(…Κι ούτε τον
άνθρωπο έχω.
Κρατώ ωστόσο μια
απουσία που μπορεί να πάρει τη μορφή
οποιουδήποτε απ’ τους δυο… - Roberto Jaurroz)
Είναι ωραίο πράγμα ο άνθρωπος,
το πιο ωραίο, ίσως, αντικείμενο,
κυρίως όταν μένει ακίνητος και
σιωπηλός σε μια γωνιά του δωματίου
ή του τοπίου
λησμονημένος και σχεδόν αόρατος.
Όσο πιο ακίνητος ο άνθρωπος, όσο πιο
σιωπηλός τόσο πιο ωραίος·
όσο πιο αόρατος τόσο καλύτερα για το
δωμάτιο ή το τοπίο!..
Βυθισμένος σε βαθιά πολυθρόνα – πιο βαθιά κι απ’ την ψυχή του –
ένας άνθρωπος ατενίζει το ταβάνι κι
είν’ ευτυχής
που μπορεί να κοιτά προς τα πάνω χωρίς τον κίνδυνο
ν’ αντικρίσει τον ουρανό.
Ελάχιστος, μόλις ορατός δια γυμνού οφθαλμού,
ένας άνθρωπος ταξιδεύει μες στο
ποτήρι του και ναυαγεί!..
Βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο η ψυχή,
αφάνταστα βαρύ για τόσο αδύναμο κορμί.
Πάλι καλά που το ταξίδι δε κρατά πολύ.
Αυτός ο άνθρωπος ερωτεύτηκε τη ζωή
του·
μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του κι
ακόμα πιο πολύ την αγαπά· σχεδόν
αφύσικα.
Ωστόσο, η ζωή του αδιαφορεί γι’ αυτόν τον έρωτα
και συστηματικά τον αγνοεί·
μάλιστα του γυρίζει και την πλάτη.
Αυτός ο άνθρωπος κοιτά την πλάτη της ζωής του και
διαπιστώνει (ακόμα μια φορά)
ότι δεν φτάνει ν’ αγαπήσεις για ν’ αγαπηθείς!..
Θα μπορούσε να της γυρίσει κι αυτός την πλάτη.
Θα μπορούσε ν’ αναζητήσει μιαν άλλη,
φιλικότερη ζωή.
Θα μπορούσε, πισώπλατα, να της καρφώσει ένα μαχαίρι.
Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν κάνει.
Μένει ακίνητος, εκεί, κοιτώντας με παράπονο την πλάτη της.
Αυτός ο άνθρωπος αγαπά τη γη,
την αγαπά τόσο πολύ που αδιάκοπα την αγοράζει·
έχει αγοράσει τόσα χώματα…
Αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπά η γη, τον αγαπά τόσο πολύ
που αδιάκοπα τον προσκαλεί να τον σκεπάσει μ’ όλα της τα χώματα!..
[ επιλογές από
την ενότητα ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ στη συλλογή
του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991.
Ανθολογούνται
Μικρές Ιστορίες και από τις ενότητες
ΠΕΡΙ
ΜΑΧΑΙΡΩΝ, ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ και
ΠΕΡΙΨΥΧΗΣ
Συγκεντρωτική
έκδοση:
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]
ΚΑΠΟΙΟΣ
ΒΡΗΚΕ, ΚΑΠΟΤΕ, ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ
ΚΑΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
(από
την ενότητα ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
1991)
Αιώνες τώρα, κάθεται, σε μια γωνιά του κόσμου, και κοιτά να ’ρχονται και να
φεύγουν οι γενιές, βλέπει πολιτισμούς καινούργιους να γεννιούνται, να γερνούν
και να πεθαίνουν.
Είν’ ευτυχής ή μάλλον, δεν είναι δυστυχής. Λιγάκι κουρασμένος, ίσως·
η μνήμη του είναι μεγάλη και βαριά
σαν την ιστορία. Το χειρότερο είναι ότι
πλήττει· έχει φάει κι
έχει πιεί ό,τι εφηύρε του ανθρώπου η λαιμαργία, έχει παίξει όλα τα
παιχνίδια, έχει γνώση όλης της
γνώσης, έχει ερωτευτεί όλο τον έρωτα,
τίποτε δεν έχει πια να κάνει. Κάθεται
εκεί, σε μια γωνιά του κόσμου, και κοιτά
τον ήλιο και τ’ αστέρια να γερνάνε και να
γέρνουν προς το τέλος τους. Κάθεται εκεί
κι αναρωτιέται μήπως θα ’πρεπε ν’ αρχίσει της ζωής ν’ αναζητάει το αντίδοτο!..
ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΤΟΥ
ΧΡΟΝΟΥ,
ένα ευτραφές, καμπύλο στομάχι ήρθε κι απάλυνε τις αιχμές του γωνιώδους
κορμιού του, της αγωνιώδους ψυχής του!..
ΧΩΜΑ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΧΩΜΑ ΚΙ Ο ΑΕΤΟΣ
(…όμως ο άνθρωπος μουλιάζει και σαπίζει, ενώ ο αετός
πετά ψηλά…)
Αυτός ο άνθρωπος ρουφάει το τοπίο μ’ όλες τις αισθήσεις του. Τι βουλιμία, θεέ μου!.. Εξαφανίζει ένα – ένα τα βουνά, στο
βάθος, και τη θάλασσα και, πιο κοντά,
σιτοβολώνες , αμπελώνες, ελαιώνες και,
πιο κοντά ακόμα, δένδρα κι
άνθη και γρασίδι. Απ’ όπου κι αν περάσουν οι αισθήσεις του,
αφήνουν πίσω τους μια μαύρη τρύπα. Αν
τον αφήσουμ’ έτσι, θα καταβροχθίσει όλον τον κόσμο!..
Όμως, να, γκρεμίζεται αίφνης μες στην τρύπα που άνοιξε. Πάλι καλά·
τώρα, θα έχουμε απλώς να ζήσουμε μ’ αυτή τη μαύρη τρύπα. Αν μάλιστα την περιφράξουμε κατάλληλα, μπορεί
να γίνει αξιοθέατη κι ίσως να χρησιμεύσει και ως δίδαγμα σε όλους
τους βουλιμικούς της ομορφιάς!..
Μονάχα όταν τρώμε ή κοιμόμαστε δεν επιχειρούμε πράγματα που μας
ξεπερνούν. Μονάχα τότε δεν διαπράττουμε
το αμάρτημα της έπαρσης. Κι ίσως ακόμα,
όταν ερωτευόμαστε απλά, σαν ζώα.
ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ
ΤΗΝ ΦΤΙΑΧΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ· ΤΗ ΒΡΙΣΚΕΙ ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΤΗ
ΧΑΝΕΙ…
(ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
μικρές ιστορίες από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991)
ΠΕΣ
ΜΟΥ ΜΕ ΤΙ ΜΑΧΑΙΡΙ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΕ ΤΙ ΠΛΗΓΗ ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ
(μικρές
ιστορίες ΠΕΡΙ ΜΑΧΑΙΡΙΩΝ από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991)
Ένα μαχαίρι που ακονίστηκε αμέτρητες φορές, που ακονίστηκε ως την εξαφάνιση, είναι ένα
μαχαίρι εξαϋλωμένο, είναι ένα μαχαίρι
εξιλεωμένο.
Ένα μαχαίρι που έκοψε, έκοψε αμέτρητες φορές, ώσπου
η αιχμή του στόμωσε, όσο κι αν φαίνεται άχρηστο, είναι σοφό μαχαίρι. Έπαψε πλέον να μοιράζεται σε χίλιες δυο
εντυπώσεις, καρπούς και σάρκες τεμαχίζοντας,
από χυμούς και αίμα μεθώντας.
Απόκτησε εσωτερική ζωή και στη μοναδική αλήθεια του θανάτου
συγκεντρώθηκε. Η κόκκινη σκουριά, που
ιδρώνει η λάμα του, μιλάει για τη μέσα του αγωνία.
Ένα μαχαίρι που πετά και στο στόχο καρφώνεται είναι
ένας αετός μ’ αλάνθαστο ράμφος!..
Ένα μαχαίρι που πετά και στη μέση της πτήσης του
πέφτει είναι ένα κουρασμένο χελιδόνι.
Κοιμισμένο στο συρτάρι της κουζίνας, το ταπεινό μαχαίρι
ονειρεύεται πως γίνεται σπαθί κι
αστράφτει απειλητικά μέσα στον κουρνιαχτό της μάχης.
Την άλλη μέρα τεμαχίζοντας καρότα, μέσα στους
υδρατμούς και στις κλαγγές σκευών,
θαρρεί πως ξανακούει το κάλεσμα της σάλπιγγας κι
ορμάει, ξαφνικά, ακάθεκτο και κόβει της νοικοκυράς το δάχτυλο!..
Υπάρχουνε μαχαίρια που ζήσαν πολυτάραχη ζωή κι αλλάξαν πλήθος χέρια πριν καταλήξουν,
θλιβεροί απόμαχοι, στη σκονισμένη σιωπή των παλαιοπωλείων· αιμοσταγή μαχαίρια που πωλούνται κι
αγοράζονται ως χαρτικόπτες.
Φτωχό μαχαίρι, στομωμένο, άλλοτε για την κόψη σου καμάρωνες, τώρα, για
τη λαβή σου.
Υπάρχουνε δειλά μαχαίρια που λιποθυμούν στη θέα του
αίματος, που αποφεύγουνε και τα καρπούζια ακόμα.
Το δίκοπο μαχαίρι δεν μπορεί ν’ αλλάξει γνώμη, δεν
μπορεί τα νώτα του να στρέψει στη σφαγή.
«Μάχαιρα έδωσες,
μάχαιρα θα λάβεις», έλεγαν οι
παλιοί και εννοούσαν, φυσικά, τη φιλική χειρονομία του
δώρου και του αντίδωρου που, δυστυχώς,
έχει εκλείψει πλέον.
Διόλου τυχαίο που το χέρι ομοιοκαταληκτεί με το
μαχαίρι· μαζί στο φόνο καταλήγουν!..
Χαρούμενα βελάζουμε, μα χέρι φονικό μαχαίρι ετοιμάζει.
[επιλογές από την ενότητα ΠΕΡΙ ΜΑΧΙΑΡΙΩΝ στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
1991]
ΥΠΑΡΧΟΥΝ
ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΜΕ ΤΗ ΣΩΠΗ ΠΑΡΑ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ (Roberto Juarroz)
(μικρές
ιστορίες ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη
ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991)
Η
Ποίηση με οδηγεί όπως ο σκύλος τον τυφλό·
βρίσκει για μένανε το δρόμο που, όμως, δεν οδηγεί ποτέ στο σπίτι!..
Η
θλίψη αυτή γεννά ένα Ποίημα. Το ποίημα
αυτό γεννά μια θλίψη που γεννά ένα ποίημα
που γεννά μια θλίψη…
Έξω
απ’ αυτόν το φαύλο κύκλο, υπάρχει μια χαρά που δεν γεννά τίποτα και
τίποτα δεν τη γεννά· μια μεγάλη,
αυθύπαρκτη, στείρα χαρά!..
Γράφω
τα ποιήματά μου με τον ίδιο τρόπο που στρώνει το κρεβάτι του ο μελλοθάνατος
λίγο πριν από την εκτέλεση· μεθοδικά και
τακτικά, φροντίζοντας σχολαστικά την κάθε λεπτομέρεια, την ίδια τρέφοντας μ’
αυτόν φρούδη ελπίδα ότι, αν δείξω επιμέλεια, θα μου δοθεί, την τελευταία
στιγμή, η χάρη.
Κοντή κουβέρτα η Ποίηση και, κάθε που την τραβάς
για να φυλάξεις το κεφάλι σου από τους εφιάλτες του άλλου κόσμου, στην παγωνιά
αυτού του κόσμου τα πόδια σου αφύλακτα αφήνεις!..
Δουλεύοντας ένα ποίημα, του περισσεύουνε, συχνά,
λέξεις, φράσεις και στίχοι, μικρά ρετάλια, αποκόμματα που,
ωστόσο, δεν του πάει να τα πετάξει. Και
έχει δίκιο, γιατί, κάποτε, αυτά τα άχρηστα, παράταιρα κομμάτια, συνθέτουν,
ξαφνικά και ως δια μαγείας, ποιήματα μιας τέλειας αρμονίας.
Τα ποιήματα είναι τοπία ή
αποσπάσματα τοπίων, όπως αυτά που
βλέπεις απ’ το παράθυρο, υπερταχείας:
στιγμιαίες, ξαφνικές εικόνες που προς εσένα έρχονται ή
φεύγουν από σένα, ανάλογα με το αν κοιτάς κατάφατσα τον προορισμό
σου ή
αν την πλάτη σου του ’χεις στραμμένη.
Εγώ δεν γράφω ποιήματα, την ποίηση απλώς ανακαλύπτω, θαμμένη κάτω από
αλλεπάλληλα στρώματα λέξεων· απλώς
ανακαλύπτω το γυμνό κορμί της.
Μ’ αυτό που δεν λέει, μ’ αυτό που σκόπιμα ή εν
αγνοία του αποσιωπά, μ’ αυτό που ούτε καν υπονοείται από τα λόγια του, μ’ αυτό
μας πείθει ο Ποιητής!..
[επιλογές από την ενότητα ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
1991]
ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ ΤΑ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ
ΟΝΕΙΡΑ, ΤΑ ΑΠΟΦΟΡΙΑ ΑΛΛΩΝ ΨΥΧΩΝ
(μικρές ιστορίες ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
1991)
Γέρασες,
φίλε, και βουβάθηκαν τα μάτια
σου, δεν τραγουδάνε πια, όπως
πρώτα, δεν μιλούν, δεν ψιθυρίζουν καν. Δυο σκοτεινά παράθυρα τα μάτια σου,
χτισμένα, και πια δεν φτάνει ως εμένα η
μέσα μουσική σου. Υπάρχει αλήθεια, ακόμα
αυτή η μέσα μουσική ή μήπως είσαι ως εκεί χτισμένος, ως τα μύχια της ψυχής σου, πλήρης σιωπής
και συμπαγής σαν πέτρινο άγαλμα;
Ξηλώνει η ψυχή μου στις ραφές. Κάτι φουσκώνει μέσα
της, κάτι να την τινάξει θέλει από πάνω του. Σαν το κορμί που δεν χωράει πια
στα ρούχα, σαν την ψυχή που δεν χωράει
πια στο σώμα, έτσι φουσκώνει κάτι μέσα
στην ψυχή μου και την ξηλώνει στις ραφές!,,
ΣΑΝ
ΤΡΥΦΕΡΟ ΚΛΑΔΙ ΛΥΓΙΖΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΜΗΤΙΚΗ ΠΝΟΗ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ…
(…λυγίζει
αλλά δεν σπάει!.. Για πόσο ακόμη; Το
τρυφερό κλαδί σκληραίνει και ξύλο γίνεται που δεν λυγίζει, αλλά σπάει… )
Μ’ ένα
κουτί σαρδέλες Ιταλίας κι ένα μπουκάλι ούζο Μυτιλήνης, αντιμετώπισα κι
απόψε, ουρανέ, τις στρατιές των άστρων σου!.. Με τέτοια όπλα ευτελή, κατάφερα, για μια φορά
ακόμη, ν’ απομακρύνω τον αβάσταχτο ζυγό της απεραντοσύνης!.. Με τέτοια όπλα κι ένα ακόμα, ελάχιστο κι αυτό, το αηδόνι που κελάηδαγε, τόσο μελωδικά, μέσα
στη μαύρη ρεματιά, τον τρόμο του!.. [μικρές ιστορίες από την ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ στη
συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΕΣΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1991 - από το συγκεντρωτικό τόπο Αργύρης Χιόνης Η
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]
Παρασκευή, 29
Νοεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου