(… ο κάτοικος του υπογείου βλέπει κήπους και γελάει...)
Το μελαχρινό σου πρόσωπο ακουμπάει στο χώμα.
Ο ουρανός πολλές φορές είναι μέσα στη γη,
προσποιείται το σπόρο, τη ρίζα·
από κει βγαίνουν παλιά τραγούδια
και αγκαλιές –
ας λένε ό,τι θέλουν οι μουσικολόγοι –
Άσπρο του δωματίου, άσπρο του ματιού.
Σαν να μην είμαι εγώ,
που τρίβω χρόνια την πλάτη μου στο φεγγάρι
και ο καρυοθραύστης της νύχτας σου τσακίζει
τις εικόνες και τα μάτια.
Πόσο θα αντέξουν οι φλέβες τον πολιτισμό – τον τροχό;
Φαντάσου να μην ήμουνα εντοιχισμένος,
με το φαρμάκι στο στόμα,
αλλά ελεύθερος όπως τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού –
ο ίδιος δεν το ήξερε και έλιωνε μες στα μαύρα ρούχα του...
Γνέθει και πλέκει τους καπνούς (…ο
Κάτοικος του Υπογείου)
Εδώ υπάρχουν πουλιά – ανθρώπινες σκέψεις.
Δελφίνια χτυπάνε την πόρτα.
Δεν ακούει!..
Προσέχει τον ιστό της ιστορίας που τον τυλίγει,
τον χτίζει στον κόσμο.
Μετράει τα λόγια του: στραβά, ανόμοια,
λειψά.
Καλύτερα που δεν μιλάει.
Μόνο κοιτάζει τις κινήσεις των ανθρώπων.
Τη ρυτίδα του πέλματος τη βλέπει μόνο το χώμα.
Πιέζει το πόδι να αποτυπωθεί η φαντασία.
Μέσα στο σκοτάδι δε φαίνονται τα άσπρα μαλλιά,
μόνο τα κόκαλα φωσφορίζουν.
Νήστεψε χρόνια το χέρι του
και τώρα στην αμμουδιά του δωματίου
πίνει μπύρα,
ενώ τα φώτα των αυτοκινήτων τρυπάνε την κρύπτη,
ξυρίζοντας το πίσω οικόπεδο.
Όλα είναι διαφανή και χιονισμένα
με βελούδινη φόδρα αναμνήσεων.
Το μαγνητόφωνο αλέθει τη φωνή του.
Μετά εμφανίζει την ταινία. Τα
θυμάται όλα.
Πλένει τις κάλτσες
– τις κρεμάει να στεγνώσουν μαζί με τα πόδια του –
χτενίζεται και ακουμπάει στην υδρόγειο σφαίρα να κοιμηθεί.
Τότε κόβει τα σχοινιά η περισπωμένη του σώματος
(η άηχη πλευρά) και κολυμπάει μες
στο μπλε του πρωινού.
[Η ΞΗΡΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ και Ο
ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΓΕΙΟΥ που βλέπει κήπους
και γελάει στη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985, όπου
διαβάζουμε και για…
ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΕΝΟΣ ΜΑΝΕΚΕΝ που το φαντάστηκε ένας ηλεκτρολόγος με υγρά
μάτια… ενώ σε άλλο ποίημα
ΜΙΛΑΕΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ βλέποντας τη μαύρη μπέρτα του ν’ ανοίγει και
να τον σκεπάζει…
Στο ΑΝΑΧΩΜΑ πάλι, σβέλτο κορμί ανεβαίνει – σχεδόν πετάει – με
τα μαλλιά μαύρα νερά και στην κοιλιά χάδια χθεσινά…
ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ, αναρωτιέται
ο Ποιητής σ’ ένα ποίημα, που προβάλλεται στο ταβάνι και ο καπνός παίζει το ρόλο
της μουσικής…
Η ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ, Η ΠΟΛΕΜΟΧΑΡΗΣ ΑΜΑΖΟΝΑ ΑΝΝΑ, μια ΚΑΤΟΨΗ ΔΙΑΜΕΣΡΙΣΜΑΤΟΣ,
μια ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΤΗΣ, Ο
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΖΗΤΙΑΝΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ
είναι κάποιοι από τους τίτλους των
ποιημάτων
που συμπληρώνουν αυτή τη συλλογή
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ.
Επιμύθιο – αφιέρωση η ΦΥΤΟΛΟΓΙΑ με
τις παγίδες λέξεις
που μηρυκάζουν χρόνια και ζαμάνια οι
Ποιητές
κρατώντας την αναπνοή τους καθώς
υπόγεια ρεύματα
τους τραβάνε όλο και πιο βαθιά στο
χαμό τους!..
Αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΕΝΟΣ
ΜΑΝΕΚΕΝ
(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Άσπρο στούντιο και
αυτή μαύρη κουκίδα στο στόχαστρο – όταν φορούσε τα μεταξωτά, τα μάλλινα, ή μόνο το κίτρινο σλιπάκι - Κοιτούσε ο ηλεκτρολόγος με υγρά μάτια. Αυτή
δεν έβλεπε τίποτα. Τραβούσε κάτι
υποθετικές γραμμές στο είδωλό της, κλείνονταν σε κουτί. Ίδρωνε, ξεΐδρωνε την κανονισμένη ώρα γινότανε
περιοδικό πολύχρωμο, ιλουστρασιόν. Χέρια
ετοίμαζαν τις κινήσεις κι αυτή έτρεχε μέσα στην ακινησία της. Ρυάκια έκανε το ρίμελ στο μυαλό και τα νεφρά
τρυπούσαν οι προβολείς. Έτρωγε ένα πορτοκάλι
για μεσημέρι και τότε άρχιζε η νύχτα. Πήγαινε προς το σπίτι με κινήσεις – τώρα –
λαϊκές, κουρασμένες, ξεχασμένες. Άναβε
τσιγάρο, έφερνε τη μνήμη κοντά στο καπνό και άρχισε να γδύνεται. Το παράθυρο ανοιχτό, γλιστρούσε μέσα μια
μουσική από φιλμ νουάρ. Φορούσε γάντια
για να βγάλει τις κάλτσες – παλιές κάλτσες, ενθύμιο της μάνας της – Τότε έμπαινε
ο Ρίκι (Ριχάρδος) με τα λουστρίνι
παπούτσια. Την έπαιρνε όπως ήτανε γυμνή
και τη στριφογύριζε κάτω από τη λάμπα του ηλεκτρικού. Σήκωναν σκόνες, η λάμπα παρίστανε τον ήλιο.
Γινότανε ολική έκλειψη σελήνης στα σωθικά της.
Του ξέφευγε, πετούσε ως το
ταβάνι. Έκλαιγε, δεν ήθελε το σώμα. Έπεφτε στην καταπακτή του ντιβανιού. Κρυβότανε πίσω από δένδρα. Ώρα δεκάτη νυχτερινή. Είχανε περάσει χρόνια εκείνη τη μέρα. Έπαιρνε πια μια μικρή σύνταξη, όταν τα μαύρα
παπούτσια του άρχισαν να την κλωτσάνε σαν έμβολα. Σκίστηκαν οι εικόνες της, έμεινε μόνο μία.
Ένα τρένο να περνάει αστραπιαία φωτισμένο.
(Φαντάστηκε)
Ντύθηκε ήρεμα με
βραδινό φόρεμα. Βγήκαν έξω. Γυάλιζε η χρυσή αλυσίδα στο λαιμό. Το πρωί πήγε στη δουλειά λίγο ζαλισμένη. Ήπιε χυμούς για το δέρμα. Η μέρα κύλαγε θαμπά πίσω στο τζάμι και ήρθε
το βράδυ μες στα πούπουλα του νου!..
ΜΙΛΑΕΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ
Όλες οι αγιογραφίες
δείχνουν ότι θα με σκοτώσεις. Είναι απόγευμα, τα λέπια μου λάμπουν. Τρώω μόνο
χορτάρι του φεγγαριού. Αίμα δεν είδα ποτέ.
Ζεσταίνω τα αυγά της πολιτείας, βλέπουν οι κάτοικοι μερικούς
εφιάλτες. Αυτά είναι όλα που κάνω - τα άλλα είναι ψέματα - Όσο για την κοπέλα και τα νερά που έχω φυλακισμένα , δες και
μόνο σου: εδώ είναι κήπος με κοντές μηλιές
και φράουλες που δε δοκίμασα.
Τώρα μόνοι κι αντικριστά. Είναι
Παρασκευή, οι πορσελάνες των προσώπων μας νυχτώνουν απότομα. Βλέπω τη σκέψη σου αγκάθι στον ουρανό. Βλέπω ακόμα τη μαύρη μπέρτα σου να ανοίγει
και να με σκεπάζει, όπως σηκώνεις το χέρι με το κοντάρι. Αν ήτανε διαφορετικά τα πράγματα, μπορεί να ήμουνα σκύλος στην αυλή σου. Στις ζωγραφιές έχω φτερά με πράσινες μεμβράνες.
Δεν πέταξα ποτέ. Σέρνομαι με πρησμένη
κοιλιά στο χώμα μετατοπίζοντας τη θάλασσα προς το βουνό. Εκείνη τη στιγμή έσπασε το τζάμι της φωνής
σου μπήγοντας το κοντάρι στα πλεμόνια μου, φτάνοντας μέχρι την καρδιά. Πηχτό
αίμα τινάχθηκε, έβαψε τα ασημένια παπούτσια των αγγέλων που στέκονταν πίσω από σένα σε δυο σειρές και
γέλαγαν. Έβγαλα το τελευταίο σφύριγμα –
σύρμα νίκελ του τρόμου – Ωρίμασαν τα μήλα του κήπου και έπεσαν στα πόδια
σου. Σήκωσες τα μάτια στον ουρανό κι
έγινες άγιος. Τα νύχια μου γαντζωμένα στο χώμα αναδίδουν μουσική και μύρο. Έκλεισα τα μάτια και είδα.
ΤΟ ΑΝΑΧΩΜΑ
Σβέλτο κορμί
ανεβαίνει – σχεδόν πετάει - με τα μαλλιά της μαύρα νερά και
στην κοιλιά χάδια χθεσινά. Το
χώμα μόλις προλαβαίνει να πάρει το
εκμαγείο του αστραγάλου – γιατί όπως είπαμε πετάει - Η σκόνη γίνεται πάνω της θάλασσα. Κάνει κινήσεις πρωινής κολυμβήτριας. Οι σχισμές της αχνίζουν από την
προσπάθεια. Τα μάτια ίσια στην
κορυφή. Ο ήλιος κάθετος έχει εξατμίσει
όλες τις σκιές. Δυο τρεις απλωτές
ακόμη και φτάνει.
Ρίχνει τους γάντζους της φωνής και είναι πάνω στην επίπεδη επιφάνεια και
χορεύει το χορό του χαλκού – λες και βγήκε το φεγγάρι -
(Σε κρατάω σφιχτά στο
χιόνι του ύπνου)
ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ
Όλα αρχίζουν μ’ ένα
φυτό, που σε φτάνει μέχρι το γόνατο.
Στην αρχή το περνάς για μια ήσυχη μπαμπακιά, όπως χαϊδεύεται στα πόδια
σου. Αμέσως όμως καταλαβαίνεις την απάτη.
Γιατί σκύβοντας να το δεις πιο καλά σε δαγκώνει και κιτρινίζουν τα
μαλλιά. Σ’ εκείνο το χρώμα ξεχάστηκες.
Καίγεται αργά το θαυμαστικό στα δάχτυλα, με την κόκκινη τελεία της
καύτρας και τη στάχτη της μέρας να
γεμίζει τα νευρασθενικά σταχτοδοχεία. Το λευκό σιγαρόχαρτο ρυτιδώνει, χάνεται με
τριγμούς, όπως το τρώει η ύπουλη φωτιά.
Έχει μείνει το μισό. Τα πουλιά
και τα μικρά ζώα του δάσους φεύγουν προς την τυπωμένη μάρκα, τη φίρμα του
εργοστασίου, που παράγει την απόλαυσή σου.
Δεν τα σώζει τίποτα. Πέφτουν στο
φράχτη του φίλτρου όπου ψήνονται. Εσύ
κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
Τραβάς μερικές ρουφηξιές ακόμη και το σβήνεις. Κοιτάζεις την ώρα. Είναι επτά παρά
πέντε. Με παίρνεις τηλέφωνο. Έχω ήδη
ξεκινήσει για να σε βρω. Ανάβεις άλλο, ξαπλώνεις και περιμένεις. Το ποίημα προβάλλεται στο ταβάνι και ο καπνός παίζει το ρόλο της μουσικής.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
Η ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ
ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Το φεγγάρι στα νύχια
της γάτας και ο δολοφόνος βουρτσίζει τον ίσκιο του. Ετοιμάζεται να γλιστρήσει έξω. Φοράει γάντια, παπούτσια. Μυρίζει καμένο ξύλο η πόλη. Είναι χειμώνας. Στα τακούνια του η χθεσινή
ώρα πατημένο έντομο. Η ένταση του λευκού
τον έχει καταλάβει. Περιμένει να πάρουν
τα σπίτια το σχήμα της τρέλας, όταν η
κάθετος της αναμνήσεως θα εξέχει σιδερένια βέργα από το κεφάλι του. Σταμάτησε
για λίγο στην πόρτα. Γύρισε και κοίταξε
την φωτογραφία του στο κομοδίνο. Άσπρα
μαλλιά, άσπρα μάτια, μαύρα δόντια – κουρασμένο χαμόγελο - Είναι Τετάρτη στρογγυλή και έρχεται Πέμπτη
αιχμηρή (είπε) και έκανε βουτιά στο δίχτυ της νύχτας. Με το που ακούμπησαν τα ρούχα του, το ανθεκτικό νάιλον, τινάχθηκε όρθιος.
Χιόνιζε, όταν το μαχαίρι κάρφωνε την πρώτη πλάτη.
Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ - ΜΟΝΑΧΟΣ
Οι πλατείες τον
θυμούνται ακόμη. Εκεί σήκωνε βάρη,
λύγιζε πέταλα ( συνήθως λευκών αλόγων),
πάλευε με αγνώστους. Πάλι εκεί γυρνούσε
μόνος τις νύχτες, έκανε δοκιμές, άκουγε χειροκροτήματα. Έτρωγε την κονσέρβα. Στο βάθος ένα ταγκό έκοβε την αναπνοή της και
φιλιόντουσαν παρατεταμένα. Πρέπει να
ήτανε μεσοπόλεμος. Έβρεχε συνέχεια. Και όταν είχε ήλιο έλεγε: «βρέχει, πάλι βρέχει, θα μου χαλάσει την
παράσταση». Τα μπράτσα του άρχισαν να
χαλαρώνουν. Έκανε δουλειές του
ποδαριού. Κοιμότανε στα ρηχά του
ύπνου. Έβλεπε τη φωνή του να φεύγει του
κόσμου. Μια από εκείνες τις μέρες –
νηστικός και νυσταγμένος – ψαύοντας με τα τυφλά του δάχτυλα τον τοίχο, πίεσε με
δύναμη σ’ ένα σημείο και τινάχθηκε νερό – ποτάμι. Τον πέταξε σε βουνό. Βρήκε κατάλυμα. Έμαθε να ψέλνει, έμαθε τα
μαύρα ρούχα. Όποτε ήθελε πετούσε (ασχέτως αν δε συνέβαινε ποτέ). Τώρα τα δάχτυλα και οι φλέβες του βλέπουν το
ασήμι του καιρού να στοιβάζεται πλάι του.
Είναι και το χορτάρι που τα θυμάται, κάθε Μάρτιο, και τα μαρτυρεί. Του άρεσε να κάθεται με τις ώρες, πλάι σε μια
κρήνη και να μιμείται το νερό, με κινήσεις, με ψιθύρους. Μια από κείνες τις ώρες
έγινε δένδρο στο παραμιλητό του και έζησε.
Η ΠΟΛΕΜΟΧΑΡΗΣ ΑΜΑΖΟΝΑ ΑΝΝΑ
Ήτανε μεσημέρι μετά
τη μάχη. Κατάκοποι όλοι, βγάζαμε περικεφαλαίες και θώρακες. Ο εχθρός είχε υποχωρήσει πέρα από το
λόφο. Ο ήλιος έκαιγε: το σίδερο, το δέρμα, τη μοναξιά. Οι τραυματίες βογκούσαν, τα άλογα
ψοφούσαν. Τα ασθενοφόρα τρέχανε
ιλιγγιωδώς με τον κόκκινο σταυρό στα
καπό. Διψούσα. Έπιασα το παγούρι, έκανα να πιω κι είχε μέσα
άμμο. Κόβω λίγα χόρτα να δροσίσω τα χείλη.
Λύνω τις αρβύλες (έχουν μπερδευτεί οι χρόνοι, η ιστορία και η ζωή μας). Αδιαφορώντας για όλα, πηγαίνω πίσω από ένα
βράχο να κατουρήσω. Και όπως κοιτούσα την καμπύλη του κίτρινου υγρού, άστραψε
μπροστά μου η αμαζόνα. Καθαρά μελαχρινή, με το ένα στήθος γυμνό και το άλλο
κομμένο (σ’ εκείνο το σημείο η επιδερμίδα ήτανε ροζ του πρωινού). Πόδια ψηλά, με χρυσές επιγονατίδες και καφέ
μυρωδιά θανάτου. Φώναξε στα ελληνικά: «ακίνητος»!.. Πάγωσα και προσπαθούσα να
κουμπωθώ. Για μια στιγμή την πέρασα για
άγγελο, όπως στεκόταν τεντωμένη με τον ήλιο πίσω. Αμέσως όμως κατάλαβα τη μαύρη
αλήθεια. Σήκωσε το σπαθί και το κατέβασε
πάνω μου μ’ ένα ουρλιαχτό χωρίζοντας το σώμα στα δυο. Με έριξε στην πλάτη της
σφαγμένο αρνί. Από τότε μένω μαζί της,
κατασκευάζοντας διάφορα χειροτεχνήματα με ξύλο και σπάγκο. Η μάνα μου τρέχει στον Ερυθρό Σταυρό και σε
στρατόπεδα αιχμαλώτων με μια κιτρινισμένη φωτογραφία. Εγώ τα βλέπω μέσα από τη φυλακή, αλλά δεν
μπορώ να μιλήσω. Μόνο τα επιδέξια δάχτυλά μου παράγουν ομοιόμορφα
λεπτουργήματα.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Του τραβούσαν τη φωνή
με σκοινιά. Τον σέρνανε στα
πανηγύρια. Μια μέρα δεν άντεξε,
μεταμορφώθηκε σε λυκόσκυλο. Σήκωσε το
ρύγχος, ούρλιαξε, έσπασε το κλουβί. Διέσχισε την πόλη – μες τη γενική
αναστάτωση – και πήρε τα βουνά. Μάτι
κόκκινο. Νύχια να βγάζουν σπίθες στο
πάτημα της πέτρας. Δόντι να κρέμεται
απειλή πάνω από την πόλη. Στα αυτιά οι
τριγμοί της νύχτας, Τρίχωμα στιλπνό έως μεταξωτό και ουρά ν’ αφήνει πίσω της το χθες
σκουπίδια. Τρέχοντας έφτασε σ’ ένα
οροπέδιο. Κάθισε και σκέφτηκε την
προηγούμενη ζωή του. Θυμήθηκε τη Στέλλα
με το στιλέτο, το σπίτι (τώρα έχει την προβιά του), τους φίλους. Κάτω γινότανε χαλασμός. Βγάλανε κι απόσπασμα. Μύρισε στον αέρα τα ποδοβολητά, τα γαβγίσματα. Κρύφτηκε σε μια σπηλιά. Ξεχάστηκε. Κάθε επτά χρόνια τον έπιανε μεγάλη
νοσταλγία. Κατέβαινε, καθότανε για λίγο
έξω από τις ξένες πόρτες. Όλα στη θέση τους
και αυτός στις παρυφές του χειμώνα να γλείφει το χιόνι, να ονειρεύεται. Ο χρόνος βρίσκεται παντού κρυμμένος – όπως τα
τσιμπούρια βαθιά στο μαδημένο του τρίχωμα -
Ραγδαίες οι πολιτικές εξελίξεις (κάθε υπουργός έχει δυο σκύλους για να
παίζει). Αυτός δεν έπαιζε ποτέ. Βάζει το κεφάλι στα πόδια και
κοιτάζει αδιάφορα στο απέναντι βουνό τον κόκκινο νάνο, που του κάνει απρεπείς χειρονομίες. Ύστερα έγινε ειδικός στις οφθαλμαπάτες και στα κινούμενα σχέδια.
ΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ
Αν δεν υπήρχε, θα
κοιμόμουνα πάνω στα ξερά μου χέρια. Αυτή η πουπουλένια πλάκα, τα ξέρει όλα - μόνο με την αφή – Χρόνια τα γένια και η
αναπνοή μου αναπαύονται εκεί πλαγίως. Πολλές φορές το κομμένο κεφάλι κυλάει στο
πάτωμα απαλά. Ξυπνάω και το βάζω στη θέση του.
Τα μεσημέρια η νύχτα ετοιμάζεται, βγάζει τα χορτάρια της. Ακούω βαθιά στις σπηλιές του μαξιλαριού τον
αντίλαλο της λύπης. Όταν τρώμε εξωτικά
φρούτα, αυτό λικνίζεται στο ρυθμό ενός βιολιού και σου δαγκώνει τα μαλλιά και
γελάς. Κυρίως όμως είναι χρονομέτρης
παραγωγής μονόχρωμου γεγονότος και μόνο.
Τα πούπουλά του αναδεύονται, βουλιάζουν με τις ρυτίδες, τις διαθέσεις, τα κλειστά μου μάτια. Έχω δει δένδρα να κόβονται, αγάπες να ξεχνιούνται· αλλά αυτό πάντα κάτω από το αυτί μου: να ακούω τον κόσμο να μετακινείται, να
ψιθυρίζει, να δολοφονείται. Τους μήνες της βροχής μαζεύει τα νερά,
γίνεται λίμνη. (Αλήθεια πώς χωράει τόσο
νερό σ’ αυτό το παραλληλόγραμμο;) Μετά
μου λες «στάζει η βρύση». Στο γραφείο το
νιώθω γαντζωμένο στο σβέρκο. Τρέχω στην
τουαλέτα. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
Τίποτα. Μόνο ο γιακάς κάθεται
ήσυχα στον αυχένα. Οι ώρες περνάνε
αδιάφορα, μέχρι να γυρίσω σπίτι. Το χαϊδεύω, το ανακατεύω (για να φουσκώσει
από τη χαρά του). Μετά το τοποθετώ κάτω
από τον εγκέφαλό μου (σαν μπαταρία) και
αρχίζει η προβολή στο ταβάνι της φαντασίας. Εσένα σ’ αγαπάει. Του αρέσει να το παίρνεις αγκαλιά και να βάζεις τη μια άκρη στο στόμα. Τότε ρουφάει το σάλιο σου σαν γάλα και
φωτίζεται. Ξέρω ότι κοιμάσαι πάνω
σε μια νάρκη. Όσο και αν ελέγχω την
κατάσταση, είναι βέβαιο ότι κάποτε αυτό το διαβολικό μηχάνημα θα εκραγεί και θα με διαμελίσει οικτρά.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
ΚΑΤΟΨΗ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Στα βάθη των θεμελίων
λαλεί ακόμη ο σφαγμένος πετεινός. Ίχνη
φωτιάς, όστρακα και άμορφα τεμάχια
σιδήρου, δείχνουν ότι έζησαν άνθρωποι εδώ.
Κάθε μέρα βρίσκεις καινούργια ντουλάπια, κρύπτες και καταπακτές (με οστά, υπολείμματα τροφών, φορέματα ή ολόσωμες γυναίκες να χαμογελούν). Τα χαλιά καλύπτουν επιμελώς τα βράχια και τη
λίμνη που κολυμπάς. Εκείνα που δεν
κρύβονται με τίποτα είναι τα χόρτα.
Μεγαλώνουν απότομα, κάνοντας ένα θόρυβο περίεργο (κάτι μεταξύ
σφυρίγματος και κλάματος).
Λόχμες σκοτεινές πετάγονται σε κάθε βήμα μου. Τα χάλκινα και τα κρουστά της νύχτας φέρνουν
βροχή και η βροχή κατολισθήσεις και
ερωτώ: Πού κατοικώ σε βουνό ή σε
σπίτι; Σε σπίτι σύγχρονο (απαντά ο αντίλαλος), με κουζίνα παραθαλάσσια. Η αύρα του ψυγείου από τη μια μεριά, από την άλλη στην ηλεκτρική φωτιά να βράζεις
μαλλιά αγγέλου και στη μέση εμείς να φιλιόμαστε μέχρις
εξαντλήσεως. Ένας τοίχος με χωρίζει από
το λουτρό. Εκεί λούζεται με τις ώρες,
μέχρι που γίνεται διάφανο το κεφάλι σου
και βλέπω καθαρά τις σκέψεις σου.
Τέλος ο φωταγωγός. Ούτε φως –
ούτε πουλιά. Μόνο οι από πάνω ρίχνουν
άδεια μπουκάλια και αποτσίγαρα στο κενό.
(Υπάρχει και μια
ξύλινη σκάλα που πρέπει να οδηγεί στο υπνοδωμάτιο. Αυτή δεν την ανέβηκα
ποτέ. Κάθομαι στο πρώτο σκαλί και ακούω
τα άλλα να τρίζουν)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΤΗΣ
Το βράδυ κυνηγάω
πουλιά. Στα φέρνω σε δίχτυ. Τα
ταξινομείς σε χρώματα και αυθαιρέτως αποφασίζεις: τα κίτρινα τη Δευτέρα, οι κοκκινολαίμηδες την Τρίτη, τα γαλάζια την
Τετάρτη, τα νεροπούλια την Πέμπτη και πάει λέγοντας. Τραβάς
την καρέκλα κοντά στο πρωί και αρχίζεις.
Με τα Δάχτυλά τους σπας τα πόδια.
Μετά, τα καταπίνεις (δεν τα
παιδεύεις στα δόντια, όπως γράφουν σε άλλα ποιήματα). Όλα γίνονται βουβά, χωρίς αίματα. Αφού
χορτάσεις, πέφτω πάνω σου με δύναμη και προσπαθώ να βγάλω τα πουλιά από τον
ασκό των ονείρων σου. Τίποτα όμως. Μόνο
φωνές πετάγονται σαν γιώτα, σαν ωμέγα, σα λάμδα. Με τη γλώσσα θέλεις να μου
σβήσεις τα μάτια. Μένεις ανάσκελα. Τα
πουλιά τινάζονται από τον αφαλό πολύχρωμο σμήνος – ένα ζεστό σκοινί, ομφάλιος
λώρος του ουρανού.
ΟΙ ΠΑΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Το σώμα σου εύπλαστο
αυγό στην πολυθρόνα. Γύρω υδρατμοί της Παλαιάς Διαθήκης. Λόγια
μπαμπάκια, λέξεις υγρές στα
σκέλια και κατακλυσμός στη ζωή γενικά. Όλη η εβδομάδα ένας θάμνος στο μυαλό, ένα
πλην στην παραγωγικότητα. Το βιτρό της κοιλιάς
σου πλάγια φωτισμένο φέρνει από το
παρελθόν εκκλησίες λεηλατημένες.
Ακούγονται τα πέταλα στα μάρμαρα,
των εφίππων. Οι ίδιοι έφιπποι
μπήκαν πεζοί στο σπίτι. Προσπαθούσαν να
σε πάρουν μαζί τους. Εγώ δίπλα
ξυριζόμουν σφυρίζοντας, χωρίς να ξέρω το ρόλο μου σ’ αυτήν τη σκοτεινή
ιστορία. Μάλιστα σκεφτόμουνα το
καλοκαίρι. Τα μπάνια, τις αγκαλιές, το
παγωμένο πίπερμαν, το ζεστό φεγγάρι. Παρ’
όλα αυτά είχα ένα κακό προαίσθημα, γιατί
το ξυράφι πήγαινε συνέχεια στο λαιμό μου.
Οι άλλοι μέσα σε τραβούσαν με δύναμη τώρα. Άκουσα – επιτέλους – έναν κρότο. Πετάχτηκα με τις σαπουνάδες και
έμεινα να κοιτάζω. Είχαν σπάσει
το σώμα και βγαίνανε εκατομμύρια
μυρμήγκια από τις ρωγμές – αίμα καθόλου δεν είχες – μόνο μυρμήγκια, που έτρωγαν
με βουλιμία ό,τι έβρισκαν μπροστά τους!..
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
Ο ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΤΩΝ
ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Αυτά τα σκονισμένα
πρόσωπα πλάι στα αντικείμενα τραυλίζουν το φόβο. Καταβροχθίζουν τη μέρα, δε σε θυμούνται. Και τα άλλα που περνάνε απέξω, πάλι δε σε θυμούνται. Εσύ όμως τα θυμάσαι όλα, με κάθε λεπτομέρεια: χρώμα μαλλιών, τα μάτια,
τα ρούχα με τις σκιές των εποχών,
τον παρατατικό των βημάτων
και το μολύβι. Ακόμη πόσο απέχει το κάθε αυτί από το ποταμάκι του λαιμού!.. Τι κοίλο απόγευμα η παλάμη στην πόρτα. Μέσα στα συνηθισμένα έπιπλα, η συνηθισμένη
βροχή και το γυμνό νυκτός, έτοιμο να φωτογραφηθεί μαζί
σου (όπως γινότανε στις παλιές κηδείες)
Κάτω από το σεντόνι
διαγράφεται το νύχι του ποδιού και η γραμματική δε χρειάζεται.
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΑ, ΚΛΕΙΣΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑ
Αυτό το φόνο δεν
τολμώ να τον αρχίσω. Εννοώ φυσικά τον
πεθαμένο που κρύβω μέσα μου. Ζει και κινείται μαζί μου. Έχει βαριά αναπνοή. Κάνω ότι δεν ακούω και
περπατάω. Πολλές φορές προεκτείνεται ως
ίσκιος και τον ακολουθώ ή
μένει πίσω και με τραβάει με σκοινί. Μια Παρασκευή σε άρπαξε, σε έριξε
στο μαύρο. Από τότε τον αγάπησες. Έχετε
μυστικά, κρυφογελάτε. Σου δίνει κρυφά
χώμα. Το τρως σαν σιτάρι. Δε θέλεις πια τα φιλιά μου. Όλο κοιτάζεις τον ίσκιο και χαϊδεύεις το
σκοινί. Μάγια δεν ξέρω, να εξορκίσω το
κακό. Μόνο φοράω όλες τις εποχές
χειμωνιάτικα ρούχα, να μη διακρίνεται. Η καταστροφή έρχεται όταν ξεγυμνώνομαι
και σ’ αγκαλιάζω. Τότε ανακαλύπτεται
πλήρως. Κάθεται στην άκρη και κοιτάζει με λαίμαργα μάτια τις φωνές και τον
κυματισμό των γοφών σου. Κοντά στο τέλος, παρεμβάλλεται ανάμεσά μας σαν καπνός
και πέφτω σε χαράδρα. Ακούγεται ένα πνιχτό γέλιο και τα σάπια δόντια του
αστράψανε.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟ ΧΕΡΙ
ΖΗΤΙΑΝΕΥΕΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Δε με ξενύχτισες ποτέ. Μόνο τους ζωντανούς θέλεις να παίζουμε. Πηγαίνεις στην άκρη του ορίζοντα και ξαπλώνεις πάνω στη γραμμή. Χάδια που περιέχει το αίμα σου. Γυαλιά σπασμένα έχει, από γλέντι ή φαντασίες. Σκουριά αφήνει η σκέψη στο μαξιλάρι. Τρέχει, τρέχει ο βολβός του ματιού μου στα δάση, μαζί με τα άγρια. Ακούγονται από τις κατεστραμμένες πόλεις μαδριγάλια του γάμου. Με δυσκολία επιστρέφω στο κρεβάτι. Τα χώματα της μνήμης το έχουν σκεπάσει…
… ΣΚΑΒΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗ ΘΕΣΗ
ΜΟΥ…
(… σκάβω και περνάω κάτω από λέξεις…)
Το σώμα σου δε φύεται παντού. Μόνο όταν ξαπλώνεις στο αφράτο χώμα του
κρεβατιού – αφού βγάλεις τα κόκκινα γοβάκια – οι γοφοί σου βουλιάζουν στην
αμνησία της καμπύλης (ακόμη ακούγονται
τα βήματα στο χολ). Δέκα χρόνια
πριν, δέκα χρόνια μετά, νιώθω
αρχαιολόγος ανοίγοντας τα πόδια σου.
Σιγά – σιγά το χνούδι φουντώνει, γίνεται πυκνό δάσος. Οι κορμοί των δένδρων είναι διαφανείς –
βλεπόμαστε. Όπως αλλάζεις στάση, η τάφρος του προηγουμένου σχήματος πετάει
χλωρά κλαριά και πράσινα μάτια. Πιο μέσα λιγοστεύει το φως. Πηγαίνω στα τυφλά. Ακούω ήχους φύλλων, υγρασίας και ρίζες να
έρπουν στα μάτια μου. Το έδαφος
λασπώδες. Σέρνομαι και γλιστράω σε ιαματικά λουτρά. Κρατάω την αναπνοή και πάω πιο βαθιά. Υπόγεια ρεύματα με τραβάνε στο χαμό. Εδώ η βλάστηση είναι μπλε. Έχω πάψει να πιστεύω ότι πάω σε κυνήγι. Παγίδες – λέξεις μου μαγκώνουν τα πόδια. Πιάνω ένα άσπρο μαλακό πανί (είναι η ψυχή , η ψίχα του φόβου). Θα καθίσω εκεί μηρυκάζοντας τα χρόνια και τα
μαλλιά σου. Ακόμη ακούγονται τα βήματα
στο χολ. Αναδύομαι από τα σεντόνια. Γύρω ξερά κλαδιά (όχι κλαριά)
και γραμμές στο στεγνό χώμα
δείχνουν τις κινήσεις της μουσικής που απλώνεται και θα τα σκεπάσει όλα!.. [ΦΥΤΟΛΟΓΙΑ κι άλλες επιλογές από τη
συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985 – Συγκεντρωτικός τόμος:
Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου