Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 

(… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη

τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…)

Γέροντας πια και πρώην καπνιστής

μονάχος με τα γένια του στο άκαρπο το ύψος περπατώντας

από νέφη σε νέφη, το ανθρώπινο, τι δρόμος,

με μικρούτσικα βήματα κωμικά και ξεβίδωτα

στην αλύπητη μουσική τους ακούγοντας

τα φτηνά του τα ξύλινα συρτοπάπουτσα

ο Βαρβαρόσας το συνήθιζε να λέει:  με συγχωρείτε,

τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.

Έτσι μιλούσε, τίποτε άλλο δεν έλεγε,

γλείφοντας με λεπτή συγκίνηση τα χείλη.

Μαύρη μεγάλη τρύπα τον τυραννούσε

στο στήθος που ’χε τώρα παλιώσει

ξεχειλώνοντας οικτρά το κρέας!

Όλοι τον κλαίγαν αμίλητοι σαν ήμερο κι αξιοδάκρυτο

δράκο παρωχημένο

σαν από αιώνες, αλήθεια, ξαφνιασμένο

και μ’ ευλάβεια κούφια του χάριζαν οι ψεύτες

ένα κάποιο συμβατικό προσκύνημα.

Εκείνος όμως είχε μια φρικτή σοβαρότητα

δεν έδινε σημασία στον ευχάριστο σεβασμό τους –

άλλωστε ποτέ δεν εξαρτήθηκε –

μα υποφέροντας βαθιά τον εαυτό του

τα οράματα που χτυπιούνται σαν κάποτε

τα φτερά του κόκορα που είχε σφάξει τα κρασάτα

τίναξε ξάφνου κάποια στιγμή το κεφάλι του προς τα πάνω

και γινότανε κείνος ο παλιός κι ανελέητος τρόμος

ανοίγοντας το στόμα του στην κατερήμωση

σαν αποτρόπαιο τέρας της χειμωνιάτικης Προϊστορίας

κι αποσπούσε μ’ ένα κρακ τη μασέλα του

την έριχνε μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό δίχως ευγένεια

δίχως κανένα σύμπλεγμα που τον έβλεπαν ολόγυρα

χτυπούσε τα παλαμάκια κι έμπαινε σιγηλή κι αθέατη

μια χανούμισσα δίκοπη στο βαθύ μετάξι θροΐζοντας –

τι θλιβερό το θέαμα η γρήγορη υπόκλιση… -

και έσπρωχνε κοντά του την άσπρη καρέκλα.

Εκείνος τότε καθότανε (με προσπάθεια ολοφάνερη)

κάνοντας αλλόκοτα κινήματα

και στύλωνε τα μάτια του στη μασέλα.

Οι παριστάμενοι φεύγαν ένας - ένας με θεατρίνικους τεμενάδες

οι ώρες περνούσαν ολοένα, κατά την άσχημη

και θλιβερή συνήθεια: την πραγματικότητα.

Εκείνος όμως έμενε να κοιτάζει βοερά τη μασέλα

βουλιαγμένος   απέραντος   αναπόσπαστος…

Κάποτε, βέβαια, ο ύπνος που ξέρει τις αποσβέσεις

έδινε τέλος σ’ αυτή την κατάσταση

μα την άλλη μέρα τα ίδια πάλι:  με συγχωρείτε,

τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.

Ένα ζωνάρι σύννεφο στη μέση του βουνού με συναρπάζει…

Τα λόγια τούτα του Βαρβαρόσα

μισο-ηλίθια θα ’λεγα και πάντως απελπισμένα

μέρα τη μέρα περίτρεχαν τους δρόμους, τα σπίτια, τους μπαξέδες

κι είχαν, αλήθεια, γίνει στην Πόλη κοινή κουβέντα κι αστείο

στο φούρναρη, στο μπακάλικο, στο ζαχαροπλαστείο,

των ηλιόλουστων χοτζάδων που χαίροντας τη ματαιότητα

του γοερού ντελάλη του παμπόνηρου βεζίρη

των βαρκάρηδων του Βοσπόρου της Ωραίας του Πέραν

αλλ’ ακόμη και του ίδιου του μυτερού σουλτάνου

καθώς έλεγαν οι ιχθυέμποροι που κάθονταν εύοσμοι

στην πιο αριστοκρατική συνοικία.

Ο Βαρβαρόσας όμως είχε το δράμα του…

Τιποτένιος από το γήρασμα και γιομάτος από τεφρώδεις

τρόμους και παραισθήσεις ο άλλοτε τροπαιούχος του αίματος

κάθε τόσο κοντοζύγωνε στα πικρά παράθυρα

για να διώξει με τα χέρια του τις ολόσωμες οπτασίες

τα λουλούδια φτύνοντας τ’ ανοχύρωτα στον άκακο μεγάλο κήπο

και τ’ αηδόνια στους κλώνους αναθεματίζοντας

γοερά προς τα έξω γερμένος.

Μάλιστα λένε πως κάποτε φώναξε σ’ έναν υπηρέτη:

«Γερός αντίλαλος η ζωή, σαν το Κοράνι,

το στεφάνι της δόξας μου ’ρχεται μεγάλο».

Φράση για πέταμα.

Ωστόσο θαν την ένιωθε ο ναύαρχος.

Κι άλλοτε λένε λιποθύμησε μ’ αυτά τα λόγια φρενιάζοντας:

«Αχ να ’τρωγα το φως! να μην έβλεπα

τα σταυρωτά σίδερα στα ρολόγια…»

Με τέτοιες, αλήθεια, σκέψεις έρημες  ωσάν τα σύκα

που χάσκουν έξω στη φύση τον Ιούλιο –

σακαράκα ο φτωχογέροντας ή μάλλον

ολάνοιχτη πόρτα και χειμώνας ο ίδιος

έμπαζε της αθρόες αντιφάσεις

και ξύλιαζε ο σπαραγμός του – τι παράξενο,

σε πολύ τρυφερά δευτερόλεπτα.

Ο κόσμος δεν τη χωρούσε τέτοιαν απόγνωση

και κανένας θεός δεν έβγαζε σπινθήρα.

Η φύση τώρα του ’χε γίνει φανταστικότερη

τα φαιά πετρώματα η αγιότητα των θάμνων.

Αλαλιασμένος αποφάσιζε χαμάμ ο τρισάθλιος

δίχως ανάσταση μες στους ανάερους ατμούς τους ομιχλώδεις

κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη

τους γκρεμισμένους έρωτες του λουτρού με σκλάβες ωσάν κάτασπρα λαγούτα

χαϊδεύοντας πότε-πότε τ’ αχαμνά του τ’ ανεξήγητα

που τα ’χε σακουλιάσει απαίσια το γήρας.

Από κει μέσα έβγαιν’ όλος ανακούφιση

και λένε τα κιτάπια πως μια μέρα του έαρος

δυο τρεις νεράιδες πάμφωτες τον έριξαν σε δέκα παραδείσους

όπως τους είδε φλογερά σε σμαλτωμένην άβυσσο

με στραβοκάνες νύχτες πλαγιασμένος ο Προφήτης

όταν η μια τα χείλη της ανάβοντας του κράζει:

«Χαϊρεντίν, η τρικυμία είναι τ’ άνθισμα της θάλασσας»

κι ο δύστυχος αποκοιμήθη.

[Ο ΜΕΙΛΙΧΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ   από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974

κι άλλες επιλογές εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο: 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ]


 

ΦΩΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΕΒΟΥΣ 

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)

Όταν άξαφνα σπάσει το νήμα γέρνουμε στο μαύρο

που δεν μπολιάζεται με τίποτα κι αφήνουμε

τις λιακάδες  απόλυτα ξένες

εκεί  που σβήνουμε:   στη ρεματιά μας.

Αυτό το ξέρει ο τρόφιμος της άλαλης αγάπης

λυγίζοντας τις απολαύσεις όπως

ο πειναλέος χεροδύναμος μ’ ένα σώβρακο γυμνωμέμνος

τα σίδερα στις λαϊκές πλατείες.

Αυτό το ξέρει κι ο λεγόμενος εκστατικός

ολέθριος από την άνθιση γύρω του

τα ηχηρά ρυάκια βλέποντας ωσάν άγνωστες υποθέσεις.

Αυτό το ξέρει όποιος μένει άναυδος και λέει:

«Τι πράμα είναι τ’ άλογο σαν τρέχει

κι αστράφτει, λάμπει στους θαυμάσιους μηρούς του ο ιδρώτας

μ’ ένα μηδέν ανάερο να βγαίνει μεσ’ απ’ τα ρουθούνια

την ευγένεια να σπιθίζει στην κοιλιά του την άμωμη»!..

Μα όμως έχω μια περίλαμπρη γραφή για κάθε χελιδόνι

κι άμα θα ξαπολύσω τον απαίσιο σκορπιό

βαθιά που σκοτεινιάζει ο έρωτας…

Μην τραγουδήσεις υετούς  κι  οπωροφόρα θλίψη,

χάνομαι, λέει ο τρόφιμος της άλαλης αγάπης,

καθώς η σκόνη χάνεται μη μπορώντας

να νικήσει τη διαφάνεια του αέρα.

 

ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Χτυπούσα τα χέρια μου στα γαλάζια κρύσταλλα τ’ ουρανού

σε κατάμαυρο μέλλον εξοντωμένος.

Ήτανε Σάββατο κι ο φτωχός Ιησούς

ο ξιπόλητος ερωμένος της αγωνίας

ο ξέχειλος απ’ τη σκιά των λαών επιστάτης

περίμενε τα χαρωπά γραΐδια στο μισόφωτο.

Βγάζει ψαλμό σα να ποτίζει περιβόλια

ο τρεμουλιάρης ιερέας κι ο καθαρός

αέρας ο υπνοφόρος.

Ευρώπη, Ευρώπη δεν είσαι τίποτ’ άλλο,

είσαι μονάχα η συνέχεια του Βαραββά!

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]

 

ΣΤΑ ΚΡΥΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)

Ο χρόνος είναι ο σκελετός ο δίχως κόκαλα

στη σάρκα που δεν ξέρει ούτε καν θα μάθει

την τόση κι αδιάκοπη σωματικότητα:

τη βοερή ποιμαντική που λιώνει και τ’ αηδόνι

στην εύοσμην αγκάλη της αδειοσύνης

δίχως έχθρητα κι αγάπη κουρελιάζοντας τα διάτορα

ή χαμηλόφωνα και σιγαλέα εικοσιτετράωρα

κι ο χρόνος είν’ ακόμη θα ’λεγα

βρεγμένη θρυαλλίδα μες στην κόλαση

το σάπιο βλέμμα στην κοιλιά της τράπουλας

μαινόμενες κι ατάραχες οι αντιφάσεις

 

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΣ

Το άρωμα του αρχαίου θυμιάματος

μ’ εξάπτει σε τρεμάμενες από τέτοια ευωδιά

τεράστιες και νεκρώσιμες φωτοσκιάσεις

κι αδιάκοπα το αίμα μ’ ενοχλεί

αλλεπάλληλα κουδουνίσματα στ’ αυτιά μου!..

Συνέρχομαι τώρα και σαλπίζω στα πέρατα

τον κωφάλαλο κι αναίμαχτο νόμο της αλήθειας:

Εκείνος όπου μπορεί κι εφαρμόζει το χρόνο στην ύπαρξη

σαν το ευλύγιστο νερό που συμβιβάζεται πάντα

με τ’ αόμματα χώματα  με τα χόρτα   με τα λιθάρια

με καθ’ εμπόδιο στον κόσμο κι οπουδήποτε

καρυκεύοντας έτσι τη θλίψη μου

στα ψυχρά μάρμαρα της απουσίας –

έχει χωρέσει στ’ αλήθεια την αιωνιότητα κι όχι

τη θλιβερή κι απρόκοφτη φιλολογία της.

Αυτός είναι εκείνος που γνωρίζει

πως η άγραφη ζωή δε θα πάψει να χτίζει

το θάνατο με καινούρια πάντα υλικά με νέα νήπια

για να ξύσει κάποτε τα ουράνια.

Είμαστε λοιπόν οι πολύχρωμες

καμπύλες ενός βεγγαλικού

με τρομερά σύντομη λιτάνευση στο χώρο

που νυχτώνει πιο πέρα κι απ’ τη νύχτα

τη γαιώδη και σπάταλη σε χιλιετηρίδες.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]

 

Η ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)

Συχνά πηγαίνοντας με τα πόδια,  κουβαλώντας μονάχα

το μισογεμισμένο σάκκο μου, στα τόσο δροσερά

κι απόμακρα λαγούμια

λίγο πιο κείθε απ’ τη φαντασία σ’ εκείνη τη δεύτερη

μεγάλη και καθάρια πραγματικότητα

που γιορτάζουν έρημοι  σαν όλα τ’ απόκοσμα ζούδια

σαν όρνιο στην άφωνη ρεματιά την απροσδόκητη –

κάθομαι σ’ αναρίθμητα μόρια ζωής που δεν τα βλέπω.

Κάθε φορά και πιο πολλές είν’ εκεί πέρα οι γιορτάδες

κάθε φορά και πιότερα σα ν’ ακούγονται τραγούδια.

Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας

ο Έσχατος τ’ ουρανού με χιλιάδες έντομα στην όραση

μ’ αξεθύμαστα γιασεμιά στο νυμφώνα

μ’ άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα

και μ’ άλλα γεγονότα σπιθοβολώντας

αγγίζει τους ραχιτικούς  και  θεραπεύει την αρθρίτιδα

μαλάζει τους πρησμένους αστραγάλους

αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ’ όλες τις αρρώστιες

και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη.

Σιγά – σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος

αρχίζει το νταούλι μεσ’ στα πανηγύρια

κι ολούθε πια σηκώνεται στο στήθος η ρωμιοσύνη

και μας αρωματίζει μ’ ανείπωτο μοσχολίβανο.

Καίγονται τότε τα φωτερά κοντάκια μεσ’ στους ύμνους

κι ανασαίνουμε πέλαγα σε μικρή κολυμβήθρα

κι αποσπούμε τα καρφιά της Σταυρώσεως.

Εκεί μια τέτοιαν ώρα σαν ωραιότατος

εγέρθηκε καπνός ο Γελάσιος και είπε:

«Το μέλλον είναι μάτι   το παρελθόν αφτί

για τον απλό χωριάτη  και  για τον ποιητή!..

Το μέλλον είναι κάτι,   μα όχι κάτι που νομίζουμε…»

Γεννιέσαι και μπαίνεις μεσ’ στο αίνιγμα

πεθαίνεις και τ’ αφήνεις ανέπαφο.

Τι άλλο να προσθέσω πια στη δύναμη του έαρος;

Πλήρης από έλλειψη νοήματος,   υπερέχω.

Τίποτα άλλο δεν έχω να εκπροσωπήσω

τη χαρά μου μονάχα και τη θλίψη μου

σ’ αυτό τον κόσμο που τον παγιδεύει θανάσιμα

όχι το σκοτάδι και η μαυρίλα

μα το βαθύ χαντάκι της προοπτικής…

Ο χρόνος είχε μόλις ανατείλει!..

 

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΤΑΡΑΞΙΑΣ

Ο δασόβιος ερημίτης οδηγούσε μ’ αόρατη

λεπτή κλωστή τον ήχο μιας μέλισσας όταν ολόγυρα

παίζοντας το σουραύλι της η σαύρα

δυνάμωνε το πράσινο και η σκέψη

δρασκέλιζε την ακέραστη μόνωση

που δεν απείλησε ποτέ τα λουλούδια.

Τα τείχη του έαρος άραγε τ’ αρώματα

τ’ αρίφνητα μύρα διανοίγονται;

Στοχάσου λιγάκι δίχως ανταλλάγματα:

δίχως αλήθεια και ψέμα.

Στοχάσου πως όλα τα ζώπυρα

κοιμούνται σ’ εγρήγορση δίχως εκτόπισμα

στην άνθηση που ξεραίνει το βιος της ώστε να ξανάρθει.

Πάσα πνοή και πάσα νύχτα δε γνώρισε

μητέρα και μάμμη  και  προμάμμη –

την προέλευση την θέλει το μυαλό μας και χανόμαστε

σ’ ανύπαρχτα βάθη και μεγέθη της απουσίας

όταν ακόμα κι η φωτιά τεμπελιάζει

μ’ όλα της τα τριξίματα

μ’ όλες τις φλόγες που βγάζει και τ’ αποκαΐδια.

Θα σπάσω σήμερα τις ανέστιες φόρμες

τη στιγμή θα ρίξω και θ’ απλώσω περίλυπα

στην ασκέπαστην ενέργεια της αθανασίας

εκεί που λαλούσαν ανέκαθεν οι τυφλές

εικόνες των πλασμάτων την πολυμίλητη βουβαμάρα

την απόδειξη κείνου που δεν αποδείχνεται

την απάρνηση του θριάμβου της γλώσσας.

Ο παρείσαχτος νους  όπου χάραξε τραύματα

και τα λέμε φαράγγια

οπού δίδαξε θαύματα και τα λέμε κρημνά της ανάγκης

ήτανε κάποτε κι αυτός ανίκητος απ’ τις νίκες του

τις μεγάλες κι ανθρώπινες τις υπερύμνητες

είχε κι αυτός ολάκερη στα πλήθια μόρια του την ειρήνη

στ’ αμπέλια των κεραυνών εκτοξεύοντας

τη λάμψη της αγάπης.

Η φρόνηση που ’χε κάψει τ’ άστρα κι αφανίστη χαράματα

τον πόνο τον ξεκούμπισε

τον έβαλε στη μαύρη αλυσίδα…

Τεράστιες ώρες αγκαλιάζονταν τότε συναμεταξύ τους

και πικράθηκεν ο χάρος ο χαραμοφάης

καθώς η Παναγία κυλιότανε στο κιτρολέμονα

κι είχε δέσει το δαίμονα

στα θεόρατα γιασεμιά της χαρμολύπης.

Τα μονήρη πτηνά ξανοίγονται σαν ατίφωνα

ξηλώνοντας τώρα και πάλι τους αγέρηδες

που βρίθουν από κύκλους και κρέμονται σύψυχα

πάνω στης αγαθότατης αβύσσου τα πικρά ειωθότα

στη λαμπρότερη λευτεριά της Κοιμωμένης

αγνοώντας τους ψεύτικους ήλιους από ριζόχαρτο

τους ευάλωτους αριθμούς και τα είδωλα

λίγο πιο κάτω στην προκυμαία των άστρων –

ανοίγονται στ’ άγραφο  κι  αχειροκρότητα

στον αιώνα τον άπαντα κατορθώνουν την πλάση

τιτιβίζοντας ευαγγέλια στην πανέμνοστη

κίνηση του παλαίμαχου σκούληκα

στο αθόρυβο πέσιμο που κάνει το κουκούτσι

και το χώμα τρυφερά το σαβανώνει

για καινούργια λυγερή πραγματικότητα

νέα πρόσωπα φυλλωμάτων ανάγλυφα

ν’ απιθώσει και πάλι ο κότσυφας

τα γύφτικα λιγνοπόδαρα

να σκαλίσει και πάλιν η κότα την άσπιλη μαγάρα

τυλιγμένη μ’ εκείνη τη νευρικότητα

στα πολύχρωμα κουρελάκια του ήλιου

να σκαλίσει και πάλι τον ίσκιο μας

η απόμακρη τόσο κοντά μας!..

Ποιος να ’ναι τώρα λοιπόν ο άμουσος, ο ακέραστος

που ’θελε στα καλά καθούμενα ξεφλουδίσει

την καινή διαθήκη του πόντικα στα νεογνά του,

την κρασωμένη μουσική σε μιαν ακρούλα της οδύνης μας,

την αμύθητη μαγγανεία της χήνας

όπως αγγίζει τα νοσσία  και τ’ αγιάζει…

Ποιος είναι εκείνος που δεν είδε τη θάλασσα

να οφείλει στο πνεύμα τη λάμψη;

Την αλήθεια τούτη ποιος να την παρακάμψει…

Βάλε με το νου σου την οσιότητα και των τίγρεων ακόμη

που δεν την ξέρει κανένας απ’ τις κηλίδες και τα δόντια

βάλε με το νου σου τη μεγάλη συναδέλφωση

που δίχως υα ξεδιάντροπα μικροσκόπια μας περιμένει:

παρέες – παρέες οι πεθαμένοι

στα λιγοφώτιστα κοιμητήρια

ταιριάζουν έρημοι μεσ’ στον άκρατο ζόφο που ξεθυμαίνει

στην αχερούσια νύχτα τη μαρμαροτράχηλη

δίχως έθιμα και σπίτια δίχως άλλην ιστορία

δείχνοντας μονάχα την μαρτυρία

πως ο Χριστός μια μέρα περπάτησε κι αμέσως

φούντωσε το συχώριο στο βαθύ κι αχάλαστο σημάδι

π’ άφησεν η φτέρνα του τ’ αστέρια για ν’ αδράξει

με καταπράσινα κλαδιά τα χέρια των αγίων

και των αγγέλων τα φτερά χιλιάδες ροδοπέταλα…

Βάλε με το νου σου την αθρυμμάτιστη σύναξη οπού ξεγράφει

και διαιώνιζε το διάλειμμα της αγάπης.

 

Η ΠΑΓΙΔΑ

Δε μαθαίνει το φεγγάρι ποιήματα

δε θα μάθει το λαμπρό ποτάμι τα νερά του·

την ομορφιά του κοπετού την κόβει ο λατόμος

και κείθε προς τα μνήματα ξεράθηκε

το γάργαρο κακό που ολόγυρα συχναντηχούσε.

Κανένα φως δεν φώτισε με φως τον εαυτό του

την ώρα που φιλούσε με τ’ αφίλητα

φιλιά μου την Ανάμνηση στο άστραμμα της λύπης.

Και τώρα κλείθρο πού θα βρω και κρίνο να μυρίσω;

Μα η Φωνή μου απάντησε:  Και κλειδωνιά δεν έχει!...

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]

 

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΣΙΜΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΝΑ ΣΤΑΛΑΖΟΥΜΕ ΤΣΙΓΓΟΥΝΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑΓΟΝΙΔΙΑ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ…

(… δεν έχει ούτε μια πρωτοτυπία η ξεμυαλίστρα η εξυπνάδα…)

Σαν αφαιρέσεις απ’ τον ήλιο τη λαίμαργη αστρονομία   δεν είναι πιότερος από μια πυγολαμπίδα που διαστέλλει   την κίνηση μες στο άναυδο σκοτάδι…   Πρωτότυπος είναι εκείνος που δικάζει τις λέξεις   εκείνος που βάζει ποινές ολοένα στα δάχτυλά του   την ώρα που σέρνουν έρημα την άλαλη πένα!..     Δεν έχει μητρότητα ο ίλιγγος   δεν έχει πατρότητα η νύχτα.   Μίλησακι άλλοτε γι’ αυτά τα χαρτόνια.   Οι σκοτεινοί μας σύντροφοι:  οι άκρες και τα μάκρη   με του κύκλου τ’ άγρια δώρα μάς κοροϊδεύουν!..  Έχοντας τώρα πια ξεπέσει ο γέροντας Ευκλείδης   είναι απόβλητο το μήκος ως πράξη του σύμπαντος   και το ύψος ανεύρετη μελωδία στα πλάτη…   Τράβηξα τη σκονισμένη αιωνιότητα σαν κουρτίνα   με τόση ευκολία  και  τα ’χασα βλέποντας   το λάγνο τίποτα της αναφρόδιτης καμπύλης!..  Ο άγγελος τότε του έαρος μου φώναξε:  Μη στενεύεις,   αγίαζε μονάχα, μη σκοπεύεις  κι  απ’ το μειλίχιο   δαιμόνιο της αγάπης πιο πέρα ακόμη τράβα κι ας είπες·  θα κομματιάσω τον κόσμο  για να ματιάσω τη δύναμη της αλήθειας.   Έλα λυτρώσου τώρα κι απ’ του Ερωτήματος της έλλειψη   να γίνεις ομορφότερος να μείνεις όντως μόνος… [ΤΙ ΕΙΠΑ ΚΑΠΟΤΕ Σ’ ΕΝΑΝ ΙΠΤΑΜΕΝΟ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974]

Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ