Κυριακή 13 Απριλίου 2025

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΡΠΟΥΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ

 (…ένας στρόβιλος στον αέρα.  Εκεί που ήταν κάποτε το σώμα σου…)


Έφυγες στον αέρα.  

Έγινες φύλλο.    Σύννεφο.     Πουλί.

 

Κι εγώ ένας κυνηγός που έχει χάσει το δρόμο. 

 

 

Το άσπρο φως πάνω στο τζάμι

μου δείχνει πόσο σκοτεινός έχω γίνει.

Κοιτάζω τα πρόσωπα των ανθρώπων μέσα    στα τρόλεϋ

όπως κοιτάζω το λογαριασμό του ηλεκτρικού.

Στο ύψος του Μουσείου σε θυμήθηκα κι έκλαψα.

Πού να ’σαι τώρα;    Τι χώμα να πατάς;

Ένα μεγάλο καμιόνι μεταφέρει καλώδια.

Οι εφημερίδες αναγγέλλουν το θάνατο το Μάο Τσε Τουγκ.

 

Ο άνθρωπος που σκοτώθηκε στη σύγκρουση με το φορτηγό

έγινε άγγελος και περπατάει πάνω στα σύρματα

ξεκαρδισμένος στα γέλια.    

 

 

 

(ΧΑΪΚΟΥ  και  ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ , δυο ποιήματα  

από  ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ, εισαγωγική  ενότητα στη συλλογή του Νάσου Βαγενά  ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, εκδόσεις Κέδρος 1978) 

 

 

-Ι-

ΣΦΥΡΙΖΕ  ΠΑΛΙ  ΑΝΟΙΞΗ

Το πράσινο ανεβαίνει,  άνθη μοσχοβολάνε.

Μήλα

 

Πέφτουν στο χώμα και φέρνουν στο νου γκιλοτίνες.

 

Να γινότανε μια επανάσταση.

Κεφάλια να πέφτανε ξαφνικά και στη θέση τους.

 

Να μη φύτρωνε τίποτε.

 

Έπειτα από χρόνια τα σώματα ν’ αφήνονταν ελεύθερα.

Να κυκλοφορούνε.

 

Ενθύμια του παλιού καθεστώτος!..

 

                         -Χ-

Το σώμα μου μπλεγμένο στο νευρικό σου σύστημα.

Αδύνατον ν’ αναπνεύσω.

 

Εσύ δε μιλάς.  Μόνο με σφίγγεις.   Με σφίγγεις ολοένα.

 

                         -XV-

Απόψε κάτι έχει ο ουρανός.   Tρίβεται εύκολα.

Γίνεται σκόνη ζεστή και κολλάει στα δάχτυλα.

 

Το κορμί μου χίλιες ζαλισμένες φλέβες.

Που γλιστρούν στο δέρμα σου και το σκεπάζουν.

 

                         -XVII-

Το χώμα ανεβαίνει.  Ανεβαίνει ολοένα.   Σε σκεπάζει.

 

Εσύ δεν κάνεις τίποτε.   Περιμένεις τη βροχή.

Για να βλαστήσεις όπως λες.   Χωρίς φυσικά να το πιστεύεις.

 

Αν υπήρχαν πουλιά θα υπήρχαν κλαδιά.

Αν υπήρχαν κλαδιά θα ήσουν ένα.

 

Όχι βέβαια το πιο ψηλό.

Όμως γερό για να μπορέσει κανείς να πατήσει.

 

 [επιλεγμένα αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα από την οποία πήρε τον τίτλο η συλλογή του Νάσου Βαγενά

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, εκδόσεις Κέδρος 1978]

 

 


Από ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ανθολογούνται τα ποιήματα:

Η ΑΙΘΟΥΣΑ,   ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ,   ΕΔΕΜ  και ΣΟΝΕΤΟ

 

κι από τη ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τα μαλλιά της στον ουρανό ανάμεσα στον Ωρίωνα και την Ανδρομέδα  (αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής)

 

 

 

Η ΑΠΟΥΣΙΑ  

(από  ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ 1978)

Αιωνιότητα το όνομα σου είναι Σολωμός

Καθισμένη σε μεταξωτά μαξιλάρια,  πάνω

σε απελπισμένο θρόνο, αγέρωη,  κουνάς

πεισματικά το κεφάλι,  φωνάζοντας όχι

σ’ εκείνους που ζητούν να σου πιάσουν το χέρι.

Στα πόδια σου γαντζωμένος ένας μικρόσωμος Ζακύνθιος

με σκονισμένη ρεντιγκότα   -  τα’ όνομά του Τερτσέτης

και δίπλα εγώ   με σπασμένα δόντια

στριμωγμένος ανάμεσα σ’ ανθρώπους

που ιδρώνουν  και  φτύνουν!..

 

Τα φώτα σβήνουν.  Κάποιος στριγγλίζει

Αέρας παγωμένος σέρνεται στο πάτωμα.

Ένας κοντός στραβοκάνης  μ’ ένα περίστροφο

και μια τρύπα στο στήθος σκαρφαλώνει στα μαλλιά σου.

Προσπαθώ να φωνάξω.  Ένα παχύς διπλωμάτης

με τριχωτό χέρι μου κλείνει το στόμα!..

 

 

 

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Όλη τη νύχτα έβρεχε. Και το πρωί

τα φορτηγά κατέβηκαν με λάστιχα λασπωμένα.

Οι νεκροί μετακομίζουν σ’ άλλα σώματα αφήνοντας

μεγάλες γρατσουνιές στο δέρμα.

Ο ουρανός το γυρίζει   γρήγορα στο γαλάζιο.

Ένας ήλιος καυτός περνάει πάνω απ’ το κεφάλι μου.

«Ο θάνατος δεν είναι τίποτα»   

μου έλεγε    τις προάλλες ένας ταξιτζής.

Μια απλή διακοπή του φωτός. Όπως όταν

δεν έχεις να πληρώσεις το λογαριασμό»

 

ΕΔΕΜ

Ζεστός αέρας του φθινοπώρου  έμπαινε

μέσα απ’ τα φύλλα

Ή μάλλον άνοιξη ήταν γιατί

ο ήλιος δεν είχε ακόμα δύσει.

 

Δεν αποφάσιζα.   Δεν αποφάσιζες.

Ένας άνεργος ξαπλωμένος στο γρασίδι γινόταν

πότε άγγελος   πότε φίδι

 

Από πάνω το μήλο    είχε αρχίσει να σαπίζει

 

ΣΟΝΕΤΟ

Ανάμεσα από στύλους   του ηλεκτρικού

και δένδρα που τρίζουν   στον ήλιο.

 

Μ’ ανοιχτό πουκάμισο  και  παλιά παπούτσια

γυαλισμένα

 

Στο χέρι   το μαύρο χαρτοφύλακα.

 

Η άνοιξη έρχεται πάλι!..

[από ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Νάσου Βαγενά  ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ  Κέδρος 1978]

 

 

 

 

ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΩΡΙΩΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ 

(επιλεγμένα αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα της συλλογή του Νάσου Βαγενά ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ 1978)

-II-

Το σκοτάδι σκαρφαλώνει πάνω μου.

Ένα φυτό. Που το ποτίζεις κρυφά κάθε μεσημέρι.

 

Έπειτα είναι κι η ανάσα σου.

Με κλείνει από παντού σαν συρματόπλεγμα.

Κάτω απ’ το δέρμα σου.

 

Υπάρχουν εφτά πολιτείες.

Η μια πιο βαθιά από την άλλη.

Σε κάθε μια

 

‘Ένα άρμα σέρνει αδιάκοπα γύρω από τα τείχη τον ένδοξο νεκρό

 

                   -III-

Σ’ ένα γαλάζιο λεωφορείο.

Μ’ εκατόν δέκα χιλιόμετρα την ώρα.

Τρέχοντας κάτω από έναν καυτό ουρανό.

 

Ανάμεσα σε σαράντα ιδρωμένους ανθρώπους.

Που καπνίζουν.   Ονειρεύονται.    Ή τρώνε σάντουιτς.

 

Κι έναν μεσόκοπο οδηγό με το μαντίλι στο σβέρκο.

Που φτύνει κάθε τόσο απ’ το παράθυρο κι αλλάζει.

 

Κασέτες σε παλιά τραγούδια…

 

Όλα τα τραγούδια θα ξεχαστούν.

Το λεωφορείο θα γίνει σίδερα.    Οι άνθρωποι χώμα.

 

Ο μελαχρινός με τις φαβορίτες και το θαλασσί πουκάμισο δίπλα μου

λέει πως πάει Κατερίνη.

 

                             V-

Επειδή ο Αξιός είναι ο πρώτος σε μήκος ποταμός της Μακεδονίας.

Και Δ.Σ  οι πινακίδες του διπλωματικού σώματος.

Και 25η Ιουλίου


Η επέτειος της μάχης των Θερμοπυλών.  Επειδή βλέπε πάλι.

 

Την καθαρίστρια με το βαρύ σφουγγαρόπανο.

Επειδή διακρίνω

 

Τα μαλλιά της στον ουρανό ανάμεσα στον Ωρίωνα  και  την Ανδρομέδα

 

(Που ήταν κόρη του Κηφέα.  Μητέρα του Έλενου.  Αδελφή της Αντινόης)

 

Κρατάει το παπούτσι της στο χέρι.  Το κοιτάζει προσεκτικά.

Σα να κοιτάζει τις γραμμές της παλάμης.

 

Αγγίζει με το δάχτυλο   το καρφί που την πονάει.

 

 

                             -V-

Να ’μαι πάλι στο σκοτάδι γυμνός.

Η αγάπη μου απλωμένη σ’ όλο το σώμα.

 

Σ’ αγκαλιάζω.

Φεύγω στον ουρανό.    Αιωρούμαι στο σύμπαν.

 

Εσύ μένεις στη γη.

Με τακούνια καυτά.    Κολλημένα στην άσφαλτο.

Ένα δάσος

 

Υγρό διασχίζει το σώμα σου διαγωνίως.

 

Τη νύχτα με ξυπνάει το χορτάρι που φυτρώνει στο δέρμα σου.

 

                         -VI-

Με το κεφάλι βαρύ από άγραφα ποιήματα κοιτάζω τ’ άστρα.

 

Τ’ άστρα.   Τρόπος του λέγειν.

Ουρανός δεν υπάρχει.

 

Ξεριζωμένοι άγγελοι κυκλοφορούν στη γη.    Άνεργοι.

Με μαλλιά κομμένα.

 

(Εκείνος ο ψηλός με την ταβανόβουρτσα

έχει τα φτερά κάτω απ’ το πουκάμισο).

 

Όταν νυχτώνει κατεβαίνουν στην ταβέρνα.   

Γίνονται στουπί.   Φτύνουν και βρίζουν.

 

                         -VIΙ-

Ο Απρίλης είναι ζεστός.  Με κόκκινα φύλλα.    Τη νύχτα

 

Τον ακούω να σέρνεται τρίζοντας κάτω απ’ το χώμα.

 

Κάποτε τρυπάει τα παπούτσια.   Ανεβαίνει απαλά.

Ως τα γόνατα.

 

Το υπόλοιπο σώμα παραμένει στο σκοτάδι

 

-VΙΙΙ-

Διαβάζεις εφημερίδα. Οι τελευταίες ειδήσεις είναι πανάρχαιες.

Η φωνή σου

 

Γεμίζει με χώμα το δωμάτιο.

Δεν υπάρχει να βοηθήσει κανείς.

 

Η μέρα είναι σιδερένια.   Τετράγωνη.

Με σκόνη στις άκρες.    Γελάς

 

Και κάθεσαι στον καθρέφτη να βάψεις τα μάτια σου.

 

Εγώ βγάζω το χώμα απ’ τα μαλλιά.

 

                   -ΙΧ-

30 Σεπτεμβρίου 1970.

Σ’ ένα βαγόνι μα βαθιά καθίσματα διαβάζω


Το θάνατο του Αλεξάνδρου Κερένσκι  στο Μπάρκλεϋ των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

Δεν το ’ξερα πως ήταν ζωντανός.  Δεν το ’χα ποτέ μου σκεφτεί.

Μισόν αιώνα μακριά από τα χειμερινά ανάκτορα…

Ω  τραίνο σκοτεινό.

 

Δεν είναι το τραίνο του Λένιν.

Αλλά μια αμαξοστοιχία της γραμμής Θεσσαλονίκης – Αθηνών.

 

Που δε θα φτάσει ποτέ στην Πετρούπολη.   Κι εγώ

 

Χωρίς σημαίες.   Χωρίς προκηρύξεις.

Με τη βαλίτσα γεμάτη έγχρωμα φυλλάδια.   Όχι ένας

 

Αμείλικτος κομισάριος.

Ο γραμματέας μια τοπικής επιτροπής

 

Αλλά περιοδεύων αντιπρόσωπος μιας εταιρίας καλλυντικών.

 

Με φαντασία.  Με τέλεια γνώση της αγοράς.

Με μεγάλες προοπτικές προαγωγής!..

 

 

                         I-

Γιατί μακρύτερα; Αφού κανείς δεν ξαναζεί τα ίδια τοπία.

 

Βαθύς ουρανός.   Σκεπασμένος με γαλάζιο.

Κάτω σέρνεται το πράσινο.   Τα δένδρα

 

Ανθίζουν μ’ έναν τρόπο που δεν μπορώ να καταλάβω.

 

Περνούν φορτηγά.

Ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα μου φάσκει κι αντιφάσκει.

 

Οι αισθήσεις μου έρπουν έξω απ’ το σώμα.

Μια ωραία γυναίκα

 

Το κορμί της ξαφνικά σκοτεινιάζει.

Σαν φωτογραφία που έχει πάρει φως.

 

                         IΙ-

Το γκρίζο.  Το πράσινο.    Το κίτρινο.     Το πορτοκαλί.

 

Το κόκκινο με αποχρώσεις.   Το κόκκινο χωρίς αποχρώσεις.

 

Το καφέ.   Από κάτω το μαύρο (ένα μαύρο βαθύ).

Και στο βάθος τ’ ωραίο σου κεφάλι.

 

Λευκό. Σαν το κομμένο κεφάλι ενός αγάλματος.

Που δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ.

 

                         IΙΙ-

Τόσα πράγματα στον αέρα.   Χαρτιά.    Εφημερίδες.

 

Ένα δένδρο αναποδογυρισμένο.

Ένα τραπέζι.    Μια φωτογραφική

 

Μηχανή. Το χερούλι μιας πόρτας. Η πόρτα

 

Απ’ όπου μπαινοβγαίνει ο θάνατος.

 

                         IV-

Καμένο φως.  Σακατεμένο.   Κομμάτια σκοτάδι.

 

Κολλούν στα μαλλιά μου.   Ακούγονται βήματα.

Ο αέρας καυτός

 

Κατεβάζει λαδόχαρτα και σκουπίδια.

Οι άνθρωποι κάνουν πως πηγαίνουν κάπου.

 

Ένας τρελός με κομμένα δάχτυλα γελάει δυνατά.

 

Στο βάθος του δρόμου δυο τυφλοί παίζουν τον εθνικό ύμνο.

 

 

                         -XVI-

Σαν ένας που φτάνει τρέχοντας μ’ ένα επείγον γράμμα στο ταχυδρομείο.

Και το ταχυδρομείο έχει μόλις κλείσει.

 

Σαν ένας που πατάει για πρώτη φορά το πόδι του σε μια ξένη χώρα.

Και δεν ξέρει ούτε μια ξένη λέξη.

 

Στέκομαι ακίνητος στα σκαλοπάτια του Συντάγματος.

Με τα φωνήεντα σφηνωμένα στον οισοφάγο.

 

Ξένες τράπεζες.  Αυτόματοι πωλητές.   Μεγάλα καταστήματα.

Επιγραφές αναβοσβήνουν

 

Πάνω σε ιδρωμένα πρόσωπα κι ανακατεύουν τις πεποιθήσεις.

 

Ευνούχοι τραγουδούν τη Διεθνή.

Ένας ασήμαντος λιμπρετίστας

 

Αναγορεύεται ποιητής.

Κι αυτοί που κάποτε μαστίγωναν τους εμπόρους του ναού

 

Έχουν τώρα στην κεντρική στοά το δικό τους πάγκο…

 

Με το γιακά μου σηκωμένο προχωρώ στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα.

 

 

-XVIII-

ΜΕΓΑΛΑ  ΒΑΡΙΑ  ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ

(… στο ύψος ανθρώπου.   Αναποδογυρισμένα…)

Οι άνθρωποι περνούν από πάνω τους προσέχοντας μην τα πατήσουν.

 

Ακούγονται κρότοι.   Πυροβολισμοί.    Ο ήλιος παρκαρισμένος.

 

Πάνω απ’ τις στήλες του Ολυμπίου Διός.

Πιο πέρα οι ξένοι φωτογραφίζουν.

 

Τους νεκρούς του εμφυλίου.    Αυτοί κοιτάζουν αμίλητοι.

Ανάμεσα στα περιστέρια.

 

Με φόντο τα παλαιά ανάκτορα και το μνημείο του Αγνώστου.

 

ΧΙΧ

ΠΑΤΡΙΔΑ.  ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ…

Ποιος να το πίστευε. Να κάθομαι τώρα να γράφω πατριωτικά ποιήματα. Μέσα από βαθιά καρφωμένα παράθυρα ακούγονται οι φωνές των ζωντανών. Οι νεκροί ξυπνούν. Φορούν τα παπούτσια τους. Ανεβαίνουν με φαρδιές κυλιόμενες κλίμακες κλαίγοντας σιωπηλά. Δακρυσμένοι σκαρφαλώνουν στους στύλους. Ξεβιδώνουν τις λάμπες. Μεγάλα κομμάτια δόξας αιωρούνται στο σκοτάδι [κατακλείδα από τη ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ του Νάσου Βαγενά, εκδόσεις Κέδρος 1978]

Δευτέρα, 14 Απριλίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ