(… τονίζω σήμερα τη ραψωδία του αίλουρου
απ’ τα σκιόφωτα της σκέψης βγάζω τη μορφή μου…)
Ήταν η ώρα που με ημίκλειστα τα μάτια
είδα την άπιαστη φιγούρα σου αίλουρε
την είδα μέσα απ’ τα πυκνά ματόκλαδα
της νύχτας
στο ανοιγοσφάλισμα ενός ξέφωτου σαν
έλασμα
κορμιού στην πιο ψηλή προεξοχή της
μέρας
ανάμεσα από τις κερκίδες των
μεγαλουπόλεων
με χαίτη ανέμη και
τρικυμισμένη ράχη
χαίτη
και ράχη και το
νύχι στον αυχένα
της ύπαρξης μας που σου παραδόθηκε
κάτω από το αέτωμα του βάθρου
σου και ασπαίρει
(Στις απορρώγες ώρες μου είδα κι άκουσα
το τάνυσμα ενός σαρκοβόρου έρωτα
και τη γαμψώνυχη περπατησιά σου να
’ρχεται)
Έχω το πέρασμά σου σ’ όλη την αφή μου
αίλουρε
καθώς κάτω απ’ το δέλτα των λαγόνων σου
πέρασε κάποτε και
γλίστρησε
ένα βαθύ ποτάμι από σκιρτήματα
αφή βελούδου κι από
τη δορά βαθύτερα
μια τρικυμία από επιθυμίες κι
ύστερα
διαγκωνισμοί στη χλωροφορμισμένη μέρα
Ξημέρωσε κι αναζητώ τους φίλους μου
μέσα
κι απέξω απ’ τη συντροφικήν αγέλη
τους βρίσκω με τα όπλα της νεότητας
σαν τιμαλφή στους τοίχους κρεμασμένα
δοσμένους σ’ έργα πονηρά προβάροντας
τάχα σε πρόσωπα άδοξα, χαμόγελα
βλέμματα αυθυτενή
κι ανοδικές πορείες
Ανοδικές; … Τραβώ από πάνω τη δορά τους
και βλέπω πίσω απ’ τα χαμόγελα τη
σύσπαση
πίσω από κάθε βλέμμα και
μια βλέψη
βλέπω τα σώματα ένα – ένα να ελίσσονται
τόσα ανθρωποειδή αναρριχώμενα
κι απ’ τα στενά και
τις ρωγμές των παρατάξεων
άλλα αιλουροειδή με τους πυρσούς στα
χέρια
Βλέπω τον εντολέα αυτών των ελιγμών
την πολιτεία των ιδεών μου πάλι
ζούγκλα
Καιρός να βγω στην αγορά και να κηρύξω
καινούργια έγερση θυμάτων και
οραμάτων
[κι άλλες επιλογές από την
ενότητα
ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΠΡΩΤΗ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011
Παράβαση: δοκεί μεν εκ του χορού προς τους θεατάς
λέγεσθαι, εισάγει δε το εαυτού πρόσωπον ο ποιητής…
Ειρήνη 735 Σχολ.
Αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο
συγκεντρωτικό τόμο:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013,
εκδόσεις Νεφέλη]
ΣΑΝ ΤΟΝ ΓΕΝΑΡΧΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)
Βγήκα από τη οθόνη
την ώρα που ο χειριστής
ξέχασε τα κλειδιά
ο τηλεχειριστής της ζωής
τα κλειδιά του
κώδικα
Βγήκα και ταξιδεύω
καβαλώντας τη
δίποδη
συσπασιόν των ονείρων μου
ολημέρα καλπάζοντας
και τις νύχτες αγάπη μου
να φορτίζομε αμίλητοι
την επόμενη κούρσα μας
από διάβαση σε διάβαση
κάτω απ’ τους φανοστάτες
Σαν τον γενάρχη που άλλοτε
έδενε κάτω από τ’ άστρα
σ’ όλα τα καραβάν –
σεράγια
που σκάλων廨
γυρολόγος των Βαλκανίων
τη χρυσοκάπουλη μούλα του
(Ώσπου να γίνουμε
κι οι δυο μας ηνίοχοι
ουρανίων σωμάτων)
ΑΡΙΣΤΕΡΟΧΕΙΡ
Ήταν κι έμεινε ο λοξός
αριστερόχειρ
ο παλαιός των ημερών
κι όχι πως περνώντας μες από
διόδια
ιδεών και
συνθημάτων κομματιάστηκε
στα σφαγεία των καιρών ένα κορμί - το κορμί του –
αλλά κι απ’ την εποχή της
μύησής του
γύριζε την κεφαλή του κι έβλεπε
το δεξί στην προτομή ψηλά να
δείχνει
στον ορίζοντα μακριά τα
θεοφάνεια
-το δεξί των άλλων να
σταυροκοπιέται –
κι αποκάτω αυτός να τρέχει για
να σώσει
το καρότσι με το βρέφος στην
Κροστάνδη
κι ύστερα να κατρακυλά και τι
ρήγμα
με τα τείχη γκρεμισμένα και τα σύνορα
σαν από έγερση λαών ανεωγμένα
η αγορά να ’χει γεμίσει
εκατόγχειρες και πάνδημες
τόση σύγχυση γλωσσών - κι
εκείνος
ξαναγεννημένος, πάλι αδαμιαίος,
από δίδυμα πλευρά με χέρια δίδυμα
συλλαβίζει και
πληκτρολογεί
ένα αλφαβητάρι απ’ την αρχή
για τους νεοσύλλεκτους του
μέλλοντος
ΔΗΜΟΤΑΡΑΚΤΕΣ
Αυτό εκεί και με τη σκέψη του σκοπεύει
ρίχνει κάτι απλωτές ματιές σαν δίχτυα
κι η άκρη του κανθού του αγκίστρι
Η σκέψη πίσω απ’ τα σμιγμένα φρύδια σαν βολίδα
κι η τρύπα της καρδιάς
που στόχευσε κρατήρας
το αίμα να χύνεται σαν λάβα στις λεωφόρους
με αναρτημένα τα πανώ της ανταρσίας
-μπροστά φρουροί
και πίσω μασκοφόροι –
δίχως
ινστρούκτορες… Κι οι όψιμοι
προστάτες
σαν φαρισαίοι πίσω απ’ τα στασίδια
Έτσι κι ο Ανδρόνικος ο Β΄ σ’ ένα από τα χρυσόβουλλα
μιλά για οχλοποιούς
που «εις παραλύπησιν αυτών μέλλει είναι
των ορθώς κρατουμένων
και εκζητούντων
συντηρείσθαι εις την
πρέπουσαν κατάστασιν
της βασιλείας του…
Ο Ανδρόνικος ο Β’!..
Και επί πρωθυπουργίας του
ο Β’. που όπως ο Πιλάτος
νίβει τα χέρια και μιλά ο αναμάρτητος
για
«οχλοποιούς» και για
«δημοταράκτες»!..
[ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΠΡΩΤΗ / ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ,
δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]
ΝΙΚΟΠΟΛΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)
Δεν είδε ο Δυτικός
ελληνισμός παρόμοια πόλη
με ηρώα και ναούς σαν τις λαμπρές των Επιγόνων
Ούτε πρωτεύουσα ούτε
σαν… Μια παρωδία!..
Πόλη ιδρυμένη από στυγνές μετοικεσίες
χωρίς βασιλικήν αυλή
ή βουλευτήρια
καπιταλιστική σαν τις δικές μας, μ’ εμπορεία
και στις δυο θάλασσες…
Μια νόθη ομοσπονδία
που η Ρώμη εκ του μακρόθεν την πρακτόρευε
Για να τη στήσει ερήμωσε είκοσι πολίσματα
γυμνή από τους λαούς τους
έτσι να υπερέχει
εύκολη λεία
συγκαλυμμένη από μνημεία
να λάμπουν και να προκαλούν τη βουλιμία
κάθε εισβολέα, από
στεριάς και από θαλάσσης
«ΑΠΕΙΡΟΣ» ΧΩΡΑ
Κοιμάμαι με ξυπνά
ένας εφιάλτης…
Βλέπω το στίφος των Βανδάλων να μπουκάρει
και να λυμαίνεται αγορές
και ηρώα
δεν έμεινε λιθάρι επάνω σε λιθάρι –
αλλάζοντας πλευρό ακούω ομοβροντίες
και κυνηγόσκυλα να ορμούν πίσω απ’ τα βράχια
φτερό δε σώθηκε απ’ τη γένεση των όντων
μόν’ ένας ήταυρος στους βάλτους να στριγγλίζει
φεύγοντας ένας πελαργός μ’ ακολουθούσε
ως τη γενέτειρα
κι εκεί έκανε κύκλους
πάνω απ’ το σπίτι μου να χτίσει τη φωλιά του
ύστερα άλλος κι
άλλος… Μια πατρίδα
γεμάτη αποδημητικά σ’ όλες τις στέγες
Καιρός και της δικής μου αποδημίας
ν’ ανηφορίζω στα τυφλά
και να επιβαίνω
από κρημνά σ’ άλλα κρημνά σαν υπνοβάτης
να στήνω αυτί στ’ άγρια πετάγματα του αιθέρα
του αετού και της κυνηγημένης γερακίνας
(Δεκατισμένα τα βουνά της ανταρσίας)
Πριν μπω στην πόλη με τη λίμνη των ονείρων
με περιμένει εδώ μια δεύτερη πατρίδα
με τη βασιλική της δρυ
και στα κλαδιά της
δυο μελανές περιστερές
δυο μαύρες μοίρες!..
ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ
Πήρε απ’ το χώμα της
ανασκαφής το νόμισμα
το γυάλισε με το μανίκι
κι έλαμψε
με την καινούργια επιγραφή
Απειρωτάν
Το γύριζε στις
Τράπεζες… Καμμιά
δεν δέχονταν να το πριμοδοτήσει
τα σύμβολά σας στα Μουσεία,
του ’λεγαν
Δεν είναι σύμβολα… Είν’ η αρχαία συνταγή
μιας νομισματικής κοινής πολιτικής
Κι οι μαντικές περιστερές που πέταξαν
κι ενώσαν δυο ηπείρους
δυο ιερά
πώς δε τη νοιώσαν
δεν την μάντεψαν
την επερχόμενη κατάρρευση;
(Καιροί πτωχεύσεων
καιροί της Αγοράς
η Ενωμένη Ευρώπη
φύλλα και φτερά
ο σώζων εαυτόν
σωθήτω)
Κι οι συνταγές σας στον Καιάδα, απάντησαν
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΚΕΙΝΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ…
Είδες τον σφάχτη,
πριν να φέξει απάνω στο Μακρύ
Λιθάρι
να γονατίζει το κριάρι ανάμεσα στα σκέλια του
και μπήγοντας με την
αναστροφή την κάμα
ολομεμιάς στην καρωτίδα του
να πιδακίζει μες στα μούτρα του το αίμα και να βάφει
όλον τον ορίζοντα
το αίμα φλέβα σκοτεινή
και κατακόκκινη;
Έτσι είναι όταν σκάει ο ήλιος τα χαράματα
πίσω από κείνα τα βουνά του εμφυλίου…
ΕΠΙΒΗΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Έσχισε με τη Lancia τ’
άβατα βουνά να δει
κι είδε σε κάτοψη από ψηλά όλη τη χώρα
τόσοι εργολάβοι τώρα αστοί
προβεβλημένοι και στις μέρες σας
τόσοι άρχοντες δημοτικοί
- όλοι επιβήτορες της πόλης
Και να την!.. Με
καπούλια και κοιλιές τσιμέντων σαν καμήλα
καπούλια οικοδομών
κι απ’ τα μαστάρια της να
ρέει κόκα – κόλα
(Εκεί που άλλοτε σ’ αυτήν την πάγκαλη κοιλάδα
αναδρομούσε ένα φαρί με σιδερένια χαλινάρια
φαρί καραβανιών φαρί
της ανταρσίας και για μένα
Πήγασος)
ΝΕΑ ΓΗ ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ
Απέναντι από την
εγκαταλειμμένη Παλαιά Ζωσιμαία ο Σταθμός των υπεραστικών περιμένει
και σφύζει από κίνηση. Η ώρα των μεταναστών και των φιλαπόδημων Ανάμεσα τους κι εκείνος που αφήνει πίσω την πόλη και
μονολογεί:
Ο Ζωσιμάς σου
υποκλίνεται έχε γεια φίλε
Χρόνε ρίξε τον
προβολέα σου
στη σχολική μάνδρα
που σίγησε
με μια τελευταία γλαυκώπιδα
στα ερειπωμένα της βάθρα
και εσύ ο καραγωγέας της
να την περιφέρεις στην πόλη
στην αγορά και τα διαβούλια
θρυμματισμένη σοφία
Και τώρα σ’ άλλη περιφορά
-ουρανέ μου τι πτήση!.. –
τι εκτόξευση αυτή η διαδρομή
σαν πατινάζ στην γκιλοτίνα
του χιονισμένου βουνού
εκεί ν’ αναληφθείς
και να φτάσεις
πίσω σπυ η
Αχερουσία κι ανάμεσα
με τον Καλαμά παραπλέοντα
μισός ποταμόπλοιο μισός
ιαχή
να τανυστείς
και να φτάσεις
σαν βέλος στην αράγιστη θάλασσα
Τι εκτόξευση και το
δοξαριά
όκωσπερ τόξον και
λύρης!..
Κι εσύ να μην ρίχνεις τ’ απόβαρα
να μη θυσιάζεις τα τιμαλφή σου
παρά να περνάς και να σώζεσαι
κόντρα στις ξένες σειρήνες
με την τρίαινα σου δαμάζοντας
την τρικυμία των λέξεων
κι απ’ τα ασύνταχτα στίφη τους
νέα Γη ατενίζοντας…
τα δυο φρούρια
Κι ανάμεσα τον
ποιητή και προφήτη της
ν’ ανεβαίνει τονίζοντας
τη μελωδία του ανέκφραστου
και τα φρούρια να γίνονται
αντηχεία της ιστορίας
Μισθωτός Οδυσσέας ν’
αράξεις
γραμματικέ με την τρίαινα
στο νησί των
Φαιάκων!..
[ΑΠΟ ΚΡΗΜΝΑ Σ’
ΑΛΛΑ ΚΡΗΜΝΑ / ΙΣΤΟΡΙΟΜΥΘΟΙ, τρίτη
ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ
(Γνώρισα κι άλλα ανήσυχα νερά τα αιγαία νερά παφλάζοντα απ’ τους πυρσούς και τα ρεσάλτα των πυρπολικών…)
Είδα την πλώρη του Αβέρωφ να
εμβολίζει θρυμματίζοντας πάλι με χρόνια με
καιρούς στ’ αγκυροβόλια του
Κεράτιου τα οσμανικά παλάτια εκεί που ο μπόγια είχε μεταφέρει του αποστάτη αιμοσταγή την κεφαλή κομμένη με πελέκι απ’ τα στηθαία του νησιού
σου λίμνη μου Κι
ύστερα ανατροπή του ονείρου: Χαίρε ω χαίρε Βασιλεύουσα κι οι μισθωμένες καραβιές των πονηρών Δυνάμεων
αδειάζοντας τα κύματα της
προσφυγιάς ολόγυρα απ’ τις όχθες
σου Ανατολή Νεοκαισάρεια
Μπάφρα κι αποκεί
κατηφορίζοντας σαν τους Σπαρτούς και σαν τους απελάτες που μεσοστρατίς
απόκαμαν η παιδική μου Κερασούντα μες
στις παπαρούνες και τα σίμισκας κι ως
κάτω εκεί που ανοίγει σαν βεντάλια ο Αμβρακικός
η Βίγλα – κι η Σαμψούντα με το χέρι της να δείχνει «Εις Αμισόν»
και μ’ ολοφούσκωτα πανιά στο
βάθος ο Αρχάγγελος πορτιέρης του Ιονίου
- Απ’ όπου μ’ ένα κάλεσμα σου
πάλι αναπλωρίζοντας σ’ είδα σ’ αείροη ανταπόκριση μ’ άλλα πολύβοα λιμάνια και
νερά -
Βενέτσια Βουδαπέστη Ιάσιον
Οδησσός - Κι εσύ εδώ μ’ ένα μακρύ σου κύμα να σαρώνεις απ’ την
πόλη όλα τα δεινά το αίμα των
αθώων και τις Ερινύες των
στρατοδικών Κι απ’ τη σπηλιά του
Σκυλοσόφου κάθε νύχτα όπου το σώμα του
αχνίζει ακόμα από την εκδορά του εκεί
κι εγώ να ζω την ιστορία σου ένα με τους έρωτές
μου λίμνη μου!.. [ΑΠΟ ΚΡΗΜΝΑ Σ’ ΑΛΛΑ ΚΡΗΜΝΑ / ΙΣΤΟΡΙΟΜΥΘΟΙ, Τρίτη ενότητα
στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011, εδώ με αντιγραφή και επικόλληση
από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013,
εκδόσεις Νεφέλη]
Τρίτη, 22 Απριλίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου