Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

ΜΙΑ ΣΚΟΥΡΑ ΕΥΘΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

 

(…για κάτι πολύ σοβαρό   που όμως δεν αναλαμβάνει…)

Πινέζες τ’ άστρα   ξεκαρφώνονται εύκολα.

Τι στερεώνουν τη νύχτα;

Το στερεό στερέωμα  

πάνω σε τι πιο στερεό   ζητάει να καρφωθεί;

Μαγκούφης θόλος   δέος αυτοκόλλητο

άμα θες το ξεκολλάς.

Μισό σπασμένο δαχτυλίδι το φεγγάρι

θα του πέσει θα το χάσει

όποιος νόμος το φοράει.

 

Θα είχε τώρα ξημερώσει

αλλά την ώρα την καθυστερεί   με διχρωμίας χάδια

ένας ερωτευμένος δισταγμός μαζί της.

Και το προχώρημά της ευτυχεί

σε τέτοια αιτία σταματημένο.

Τυραννιέται πηχτά ο ελαιώνας

το δισταγμό να διώξει

να ξεκολλήσει το ’να δένδρο από το άλλο,

τον καρπό από τα φύλλα,    το δίτροπο των φύλλων;

από τη μια μεριά φιλί με το σκοτάδι

κι από την άλλη εξαγνισμός με φως.

Τα παθιασμένα της ασάφειας αγκαλιάσματα

συχνά τραβούν σε μάκρος,

πεθαίνουμε χωρίς να έχουμε μάθει

τι μας κρατούσε έτσι σφιχτά

αδιευκρίνιστους.

 

Ερωτευμένος με την ώρα δισταγμός

αναρχία στην όραση.

Τα κυπαρίσσια τώρα που έχουν ορκιστεί

πιστά να υπηρετούν ιδιοκτησίες

αντάρτες τώρα σκοτεινοί

σε σκοτεινή ανταρσία σκορπισμένοι,

η ιδιοκτησία χυμένη,

κορίτσια και τάφοι   προικίζονται τώρα εξίσου.

Θάμνοι νάνοι   κάθονται ανακούρκουδα στα πέριξ,

ζητιάνοι που ζητούν από το φως

τ’ όνομά τους:  σκίνα,   σπάρτα,    μυρτιές.

Ράμφος πουλιού περιτρέχει και ψάχνει

μα η τροφή ως αργά κοιμάται

κι άλλοτε δεν ξυπνάει καθόλου.

νηστικές ξεκινούν και πετάνε   συνήθως οι λέξεις.

Εσωστρεφής συκιά θυμό ονειρεύεται:

πως είν’ τα φύλλα της παλάμες που μουτζώνουν

κάτι κλαψιάρικα καλάμια

και την ανίκανη σκιά της

γιατί δεν κάνει σύκα.

Φουστανελάς το αμαρτωλό κατσάβραχο θυμάρι

λαγοκοιμάται με τη μωβ αρματωσιά του

κι όλη τη νύχτα καραούλι

το πατριωτάκι άρωμά του.

 

Έσβησε από μόνος του

ο έρωτας του δισταγμού για την ώρα.

Αδίσταχτα σβήνει ο έρωτας.

Ξυπνάει του θαλερού η ρυμοτομία

κι ανηφορίζει όλη η βλάστηση

σεινάμενη κουνάμενη

με τα στραφταλιστά ονόματά της:

ελαιόδεντρα,   σπάρτα,    μυρτιές,

κυπαρίσσια δηλωσίες,   γαϊδουράγκαθα,

τουρκογύφτισσες μολόχες.

 

Ανηφορίζει όλη η βλάστηση ως επάνω,

το κάθε πράσινο απ’ το δικό του δρόμο.

Εγώ,   αν ήμουν κάτι προικισμένο ν’ ανεβαίνει,

θα ’παιρνα τα στενά μονοπατάκια που χαράχτηκαν

με ποδοπάτημα και θάνατο ξερόχορτων.

Όχι θάνατος,   όχι να μπει πρωί - πρωί

στη βλάστηση των λέξεων ο θάνατος.

 

Να βρω πιο φίλο τρόπο χάραξης,

τρόπο παραμυθατζή:   πες ότι τα ξερόχορτα

χτενίστηκαν κι έκαναν τη χωρίστρα τους

στραβή,   θεόστραβη.

Γι’ αυτό τα λέω   μονοπατάκια ξανθομάλλικα.

Καπνός από μονόπατο αγροτικό σπιτάκι

πασχίζει ν’ ανεβάσει όσο πιο ψηλά μπορεί

τη διάλυσή του.

 

Αυτά από το ανατολικό μου μάτι.

Από το δυτικό

άλλες εικόνες λένε καλημέρα.

[Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΤΡΟΠΟΥ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά  ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, εκδόσεις στιγμή 1981]

 


ΒΡΕ ΤΙ ΠΑΘΑΙΝΕΙ ΜΙΑ ΨΥΧΗ…

(…όταν αντί να κοιμηθεί  οραματίζεται ορθογραφίες μαφιόζες…)

…αυτός ο Άλλος   γιατί θέλει να γράφεται 

ντε και καλά  με δύο λάμδα   τι το θέλει άραγε το δεύτερο δρεπάνι;

 

Κοίτα να δεις  υποκρισίες φίλε μου    να σου σηκώνεται η τρίχα:

όσα υπέφερα τη νύχτα    όσα  με βασανίσανε 

όσα σκοτάδια με φοβέρισαν  πως θα με πάρουν κι άλλο,

οι τρόποι που μου δένανε τα μάτια

για να μη βλέπω πού με πάνε,

αυτός  ο Άλλος  με τα δυο του δρεπάνια,

όλα αυτά μου παριστάνουν τώρα

το παιδάκι ξημερώματα

με το κουβαδάκι του   και τις νερομπογιές του  

 

Αργά κωπηλατεί ο ήχος της θαλάσσης

αργά μπαίνει η θάλασσα   στο κοπιώδες μέγεθος της,

κορόιδο μέγεθος:   το πετσοκόβει η νύχτα,

μένει όσο το θέλει η ακοή  κι  όσο μια ασημένια επωμίδα

όποτε βγει φεγγάρι. 

Βουνά μπαταρισμένα ακόμα στο άφεγγο

σκόρπια κράνη που επιπλέουν.

Οι κορυφές,  γριές καμπούρες μακρυνότητες,

αχνό  ξεδιπλωμένο καρδιογράφημα,

αρρυθμίες του ύψους  και  της πέτρας.

Θάλασσα, βουνά  και  ουρανός

μια πηχτή ανόητη ενότης.

Και να ’θελε να υπάρξει ένας ορίζοντας

σκαλί δε θα ’χε να πατήσει.

 

Καϊκι ώρα   τραβάει τα δίχτυα  κι  ανεβάζει

σπαρταριστή ολοζώντανη ορατότητα:

πηδάει το μπλε πάνω στα κύματα   με άσπρο γιακαδάκι,

αρμύρα στάζει του χωριού το εκκλησίδιο,

τρούλοι με κεραμιδένια λέπια,

κουμπαράδες γεμάτοι Θεό.

Ημίψηλο των ήχων η καμπάνα.

Γερό σκαρί το νταν.

 

Στραβό στριφωματάκι ο γιαλός,

πέτρινα τζιτζίκια τα βότσαλα  

μες στων κυμάτων τα χαμόκλαδα, 

ταμ – ταμ του παφλασμού   του νερού καστανιέτες. 

Κοιμητήρι βότσαλο τετράγωνο   πλαγιαστό στη θάλασσα,

ταμ -  ταμ ανυπαρξίας,   oblivionbeach,

κοιμητήρι πλαγιαστό στη θάλασσα,   βυθοί ετεροθαλείς,

πολύ στραβό στριφωματάκι των ορίων

και άντε να το ισιώσεις.

Βουτηχτάδες σταυροί  κι  έχουν ξαπλώσει οι νεκροί

με το μαρμάρινο ολόσωμο μαγιό τους,

κάτι θυμάται γι’ αυτούς   μέσες άκρες ο ήλιος.

Και το βιολί  βιολάκι της 

η αναίσθητη διεστραμμένη άμμος:

ξέρω, είναι αυτή που σου ’μαθε   να ξεγλιστράς όπως αυτή

μεσ’ απ’ τα δάχτυλά μου   αμμόλοφε έρωτα. 

 

Έκλεισα καλά;

 

Δεν θες να ξέχασα ανοιχτό   το πορτάκι της φωτογραφίας σου

και να μου το ’σκασε,  να πέταξε   το διαπρόσωπό σου; 

 

Το φως κορνάρει μανιασμένο

θέλει να προσπεράσει. 

Τ’ αντανακλαστικά μου άριστα:

κάθε που χάνεται στο βάθος ένα πλοίο

εκκρίνει η μνήμη μου όσα σε βάθος χάθηκαν. 

 

Α!..  η χήρα στιγμή, κάθε τόσο!..

[OBLIVION  BEACH από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1981]

 

 

ΠΙΟ ΑΣΠΡΟ  ΚΙ ΑΠ’  ΤΟ ΑΣΠΡΟ

(από τη συλλογή της Κικής ΔημουλάΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Πολύ μεγάλο δένδρο

Των τζιτζικιών το πατρικό τους σπίτι.

 

Οι ψάθινες φωνές των τζιτζικιών

της μεσημβρίας πλατύγυρο καπέλα

να μην την καίει ο δυνατός εαυτό της

 

Κοινόβιο οι φωνές των τζιτζικιών.

Ήχοι κάθε καρυδιάς καρύδι

και δουλεύει όπως θέλει ο καθένας:

φιλιέται  ξύλο  με  γυαλί,

ζελατινένια  τρίβονται φτερά

στου ρετσινιού τα τέλια,

πέτρα ακονίζει άχυρο,

τόνος ζυμώνει τονισμό,

ρυθμός καβάλα σε βραχνάδα   αντίρρυθμα καλπάζει,

ηλεκτροφόρα δάχτυλα χτυπούν   σεληνιασμένες λύρες

και χορευτές μεταλλικοί   χορεύουν αλουμίνιους χορούς.

Ήχοι  κάθε καρυδιάς καρύδι:

ραπτομηχανούλες που γαζώνουν

φουστανάκια  για λιοπύρια  και  της άπνοιας νυφικά.

Μονόκλωστες φωνές

πλέκονται μοναχές τους μακρινάρι,

ένα μονόκλωστο  ζεστούστικο   βεβαίως, βεβαίως,  βεβαίως

μια και είναι χειμωνιάτικη  η περισσότερη ζωή.

Χρατς  χρατς  χρατς  γυαλόχαρτα  γυαλόχαρτα

τρίβονται οι φωνές των τζιτζικιών,

παροδικότητες λειαίνουν

γιατί είναι χειμωνιάτικη   η περισσότερη ζωή

βεβαίως,  βεβαίως,   βεβαίως.

Καλαθάκια ψάθινα κρέμονται στην αντήχηση

να βάζει ο χρόνος τα κουβάρια του,

να βάζει η χειμωνιάτικη ζωή   το περισσότερό της

κι η ακοή  το μακρυνάρι κέντημά της

βεβαίως,  βεβαίως,   βεβαίως.

 

Έλεγα να κρυφτώ

στον ίσκιο αυτού του δένδρου,

του πατρικού σπιτιού των τζιτζικιών,

στις καλαθένιες τους φωνές

να βάλω τη μονόκλωστη χροιά μου,

να κρυφτώ

να μη με βρίσκει εξ επαφής το καλοκαίρι

να μη σχολιάζει  ο πύρινος ήλιος

την μπαλωμένη τροχιά του σώματός μου.

Όμως απ’ τα μικρά κενά

που αφήνουν μεταξύ τους τα φυλλώματα

φως ομοειδές εισχώρησε,

αλλήθωρα κοιτάγματα του ήλιου.

Κι είναι για πέταμα ο ίσκιος

σαν φύλλο φαγωμένο από κάμπια.

Γεμάτος κλειδαρότρυπες.

Πώς να κρυφτώ;

Και φαίνομαι  και  βλέπω.

 

Δεν θέλω να βλέπω

τους ασίγαστους πόθους της ζέστης,

τι  εκμαυλισμούς  τι όργια κουλουριάζει,

πώς στις πυρακτωμένες αγκαλιές της,

ελαστικές για να μπορεί ν’ αρπάζει

το πιο μακρύ  πιο ξέμακρο   τους πάθους της σημείο,

μαγκώνει  ακινητεί   αποστεγνώνει

το σώμα του καλοκαιριού

του αγροτόπαιδου.

Τρίζει το κοκαλιάρικο κορμί των πευκοβελόνων,

διαστέλλεται μόλις τ’ αγγίζει,

λάμδα κεφαλαίο φιλήδονο.

 

Δεν θέλω να βλέπω πώς γδύνει

κλειστά τελείως κουκουνάρια

από την πράσινή τους ντροπαλότητα

κι ανοίγουν ένα – ένα  με κρότους λάγνας ένδοσης

κρακ – κρακ  κρα  κρώωωω.

Α η σαρκοβόρα ζέστη.

Δεν θέλω να κοιτάζω   καταμεσής στη δημοσιά

σαν φίδι πώς τυλίχθηκε

στο λιγοστό κορμάκι κάποιου αέρα,

σμίξη ορθή,  περιδινούμενη ταλάντευση

-τίποτε όμως το μεμπτό,

πες ότι έβλεπες μια φλόγα ξεβαμμένη,

κάτι σαν  γυάλινο καπνό

που ανατολίτικα χορεύει   πίσω από τζαμαρία.

 

Α  η ακόρεστη ζέστη.

Ρίχτηκε η νεκρόφιλη

ακόμα και σε κάτι μεσημέρια   που θυμήθηκα,

σ’ εκείνο το λευκό,  κολλαριστό   το κοντομάνικο μεσημέρι

που πρωτοφόρεσες  κολλαριστέ Ιούνη

και πρωτόρθες.

 

Βεβαίως,  βεβαίως,   βεβαίως

μια και είναι περισσότερη   η χειμωνιάτικη ζέστη!..

 

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ

Θολή ως αργά βαστήχτηκε η μέρα

Σαν κάτι να συνέβαινε τριγύρω

που έπρεπε να κρατηθεί   κρυφό από το μάτι!..

Διπλές κουρτίνες μυστικότητας   βαριά κλειστές!..

Κοντά σ’ αυτό,

ανοιγόκλεινε τα μάτια της  και  μια ανησυχία,

μη μ’ έπαιρνε κι εμένα αυτό το μέτρο,

μη μ’ έκλεινε κι εμένα αυτό το κλείσιμο,

μην ήμουνα κι εγώ ανακατεμένη

σ’ αυτό το κάτι που συνέβαινε

αφού είμαι ένα σημείο  κι  αφού με λένε κάτι,

μήπως  ενώ διαπίστωνα θολότητα

ήμουν  κι  εγώ θολή  και  αποσιωπημένη!.. 

 

Ανησυχία παράλογη,  παρασυρμένη

απ’ τα δρακόντεια μέτρα που φοράει

πρώτη θολή φθινοπωρινή ημέρα… 

 

ΒΡΟΧΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Εγώ όταν θα μεγαλώσω

θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος

 

Έβρεξε δω λιγάκι

Δοκιμαστικά σαν έλεγχος

αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.

Όπως χτυπάνε κάθε τόσο   ξαφνικά οι σειρήνες,

δοκιμαστικά!..

αν λειτουργεί καλά   ο τρόμος του πολέμου.

Ελάχιστη βροχή,

ίσα που την πλατάγιζε στο στόμα του

το χώμα τη σταγόνα

- καθώς δοκιμαστής κρασιών –

μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά

παραπονιάρα να κρυφτεί   πάνω στα περιβόλια!.. 

 

Δέναν οι παραθεριστές

στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,

μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.

Πεθαίναν απ’ τη ζήλεια τους τα σπίτια

κοιτώντας τα τροχόσπιτα

στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου. 

Απ’ τα’ ανοιχτά παραθυράκια τους,

μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,

κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω

νάυλον γλάροι εμπριμέ,  δεμένοι.

Λοξά στημένη   νανούριζε τα τέλια της

μια κιθάρα ηλιοκαμένη.  

 

Ευτυχώς  βελτιώθηκε   το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.

Γίνανε βάρκες κατοικίδιες  -  αστυφιλία των σκαριών.

Αστραφτερές,  εξωλέμβιες,

πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες,

ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,   σκυλάκια  ράτσας

χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.

Γαύροι  πηδάνε κατά πάνω,

μια τελευταία ασημένια περιέργεια. 

 

Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά

γι’ αυτό   το προς το τέλος!..

Αν έχει ξαστεριά   θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.

 

Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.

Μήπως και ξαναβρέξει.

Να σε ξεπλύνω λίγο   εσωλέμβιε!..

Είσαι μες στην αρμύρα  και  τ’ αλάτια

από τότε που ήμουνα θάλασσα.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά  ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, στιγμή 1981]

 

ΥΠΟΦΩΤΟ 

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά  ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, στιγμή 1981)

Βραχνή η Περιπέτεια

απ’ το πολύ να λέει

πάει κι αυτό   πάει κι αυτό.

 

Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου

Το πίνω.   Αργά – αργά.

Ανακατεύοντας το συνεχώς

προσεκτικά  και αργά.

Μη και χυθεί σταγόνα

από την αίσθηση πως ζω,

που την πίνω  αργά – αργά

σ’ ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.

Πολύ ρηχό φλιτζάνι   το φως του Οκτωβρίου.

 

Έχει ένα λάκκο η ατμόσφαιρα.

Την πας από δω   πιο κει

ανάλογα πού θέλεις  κάτι ν’ αραιώσει,

κάτι να γίνει πιο πυκνό.

Έχει η ατμόσφαιρα

αυτό που λέμε λιγοστεύει,

είτε πρόκειται  για φως    για θεό

φθινοπώριασμα πίστης   για υπόφωτο έρωτα!..

 

Είν’  η ατμόσφαιρα

διασκορπισμένο  και  σπασμένο  το μακρύ τραγούδι της συνέχειας:

τι απόγινε,   τι απόγινες;

Πάει  κι αυτό   πάει κι αυτό

τραγουδιστά αποκρίνεται   η λακωνική εξαφάνιση.

Αργά – αργά  μυθιστορίζεσαι!..

 

Έχει ένα άδειασμα  η ατμόσφαιρα.

Αραιοκατοικημένη η περιπάθεια.

Εδώ εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου   φεύγω

πάει κι αυτό   πάει κι αυτό,

Άδειες  ονοματοφωλιές   σ’ εσοχές της φωνής,

ξεπουπουλιάσματα ύψους.

Πεινασμένα φωνήεντα

τσιμπάνε με το ράμφος τους   ψόφια τζάμια!..

 

Μια κιτρινίλα.  Όχι λαίμαργη.

Τρώει  αργά – αργά το χρώμα.

Μια κιτρινίλα στα φυτά,  

στα φιλάλληλα   στα καταφύγια φάρδη.

Μελανίες μελιστάλαχτοι   σέρνουν νεκροφόρες φράσεις:

πάει κι αυτό   πάει κι αυτό.

Το κόρο του κίτρινου ψέλνει

τη Θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.

 

Ύφεση πολυφωνική.  

Ακολουθώ.   Προσέχοντας πού πατάω.

Παντού σπασμένο μάκρος.

 

Μαλακιά  και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.

Έτσι σου ’ρχεται  να την τραβήξεις  ως επάνω

να κουκουλωθείς   να μη βλέπεις άλλο

τι γρήγορα  κι  απρόσεκτα

ανακατεύουν οι χαμοί

ό,τι εμείς  αργά – αργά  και  προσεκτικά

ανακατεύοντας

καθυστερούμε να χυθεί

απ’ το πολύ – πολύ ρηχό  φλιτζάνι.

 

 

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΥΕΛΛΑΣ

Τρυπήσανε τα τελευταία μάτια του Οκτώβρη

κι αδειάζει όλη μονομιάς

των διαστημάτων η βροχή

επάνω στο γρατζουνιστό ρυθμό της

λες και μαδάει κόσμος

σπαρμένος με συρμάτινα χρυσάνθεμα.

 

Αθώοι  οι φόβοι μου

αθώος  κι  ο νους μου

αθώα  και  τα μαύρα

τα μαδημένα πράγματα

Φταίει  εκατό  τοις  εκατό

ο ουρανός γι’ αυτή την καταιγίδα.

Τιμωρηθήκανε  σκληρά

σκοτάδια  και  σκοτάδια.

Τα εντόπιζαν πρώτα οι αστραπές

κι ευθύς τ’ απανθρακώνανε

οι σκελετώδεις κεραυνοί,

πέφτοντας σαν ξερόκλαδα

φριχτά  πυρακτωμένα.

Τιμωρηθήκανε σκληρά,

κάρβουνα  οι απάνθρωπες   των σκοταδιών οι προεκτάσεις!..

 

Πρώτη φορά που έμοιαζε

δικαιοσύνη η καταιγίδα.

Όλη τη νύχτα κράταγαν τα μάτια μου

πίσω απ’ το τζάμι πρακτικά

της βροντερής ετούτης δίκης.

 

Πρώτη φορά δεν  φταίω εγώ

που μοιάζει  η μέρα νύχτα.

Πλημμυρισμένος ύπνος το χωριό

και σαν να χτίστηκε η βροχή

με πολύ κλαμένα κεραμίδια.

Έχει κοπεί το ρεύμα απ’ την κακοκαιρία

ποιο φως να ξεκλειδώσεις

κρατάει όλα τα κλειδιά   ακόμα η μαυρίλα!..

Στις λεεμονιές

τα ζουμερά τα κίτρινα λαμπιόνια

τσιτσιρίζουν να σβήσουν.

Αραιωμένη  και  η θάλασσα

βάλαν  πολύ νερό τα πλάτη στο κρασί τους.

Κάτι κυκλάμινα που είχα σε βαζάκι

τσακμακίζουν αδίκως  το μοβ τους  -  αδύνατο ν’ ανάψει

ό,τι χωρίζει από τη ρίζα του.

Ποιο φως λοιπόν να ξεκλειδώσεις;

 

Άναψα ένα κερί

φύτεψα φλόγα δίπλα μου,

ποιος ξέρει από ποια φωτιά   ήρθε ξεριζωμένη,

για να κρατώ τα πρακτικά ξεριζωμων,

πώς  ξεριζώνεται η βροχή από το σύννεφα

και η ώρα από το μέλλον της.

Παράξενο μου φαίνεται,

πρώτη φορά κρατιέμαι αναμμένη

στ τόση μέσα κι έξω θύελλα!..

 [από τη συλλογή της Κικής Δημουλά  ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, στιγμή 1981]

 

ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΠΩΝ…

(… βλέπω δεμάτια στα κάρα   δεμάτια τα μάτια   άρα δε θα σε ξαναδώ…  κυνηγημένος ο μέγας έρωτας πεθαίνει…)

Μισά του Ιουλίου πελοποννήσια μεσημβρία.   Φως αρματωμένο με φως  καβάλα στην κυριάρχηση.   Το σκιερό,  η σκιά  και  ο ίσκιος,  τρίφυλλος θρύλος, φίλος του καμάτου,   πορτραίτα φυλλωμάτων  και φύλλων,   κυνηγημένα από το φως – θέλω τον ίσκιο σου επί πίνακι – κυνηγημένα ως εκεί   που ο μέγας έρωτας ευδιακρισίας  και  ματιού  πεθαίνει   κυνηγημένος  -  ο μέγας έρωτας πεθαίνει.   Θέρος, θερισμός,  δεμάτια φως,  δεμάτια τα μάτια  φορτώνονται σε κάρα,  άρα δεν θα σε ξαναδώ.   Ακόμα κι σ’ αυτό το άρα   που είναι βαριά οπώρα συμπεράσματος   βαριά αμπάρα πίσω από κάθε άλλη εκδοχή  -  δεν θα σε ξαναδώ -  κάθεται φως.   Παντού μπήζει τα δάκρυά της η λάμψη,   σ’ αυτά που είναι να ωριμάσουν  και  σ’ αυτό   που αγίνωτα είναι να μείνουν,   σημεία των καρπών.   Ξεφωνίζει του αχλαδιού η ανήλικη γεύση,   ψευδίζει μια γλυκύτητα στο σύκο,   κι η κραμστή των σταφυλιών πορεία προς τον Αύγουστο   σ’ αστραφτερήν εξόγκωση βαραίνει.   Ιδού τα πάτρια λατρευτά φραγκόσυκα   που δεν τολμώ να τα χαϊδέψω,   καταβολή χαϊδεύοντας,  είναι άτιμα τ’ αγκάθια τους   φορούν κι αυτά τη μάσκα του χνουδιού  -  τα περισσότερα αγκάθια  κυκλοφορούν με προσωπείο!..  Έχει πολλά και διάφορα αγκάθια   ετούτη η συνάντηση με τις φραγκοσυκιές.   Έπεσε πάνω τους η μνήμη μου και σκούζει:   ωραία όταν επέστρεφαν στο σπίτι  οι εξορμήσεις του πατέρα μου   προς το χωρίο του για κυνήγι   συσκευασμένες σε καλάθι   πανί ραμμένο γύρω – γύρω  με μυρωδιά από χώμα ζυμωτό  κι  αμπέλι.   Γεμάτο ηλιωτικά αγκαθερά φραγκόσυκα.   Με τι επιδέξιο καμάρι ήξερε ο πατέρας μου  ν’ αποφλοιώνει την πατρίδα του  και  καρφωμένη στο πηρούνι   μού την μετάγγιζε στο στόμα.   Γεύση κορυφαία της καταβολής.   Με τέτοιο φως   δεν μπορεί   θα φανεί κι ο πατέρας μου,   δεν θα μείνει νεκρός  -  δεν θα σε ξαναδώ -  θα ξαναείναι ο πατέρας μου πατέρας   κι όχι μια χωματένια εχεμύθεια  και  δεν θα είναι οργανή  η εξακολούθησή μου.   Φωσφορίζει το ψηλό κυπαρίσσι   φάρος θανάτου,  άρα  δεν θα σε ξαναδώ!..  Η κορφή του  μουσκεμένη στο φως,   περιστρέφεται,  γέρνει,   γδέρνει το δέρμα της διαφάνειας,  απαστράπτων χρωστήρας   που κάτι εκεί κάτω ζωγραφίζει  ή  κάτι ζωγραφισμένο από πρόγονη ανάταση,   τώρα το σβήνει,   σβήνει ο μέγας έρωτας.   Έτσι  βλέπω απ’ του χωριού το λόφο,   σκαστή για λίγο από το Κάτω  κι ανυπάκουη   να δω αυτό  που απ’ την υπακοή  κοιταγμένο   δεν φαίνεται.   Και βλέπω κυνηγημένους ίσκιους – θέλω τον ίσκιο σου επί πίνακι – κυνηγημένος ως εκεί   που ο μέγας έρωτας ευδιακρισίας  και  ματιού   πεθαίνει   κυνηγημένος   ο μέγας έρωτας πεθαίνει,   βλέπω δεμάτια στα κάρα   δεμάτια τα μάτια   άρα δεν θα σε ξαναδώ!..    [κι  άλλα ποιήματα  από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, εκδόσεις στιγμή 1981 εφημερεύουν σήμερα στο ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ μου]

Παρασκευή, 2 Μαΐου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ