Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

ΜΕ ΜΙΑ ΑΓΡΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ…

 

(… και μέσα στην ησυχία σκοτώνει τον ακονιστή…)

Ο Γιατρός Ινεότης σκοτώνει τον ακονιστή.

Τον σκότωσε ξαφνικά μέσα στην ερημιά και μέσα στην ησυχία.

Με μια άγρια απόφαση γιατί αυτός θα ήταν ο πιο βασανιστικός θάνατος για τον Γιατρό Ινεότη

κι πιο τέλεια βασανιστικός θάνατός του ήταν να σκοτώνει τον ακονιστή.

Αφού τον σκότωσε και μετά από σιωπή φώναξε ξαφνικά

και ειδικά εσένα άρχισε να φωνάζει συνέχεια

κι επαναλάμβανε ειδικά εσένα σα να ήθελε να ακουστεί

πάνω από ένα θόρυβο και να κρατήσει μακριά ένα θόρυβο

και να τον εμποδίσει.

Μ’ ένα προσποιητό θρίαμβο αγκαλιάζει τον σκοτωμένο γύφτο

κι αγωνιούσε να στήσει μ’ ένα θρίαμβο όρθιο το κεφάλι

 μέσα στο απέραντο βλέμμα της Τενάγκνε

και σφίγγει αργοκουνά στην αγκαλιά του τον ακονιστή

διώχνει τις σφήκες από τα χέρια του και προστατεύει το βαθύ του θάνατο

τον φιλά στο στόμα σα για να τον σταματήσει να μιλάει

κι όλο ορθώνει το κεφάλι με έπαρση και με μια περιφρόνηση

και φυσούσε ένας ελαφρύς άνεμος ένα τούλι

κι ένιωσε πως ο άνεμος του έπαιρνε σιγά-σιγά

του παίρνει όλο το κρέας από το πρόσωπο

και το τεντωμένο κεφάλι του Γιατρού Ινεότη γυμνό

και φάνηκε το κρανίο    άδειασαν τα μάτια

ο πράος αέρας περνά ελεύθερα

και περνά μέσα από τις ανοιχτές τρύπες του κεφαλιού

κι απαλά ανάδευε   μέσα στις κόγχες αναδεύει θρύμματα

από εικόνες που έμειναν και μερικά θρύμματα ξεκολλάν

τα σπρώχνει ανάμεσα στα κόκαλα των αυτιών

κι εκεί έγιναν ένα βουητό θαμπές φωνές

και κουρέλι μουσική

και μερικά θρύμματα κατέβαιναν ως βαθιά στα ρουθούνια

κι έγιναν καφτερή μυρωδιά και κατακάθι άρωμα 

 


αυτό το ποτάμι  φέρνει ύπνο. 

Τώρα θα είναι η ώρα κι αυτοί που θα εκτελέσουν  και θα σκοτώσουν κόσμο.

Πρέπει να έχουν φανεί θα φαίνονται στέκονται.

Σαν ζώα του ορίζοντα.

Κοιτάζουν έτρεχαν όλη τη νύχτα έτρεχαν κι έπαιζαν μεταξύ τους αμιλλώνταν.

Ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον φώναζαν κι έτρεχαν ποιος θα παραβγεί.

Ήρθαν και στέκονται εκεί κι ο κόσμος κατάλαβε.

Λαχανιασμένοι από το τρέξιμο και κοιτάζουν τον κόσμο

ο κόσμος αργοσηκώνεται βοώντας περιμένετε μια στιγμή

να σκάψουμε με λόγια αυτή τη στιγμή

να τη σκάψουμε από μέσα με λόγια

οι εκτελεστές σα να προπορεύονται και στέκονται στον ορίζοντα.

Παρατεταγμένοι και με μια υπέροχη ηρεμία

συγκρατούν την ασπλαχνία τους.

Ακίνητοι αντίκρυ στον κόσμο

και πίσω τους ο ουρανός ν’ αποτραβιέται

σαν άμπωτις κι ένας χυμένος ήλιος.

Οι γυμνοί ώμοι τους σα πέτρες γυαλισμένες τις έγλυφε ένας χρυσός αέρας

κι ο Γιατρός Ινεότης τον θάμπωσε η ομορφιά.

Με μια φτιαχτή παραίσθηση και με επίγνωση

εκλαμβάνει τους εκτελεστές για νέους ανθρώπους.

 Οι εκτελεστές και οι νέοι άνθρωποι εμπνέουν και το ίδιο δέος

γιατί η ζωή τους είναι χωρίς απολογία και ανεξιχνίαστη.

Δεν υπάρχει καιρός για άλλο όραμα...

 [κι άλλα αποσπάσματα από την τέταρτη ενότητα στο βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά  «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1971 σελ. 39-40]

 

ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ ΠΡΙΝ ΓΕΝΝΗΘΟΥΜΕ…

(… έτσι αποσπάστηκαν τα λόγια από τα αισθήματα… )

Θέλει να φανταστεί του νέους ανθρώπους  πώς θα εμφανιστούν  και  μεταχειρίζεται τους εξολοθρευτές   αν και τους αναγνώρισε.  Με τους νέους ανθρώπους εξευμενίζει τους εκτελεστές και με τους εκτελεστές δίνει μορφή στους νέους ανθρώπους. Έτσι αποσπάστηκαν τα λόγια από τα αισθήματα κι έτσι έγιναν ένα όπως τα μίγματα των νερών.   Από κει που στέκεστε ως εμάς.  Αυτός ο δρόμος από κει που στέκεστε και λαμποκοπά ο τρομακτικός ιδρώτας σας.   Κάποιος πρέπει να μας προειδοποιεί πριν γεννηθούμε και τότε δεν είχα γεννηθεί.  Αυτός ο δρόμος ως εμάς είναι δικός μου.  Πάντα τον κάνεις μ’ έναν μεγάλο ίλιγγο.  Ο ιερός γύφτος είναι η απόδειξη.  Ο πιο κατευθείαν δρόμος τον ήξερα από όλη μου τη ζωή πως αποδώ περνάν εγκληματίες.  Τον έκαναν οι μητέρες μου κι εργάτες. Δεν ήταν συμβολικές μητέρες αλλά τις είδα και γυρνώντας ξαφνικά τις είδα όλες καθισμένες στη γη και με κοίταζαν. Σαν έτοιμες ν’ αρχίσουν και με περίμεναν για ν’ αρχίσουν. Ήταν ένα συνεργείο που ήταν σα φυλή όλες μου οι μητέρες βοηθούσαν μασούσαν κάθονταν καταγής και μέσα στον ήλιο μασούσαν αργά το χώμα βαμμένες σα βασίλισσες μασούσαν το χώμα και το ετοίμαζαν.  Από πού να ήρθαν και φορούσαν μαλακές προβιές από λυπημένους ανθρώπους ηλιοκαμένοι εργάτες.  Δούλευαν όλη μέρα και μοναχικοί δουλεύαν ένας εδώ κι ο άλλος μακριά όπως σκοτώνονται στον πόλεμο και σαν να δούλευε ο καθένας χωριστά κι ο καθένας για δικό του λογαριασμό. τρόμαζαν ακίνητοι και ταραγμένοι από ένα όστρακο. Όταν στο σκάψιμο έβρισκαν όστρακο από θαμμένη θάλασσα και τότε οι εργάτες ανασήκωναν με μια ευλάβεια αναποδογύριζαν το όστρακο κι εξέταζαν με μια ταραχή το αποτύπωμα και με μια μελαγχολία απόμεναν ακίνητοι ένας μυστηριώδης συναισθηματισμός κι ασυνήθιστος συναισθηματισμός για τέτοιους ανθρώπους της σκλαβιάς και της σκυλίσιας δουλειάς τυραννισμένοι να  ονειροπολούν με τα όστρακα

η μέρα έμοιαζε με εικόνισμα γλυτωμένο από πυρκαγιά σα μισοκαμένη

λυπήθηκα και σαν φόβος ένιωσα να σε λυπάμαι… (σελ. 42)

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΣΤΥΧΙΕΣ ΜΟΝΟ ΝΑ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΥΕΣΑΙ ΜΠΟΡΕΙΣ 

(5η ενότητα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ, πρώτη έκδοση  ΚΕΔΡΟΣ 1971 σελ. 43 – 45)

Από την τέντα έσκυψε κάποιος και τον κοίταξε. Είχε σκούρο δέρμα κι άσπρα πελώρια μάτια. Η έκφραση του προσώπου σαν να τραβιόταν μακριά από τα μάτια. Αλλά η έκφρασή του δεν φανέρωνε τίποτε κι ούτε ψυχρή ή απαθής κι απολύτως τίποτε αλλά ούτε άδεια. Έπειτα χάθηκε. Ήταν σωματώδης. Τον ξαναείδε μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα κι ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας. Πάλι εκείνα τα μάτια και πρόσωπο διαβολικό. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο να τον δει από κοντά. Τότε είδε πως δεν ήταν εκείνος που παραφύλαγε από την τέντα. Αλλά στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένο ένα παράξενο ζώο που ήταν δεμένο στο κρεβάτι. Όλο του το πρόσωπο είχε ένα σγουρό μαλλί σα πρόβατο κι από το στόμα φαινόταν το κάτω ούλο κι οι ρίζες των δοντιών. Τα μάτια του μικρά και χάντρινα. Τινάχθηκε αγριεμένο. Αλλά ήταν δεμένο και ξανάπεσε πίσω και βογκούσε σαν από πόνο. Κι άλλα κρεβάτια και παντού ήταν ξαπλωμένα τέτοια ζώα και δεμένα. Σαν πρόβατα και μάλλον σα παιδιά μ’ ένα σγουρό κι άσπρο τρίχωμα

Αλλά ήταν και δυο ανθρώπινα πλάσματα. Το σώμα τους ήταν αφύσικα μικρό κι ήταν τελείως φαλακρά. Σαν κομοδίνα εικόνες του Χριστού και πολλές φωτογραφίες. Όμως το μέρος εκείνο δεν ήταν νοσοκομείο. Τότε ένα από αυτά τα πλάσματα σα μεγάλα νεογνά. Του είπε σε τρομάζουν. Εννοούσε τα δεμένα ζώα. Είπε σε τρομάζουν με μια χαιρεκακία και σα περηφάνια και σαν ο τρόμος που προκαλούσαν να ήταν η επιβεβαίωση της φοβερής δυστυχίας τους κι αφού για τις μεγάλες δυστυχίες μονάχα να υπερηφανεύεσαι μπορείς. Στον τοίχο του δωματίου ήταν ένας μικρός και πολυτελής καθρέφτης. Από κείνους τους κυρτούς που τους λεν καθρέφτης της μάγισσας. Στο κέντρο του καθρέφτη ανέπνεε μια σκιά πότε μεγάλωνε και πότε μίκραινε αλλά ρυθμικά σα μια σκιά καρδιάς. Απλώθηκε μια ησυχία σαν ένας ψηλός και κάτασπρος τοίχος μοναστηριού. Έγειρε στα σκαλοπάτια κι άκουγε εκείνη τη γυναίκα. Ήταν ψηλή με μεγάλα κόκαλα. Πενήντα πέντε χρονών και το πρόσωπό της κυρίως. Μικρό κι αραιά χωμένα μάτια και τα μαλλιά της μαύρα κι όρθια σα χάρτινο πλατύ  κεφαλομάντηλο. Μιλούσε σιγά και τα χέρια της πήγαιναν κι έρχονταν. Συνέχεια σκάλιζε τα ρούχα της και τα ’σιαχνε και μιλούσε με μια μεγάλη ντροπή είναι τώρα τριάντα χρόνια. Ήταν το πρώτο μου παιδί κι αργά τη νύχτα γύρισε ο πατέρας του από τη Σαλονίκη. Του ’φερε ένα καινούργιο κουστούμι. Το έλεγαν Φωτεινό.  Ο Φωτεινός έξη χρονών και πόσο ήταν ζωηρό. Ξεκινήσαμε και πήγαμε. Ο Φωτεινός με τα καινούργια και να χοροπηδά. Φτάσαμε και μας περίμεναν. Η Τάσσα μας αγαπούσε και μας έκανε μεγάλες χαρές. Ο Φωτεινός λέει πονά το κεφάλι μου. Σε λίγη ώρα του ήρθε πυρετός κι άρχισαν οι σπασμοί. Να λιώσει η ψυχή μου. Το πήγαμε αμέσως στο γιατρό. Το κρατούσα αγκαλιά και πήγαινα μια ώρα δρόμο. Έβρεχε κι από πίσω μου ο πατέρας μου. Τύφλα μεθυσμένος να τραγουδά κι ύστερα ερχόταν κοντά μου. Μ’ άρπαζε και μ’ έσφιγγε και μας έσφιγγε και τους δυο κι έκλαιγε έκλαιγε έκλαιγε.  Κι εγώ τον ξεκολλούσα και τον έδιωχνα και με τον Φωτεινό στην αγκαλιά. Πήγαινα κι έβρεχε. Ο γιατρός του έκανε μια ένεση. Στράβωσε το στοματάκι του. Ύστερα κοιμήθηκε βαριά. Το πήρα πάλι και γυρνώ. Ο πατέρας μου καταπόδι μου να τραγουδά και να κλαίει. Εκεί που φτάναμε ο Φωτεινός άρχισε πάλι να τραντάζεται και μέσα στα χέρια μου τρανταζόταν σαν άγριο πουλί και πέθανε πάλι. Η ψυχή μου σπάραζε είπε η γυναίκα με ντροπή.

 

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΕΙΔΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

(έκτο και τελευταίο απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», πρώτη έκδοση ΚΕΔΡΟΣ 1971)

Έφυγαν να γυρίσουν στον τόπο τους κι εκεί θα πεθάνουν σαν μια κοίμηση.  Αλλά τους σκότωσαν μ’ ένα φρικτό θάνατο σαν να τους τιμωρούσαν.  Η έκπληξη έφραξε τον πόνο αλλά ύστερα παραδόθηκαν στο μαρτύριο και υπέφεραν.  Αλλά σαν ένα αίσθημα ονείρου και κατά βάθος αισθάνονταν πόσο τους άρμοζε αυτός ο θάνατος.  Δεν σωζόταν κανένα δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν και ν’ αντισταθούν.   Ο Γιατρός Ινεότης έφυγε να γυρίσει στον τόπο του.  Μαζί του ήταν και πήγαιναν μαζί.  Ένας γύφτος που ακόνιζε μαχαίρια.  Κανέναν δεν συνάντησαν.  Ένα προαίσθημα έπνιγε τον Γιατρό Ινεότη.   Όμως ένιωθε μια υπερδιέγερση και μια αλλόκοτη σωματική ευχαρίστηση.  Είχε μια ευεργετική συναίσθηση του σώματός του.  Προχωρούσε στον έρημο δρόμο και τον έσφιγγε ο δροσερός αέρας.  Πρώτη φορά το σώμα του και με μια διαπεραστική καθαρότητα το σώμα του χώρισε από τον αέρα κι από τον κόσμο κι αποχωρίστηκε και καταλάβαινε πως θα ήταν πολύ όμορφος.  Ο γύφτος γυρνούσε και τον κοίταζε μ’ ένα θαυμασμό.  Δεν συνάντησαν κανέναν και πότε πια δεν συνάντησαν.  Έφρασαν και το Ty Croas έρημο κι ακατοίκητο.  Τότε ο Γιατρός Ινεότης κατάλαβε τον εφιάλτη που του έστησε η μοίρα του.  Είχε οριστικά χαθεί από το τέλος των ανθρώπων.  Όπως είχε ζήσει έξω από τη ζωή των ανθρώπων έτσι θα ζούσε κι έξω από τον θάνατό τους.  Η υπόλοιπη ζωή του αφανίστηκε μέσα στην αιώνια μοναξιά.  Σαν όμορφη ανάμνηση ερχόταν κι έφευγε. Σαν ένα χρύσισμα σταχυού φαινόταν και χανόταν.  Εκείνος ο ερημικός περίπατος του γυρισμού μα πάει να πεθάνει μαζί με τους ανθρώπους.  Η Γη που έβγαζε ένα φως κι ο γύφτος που τον έβλεπε με θαυμασμό. [ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ,  Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ, πρώτη έκδοση ΚΕΔΡΟΣ 1971 σελ. 47-48]

Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΕΡΟ ΜΑΓΝΑΔΙ…

  (… κεντισμένο   με ρόδα   και   με βάγια   με ήλιους   και   με άστρα που τα απλών’ η Μάγια απάνω στης αλήθειας το σκοτάδι…) Δεν σ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ