(… είμαι
πολύ καλά…)
Στέκομαι καθώς
στέκονται
τ’ αγάλματα στους κήπους και
στις ανοιχτές πλατείες
όταν τ’ αφήνουν οι αστοί τις νύχτες
δίχως έρωτα
(τι τον χρειάζεται τον έρωτα έν’
άγαλμα;)
χωρίς φιλιά, χωρίς συμπόνια
(τι μπορεί να αισθανθεί έν’ άγαλμα;)
Είμαι λοιπόν πολύ καλά·
Δες με αν αμφιβάλλεις.
Κοιτάζω σαν προτομή από γύψο
κι είναι η ζωή μου ένας φρουρός
στρατιώτης
που ’χει την εύκολη δουλειά
να κάνει απλώς ό,τι του λέει ο
λοχαγός του.
(Καλησπέρα σας!.. Καληνύχτα σας)
Τι κάνετε;
Πολύ καλά. Να μην ανησυχείς…
Σύμφωνοι.
Όπως το θέλουνε τ’ αμείλικτα, τ’ αναιμικά
πορτραίτα των προγόνων μας.
Έχουμε φλέβες γαλανές.
Δε θα
φανούμε επαναστάτες.
Ναι,
ναι, θ’ ανοίξουμε τις πόρτες μας
να διώξουμε τα τυφλωμένα αηδόνια,
που παραδέρνουν στις στραγγαλισμένες
μας καρδιές.
Σύμφωνοι!..
Όπως το θέλουν οι ετικέτες που μας βάλανε
σαν είμαστε μικρά ζωηρά παιδιά!..
Σύμφωνοι.
Θα βάλλουμε γυαλιά στα χαλασμένα μάτια μας
για τις καινούργιες τους ματιές.
Σύμφωνοι!.. Μη φωνάζετε μονάχα!..
Και φέρτε πιο κοντά στο πτώμα μας,
έστω,
κείνη τη μάταιη στάχτη
της φωτιάς!..
(ΓΡΑΜΜΑ και Η
ΣΑΛΠΙΓΓΑ ΤΗΣ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗΣ
δυο από τα ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1942 – 1958,
συλλογή του Σταύρου Βαβούρη που με τον παραπάνω τίτλο
περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση:
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952 – 1977)
Ακολουθούν άλλα οκτώ ποιήματα της εν λόγω συλλογής:
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΡΙΖΙΚΑ
ΜΑΣ, Ο χλωμός προπάππος μου του κάδρου
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός…
ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΟΥΦΗΣ ΚΥΡΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, του πρόσφεραν κοκάλινα
χαμόγελα ως αναψυκτικά, υποσχέσεις που
περιείχαν πιθανότητες…
ΔΙΑΚΡΙΟΙ, Ως εδώ πέρα, φτάνει μόνο η μυρουδιά της
θάλασσας…
Η ΑΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ, Δεν ήξερα,
δεν ήξερα, ούτε έμαθα ποτέ γιατί…
Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΔΙΑΦΟΡΟΥ, Ο Αδιάφορος θα περάσει σε λίγο για να φύγει
μ’ ένα κλωνάρι λησμονιάς στα χείλη…
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΙΚΡΟΥΣ
ΚΑΙΡΟΥΣ, Οι Άγγελοι δεν βγήκανε ποτέ από
το σπίτι τους…
Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗΣ, Οι πικροδάφνες προχωρούν σε δυο ατέλειωτες
σειρές…
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΣΣΑΛΙΝΑ, ΑΚΟΛΑΣΙΑ ΚΙ
ΑΡΝΗΣΗ, Σε κάθε σιωπηλή πτυχή των ημερών
μου ελλόχευε ένα ποίημα…
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ
ΡΙΖΙΚΑ ΜΑΣ
(από τη συλλογή του
Σταύρου Βαβούρη ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1942 – 1958)
Ο χλωμός προπάππους μου του κάδρου
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός.
Ήταν γιατρός και γεωμέτρης.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήτανε το χάος της καρδιάς του·
το μόνο που δε γιάτρεψε:
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.
Τέλος, παντρεύτηκε για ν’ αντιδράσει
κι έκανε και παιδιά.
Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει
πως ένα κι ένα κάνουν δύο.
Πέθανε νέος.
Τον τελευταίο του καιρό
κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού.
Έλεγε λόγια τρελά
που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του.
Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει
έλεγε πως η πνοή που ’φερνε η θάλασσα στον κήπο
τον ξερίζωνε,
παραπονιότανε πως
δεν ευρέθηκε σοφός
να κάνει το κορμί φτερό
και κούναγε μ’ αδυναμία το κεφάλι
σαν του ’λεγαν πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος
για τα παιδιά του.
Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός.
Μόνο δεν έκανε καλά
να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης
κάνοντας γάμους και παιδιά
φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα
στα μυαλά μας και στις μέρες μας.
ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΟΥΦΗΣ ΚΥΡΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης
του πρόσφεραν
κοκάλινα χαμόγελα ως αναψυκτικά
υποσχέσεις που περιείχαν πιθανότητες
κι ελπίδες φρέσκου αέρα
και τον θάνατο – πολύ διακριτικά –
σε ημερήσιες δόσεις:
«Η αίτησή σας απερρίφθη
(ημέρα πρώτη – πρώτο κουταλάκι)
αλλά μπορείτε τώρα
(δεύτερο)
αν θέλετε να κάνετε ένσταση…»
Ένσταση κι έφεση λοιπόν
και πάλι νέα αναμονή
στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης!..
«Και μην αδημονείτε προ παντός.
Οι υπάλληλοι ενοχλούνται
Υπάρχουν κι άλλες υποθέσεις.
Όχι ερωτήσεις περιττές
Σαλόνι το περάσατε;»
Αυτά και τα παρόμοια
στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης,
κι έχασε τη μάχη με το χρόνο κι
έγειρε
Έχασε τη φωνή του στη Σιωπή
(αφού υποβάλλονται γραπτώς μονάχα τα υπομνήματα)
και πέθανε γουλιά –
γουλιά
πίνοντας το θάνατο με το κουτάλι του γλυκού
ακριβώς σαν καταπότι ιατρικό κατόπιν συνταγής
σε ημερήσιες δόσεις!..
[από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1942 - 1958]
ΔΙΑΚΡΙΟΙ*
(από τη συλλογή του
Σταυρου Βαβούρη ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1942 – 1958)
Ως εδώ πέρα, φτάνει μόνο η μυρουδιά της θάλασσας
Άλλοτε ελπίζαμε,
Σηκώναμε σιγά-σιγά, με βέβαιη τρυφερότητα τα μάτια
ψάχναμε τον σφραγισμένο ορίζοντα
κι ελπίζαμε.
Στις μακρινές κορφές των μελανών βουνών
μια υποψία καπνού καμιάφορά:
-Από δωπίσω κάπου είναι η θάλασσα
Από δω πίσω φεύγουν τα καράβια.
Αυτός, είμ’ ο ελάχιστος καπνός τους,
Σας περιμένω-
Υπάρχει η θάλασσα λοιπόν!
Κι αυτός ο αέρας σε φαρμακερή ειρωνεία
Κι αυτός ο μπάτης μήνυμα φαρμακερό:
Η μυρουδιά της, μόνο η μυρουδιά της.
Όπως καταλαβαίνετε ύστερα από αυτά,
εδώ, στη χώρα των διακρίων,
είναι φανερή ετούτη η φρενιασμένη βλάστηση
είναι φυσικά αυτά τα γαβριασμένα δένδρα
ετούτοι οι κάκτοι με πύρινα λουλούδια
να τους κόβεις την αυγή
και να γίνονται πάλι μια παλάμη το λεπτό
και να ’ναι, πάλι, τ’ άλλο το πρωί, θεριά.
Όπως καταλαβαίνετε
είναι φυσικά αυτά τα αλλόκοτα κλαριά
ν’ αρπάζονται απ’ τα ρούχα μας
ν’ αρπάζονται απ’ τα μαλλιά μας
να γαντζώνονται σα νύχια στην ψυχή μας,
να παραληρούν τις πυρωμένες νύχτες:
-Από κει πίσω-ξέρουμε- είναι η θάλασσα.
Από κει πίσω κάπου φεύγουν τα καράβια.
Ξεριζώστε μας.
-Από κει πίσω περιμένουμε τα κύματα
Βλέπεις τον καπνό; Ο χαιρετισμός τους.
Μύρισε τον άνεμο: η αγάπη τους
Μύρισε τον άνεμο.
Δέρνονται σα χέρια ανθρώπων.
Μα είναι φυτεμένα εδώ. Εδώ θα λιώσουν.
Όλα είναι φυτεμένα εδώ:
Οι διάκριοι οι αδελφοί μου. Η διακρία η χώρα μας.
Κανείς δεν θέλει να τ’ ακούσει.
Κανείς δεν μας γνωρίζει.
Ποιος θα μας βοηθήσει;
Κύριε, δεν έπρεπε να ξέρουμε ότι υπάρχει η θάλασσα,
ή τουλάχιστον, δεν έπρεπε να φτάνει αυτή η μυρουδιά.
Θα ’χαμε μια χούφτα στάρι
θα ’χαμε μια πίκρα για
ό,τι χάσαμε,
λίγα ταπεινά λουλούδια για τους τάφους μας
μια ελπίδα για την άλλη μας σοδειά,
θα ιδρώναμε στα βράχια που μας έδωσες.
Μα δε ζούσαμε μαζί μ’ αυτά τα αλλόκοτα φυτά
ακούγοντας τις νύχτες με κομμένο το αίμα
να προσπαθούν να σπάσουνε τα τζάμια
και να μιλούν για το
μεγάλο μακελιό.
Στη χώρα των διακρίων, Κύριε,
έπρεπε να χτίσεις πιο ψηλά, τα μελανά βουνά
που κλείνουν τον ορίζοντα απ’ την ώρα που γεννήθηκα.
*ΔΙΑΚΡΙΟΙ: η τρίτη τάξη στην αρχαία
Αττική, γεωργοί και αγρότες που ζούσαν στα ορεινά άκρα της Αθήνας
Η ΑΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
Δεν ήξερα, δεν ήξερα
, δεν ήξερα
ουτ’ έμαθα ποτέ γιατί.
Δεν ήξερα
πως εκείνοι που διαλέγουν οι ουρανοί
είναι και για τη μεγάλη οδύνη διαλεγμένοι
κι ακόμη περισσότερο ότι
είναι η δική τους η καρδιά
που η λόγχη του θεού τρυπάει πιο καίρια
και βαθιά.
Ήταν αλλόκοτα για μένα όλα εκείνα:
Το βήμα του Θεού μες στην καρδιά μου
Ο άγγελος του δειλινού,
ο κρίνος του: «Σε
διάλεξαν» – γιατί; -
θολά πολύ και δύσκολα στο νου,
μαρτυρικά στην αίσθηση.
Δεν είχα πια κανέναν από τότε.
Εικόνισμα πριν γίνω ακόμα Εικόνισμα,
χαμένο στους καπνούς των θυμιατών του κόσμου.
Δεν έβλεπαν πως διέσχιζε μιαν έρημο
Όλοι με μακαρίζανε: «Σε
διάλεξαν» - γιατί; -
Τα δένδρα, καθώς πέρναγα, γονάτιζαν στον κήπο μου, για
μένα.
Χωρίς να παύει ο άνεμος τα φύλλα τους σωπαίναν
Σχολιάζαν έκπληκτα τ’ αστέρια τα κρυφά μου δάκρυα.
Όχι, δεν είχα πια κανέναν από τότε.
Μονάχα που ανατρίχιαζα
καθώς μου ψιθυρίζανε
καμιά φορά τη Νύχτα
παράξενα τραγούδια,
το σκοτάδι κι η σιωπή.
Τώρα μου λεν ότι
ήταν ο Θεός
Δεν ήξερα - γιατί; -
Ποιος, πού ήταν ο
Θεός;
Ποτέ δεν το κατάλαβα.
Ήταν μονάχα, μια παράξενη φωνή, που σ’ αναστάτωνε
όπως αντηχούσες στις αβύσσους του ουρανού
Μι’ αλλόκοτη αίσθηση ήταν μόνο.
Όλα ήταν παράξενα
και Συ, το πιο
παράξενο παιδί του κόσμου
που θα ’χα – το ’χα ελπίσει – σα μεγάλωνες
έπειτα από τόση μοναξιά.
Αλλά κι Εσύ ’σουν
των ανθρώπων, του θανάτου
και πάλι τ’ ουρανού μετά
Κι εγώ, Εικόνα
πριν γίνω ακόμα εικόνα,
μοναχή
Λιμάνι του όχλου βουλιαγμένο στο λιβάνι
και στη βαθιά ατέλειωτη απορία:
Γιατί όλα αυτά;
Ο κρίνος του απογεύματος:
«Σε διάλεξαν» - γιατί; -
και τότε έπειτα απ’ τον Άγγελο
γιατί ο Σταυρός; Το
ξύδι κι
η χολή μετά, γιατί;
Αφού μας Διάλεξαν
η λόγχη στο πλευρό
και στην καρδιά γιατί;
Δεν ήξερα. Περίμενα
να μάθω
μα, δε μου αποκριθήκανε ποτέ!..
[από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1942 - 1958]
Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΔΙΑΦΟΡΟΥ
Ο Αδιάφορος θα περάσει σε λίγο για να φύγει
μ’ ένα κλωνάρι ακριβοπληρωμένης λησμονιάς στα χείλη
ανθισμένο και πυρρό.
Μ’ ένα τραύμα αθέατο στ’ αργά του βήματα
χωρίς να τον θαμπώσουν οι αστραπές του μαγνησίου
χωρίς να τον ταράξουν οι φωνές των ρεπόρτερ
θα προχωρήσει
Αδιάφορος
περήφανος, πικρός.
Ο Αδιάφορος θα περάσει σε λίγο – τελευταία φορά –
κι οι ορυμαγδοί θα κατακάτσουν ξαφνικά από δέος
μόλις θα φανεί
θα σταματήσουν τ’ αυτοκίνητα
θα σταματήσουν οι πεζοί στα Κυριακάτικα άλση
σα να γεμίσαν τον αέρα
ο θάνατος κι η Μοίρα
σα να ’σφιξε όλων τις καρδιές το χέρι του θεού
μα ο Αδιάφορος θα
παραμείνει Αδιάφορος
περήφανος, πικρός.
Ο Αδιάφορος θα περάσει φωσφορίζοντας
κι η νύχτα θα εκπλαγεί:
-Ποιος είναι αυτός που αψηφά την έλευσή μου;
Ποιος είναι αυτός που καταργεί τη Νύχτα;
Μα ο Αδιάφορος θα προχωρεί
Αδιάφορος
περήφανος, πικρός.
Ο Αδιάφορος θα περάσει με μάτια σιδερένια
ωχρός μεσ’ στο λιοπύρι, χωρίς να επιζητήσει τη Σκιά
κι ο ήλιος θα φρενιάσει:
-Ποιος είναι αυτός που αψηφά την πυρκαγιά μου
ποιος, που δεν τον λιώνει η λαύρα μου;
Μα ο Αδιάφορος θα συνεχίζει
Αδιάφορος
με τη σπασμένη του καρδιά
Αδιάφορος
με τη βαθιά ανεπούλωτη πληγή της Μοίρας στην καρδιά
με τη χαμένη του ψυχή στον άνεμο,
κάτω απ’ τους ψιθύρους των δένδρων.
Αδιάφορος
κάτω απ’ τα σχόλια των άστρων
μες\ απ’ τη μεγάλη μοναξιά
και μεσ’ από τον όχλο,
Αδιάφορος
μέχρι θανάτου, Αδιάφορος
περήφανος, πικρός
[από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1942 - 1958]
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
(από τη συλλογή του Σταυρου Βαβούρη ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1942
– 1958)
Οι Άγγελοι δε βγήκανε ποτέ απ’ το σπίτι τους
μα Άγγελοι υπάρχουν φυσικά
-δεν ξέρω- πίσω απ’
τον ουρανό ή πίσω απ’ τα πράγματα που
πιάνουμε
να! λόγου χάρη πίσω
απ’ τις εικόνες τους στην εκκλησιά
απ’ την ανάποδη μεριά
των αιχμηρών καιρών που ζούμε.
Οι Άγγελοι υπάρχουν, ό,τι και να πείτε Υπάρχουν
κι ο λόγος που δε βγήκανε ποτέ απ’ τον ουρανό
ή επειδή δεν τους μιλήσαμε ποτέ
δεν είναι λόγος να επιμένετε πως δεν υπάρχουν
και τότε «τι να κάνουμε;
Σωπαίνουμε.
Υπάρχει η Μοίρα μας βουβή και σκοτεινή
σκύβουμε το κεφάλι και σωπαίνουμε».
Υπάρχουν –επιμένω- Υπάρχουν
Φίλοι μου τετράγωνοι ευκολόπιστοι
όπως ο βασιλιάς κι ο κυβερνήτης
κι η Άνασσα κι οι πρίγκιπες
που ξέρετε ότι ζούνε, που είσαστε βέβαιοι
που ορκίζεστε ότι υπάρχουν
χωρίς να τους μιλήσετε
ή και να σας μιλήσανε καμιά φορά.
Βέβαια, οι Άγγελοι
δε βγήκανε ποτέ απ’ τον ουρανό
εκτός αν εξαιρέσουμε τα βαλς τους στα όνειρα των παιδιών
κι αυτά αν είναι ακόμα ευφάνταστα
ή αν δεν τα ’χει απολιθώσει η φτώχεια κι η γυμνή ζωή.
Όχι. Οι Άγγελοι δε βγαίνουνε ποτέ απ’ τον ουρανό,
μα ο ποιητής κρατάει μια πέτρα ραγισμένη
μπροστά στην εκκλησιά τις Κυριακές και τους προσμένει
Δεν είναι πια παιδί.
Είν’ Άνθρωπος κι έχει ανάγκη τους αγγέλους
έχει ανάγκη. Πρέπει να βγουν και να μιλήσουν οι Άγγελοι
γιατί είναι από καιρό πολύ
που γράφει στο Θεό χωρίς Απάντηση.
Λοιπόν αν
εξαιρέσουμε τα όνειρα των παιδιών
οι Άγγελοι δεν καταδέχονται ν’ αφήσουνε στιγμή τις άρπες τους.
Θα ’χουν – φαντάζομαι - μια ανώτερη κι ανέφικτη ψυχή
θα ’ναι λευκοί και θα φορούν λευκά.
Μ’ αυτό είναι άσχετο κι αδιάφορο.
Γιατί, αν δεν αποκρίνεται κανείς στα γράμματα του ανθρώπου
ούτε ο βασιλιάς ούτε η βασίλισσα
ο ουρανός, πρέπει
να ’χει μιαν απάντηση, τουλάχιστον.
Πάντως πρέπει κάποιος φίλοι μου
Κάποιος πρέπει να ’χει απάντηση στο γράμμα μου.
Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗΣ
Οι πικροδάφνες προχωρούν σε δυο ατέλειωτες σειρές·
Απ’ το σημείο που ξεκινάς
έως το σημείο για όπου προορίζεσαι
ανηφορίζουν έξαλλες μαζί σου
και μπορεί κανείς, πολύ δικαίως να υποθέσει
πως ξεφυτρώνουν μέσα από
τη θάλασσα
κι ότι εξακολουθούν ν’ ανθίζουν μέσα στο αέρα·
Γιατί,
Γιατί ανασαίνεις την πικρή τους ευωδιά χωρίς ανάπαυλα
δίχως να παρεμβάλλονται άλλα αρώματα
ν’ ανακινεί αισθήματα και πρόσωπα πικρά
που τέλειωσαν τους ρόλους τους στις μέρες σου
που εντούτοις στάζουν το φαρμάκι τους
πάντοτε στις ρίζες της ζωής σου·
πικρές κινήσεις,
αλυσίδες χωρισμών
άρνηση, προδοσίες
απ’ το σημείο που ξεκινάς
έως ότου, εκεί, που σταματάς για τις καθημερινές σου
ασχολίες.
Και στο γυρισμό τα ίδια φυσικά·
Γιατί και πώς ν’
αλλάξουν;
Αλλ’ αυτά, στο τέλος μοιάζουν λόγια – τάπες τα ξανάπες –
μοιάζουν φωνές, που
απόμειναν
παράξενα αλληγορικά τραγούδια μες στον άνεμο
που μ’ όποιον τρόπο κι αν ειπώθηκαν
που κι αν τα ξεχωρίσαμε
καμιά φορά μες απ’ τη λύσσα του νοτιά
δεν καταλάβαμε ποτέ
τ’ ήταν αυτό που
θέλησαν να πουν
γιατί άραγε ειπώθηκαν με τόση αλληγορία
γιατί είχαν, τέλος πάντων, προσπαθήσει να μας πείσουν.
Προτιμότερο κανένας να σωπαίνει.
Έρχεται καιρός που αντιλαμβάνεσαι
πως είσαι βασιλιάς εξόριστος σε μια περιοχή
που ’χουνε στύψει οι χρυσοθήρες
μετά η επιδημία
κι ο σεισμός.
Μιλάς και χρειάζεσαι πολίτες να σ’ ακούσουν
Δεν σε χρειάζεται κανείς.
Βγαίνεις το βράδυ στο μπαλκόνι με την αίσθηση
πως θα σ’ εξακοντίσουνε ως τ’ άστρα οι επευφημίες του
πλήθους.
Στους δρόμους, το πολύ, περαστικοί αδιάφοροι
Στο δέρμα του βουίζει
και σαρκάζει
η Σιωπή.
Κι έτσι είναι που απαυδήζεις τέλος απ’ τα ποιήματα και τα
όνειρα.
Γυρεύεις τότε να ’βρεις τη Ζωή.
Τη βρίσκεις. Νοσταλγείς μετά, τα ποιήματα ξανά.
Στρέφεις και βλέπεις:
πως δεν υπάρχει δρόμος γυρισμού
πως δεν υπάρχουν ξέχωρα ζωή
και ποιήματα.
Πως όλα είναι όνειρα, ζωή και ποιήματα
μια αξεχώριστη έννοια
μια αξεχώριστη θολή βοή.
Είναι προτιμότερο λοιπόν κανένας να σωπαίνει;
Κάποτε οι παραβολές κι οι αλληγορίες τελειώνουν
και για όλους φτάνει η ώρα του Σταυρού.
Τότε, με τη λόγχη στο πλευρό τι ποιήματα
μπορείς να κάνεις;
Σκατά·
Κάθομαι τώρα και μιλώ για πικροδάφνες
απ’ το σημείο που ξεκινήσαμε
ίσαμε δω που φτάσαμε
ίσαμε δω απ’ όπου τώρα προσπαθώ να εξηγηθώ
στύλος καμένος απ’ τα’ αγιάζι και τη λαύρα των καιρών
τίγρεις, με χαίνουσα
πληγή στο στήθος όλο
Πάνθηρ δραπέτης από τσίρκο
που χρόνια ανάχθηκα να τον χειροκροτούν
γιατί μπορούσε κι έκανε παράσταση τη λύσσα του
κάθομαι και μιλώ
κι αλληγορώ,
ενώ τόσο εύκολα κι απλά μπορώ να πω:
οι πικροδάφνες είμαι εγώ.
[από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1942 - 1958]
ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΤΥΧΗ
ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΟΥ ΕΛΛΟΧΕΥΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ…
(… όχι απ’ αυτά που
γράφουν στο χαρτί αλλά από κείνα
που ’ναι διάχυτα στον
άνεμο ή
που κυλούν με το αίμα μας στις φλέβες…)
… και που ’ναι αυτό καθ’ εαυτό το αίμα
πιθανόν μεθυσμένο από το χρώμα, το ρυθμό
και την ιδέα μιας ακολασίας
μουσικής!.. Η κάθε νύχτα, που μιλούσε
μ’ ένα ποίημα που ’σπρωχνε και φούσκωνε τα τζάμια σαν ιστία πλοίου επειγόμενου να φύγει κι η
κάμαρά μου τότε ναυαγούσε σε κυκλώνες
πυρετού και φαντασίας εξημμένης
απ’ το χρώμα το ρυθμό και
την ιδέα μιας ακολασίας μουσικής.
Στα μπρούτζινα κορμιά των μονομάχων
στα διψασμένα μάτια των φρουρών
ελλόχευε παντού, με τόση συσσαλέα
επιμονή αυτό το διψασμένο κι
αδηφάγο ποίημα ώστε μ’
άναψε και μ’ έκαψε και μ’ έκανε
ολόκληρη και μένα ένα ποίημα, που
αναπτύχθηκε και τέλειωσε στο χρώμα, το ρυθμό
και την ιδέα μιας ακολασίας μουσικής!..
[ΓΙΑ ΤΗ
ΜΕΣΣΑΛΙΝΑ, ΑΚΟΛΑΣΙΑ ΚΙ
ΑΡΝΗΣΗ, το τελευταίο από τα ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Σταύρου Βαβούρη που
περιλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ ]
Παρασκευή, 11 Απριλίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου