωνα-
τραγουδάει το μεράκι του
και διακριτικά στο όργανό
του
τον συνοδεύει
ο Μικρασιάτης με το μπουζούκι
(πάλι του Παπαδιαμάντη)
ΟΛΑ ΤΑ ΠΕΡΙ ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΚΟΥΤΙΟΥ ΤΗΣ
(… είναι ανάξια λόγου παραμύθια…)
Η
Ιστορία!.. Τι αβασάνιστες πληροφορίες
συνεκράτησε τι λανθασμένες φήμες μας
μετέδωσε!.. Πόσα χουνέρια και τι πλεκτάνες!..
Α!, η Κλειώ!.. Μα βέβαιο πως
εσημείωνε ό,τι κι αν άκουγε: φαίνεται
πως πολύ λίγο θα την σκότιζε ν’ αντιληφθή
τι είτανε αλήθεια και τι δεν ήταν!.. Μια ολόκληρη ζωή σπουδής και προσοχής και
έρευνας μας επιτρέπει σήμερα ν’
αποκαλύψουμε - να πούμε - πως όλα τα
περί Πανδώρας και του κουτιού της είναι ανάξια λόγου παραμύθια… Ούτε η
Πανδώρα ούτε οι Θεοί βάλανε τίποτα μσ’
το κουτί κι ούτε με το άνοιγμα φύγαν τα δώρα (που δεν υπήρχαν) Προσποιήσεις ψευτιές (φτηνές ψευτιές) ανέντιμες υποσχέσεις και
προδοσίες μας κάναν να πιστέψουμε
πως κάτι έκλεινε μέσα το κουτί που είχε η Πανδώρα!.. Κι αν υπήρξαμε μωρόπιστοι άνθρωποι και
κουτοί (πρώτος εγώ) πάντως είμαι σε θέση σήμερα να βεβαιώσω πως και κουτί (ν’ ανήκη στην Πανδώρα) ακόμη δεν υπήρχε!.. [ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ
από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους πίνακες κι ένα σχέδιο του
ποιητή – ΙΚΑΡΟΣ 1978]
Δευτέρα, 5 Μαΐου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου