Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

ΒΡΗΚΑ ΤΙΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΚΟΛΛΗΤΕΣ ΚΙ ΑΣΑΛΕΥΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΜΙΑ ΧΑΡΑΜΑΔΑ

 (… υπερασπίζοντας το ανείπωτο στην Ποίηση  ή  γράφοντας ποιήματα ως δοκίμια αυτογνωσίας…)


Οι άλλοι νεκροί με το πρόσωπο στραμμένο κατά το πέλαγος

παραμιλούσαν βότσαλα και ξόρκια

κουνιόταν και κροτούσε η ακρογιαλιά σαν τεχνητή μασέλα

και στην ταβέρνα της ακτής

παλιά σκαριά  σκυμμένες πλώρες   κουρασμένες άγκυρες

λίγος μεζές  λίγο κρασί   ένα βαμμένο γέλιο που φωνάζει βοήθεια

και τα πόδια των γυναικών μπλεγμένα στα δικά σου

κάτω απ’ τα τραπέζια σαν ουρές ψαριών…

Φτηνή βουή ζωής

 

-Γέρε τρελέ, θα φας και θα πιεις απόψε πάλι

με βρομερές άπληστες ρίζες

κορμί που φυλλορροείς τα κύτταρά σου

ελπίζοντας ακόμα ελπίζοντας μες στη θαμπή σου λάμψη

με κόπο συγκρατώντας στη ματιά σου ένα σκόρπιο βασίλειο

καθώς σηκώνεις την τρίαινα να καρφώσεις μες το πιάτο ένα καβούρι

κι αυτό σαλεύει μεγαλώνει μπήγεται στα μάτια σου απλώνεται στα σωθικά σου…

Φτηνή βουή ζωής ανάξιος τρόμος

 

Συνδέοντας λέξεις με λέξεις στον ερειπωμένο λόγο φώναξα: λογαριασμό

ανάβοντας τσιγάρο μες στο φονικό σκοτάδι φώναξα:

λογαριασμό

χτυπώντας τα κομμένα χέρια μου στα κυματένια αλώνια φώναξα:

λογαριασμό

 

Ώρα λοιπόν, ναι, ώρα

ώρα όχι για την πληρωμή    μα για τα ρέστα

Να τα διεκδικήσω;

Να αναστατώσω προοπτικές

ν’ ανατρέψω νομοτέλειες και οιωνούς

ή να τα παρατήσω;

Τεράστιο το ποσό

μεγάλο υπόλοιπο από μπακίρι κι από καλοκαίρι…

Μεσόκοπος –πληρώνοντας με το ένα μισό μου

και το άλλο μη έχοντας τι να το κάνω…

Καταχνιά στις φλέβες

και το ποτάμι δεν κυλάει πια τα νερά του

και δεν υπάρχει νοσταλγία ανάμεσα σε λήθη και σε μνήμη

κανένα μεσοδιάστημα ανάμεσα σε αρχή και τέλος

και δεν υπάρχει σούρουπο ανάμεσα σε μέρα και σε νύχτα

 

-βρήκα τις συμπληγάδες κολλητές και ασάλευτες χωρίς μια χαραμάδα

[πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972  -  κι άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]




 

Η ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΣ ΣΚΕΠΑΣΕ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

(δεύτερο μέρος από τη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη 1972 )

μείνε όπως είσαι πρόσωπο που ταξιδεύεις στον καθρέφτη

με δάχτυλα απαλά θα λάμνω κυκλικά

στις άκρες των χειλιών  και  των ματιών

μη ρυτιδώσουν  τα χλωμά νερά

θ’ απλώσω διάφανες σκιές στ’ αγρυπνισμένα βλέφαρα

θα σου σκουπίσω όλο το χθεσινό εφιάλτη

σκεπάζοντας σημάδια  και  ραγισματιές

πάρε μυρωδικά λάδι χελώνας  και  χυμούς καρπών για το μακρύ ταξίδι σου

σκόνη της σκόνης για να σε φυλάει απ’ τη μεγάλη σκόνη

θυμήσου συνταγές και φυλαχτά

ξόρκια και λέξεις μαγικές ηλεκτρικούς δαίμονες που μορφάζουν στις βιτρίνες

μείνε όπως είσαι πρόσωπο που ταξιδεύεις στον καθρέφτη

 

Η μέρα σαν υδράργυρος σκέπασε το παράθυρο

και ποιος να μου παρασταθεί

σ’ αυτούς τους πρωινούς αποχαιρετισμούς

σ’ αυτό το καθημερινό σαλπάρισμα της όψης μου στο χάος…

Φόρεσε πια κι εσύ ένα πρόσωπο να μη φοβάσαι

φόρεσε και συ ένα πρόσωπο

δέξου να υπάρξεις

 

Κράτησα αυτή την πίκρα μες στα χέρια μου

τόσα και τόσα πρόσωπα – δικά μου κι άλλα

άδεια κοχύλια στην παραλία της αυγής γραμμές στην άμμο

κράτησα αυτές τις μνήμες σαν χρυσές στραβωμένες προσωπίδες

με δάχτυλα παράφορα πασχίζοντας να τις ισιώσω…

Ήτανε μια παρηγοριά – τι άλλο μένει;

 

«-Το πρόσωπο πάντα μια τυραννία για τους άλλους»,  λες,  «το πρόσωπο μια Μέδουσα…»

κι αρνιέσαι  -  αρνιέσαι αδιάκοπα να πάρεις ένα πρόσωπο

αρνιέσαι να υπάρξεις

κι είσαι αγωνία χωρίς περίγραμμα

καημός χυμένος μέσα στη ζωή μου

και σ’ ανασέρνω από αναφιλητά χειρονομίες φύκια της νύχτας

σ’ αγκαλιάζω σαν τρελή σε λέω αγάπη μου

και συ τρίβεσαι  και σκορπάς κάθε στιγμή

σαν όνειρο στα βλέφαρα μόλις το δει η μέρα

Κράτησε αυτή την πίκρα μες στα χέρια μου

τόσα και τόσα πρόσωπα – δικά μου κι άλλα

πώς να κρατήσω τώρα αυτή τη θάλασσα που πάνω μου στεγνώνει;

 

 ΦΥΓΕ  ΠΙΑ ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  

(… πάρε από πάνω μου τα γηρατειά σου…)

ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες

γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…

ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες

γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους  μασάει καλαμπόκια

παίρνει το παγωτό της στις πλατείες

η Αθήνα ρουφάει το ουρανό με καλαμάκι

 

Μέγαρον Γενικών Ασφαλειών Α.Ε.  Μια δήλωση ατυχήματος   μια δήλωση ημερομηνία  ώρα  τόπος – τόπος γεννήσεως  έτος γεννήσεως όνομα  αριθμός – αριθμός τηλεφώνου  ώρα παρευρεθέντα πρόσωπα  όνομα  όνομα…

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια  μες στους δρόμους

Σ.Α.Β  το όνομα δεν υπάρχει στο βιβλίο

αν δεν υπάρχει στο βιβλίο δεν υπάρχει

αν δεν είναι στα συμβάντα δεν συνέβη

αποτανθείτε Υπηρεσίαν Αναζητήσεων

Υπηρεσίαν Καταζητήσεων Ε.Ε.Σ

Μέγαρον Γενικών Ασφαλειών  Α.Ε. όροφος 3

γραφείον 50 όροφος 6 γραφείον 118

γραφείον 3  γραφείον 50  γραφεόπν 6

γραφείον 118  όροφος 3  όροφος 50

όροφος 6  όροφος 118

 

Πενταμελές  Επταμελές  Οκταμελές… Η δίκη συνεχίζεται

η δίκη αναβάλλεται   η δίκη διακόπτεται

 

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους μασάει καλαμπόκι

-ένας μεσόκοπος αγοράζει βρομόνερο για ελιξίριο στην Ομόνοια

ένα ασανσέρ πνίγεται στο πηγάδι του

μια κοπέλα τσαλακώνει τα μάτια της  και τα πετάει σαν γράμμα που επιστρέφεται

ένας υπαίθριος αργυραμοιβός αγοράζει βέρες και χρυσά δόντια

 

αυτόματοι ανθρωποζυγοί στους δρόμους

παίζουν το βάρος μιας ζωής με το ωροσκόπιο

 

Πενταμελές  Επταμελές  Οκταμελές… Η απόφασις συνεχίζεται  η απόφασις αναβάλλεται  η απόφασις διακόπτεται

Μέγαρον Γενικών Ασφαλειών  Α.Ε…  ο δρόμος διαμελίστηκε  εξετινάχθη απ’ τους τροχούς  απ’ τους φανούς  απ’ τις φωνές πενήντα αιώνες πίσω…

Σ.Α.Β.  όνομα ημερομηνία  ώρα τόπος  οι σιερήνες ξεκολλάνε  το δέρμα  οι επίδεσμοι ξεκολλάνε  το δέρμα  όνομα πρόσωπο – ποιο πρόσωπο  γυαλιά στο πρόσωπο  καρφιά στο πρόσωπο

 

Μέγαρον Γενικών Ασφαλειών Α.Ε.  μια δήλωση ατυχήματος  μια δήλωση  μια δήλωση

 

Πενταμελές  Επταμελές  Οκταμελές… Πεντάκις  επτάκις  οκτάκις.

 

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια  μες στους δρόμους

μασάει καλαμπόκια

κατεβαίνει στη θάλασσα με ψαροτούφεκα

ιδρωμένα κορμιά  καλλυντικές γυναίκες

-ένα κύμα ξεβρασμένο στην ακτή σαν ψόφιο κήτος

ένα δύτης γυμνός κρεμασμένος ανάποδα στα υπόγεια του νερού…

 

Η Αθήνα ρουφάει τον ουρανό με καλαμάκι

-μια πόρτα βιάστηκε

ένα παράθυρο αυτοκτόνησε

ο παπαγάλος σκότωσε τον ποιητή στου Λουμίδη

γέμισε κοκκινάδια  και  μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…

 

Φύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι

[ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ  1972

 

ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΠΙΑ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΩ

(… μες στο μυαλό μου ανεβοκατεβαίνουν  οι πνιγμένοι  και  το σκοτάδι ατέλειωτο…)

… μπρος στον καθρέφτη κάθε βράδυ βγάζει τα μαλλιά της

ξεκολλάει τις βλεφαρίδες

βγάζει τα δόντια  και  τα βάζει στο ποτήρι

βγάζει τα μάτια της και τ’ ακουμπάει  στο κρύσταλλο

-ένα χάος που κοιτάζει το χάος…

 

Je pense a cette aube artificielle sur mon visage

aux cris aux gestes eperdus vers la lumiere descendante

τώρα που χειμωνιάζει ν’ αγοράσουμε κι εμείς καινούρια πρόσωπα

ας μην είναι κα δερμάτινα

πουλάνε κάτι πλαστικά φτηνά όταν φορεθούν στρώνουν και δεν πληγώνουν…

και γάντια – τρύπησαν πια αυτά  και φαίνονται τα φοβερά μας νύχια…

Όλα τ’ άλλα είναι ποίηση.  Μ’ ακούς, μ’ ακούς  εσύ που χάνεσαι στις κάμαρες

εσύ που κάνεις να χτυπούν οι πόρτες  και να σκίζουν τα έπιπλα

 

Blocus sentimental…  Όχι, δεν τηλεφώνησε κανείς

-υποκριτή,  να επιστρέψεις αμέσως όλους τους κλεμμένους στίχους.

 

Τη νύχτα βγαίνουν  και σεργιανούν στο δέρμα μας

τα ζώα και τα ερπετά που έχουμε μέσα μας

ο σκίουρος  το τσακάλι   η οχιά

ο λυκοπόταμος  ο βατραχόμοιρος   ο λαγοπόδαρος

-πουλιά, βέβαια,, δεν υπάρχουν.

 

Πονάει  πονάει το δόλιο μου κρανίο

ζαλίζομαι σαν περιστρεφόμενη πόρτα.

 

… στη βυθισμένη κάμαρη άνοιγαν πολύχρωμα φτερά

τινάζονταν παράλογα ριπίδια

απίστευτο που βρέθηκε τόσο αίμα –

μες στα ποτήρια μας μες στ’ ανθοδοχεία,  στα μαξιλάρια,

στις κουρτίνες, ακόμα και μες στα παπούτσια του…

 

Κανένας μύθος πια  κανένας μύθος.

Ο κύκλος έσπασε κι οι δυο άκρες του δεν σμίγουν

ο σπόρος δε γυρίζει πια στη ρίζα

και το γεφύρι προχωράει χωρίς να βρίσκει απέναντι όχθη

Αντίο στροφές,  αντιστροφές,   ανακυκλήσεις.

Όσο και να λυγίζω αυτή τη ζωή

δεν μπορώ πια να συνδέσω αρχή με τέλο.

 [ΤΕΤΑΡΤΟ  ΜΕΡΟΣ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ  1972]


ΙΩΣΗΦ,  ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ

(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972)

Ι

Συμφόρηση κυκλοφορίας…

Στους διαδρόμους της Αθήνας

μες στη βροχή δαιμονισμένα

όλα μαζί κορνάρουν τα φορεία

 

Σταμάτα τους καθαριστήρες.

Ψάχνεις για τύψεις  ή  για ίχνη;

Τίποτε δεν ξεκαθαρίζει

όλοι είμαστε θαμποί από μέσα

 

Δεν έχω ακόμα συνηθίσει

με τις καινούργιες διευθύνσεις

Απ’ τα παλιά τηλέφωνα πηδάνε

ξένες φωνές και με δαγκώνουν

 

Τώρα στη Νικοδήμου parking

γραφεία στο μέγαρο Λινάρδου

-Ιωσήφ, βουλευτής Αριμαθαίας

Παρακαλώ, τον κύριο Πιλάτο…

 

ΙΙΙ

-Φίλε μου, έρχεσαι σαν «ώρα δίχως όνομα…».  Ο χρόνος δε σε μίσησε· φαίνεται, ούτε εσύ τον πείραξες, αντίθετα με μένα που τον ζόρισα να γίνει ιστορία

Κράτησες την πολυτέλεια της τέχνης σου,  την πίστη σου σε απροσδιόριστα οράματα  και  απρόσιτες επαγγελίες,  πάντα κομψός  μέσα στην ιδεολογία σου…  Όσο για την δική μου τέχνη,  πανάρχαια όσο και η δική σου, έγινε σκέτη τεχνική.  Σήμερα δεν υπάρχουν τα παλιά ταλέντα – με τις γοργόνες και τους δαίμονες στα μπράτσα, φυλαχτά στον κόρφο, γονυκλισίες  και  καντήλια… Κι όμως αυτοί ίσως να ’ξεραν –

Υπάρχει κρίση χώρου στην ψυχή, γέμισε μηχανές,  δεν παίρνει θύμησες και τύψεις.  Μονάχα όταν καμιά φορά χαλάει το ασανσέρ, στις σκάλες πνίγομαι -  ο ωκεανός που τόσο επόθησα παιδί  και τα χαλκά μαλλιά μιας γυναίκας που με μίσησε θανάσιμα… Κι όμως αυτοί ίσως να ’ξεραν –

Γιατί ν’ αντέχει το κορμί, να υπομένει το μαρτύριο;  Γιατί αποδέχεται αυτή την αναμέτρηση  και  δεν χυμάει αμέσως στο λαιμό του δήμιου να τον ξεσκίσει  ή  ν’ αφανιστεί μια και καλή, γιατί αποδέχεται αυτή τη σκοτεινή αβυσσαλέα σχέση;  Γιατί η φύση να γίνεται ιστορία;

Δωσ’ μου λοιπόν εσύ μια εξήγηση.  Ή μήπως με την ποίηση δεν κάνεις κι εσύ την ίδια δουλειά με μένα… Δεν μακελεύεις σωθικά, δήμιε ψυχών;  Ας είναι.  Κάθισε τώρα να πιούμε ένα ποτήρι, να δεις τη δισκοθήκη μου και τα βιβλία.  Κι ύστερα πες μου τι ζητάς – αν ξέρεις κι εσύ ο ίδιος  κι αν έχει καμία σημασία… Αλήθεια –

Άδεια ταφής  ή  ανάστασης γυρεύεις;

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ σου λέω

Τόσα φιλιά – μα δίχως χείλη

τόσες αφές – μα δίχως χέρια

τόσοι φρουροί – μα δίχως πύλη

τόσες ειδήσεις – δίχως περιστέρια

 

Τόσοι  αγώνες – δίχως μάχη

τόσες μαγείες – δίχως θάμα

Κρυφά θα φύγει δίχως να ’χει

αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας.

 

-Άλισον, Τζέφρυ, Ουίλλιαμ, Σάντυ…

Τους ήξερες ποτέ;  Άγνωστά μας

ονόματα στην αλισάχνη

τώρα που βούλιαξαν πια τα δικά μας

 

Έρωτας – δίχως ν’ αγαπάμε

Ζωή – χωρίς ποτέ να ζούμε

Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε

να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε

 

Τι μπέρδεμα η ζωή μας, τι ιστορία…

-Σάμπως να υπάρχει πια Ιστορία

δική σου ή άλλη… - Τι σκαλίζεις

τα σπλάχνα του ραδιοφώνου;

 

Ήμασταν θάλασσα κι έχουμε γίνει

σάπια βροχή και τιποτένια

Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,

το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου

 

-Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,

ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε

λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου

να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…

[τέταρτο απόσπασμα από το ποίημα ΙΩΣΗΦ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972]

 

ΠΕΡΑΣΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ

(… τα πάντα ούρλιαζαν: παράβαση,  παράβαση…)

Έλεγξαν το αίμα μου  και  τα χαρτιά μου   Ήμουνα πράγματι εγώ ο ίδιος το έγκλημα μου   Με βάραιναν κατηγορίες συντριπτικές   Κατέθεσαν εις βάρος μου σπασμένες εποχές   Ρούφηξα το αίμα των αθώων γονιών μου   Έκανα αιμομιξίες στο όνειρό μου   Κάθε αυγή μια σκάλα θεοσκότεινη   Ανέβαινα   και  γύρω μου σφαγμένοι πετεινοί   Αγνόησα τις σηματοδοτήσεις   Του Εγκεφάλου της Τροχαίας και της Ποίησης   Δεν συμπληρώνω το δελτίο του ΠΡΟ-ΠΟ   Δεν δέχθηκα ποτέ μου να φορέσω πρόσωπο   Έλαβα μέρος στην εξέγερση του Μάη   Ακόμα η μαντάμ Ρουβιέ με βλαστημάει   Κάνω ξενύχτια με μια τράπουλα tarot   έπαιξα τάβλι στο Θησείο με τον Μινώταυρο   «Στο περιγιάλι το κρυφό…κλο»  η ψυχή μου   Είναι παλίμψηστη ολόκληρη η ζωή μου   Χρωστάω τα χαμένα μου στοιχήματα   Πάει καιρός που πια δεν γράφω ωραία ποιήματα   Έκανα την αγάπη μου κομμάτια   Την κρέμασα ύστερα σε κάδρα στα δωμάτια   Δεν αναφέρω τα στοιχεία ταυτότητος   Προβάλλω επίμονα την ένσταση ακυρότητος   Του εαυού μου  και  της εποχής μου   Δεν ξέρω ούτε την τελευταία θέλησή μου… _ Α, να τελειώνουν, να τελειώνουν όλα αυτά   Αηδόνια  και  τηλέφωνα  και  περιπολικά   Πίσω από μάτια  από σφυγμούς  και  πόρτες   Πυροβολούν επάνω μου οι σηματοδότες!..  [δεύτερο μέρος από το ποίημα ΙΩΣΗΦ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Παρασκευή, 24 Μαΐου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΡΑΩ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΙΣΚΩ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ

  (… ο κάτοικος του υπογείου βλέπει κήπους και γελάει...)          Το μελαχρινό σου πρόσωπο ακουμπάει στο χώμα. Ο ουρανός πολλές φορές ε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ