(… στης φλόγας την τρεμάμενη αφή…)
Τον Μίδα σκέφτομαι βεβαίως. Όπως
εσείς.
Το ακόρεστο χρυσάφι που ανθράκευε
Κάθε του άγγιγμα. Ύστερα λέω:
Πώς γύρισα άραγε ανάποδα το θαύμα
Και ό,τι δέχεται το ελάχιστό μας χάδι
Απανθρακώνεται Σ’ αόρατη αστραπή;
Δεν έχω απάντηση.
Κι ας βλέπω γύρω τους καπνούς Να εκτυλίσσονται
Σαν ρητορεία μυθεύματος Περί των εγκοσμίων.
Θωπείας θυμίαμα Ή το εξώτερον
Που με ανταύγειες χρυσαφιές
Τώρα μηδίζει αγγέλλοντας Τα ερεβώδη.
Καύση των ζώντων.
Και στρεβλή ετυμολογία
Που όμως λέγει τ’ αληθή
Το άνω θρώσκω.
Σ’ αυτή την τελετή Μείνε νηφάλιος:
Το δέρμα σου Κρησφύγετο αφύλαχτο
Στης φλόγας Την τρεμάμενη Αφή.
[Η ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΑΦΗΣ από τη συλλογή του
Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ, εκδόσεις Καστανιώτη 2013]
ΕΤΣΙ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Αντώνη
Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)
Σαν τον Κυναίγειρο, τον αδελφό του Αισχύλου
Ξέρετε.
Που όταν οι Πέρσες απ’ τον Μαραθώνα τρέξανε
Στα πλοία τους να φύγουν να σωθούν
Αυτός εμπόδισε μια τριήρη χώνοντας
Τα νύχια του στην πρύμη.
Του ’κοψαν
Το χέρι απ’ τη ρίζα.
Αιμόφυρτος
Συνέχισε με τ’ άλλο.
Κι όταν το ’κοψαν κι εκείνο, σε ύστατη,
Μπήγει τα δόντια στο σκαρί ελπίζοντας
Να ματαιώσει, λέει, την αναχώρηση.
Να ματαιώσει,
πώς; Ένας προς άλλους;
Φούμαρα του μύθου,
αμετροέπειες.
Την αναχώρηση την είχε δεδομένη. Πάλευε
Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.
Αφού (ομογάλακτος
του Αισχύλου) το ’νιωθε:
Κάθε λεπτό είν’ από μόνο του μια νίκη. Πάλευε
Την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει.
Σαφώς την καθυστέρηση.
Με νύχια και με δόντια!..
ΚΥΝΑΙΓΕΙΡΟΣ
Δεν έχει περάσει ακόμα ούτε λεπτό.
Καθώς κρατούσα καρφωμένο το καράβι
με τα δύο -
Νυστέρι; Ξίφος; Κεραυνός;
μου κόβει σύρριζα τ’ αριστερό. Δεν πόνεσα
Όσο κανείς θα φανταζόταν.
Πίδακας
Μόνο πηδάει ζεστός απ’ τ’ ακρωτήρι του ώμου
Κι άξαφνα
Δίπλα ένα χέρι στο νερό.
Σαν ξένο.
Ένα κομμάτι εγώ, σαν
ξένο. Απόμακρο.
Με ό,τι κράτησε
ό,τι χάιδεψε ολόκληρη ζωή
Να στραφταλίζει αφρόψαρο
Ξεπνοημένο.
Ανάλαφρο
Τώρα τραβάει χορευτικά
Προς το βυθό!..
-Τι πονεμένη, Θε μου, αναλγησία!..
Εδώ κηδεύεις τον εαυτό σου σε κομμάτια,
Και άδακρυς
Εσύ κεντά μεταφορές,
σαν τους ποιητές;
Σαν τους ποιητές
Που με χαρτί για σάβανο
Κηδεύουνε
Σε κάθε λέξη έναν απόμακρο εαυτό.
Έναν ξένο!..
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη
ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]
ΞΥΛΑ ΟΙΚΟΣΙΤΑ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)
Στο δροσερό σαλόνι σας θροΐζει ένα δάσος.
Κορμοί ορεσίβιοι
Έπιπλα τώρα οικόσιτα
Που κάθε τόσο οι ρόζοι τους
Στάζουν κόμπους από ιδρώτα αν θυμηθούν
Τον υλοτόμο
Αυτό φαντάστηκα. Κακώς.
Γιατί δεν είναι ρόζοι·
Αλλά τα μάτια τους
Δεκάδες μάτια που έντρομα
Βλέπουν να κρέμεται
Δαμόκλειο το τσεκούρι του υλοτόμου
Αστράφτοντας –
Πάνω απ’ τη ρίζα
Του λαιμού σας
Τούτη τη φορά.
Κι από συμπόνια, οι
άκρες τους
(Σαν τη δροσιά Να
βρέχει τον κανθό)
Στάζουνε Κόμπους –
κόμπους
Σιωπηλά τα
δάκρυα!..
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ
Από την πρώτη κιόλας μέρα μου καρφώθηκε
Απόλυτη παραβολή
Στο βάζο Η τουλίπα
Πρωί – πρωί ανοίγοντας τα πέταλά της όλα
Κι ως το σούρουπο
Που μ’ απαλές κινήσεις τα μαζεύει
Κλείνεται Σιγά –
σιγά στον εαυτό της
Γίνεται Ξανά
μπουμπούκι
Την άλλη την παράλλη
Τα ίδια:
Ώριμο άνθος ανοιγμένο
Κι έπειτα
Κοντά στο σούρουπο ξανά
Μπουμπούκι.
Μια εύληπτη παραβολή
ένα κήρυγμα
Ισόβιας ανανέωσης
αιώνιας ήβης
Μέσα στο βάζο η τουλίπα.
Μάλιστα.
Την πέμπτη έκτη μέρα
Σαν να υπέθεσα
Μικρά σημάδια κόπωσης
στο άνοιξε - κλείσε
Και λεπτές ρυτίδες αφυδάτωσης –
Τίποτα πάντως ευκρινώς
Ανησυχητικό.
Γι’ αυτό μου ήρθε ξαφνικό
Καθώς την έβδομη
Ούτε λουλούδι ούτε
μπουμπούκι
Αλλά τα πέταλα
Ριγμένα ξέπνοα στο τραπέζι.
Πάει λοιπόν το καημένο το λουλούδι
Πάει το κήρυγμα
Πάει μαζί του ολόκληρη παραβολή.
Α όχι, αυτή τη νέα παραβολή
Θα την κρατήσω.
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη
ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]
ΤΟ ΓΡΑΝΑΖΙ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)
Το αναφέρω εδώ με πάσαν επιφύλαξιν –
Μη θεωρηθώ
Κάνας λειψός αλαφροΐσκιωτος
Η (λέξη ωραία μα
πολύ ποιητική) Νεραϊδοπαρμένος.
Συνέβη έξι εφτά φορές
Αιφνίδια πάντα: Εκεί
που κοίταζα
Ευθεία μπροστά με ζοφερή αμεριμνησία
Τα τεκταινόμενα.
Κάπου στην άκρη του βλεφάρου διέκρινα
Οδοντωτό γρανάζι που έπαλλε
Μάλλον που γύριζε σε χρόνο τακτικό
Με κουρδισμένα, ρολογίσια βηματάκια.
Μόλις το βλέμμα μου γυρνούσε κατακεί,
Εξαφανιζόταν.
Δεν το περιέγραψα σαφώς.
Ωστόσο η αίσθηση
Υπήρξε απόλυτα σαφής
Και παραμένει:
Ένας σφυγμός κάτι μ’
ακρίβεια να μετράει
Μικρός τροχίσκος να τυλίγει μια κλωστή
Μηχανισμός που αθέατος δουλεύει
Κι από αμέλεια
(Ποιος συνωμότης να προβλέψει το απρόβλεπτο)
Βγήκε για κλάσματα στο φως.
Δεν υπερβάλλω. Ούτε
άλλωστε
Θα με πτοούσε το τυχαίο.
Έξι κι εφτά
Και δεκαεφτά φορές να μου συμβεί – τι έγινε;
Το οργανωμένο είναι αυτό που με πτοεί. Ο άψογος
βηματισμός σε χρόνο ταχτικό
Η ρολογίσια περιέλιξη αοράτου νήματος
Γύρω από τον άξονα ενός κέντρου που δεν ξέρω.
Μηχανισμοί αθέατοι,
συνωμοσίες, γρανάζια.
Λέξεις που αυτόματα γεννούν ανησυχία
Ώστε αντεδείκνυται
Ν’ ανησυχεί κανείς πραγματικά.
Όμως ποιο κέντρο να ’ναι αυτό;
Ποιος άξονας;
Και πόσα μέτρα νήμα έχει απομείνει;
ΧΡΟΝΟΣ ΕΝΤΟΜΟΥ
Παίρνοντάς το για κουνούπι
Χτυπάω κατά λάθος
Άγνωστο έντομο.
Ασήμαντο ατύχημα
Παρά ταύτα μοιραίο:
Μετά βίας το θύμα
Και με ισχνό αποτέλεσμα
Προσπαθεί ενστικτωδώς
Να κινήσει τα μέλη.
Δεν λέω χωρίς τύψεις
Προβλέπω δυσοίωνη εξέλιξη.
Καταδίκη ασιτίας,
παράλυση,
Επονείδιστα τέλη εν οδύνη.
Τι το θέλει να ζει;
Με μικρό δισταγμό
Ενός – δύο λεπτών
Επιχειρώ ευθανασία.
Συνθλίβω το πλάσμα ευχόμενος
Εκ βάθους καρδίας
Και για μένα παρόμοια σύντμηση πόνου
Αν ποτέ ο μη
γένοιτο.
(Πριν σκεφτώ, πριν
προλάβω να νιώσω)
Από τότε συχνή ανησυχία μ’ αγκυλώνει:
Σε ποια τάξη ν’ ανήκε
Το ακούσιο θύμα μου;
Ποιο το μέσο προσδόκιμο ζωής του;
Διότι αμ πρόσεξε, αν
- Ήταν ζώο βραχύβιο
Και βραχύβιο τόσο,
που ένα δίλεπτο
Να ισούται σε μέτρο ανθρώπινο Με βδομάδες
ή μήνες
(Όπως γίνεται, ας πούμε, στα καλούμενα «εφήμερα»)
Ποιος γνωρίζει αν και τούτο το δύστυχο
Δεν υπέστη μαρτύρια ιώβια
Για βδομάδες ή μήνες εντόμου
Ώσπου να βγει η ψυχή του;
Κι αν στα θεία κατάστιχα
Εκείνη η ευχή
Δεν διαβάζεται πια
Σαν κατάρα!..
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη
ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]
Η ΔΙΑΝΟΜΗ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)
Φόβος οργή αηδία·
Μ’ ανάποδη αλφαβητική σειρά
Χωρίς συνείδηση
Ξυπνάω από λιλιπούτειο βάδισμα
Πάνω στο χέρι μου:
Σε πλήρη εξάρτηση εκστρατείας
Προελαύνει αθόρυβα
Μα σταθερά
Μια κατσαρίδα.
Μ’ απρόσμενη ετοιμότητα
Κι από ένστικτο
Τη ρίχνω χάμω αστραπιαία,
τη συντρίβω.
Από ένστικτο.
Που ’χει στο κύτταρο χαράξει Την απέχθεια
Την προαιώνια έχθρα μου
Για το σαπρό αποφώλιο τέρας.
Το λιλιπούτειο
Αποφώλιο τέρας
Που στο κύτταρο
Έχει κι εκείνο χαραγμένη
Από ένστικτο
Την προαιώνια πείνα
Για σκουλήκι.
Για τρυφερό σκουλήκι.
Που στο κύτταρο Έχει
κι εκείνο
Χαραγμένο ανέκκλητα
Να με βοσκήσει
Κάποτε Στο χώμα!..
Παίζοντας όλοι πειστικά
Χωρίς συνείδηση
Αλλά με ίδια διανομή
Σ’ αυτή Τη μία
Διαβολική Και Θεία
Κωμωδία.
ΟΙ ΠΕΙΝΩΝΤΕΣ
Μακάριοι οι πεινώντες.
Γιατί αυτοί
Όλο και κάποιο ξεροκόμματο θα βρουν
Μια χούφτα ψίχουλα
Να μπουκωθούν
Να θρέψουν
Μέχρι τελικής
Την άσπονδη
Ένδεια.
Ενώ οι άλλοι
Με στρωμένο εμπρός τους το τραπέζι
Αδύναμοι να
πιάσουνε πιρούνι
Ανόρεχτοι –
Πεινώντας
Ακατάσχετα
Για πείνα.
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη
ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]
ΥΠΕΡΜΝΗΜΩΝ ΛΗΘΗ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013)
Πλησίαζα στα χείλη της αβύσσου.
Ψέματα.
Ακόμα τώρα, ψέματα:
Ήμουνα μες στον φάρυγγά της
Ήδη
Ο μισός
Και με κατάπινε.
Καταγδαρμένο με τραβήξαν έξω.
Μόλις ξανάπιασα μολύβι, πίστευα
(Φοβόμουν μήπως; ή
έλπιζα;)
Πως θα πότιζαν αίμα τα χαρτιά.
Αίμα. Σκοτάδι. Και αυτή
Την άφατη σοφία που
(σαν να ’τανε του
Μίδα το χρυσάφι) αφήνει πάνω σου
Η κρύα χειραψία με το
Μηδέν.
Μια υπόκωφη σιωπή απ’ τα έγκατα
Θα σκέπαζε όλες τις φωνές
Τις πυρωμένες σκέψεις
Τα έμμονα αισθήματα
Τα θορυβώδη κύμβαλα των λέξεων.
Έτσι πίστευα.
Όμως, εντέλει, όχι.
Σαν να μην έγινε ποτέ –
Σαν να μην ήτανε η άβυσσος
Σαν να μη στοίχισε σταγόνα αίμα.
Υπερμνήμων λήθη που όρμησε
Σφούγγισε αμίλητη
Από παντού
Και τα ελάχιστα ίχνη.
Ώστε λοιπόν
Τόσο κοντό είναι το μολύβι,
που η μύτη του
Ίσα που φτάνει ν’ ακουμπάει μαυρίζοντας
Την κρούστα Ενός
χαρτιού;
Ή μήπως πάλι,
σκέφτομαι,
Πάει απρόβλεπτα βαθιά
Τόσο βαθιά
Ως την άβυσσο - Την
άλλη εκείνη άβυσσο,
Των αιωνίων πραγμάτων –
Και συναντάει εκεί
Τις ίδιες πάντα πυρωμένες σκέψεις
Τα έμμεσα αισθήματα
Τα ερεβώδη σύμβολα
Μιας μητρικής
Ακατανόητης γλώσσας;
Τι να πιστέψω;
ΤΥΦΛΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Με το ραβδί σαν κιμωλία χαράζοντας
Τις τεθλασμένες
Μιας πανάθλιας μοίρας.
Ο θρους των δένδρων
Είναι βέβαια πράσινος
Ενώ το αμόνι
Συνορεύει με χειμώνα
Ετούτα όλα εξ ακοής.
Χωρίς τα μάτια μου
Ξέρω τα χέρια πάνω στον πηλό
Κι άλλοτε πάλι ματωμένα
Στα μαχαίρια.
Οι ασώματες φωνές
είναι τα σώματα
Οι μυρωδιές τα πάτρια μονοπάτια.
Μια λέξη μόνο δεν γνωρίζω:
Επέκεινα
Τι πιο επέκεινα να υπάρξει δηλαδή
Από ’να τόσο τρομερό
Αόρατο Τώρα;
Κι από μια τέτοια φαντασία
Που ενδύεται σύμβολα
Κι ύστερα σύμβολα ενδύονται οι μορφές της;
Μην πλατειάζω. Η θάλασσα
Φτάνει ως τα σπλάχνα μου αλάτι των χειλιών
Με γεύση αλάθητη.
Γι’ αυτό υποθέτω άλλωστε
Πως ναι, την
είδα. Το ίδιο και το φως
Το λίγο αστείο εκείνο έμβλημα
Της γνώσης.
Ναι, το είδα.
Μια υπόθεση εντέλει υα ’ναι όλα.
Που αφού τα υπέθεσες,
θα υπάρξουν.
Κι αφού υπάρξουνε
(Η σκέψη μόνη της εκεί
Εκεί οδηγεί)
Με τεθλασμένες διαδρομές
Στο επέκεινα
Στον πιο βαθύ γκρεμό του – εις βόθυνον –
Σαν φαντασία που υποδύεται μνήμη
Κάποτε Λοιπόν Θα γκρεμιστούμε!..
ΑΚΟΥΩ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ακούω τη θάλασσα. Με διεύθυνση
μαΐστρου, ολόκληρη
Ορχήστρα εγχόρδων και πνευστών να υψώνεται
Κι από μακριά ο αντίλαλος κρουστών
Πάνω στα βράχια.
Σπουδαία μεταφορά!
Σπουδαία; Κατάπτυστη.
Που αντί απ’ τα ανήλιαγα
Κονσέρτα πλήξης κλασικής να
μεταφέρομαι
Νοερά στ’ ασίγαστα νερά
Μιας Αμοργού υπαρκτής,
Πώς μου ’ρθε τώρα να φαντάζομαι μαέστρους
Και πνευστά
Που μήτε ψίθυρο ανεμόεντα
Να ψελλίσουν.
Ακούω τη θάλασσα. Ή μάλλον
προσπαθώ.
Ωραία που είναι, αληθινή.
Σαν ψέμα.
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη
ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]
ΑΜΟΡΓΟΣ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ
2013)
Αυτός ο βράχος με το αλάτι του
Δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι.
Και το νερό του
Που σε ράντισε ασαράντιστο,
Πρώτο μετά το αμνιακό.
Κάτι αρμέγει μαύρο στο όνομά της
Α μ ο ρ γ ό ς
Όπως πλατιά που πλαταγίζει απάνω αστερόεσσα
Νύχτα.
Η νύχτα η πιο –
Να φέγγει τότε και η μικρή πυγολαμπίδα
Διάττοντας
Δεκαετία εξήντα του εικοστού
Κι ας έφυγε
Σφυρίζει αρόδου
Το παπόρι αθέατο
Μοσχάνθη Μαριλένα Ιόνιον
Με την καρίνα οργώνοντας
Γραμμή
Τη θάλασσα της νοσταλγίας.
Την άγονη.
21 ΙΟΥΝΙΟΥ
Ευκοσμία Ιουνίου. Η
πιο μεγάλη μέρα
Και μη θαρρείτε
Πως μιλώ προσωπικά
(γιατί γεννήθηκε
τη μέρα κείνη ο γιος μου)
Αλλά εξ αντικειμένου:
Ως τις κορφές αυτές προήλασε το φως
Κατατροπώνοντας το στράτευμα Του σκότους.
Ανατολή ηλίου
5.03 Δύσις ηλίου 18.51
Ο άδης κατεπόθη εις νίκος.
Βεβαίως προσωρινά.
Γιατί ενώ σιγά – σιγά φουντώνει καλοκαίρι
Κι ενώ στα μάτια των πολλών το βράδυ αργοπορεί
Με δαγκωνιές λεπτών αρχίζει αντίστροφη.
Στοιχηματίστε άφοβα·
Σκοτάδι φως
Όλα σικέ από τα πριν και μοιρασμένα
Ισοπαλίες ή θρίαμβοι –
Πότε ο ένας πότε ο άλλος νικητής
Επ’ άπειρον,
Των εποχών η δίκαιη αδικία έτσι:
Επ’ άπειρον.
Ενώ αλλού
Που η μάθηση δεν γίνεται
μητέρα επαναλήψεως
Εκεί
Μια τόση δα μεγάλη
μέρα θα δοθεί
Και μόνο νύχτα δαψιλεύεται μετά
Στον ηττημένο
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Οι πεθαμένοι μιλούν
Μια παράξενη γλώσσα
Γεμάτη φωνήεντα βρυγμών
Και λυγμούς εξοδίους.
Σαν να ξυπνούν αλαφιασμένοι
Απ’ το μέλλον
Και ν’ ανεβαίνουν
Τρέχοντας Την
κλίμακα
Του Ντο
Πάνω στα πλήκτρα
Των ακόρεστων
Δοντιών τους
ΚΟΝΤΙΝΟ
Μέριμνες επιούσιες
Μισθοί και ωράρια
Μόδες τηλέφωνα ταξίδια επιταγές
Κάτω από τόνος σκουπιδιών
Πατικωμένο βιαστικά
Το αιώνιο.
(Κι εδώ, στον στύλο
της γωνίας.
Αδύναμη
Μια λάμπα φέγγει.
Σβήνοντας Χιλιάδες
άστρα)
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη
ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ 2013]
ΜΕΣ ΣΤΑ ΣΑΓΟΝΙΑ
ΕΝΟΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟΥ ΧΡΗΣΜΟΥ…
(…η πρώτη ύλη της ψυχής θα ’ναι το σώμα.
Στον Άδη αυτόν του επάνω κόσμου…)
Αν ήσουν αδαής, θα υπέθετες Πως
είναι υπάλληλοι γραφείου. Άχρωμοι Σε
μια γωνιά εστιατορίου μηρυκάζουνε Τις
τρέχουσες κοινοτοπίες. Τίποτα Στα λόγια
ή τις κινήσεις τους Δεν μαρτυράει το
άγγιγμα της Τέχνης. Τίποτα Εκτός, νομίζω, απ’ το μειδίαμα Κι από το βλέμμα το απλανές Του γηραιότερου: Απόψε πριν τρεις ώρες ολοκλήρωσε Την πιο λαμπρή του σύνθεση. Το ξέρει Πως μάλλον θα ’ναι ο κολοφώνας του έργου του Τώρα που ο χρόνος τον στριμώχνει από παντού. Δεν βγάζει άχνα. Μόνο ακούει. Σκέφτεται Την αίθουσα των εγκαινίων Τα σχόλια των ομοτέχνων το ένθερμο Αλλά αφελές εγκώμιο του κοινού. Τον στέφανο της κριτικής. Κι αργότερα Διατριβές μονογραφίες λευκώματα Μα πιο μακριά Έναν περίοπτο τοίχο του μουσείου. Σκέφτεται -
Χορτάτος απ’ το μέλλον που άφησε Πως
κάποιοι κάποτε μπορεί να εικάσουνε Με
πόση έξαψη αχαλίνωτη θα γιόρτασε Το
βράδυ αυτό τον θρίαμβο Της τελευταίας
πινελιάς. Με πόση εύγλωττη ευφορία θ’
ανέλυε Προθέσεις κι επιτεύγματα Στους φίλους Που θ’ ακούγανε όλο δέος. Προθέσεις κι επιτεύγματα της Τέχνης. Όχι
άχρωμα Κουτσομπολιά και πληκτικές
κοινοτοπίες – Καθώς αρέσκονται Ηδονικά να μηρυκάζουν Οι αδαείς.
(ΠΕΝΤΕ ΖΩΓΡΑΦΟΙ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ,
εκδόσεις Καστανιώτη 2013)
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου