Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΕΤΡΑΩ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΙΣΚΩ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ

 (… ο κάτοικος του υπογείου βλέπει κήπους και γελάει...)       

 

Το μελαχρινό σου πρόσωπο ακουμπάει στο χώμα.

Ο ουρανός πολλές φορές είναι μέσα στη γη,

προσποιείται το σπόρο,  τη ρίζα·

από κει βγαίνουν παλιά τραγούδια  και  αγκαλιές –

ας λένε ό,τι θέλουν οι μουσικολόγοι –

Άσπρο του δωματίου, άσπρο του ματιού. 

Σαν να μην είμαι εγώ, 

που τρίβω χρόνια την πλάτη μου στο φεγγάρι

και ο καρυοθραύστης της νύχτας σου τσακίζει

τις εικόνες και τα μάτια.

Πόσο θα αντέξουν οι φλέβες τον πολιτισμό – τον τροχό;

Φαντάσου να μην ήμουνα εντοιχισμένος,

με το φαρμάκι στο στόμα,

αλλά ελεύθερος όπως τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού –

ο ίδιος δεν το ήξερε  και  έλιωνε μες στα μαύρα ρούχα του...  

 

Γνέθει και πλέκει τους καπνούς   (…ο Κάτοικος του Υπογείου) 

Εδώ υπάρχουν πουλιά – ανθρώπινες σκέψεις.

Δελφίνια χτυπάνε την πόρτα.

Δεν ακούει!..

Προσέχει τον ιστό της ιστορίας που τον τυλίγει,

τον χτίζει στον κόσμο.

Μετράει τα λόγια του:  στραβά,  ανόμοια,   λειψά.

Καλύτερα που δεν μιλάει.

Μόνο κοιτάζει τις κινήσεις των ανθρώπων.

Τη ρυτίδα του πέλματος τη βλέπει μόνο το χώμα.

Πιέζει το πόδι να αποτυπωθεί η φαντασία. 

Μέσα στο σκοτάδι δε φαίνονται τα άσπρα μαλλιά,

μόνο τα κόκαλα φωσφορίζουν.

Νήστεψε χρόνια το χέρι του 

και  τώρα στην αμμουδιά του δωματίου πίνει μπύρα,

ενώ τα φώτα των αυτοκινήτων τρυπάνε την κρύπτη,

ξυρίζοντας το πίσω οικόπεδο.

Όλα είναι διαφανή  και  χιονισμένα

με βελούδινη φόδρα αναμνήσεων.

Το μαγνητόφωνο αλέθει τη φωνή του.

Μετά εμφανίζει την ταινία.   Τα θυμάται όλα.

Πλένει τις κάλτσες

– τις κρεμάει να στεγνώσουν μαζί με τα πόδια του –

χτενίζεται και ακουμπάει στην υδρόγειο σφαίρα να κοιμηθεί.

Τότε κόβει τα σχοινιά η περισπωμένη του σώματος

(η άηχη πλευρά)  και κολυμπάει μες στο μπλε του πρωινού.

[Η ΞΗΡΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ  και  Ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΓΕΙΟΥ που βλέπει κήπους  και γελάει   στη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985, όπου   

διαβάζουμε και για…

ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΕΝΟΣ ΜΑΝΕΚΕΝ  που το φαντάστηκε ένας ηλεκτρολόγος με υγρά μάτια…   ενώ σε άλλο ποίημα

ΜΙΛΑΕΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ  βλέποντας τη μαύρη μπέρτα του ν’ ανοίγει και να τον σκεπάζει… 

Στο ΑΝΑΧΩΜΑ πάλι,   σβέλτο κορμί ανεβαίνει – σχεδόν πετάει – με τα μαλλιά μαύρα νερά και στην κοιλιά χάδια χθεσινά…

ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ, αναρωτιέται ο Ποιητής σ’ ένα ποίημα, που προβάλλεται στο ταβάνι και ο καπνός παίζει το ρόλο της μουσικής… 

Η ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ,  Η ΠΟΛΕΜΟΧΑΡΗΣ ΑΜΑΖΟΝΑ ΑΝΝΑ, μια  ΚΑΤΟΨΗ ΔΙΑΜΕΣΡΙΣΜΑΤΟΣ, 

 μια ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΤΗΣ, Ο ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΖΗΤΙΑΝΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ

είναι κάποιοι από τους τίτλους των ποιημάτων

που συμπληρώνουν αυτή τη συλλογή ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ. 

Επιμύθιο – αφιέρωση η ΦΥΤΟΛΟΓΙΑ με τις παγίδες λέξεις

που μηρυκάζουν χρόνια και ζαμάνια οι Ποιητές

κρατώντας την αναπνοή τους καθώς υπόγεια ρεύματα

τους τραβάνε όλο και πιο βαθιά στο χαμό τους!..  

Αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 


ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΕΝΟΣ ΜΑΝΕΚΕΝ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  1985)

Άσπρο στούντιο και αυτή μαύρη κουκίδα στο στόχαστρο – όταν φορούσε τα μεταξωτά, τα μάλλινα,  ή μόνο το κίτρινο σλιπάκι -  Κοιτούσε ο ηλεκτρολόγος με υγρά μάτια. Αυτή δεν έβλεπε τίποτα.  Τραβούσε κάτι υποθετικές γραμμές στο είδωλό της, κλείνονταν σε κουτί.  Ίδρωνε, ξεΐδρωνε την κανονισμένη ώρα γινότανε περιοδικό πολύχρωμο, ιλουστρασιόν.  Χέρια ετοίμαζαν τις κινήσεις κι αυτή έτρεχε μέσα στην ακινησία της.  Ρυάκια έκανε το ρίμελ στο μυαλό και τα νεφρά τρυπούσαν οι προβολείς.  Έτρωγε ένα πορτοκάλι για μεσημέρι  και  τότε άρχιζε η νύχτα.  Πήγαινε προς το σπίτι με κινήσεις – τώρα – λαϊκές, κουρασμένες, ξεχασμένες.  Άναβε τσιγάρο, έφερνε τη μνήμη κοντά στο καπνό και άρχισε να γδύνεται.  Το παράθυρο ανοιχτό, γλιστρούσε μέσα μια μουσική από φιλμ νουάρ.  Φορούσε γάντια για να βγάλει τις κάλτσες – παλιές κάλτσες, ενθύμιο της μάνας της – Τότε έμπαινε ο Ρίκι (Ριχάρδος)  με τα λουστρίνι παπούτσια.  Την έπαιρνε όπως ήτανε γυμνή και τη στριφογύριζε κάτω από τη λάμπα του ηλεκτρικού.  Σήκωναν σκόνες, η λάμπα παρίστανε τον ήλιο. Γινότανε ολική έκλειψη σελήνης στα σωθικά της.  Του ξέφευγε,  πετούσε ως το ταβάνι.  Έκλαιγε, δεν ήθελε το σώμα.  Έπεφτε στην καταπακτή του ντιβανιού.  Κρυβότανε πίσω από δένδρα.  Ώρα δεκάτη νυχτερινή.  Είχανε περάσει χρόνια εκείνη τη μέρα.  Έπαιρνε πια μια μικρή σύνταξη, όταν τα μαύρα παπούτσια του άρχισαν να την κλωτσάνε σαν έμβολα.  Σκίστηκαν οι εικόνες της, έμεινε μόνο μία. Ένα τρένο να περνάει αστραπιαία φωτισμένο.

 

(Φαντάστηκε)

Ντύθηκε ήρεμα με βραδινό φόρεμα.  Βγήκαν έξω.  Γυάλιζε η χρυσή αλυσίδα στο λαιμό.  Το πρωί πήγε στη δουλειά λίγο ζαλισμένη.  Ήπιε χυμούς για το δέρμα.  Η μέρα κύλαγε θαμπά πίσω στο τζάμι και ήρθε το βράδυ μες στα πούπουλα του νου!..

 

ΜΙΛΑΕΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ

Όλες οι αγιογραφίες δείχνουν ότι θα με σκοτώσεις. Είναι απόγευμα, τα λέπια μου λάμπουν. Τρώω μόνο χορτάρι του φεγγαριού. Αίμα δεν είδα ποτέ.  Ζεσταίνω τα αυγά της πολιτείας, βλέπουν οι κάτοικοι μερικούς εφιάλτες.  Αυτά είναι όλα που κάνω  - τα άλλα είναι ψέματα -  Όσο για την κοπέλα  και τα νερά που έχω φυλακισμένα , δες και μόνο σου…  το απόγευμα που θα συμπληρωθεί αυτό το ποίημα  από σελ. 213

 

ΤΟ ΑΝΑΧΩΜΑ

Σβέλτο κορμί ανεβαίνει – σχεδόν  πετάει -  με τα μαλλιά της μαύρα νερά  και  στην κοιλιά χάδια χθεσινά.  Το χώμα μόλις προλαβαίνει  να πάρει το εκμαγείο του αστραγάλου – γιατί όπως είπαμε πετάει -  Η σκόνη γίνεται πάνω της θάλασσα.  Κάνει κινήσεις πρωινής κολυμβήτριας.  Οι σχισμές της αχνίζουν από την προσπάθεια.  Τα μάτια ίσια στην κορυφή.  Ο ήλιος κάθετος έχει εξατμίσει όλες τις σκιές.  Δυο τρεις απλωτές ακόμη  και  φτάνει.  Ρίχνει τους γάντζους της φωνής και είναι πάνω στην επίπεδη επιφάνεια και χορεύει το χορό του χαλκού – λες και βγήκε το φεγγάρι - 

 

(Σε κρατάω σφιχτά στο χιόνι του ύπνου)

 

ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ

Όλα αρχίζουν μ’ ένα φυτό, που σε φτάνει μέχρι το γόνατο.  Στην αρχή το περνάς για μια ήσυχη μπαμπακιά, όπως χαϊδεύεται στα πόδια σου. Αμέσως όμως καταλαβαίνεις την απάτη.  Γιατί σκύβοντας να το δεις πιο καλά σε δαγκώνει και κιτρινίζουν τα μαλλιά. Σ’ εκείνο το χρώμα ξεχάστηκες.  Καίγεται αργά το θαυμαστικό στα δάχτυλα, με την κόκκινη τελεία της καύτρας  και τη στάχτη της μέρας να γεμίζει τα νευρασθενικά σταχτοδοχεία.    Το λευκό σιγαρόχαρτο ρυτιδώνει, χάνεται με τριγμούς, όπως το τρώει η ύπουλη φωτιά.  Έχει μείνει το μισό.  Τα πουλιά και τα μικρά ζώα του δάσους φεύγουν προς την τυπωμένη μάρκα, τη φίρμα του εργοστασίου, που παράγει την απόλαυσή σου.  Δεν τα σώζει τίποτα.  Πέφτουν στο φράχτη του φίλτρου όπου ψήνονται.  Εσύ κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις τίποτα.  Τραβάς μερικές ρουφηξιές ακόμη και το σβήνεις.  Κοιτάζεις την ώρα. Είναι επτά παρά πέντε.  Με παίρνεις τηλέφωνο. Έχω ήδη ξεκινήσει για να σε βρω. Ανάβεις άλλο, ξαπλώνεις και περιμένεις.  Το ποίημα προβάλλεται στο ταβάνι  και ο καπνός παίζει το ρόλο της μουσικής.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]

 

Η ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  1985)

Το φεγγάρι στα νύχια της γάτας  και  ο δολοφόνος βουρτσίζει τον ίσκιο του.  Ετοιμάζεται να γλιστρήσει έξω.  Φοράει γάντια, παπούτσια.  Μυρίζει καμένο ξύλο η πόλη.  Είναι χειμώνας. Στα τακούνια του η χθεσινή ώρα πατημένο έντομο.  Η ένταση του λευκού τον έχει καταλάβει.  Περιμένει να πάρουν τα σπίτια το σχήμα της τρέλας,  όταν η κάθετος της αναμνήσεως θα εξέχει σιδερένια βέργα από το κεφάλι του. Σταμάτησε για λίγο στην πόρτα.  Γύρισε και κοίταξε την φωτογραφία του στο κομοδίνο.  Άσπρα μαλλιά,  άσπρα μάτια,  μαύρα δόντια – κουρασμένο χαμόγελο -  Είναι Τετάρτη στρογγυλή και έρχεται Πέμπτη αιχμηρή  (είπε)  και έκανε βουτιά στο δίχτυ της νύχτας.  Με το που ακούμπησαν τα ρούχα του,  το ανθεκτικό νάιλον,  τινάχθηκε όρθιος.


Χιόνιζε, όταν το μαχαίρι κάρφωνε την πρώτη πλάτη.

 

Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ - ΜΟΝΑΧΟΣ

Οι πλατείες τον θυμούνται ακόμη.  Εκεί σήκωνε βάρη, λύγιζε πέταλα  ( συνήθως λευκών αλόγων), πάλευε με αγνώστους.   Πάλι εκεί γυρνούσε μόνος τις νύχτες, έκανε δοκιμές, άκουγε χειροκροτήματα.  Έτρωγε την κονσέρβα.  Στο βάθος ένα ταγκό έκοβε την αναπνοή της και φιλιόντουσαν παρατεταμένα  Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ το απόγευμα  από τη  σελ. 217

 

Η ΠΟΛΕΜΟΧΑΡΗΣ ΑΜΑΖΟΝΑ ΑΝΝΑ

Ήτανε μεσημέρι μετά τη μάχη. Κατάκοποι όλοι, βγάζαμε περικεφαλαίες και θώρακες.  Ο εχθρός είχε υποχωρήσει πέρα από το λόφο.  Ο ήλιος έκαιγε:  το σίδερο, το δέρμα, τη μοναξιά.  Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ του ποιήματος το απόγευμα  από σελ. 219

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]

 

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  1985)

Του τραβούσαν τη φωνή με σκοινιά.  Τον σέρνανε στα πανηγύρια.  Μια μέρα δεν άντεξε, μεταμορφώθηκε σε λυκόσκυλο.  ΣΥΝΕΧΙΑ από σελ. 220

 

ΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ

Αν δεν υπήρχε, θα κοιμόμουνα πάνω στα ξερά μου χέρια. Αυτή η πουπουλένια πλάκα, τα ξέρει όλα  - μόνο με την αφή – Χρόνια τα γένια και η αναπνοή μου αναπαύονται εκεί πλαγίως. ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 221

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]

 

ΚΑΤΟΨΗ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  1985)

Στα βάθη των θεμελίων λαλεί ακόμη ο σγαφμένος πετεινός.  Ίχνη φωτιάς, όστρακα  και άμορφα τεμάχια σιδήρου, δείχνουν ότι έζησαν άνθρωποι εκεί.  ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 222

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΤΗΣ

Το βράδυ κυνηγάω πουλιά. Στα φέρνω σε δίχτυ.  Τα ταξινομείς σε χρώματα και αυθαιρέτως αποφασίζεις:  τα κίτρινα τη Δευτέρα,  οι κοκκινολαίμηδες την Τρίτη, τα γαλάζια την Τετάρτη, τα μεροπούλια την Πέμπτη και πάει λέγοντας.  ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 223

 

ΟΙ ΠΑΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Το σώμα σου εύπλαστο αυγό στην πολυθρόνα.  ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 224

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]

 

Ο ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  1985)

Αυτά τα σκονισμένα πρόσωπα πλάι στα αντικείμενα τραυλίζουν το φόβο.    Καταβροχθίζουν τη μέρα,  δε σε θυμούνται.  Και τα άλλα που περνάνε απέξω,  πάλι δε σε θυμούνται.  Εσύ όμως τα θυμάσαι όλα,  με κάθε λεπτομέρεια:  χρώμα μαλλιών,  τα μάτια,   τα ρούχα με τις σκιές των εποχών,  τον παρατατικό των βημάτων  και  το μολύβι.  Ακόμη πόσο απέχει το κάθε αυτί  από το ποταμάκι του λαιμού!..  Τι κοίλο απόγευμα η παλάμη στην πόρτα.  Μέσα στα συνηθισμένα έπιπλα, η συνηθισμένη βροχή  και  το γυμνό νυκτός, έτοιμο να φωτογραφηθεί μαζί σου  (όπως γινότανε στις παλιές κηδείες)

 

Κάτω από το σεντόνι διαγράφεται το νύχι του ποδιού και η γραμματική δε χρειάζεται.   

 

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΑ, ΚΛΕΙΣΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑ

Αυτό το φόνο δεν τολμώ να τον αρχίσω.  Εννοώ φυσικά τον πεθαμένο που κρύβω μέσα μου. Ζει και κινείται μαζί μου.  Έχει βαριά αναπνοή. Κάνω ότι δεν ακούω και περπατάω.  Πολλές φορές προεκτείνεται ως ίσκιος  και τον ακολουθώ  ή  μένει πίσω και με τραβάει με σκοινί. Μια Παρασκευή σε άρπαξε, σε έριξε στο μαύρο.  Από τότε τον αγάπησες. Έχετε μυστικά, κρυφογελάτε.  Σου δίνει κρυφά χώμα.  Το τρως σαν σιτάρι.   Δε θέλεις πια τα φιλιά μου.  Όλο κοιτάζεις τον ίσκιο και χαϊδεύεις το σκοινί.  Μάγια δεν ξέρω, να εξορκίσω το κακό.  Μόνο φοράω όλες τις εποχές χειμωνιάτικα ρούχα, να μη διακρίνεται. Η καταστροφή έρχεται όταν ξεγυμνώνομαι και σ’ αγκαλιάζω.  Τότε ανακαλύπτεται πλήρως. Κάθεται στην άκρη και κοιτάζει με λαίμαργα μάτια τις φωνές και τον κυματισμό των γοφών σου. Κοντά στο τέλος, παρεμβάλλεται ανάμεσά μας σαν καπνός και πέφτω σε χαράδρα. Ακούγεται ένα πνιχτό γέλιο και τα σάπια δόντια του αστράψανε.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]

 

ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΖΗΤΙΑΝΕΥΕΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  1985)

 Δε με ξενύχτισες ποτέ.  Μόνο τους ζωντανούς θέλεις να παίζουμε.  Πηγαίνεις στην άκρη του ορίζοντα και ξαπλώνεις πάνω στη γραμμή.  Χάδια που περιέχει το αίμα σου.   Γυαλιά σπασμένα έχει, από γλέντι  ή  φαντασίες.  Σκουριά αφήνει η σκέψη στο μαξιλάρι.  Τρέχει, τρέχει ο βολβός του ματιού μου στα δάση,  μαζί με τα άγρια.  Ακούγονται από τις κατεστραμμένες πόλεις μαδριγάλια του γάμου. Με δυσκολία επιστρέφω στο κρεβάτι.  Τα χώματα της μνήμης το έχουν σκεπάσει…

 

… ΣΚΑΒΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗ ΘΕΣΗ ΜΟΥ…

(… σκάβω και περνάω κάτω από λέξεις…)

Το σώμα σου δε φύεται παντού.  Μόνο όταν ξαπλώνεις στο αφράτο χώμα του κρεβατιού – αφού βγάλεις τα κόκκινα γοβάκια – οι γοφοί σου βουλιάζουν στην αμνησία της καμπύλης  (ακόμη ακούγονται τα βήματα στο χολ).  Δέκα χρόνια πριν,  δέκα χρόνια μετά, νιώθω αρχαιολόγος ανοίγοντας τα πόδια σου.  Σιγά – σιγά το χνούδι φουντώνει, γίνεται πυκνό δάσος.  Οι κορμοί των δένδρων είναι διαφανείς – βλεπόμαστε.  Όπως αλλάζεις στάση,  η τάφρος του προηγουμένου σχήματος πετάει χλωρά κλαριά  και  πράσινα μάτια.  Πιο μέσα λιγοστεύει το φως.  Πηγαίνω στα τυφλά.  Ακούω ήχους φύλλων, υγρασίας και ρίζες να έρπουν στα μάτια μου.  Το έδαφος λασπώδες.  Σέρνομαι  και γλιστράω σε ιαματικά λουτρά.  Κρατέω την αναπνοή και πάω πιο βαθιά.  Υπόγεια ρεύματα με τραβάνε στο χαμό.  Εδώ η βλάστηση είναι μπλε.  Έχω πάψει να πιστεύω ότι πάω σε κυνήγι.  Παγίδες – λέξεις  μου μαγκώνουν τα πόδια.  Πιάνω ένα άσπρο μαλακό πανί  (είναι η ψυχή ,  η ψίχα του φόβου).  Θα καθίσω εκεί μηρυκάζοντας τα χρόνια και τα μαλιά σου.  Ακόμη ακούγονται τα βήματα στο χολ.  Αναδύομαι από τα σεντόνια.   Γύρω ξερά κλαδιά  (όχι κλαριά)  και  γραμμές στο στεγμό χώμα δείχνουν τις κινήσεις της μουσικής που απλώνεται και  θα τα σκεπάσει όλα!..  [ΦΥΤΟΛΟΓΙΑ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή   του Γιάννη Κοντού  ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΡΑΩ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΙΣΚΩ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ

  (… ο κάτοικος του υπογείου βλέπει κήπους και γελάει...)          Το μελαχρινό σου πρόσωπο ακουμπάει στο χώμα. Ο ουρανός πολλές φορές ε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ