Κυριακή 19 Μαΐου 2024

ΚΑΙ ΣΜΙΓΟΥΝ ΚΑΙ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

 (… και δεν παίρνει τίποτα ο ένας από τον άλλον

γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν…)


Θάθελα να μιλήσουμε, απόψε σύντροφε.

Χρόνια ονειρευόμουν αυτά τα λόγια, πλημμυρισμένα από δάκρυα

 μα ντρεπόμουνα

σαν το φαντάρο που γυρίζει από το μέτωπο 

και βλέποντας στο γύρισμα του δρόμου ξαφνικά την αγαπημένη του 

σκεπάζει και με τα δυο του χέρια αυτό το τραύμα

που του παραμορφώνει όλο το πρόσωπο.

 

Ήταν ένα μεγάλο αξέχαστο φθινόπωρο.

Δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα τόσο πολύ.

Τραίνα,  γεγονότα,  χρόνια τρέχανε καταπάνω μας

παραμερίζαμε τρομαγμένοι

τρυπώντας στις παρόδους για να γλυτώσουμε

μπαίνοντας σε κείνα τα φτηνά χιλιοτραγουδισμένα συνοικιακά ξενοδοχεία

καταφύγια στους πλανόδιους έρωτες  κι  εύκολη έμπνευση στους ποιητές.

 

Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρια.

Τα πόμολα στις πόρτες   φθαρμένα από ανήσυχα ταραγμένα χέρια

ξεφλουδισμένα τα κάγκελα των κρεβατιών από ερεθισμένα νύχια που σπάζαν

μια μυρουδιά θαμπή από πολλές περαστικές ζωές  και  παλιά ανήμπορα έπιπλα

απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά

κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον  ή  από εκδίκηση

ή για να μπορούνε ύστερα στη συντριβή  και  τη μετάνοια

 να βρίσκουν επιτέλους κάποιο προορισμό

κι άλλες,  έτσι,  γιατί η ζωή είναι λίγη  και  πρέπει να τη γλεντάει κανείς. 

Κι άνδρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν,  δεν κατορθώσανε

παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη αρσενική τρέλα της απόχτησης.

 

Κρεβάτια ανασκαμμένα απ’ την ανθρώπινη απελπισία

που έψαξε για λίγη ηδονή.

Χάδια   σαν τις απεγνωσμένες χειρονομίες των ζητιάνων

που προσπαθούν να γαντζωθούν στον οίχτο

φιλιά με απρόσμενο σπαραχτικό βάθος.

Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο των αγέννητων παιδιών.

 

Και πάντα ο χρόνος

από δυο ανθρώπους που αγαπιόντουσαν παράφορα

κάνοντας σε λίγο δυο αδιάφορους ξένους

που σ’ άλλα τώρα βαθιά κρεβάτια πάνε να πλαγιάσουν

και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι

και δεν παίρνει τίποτα ο ένας από τον άλλο,

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν!..


[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1  1957 δεύτερο μέρος

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό πρώτο  τόμο:

 ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ  1950 – 1966, Δέκατη Τρίτη Έκδοση ΚΕΔΡΟΣ]

 

 


ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ,  ΣΥΝΤΡΟΦΕ,  ΖΟΥΝ ΑΠ’ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ  ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

(,,, το μόνο που με τρομάζει είναι ο θάνατος,  έλεγε 

θάθελα να ζήσουμε αιώνια εμείς οι δυο…)

Θυμάσαι, αλήθεια, νιώθαμε ζεστασιά μέσα στο πλήθος, καθώς βαδίζαμε πλημμυρίζοντας τους δρόμους

τα χέρια μας άγγιζαν,  οι φωνές μας αγκαλιάζονταν μες στα τραγούδια

ένα μεγάλο φως έσταζε απ’ τις σημαίες μας που πήγαιναν μπροστά

κι απ’ τους νεκρούς που αφήναμε πίσω.

Τέλος η επίθεση πετύχαινε. μπαίναμε στην πόλη αλαλάζοντας  κι  ανατινάζοντας τα γιοφύρια

συνεδριάζαμε,  εκλέγαμε τα επαναστατικά συμβούλια

κι ανάμεσα στις λάμψεις των πυρκαγιών,  τους πυροβολισμούς

και τον αέρα που έφερνε τα πρώτα φθινοπωρινά φύλλα –

υπήρχαμε.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση

στη ζωή των άλλων.

 

Μα ξαφνικά σαν άρχισε η αντεπίθεση  και  φύγαν  και  σ’ αφήσαν όλοι

κι έμεινες άοπλος  και γυμνός στη μέση της ατέλειωτης τούτης νύχτας

είδες με τρόμο, πως έπρεπε τώρα να σηκώσεις μονάχος, ολάκερη  τη χαμένη ζωή σου.

Πως ήσουν εσύ και κανένας άλλος

που θα ζούσε πια για πάντα

μ’ αυτά τα χέρια που όλα τάδωσαν

κι αυτήν τη μνήμη που τίποτα δεν συγχωρεί.

Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι

γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες!..

 

«Το μόνο που με τρομάζει είναι ο θάνατος,   έλεγε

θάθελα να ζήσουμε αιώνια εμείς οι δυο»!..

Και μες την κάμαρα έμενε ο ραγισμένος ήχος της φωνής της

κι η σκοτεινή απειλή του απρόσιτου:  αιώνια,  αιώνια –

επιτέλους δεν μπορώ,  πάψε…

 

Αιώνια!..

 

Μα όταν βραδιάζει πια  και σκοτεινιάζει ο ουρανός  και  μακριά σφυρίζουνε τα τραίνα

και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο

ή έναν νικημένο άντικρυ  στην αιωνιότητα

και μέσα στη σιωπή,  σαν ένα σιγανό τρίξιμο, ακούγεται το παράπονο των πραγμάτων

που πεθαίνουνε  σιγά – σιγά

αναζητάμε τότε ο ένας τον άλλον λαχανιάζοντας

όρκοι,  αγκαλιάσματα,  τρέλες,, πάναγνη προστυχιά

κι ερωτικοί εξευτελισμοί κατάστεροι σα δόξες.

Κι άλλα πιο φοβερά  κι  ακατανόμαστα που όλοι τα ζούμε

και κανένας δεν τολμάει να τα εξομολογηθεί.

 

Είχαμε τόση ανάγκη απ’ αυτό το πάθος που μας εξουθένωνε

κι ας νοιώθαμε στο βάθος πως εμείς το σπρώχνουμε ως την υπερβολή

σα δυο ασήμαντους θλιβερούς θεατρίνους που παίζοντας κάποτε

μια μεγάλη παράφορη σκηνή του Σαίξπηρ

είναι ό, τι πιο όμορφο έχουν ζήσει   σ’ όλη τους τη ζωή!..

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1   1957 δεύτερο μέρος]

 

ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΟΝΤΑΙ,  ΦΙΛΙΕΣ ΠΟΥ ΓΚΡΕΜΙΖΟΝΤΑΙ…

(… έτσι περάσανε τα χρόνια!..

Οι μέρες κατρακυλούσαν μέσα σ’ έναν αδιάκοπο θόρυβο…)

πόρτες κλείναν  με πάταγο, κόβοντας τα χέρια που απλώναν ν’ αγκαλιάσουν

κουρέλια από σημαίες, τζάμια σπασμένα, κατεβασμένες οι πινακίδες των δρόμων

τα μαγαζιά αλλάζαν επιγραφές – ένας άγνωστος κόσμος – πού είμαστε;

άνθρωποι τρέχουν στους δρόμους πατώντας ο ένας πάνω στον άλλο

οι σεισμογράφοι τρέμουν απ’ τις απότομες αλλαγές.

Μεγάλες λέξεις  δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους οχετούς.

 

Κι εσύ,  παλιέ μου, χαμένε σύντροφε, η σφαίρα που σε πήρε,  σκέφτομαι απόψε

ίσως να ’ταν σοφή,  και σε προφύλαξε

απ’ τον αυριανό εαυτό σου!..

Γιατί εσύ   δε γνώρισες τον σκοτεινό εχθρό που σε παραμονεύει καθώς γυρίζεις από τη μάχη

κρυμμένος πίσω απ’ τις ζητωκραυγές,  χωμένος στο βάθος της περηφάνιας,  στο κουδούνι ενός σπιτιού

που δεν σε περίμεναν,  στο μεγάλο ρολόι του τοίχου που βιάζεται

στα δάκρυα εκείνου που σ’ αγαπάει,  στο χαμόγελο εκείνου που δε σε καταλαβαίνει

σ’ αυτό που οι άλλοι περιμένουν από σένα,  σε κείνο που απ’ τους άλλους εσύ απαιτείς

α,  εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σημαδεύει αλύπητα

απ’ το βάθος των περασμένων.

 

Όπως πετούσε  και  το τελευταίο εούχο στην καρέκλα κι έμενε γυμνή

θε μου,  πόσο ήταν όμορφη

σαν ένα φωτισμένο δένδρο μια παλιά νύχτα των Χρσιστουγέννων

θυμάσαι;

Μα μόλις άπλωνες το χέρι,  σαν παιδί λαχταρισμένο, ν’ αγγίξεις ένα κουδουνάκι  ή  ένα άστρο

άλλαζε μονομιάς  και  γίνονταν μια ηλιόλουστη αστραφτερή κληματαριά

που τυλιγόταν  και  σφιγγόταν πάνω σου

γιατί φυσούσε δυνατά στην κάμαρα  και  παράσερνε τα σεντόνια  και  τη μνήμη

ώσπου μια καταιγίδα από κραυγές,  άστρα,   παπαρούνες  και  φιλιά

ξέσπαγε ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο…

Ύστερα θύμιζε τις χαμηλές λαχανιασμένες φωτιές τη νύχτα του άη – Γιαννιού

που σβήνουν σιγά,  μ’ ‘έναν λόξυγκα από μικρές αναλαμπές

αφήνοντας  λίγη στάχτη στη γεύση  και  μια  παράξενη θέρμη στα βλέφαρα.

Και λίγη κούραση απ’ τα τόσα τραγούδια  και  τα καρδιοχτύπια  και  τα προγνωστικά

που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ τους.

 

Όχι,  λοιπόν, μη θέλεις να με πείσεις, το ξέρω καλύτερα από σένα.

Μια μέρα θα νικήσουμε – σημαίες,  τραγούδια,  όνειρα,  ζητωκραυγές!..

Μα όταν το βράδυ αδειάσουν οι δρόμοι και πάψουν να περνά τα πλήθη

και πέσει σαν ένα μαχαίρι ξαφνικά στη μέση της πλατείας η σιωπή

και μείνει καθένας μονάχος, με μια δική του απαρηγόρητη μνήμη ο καθένας

ανάμεσα σε τόσα γεγονότα και τόσους νεκρούς, ψάχνοντας για έναν δρόμο, έναν ασήμαντο έστω δρόμο

να επιστρέψει στη ζωή του

σηκώνοντας όλο το βάρος από τόσα απελπισμένα χρόνια

το βάρος αυτών που φώναζαν την αλήθεια  και  τους ποδοπάτησαν

κι εκείνων που δεν μίλησαν  και  τους ποδοπάτησαν κι αυτούς

χιλιάδες σύντροφοι που τραγουδήσαν μπρος στα εχθρικά αποσπάσματα

κι άλλοι που πέθαναν αμίλητα,  από αγαπημένα συντροφικά χέρια

χωρίς να πουν μια λέξη,  χωρίς ούτ’ ένα βόγγο

μήπως και δώσουν στόχο στον εχθρό.

 

Αυτά είχα να σου πω.  Να σου διηγηθώ όνειρα,  θυσίες,  τύψεις,  δάκρυα

να σου πω για κάποιον που δεν τον αγάπησε κανείς

και πέρασε όλη τη ζωή του μέσα στην καταφρόνια  και  τη μοναξιά

μέχρι που σώθηκε.

Και να σου πω για κείνον που έζησε μες στις επευφημίες

και γέλασε  και  τραγούδησε  κι  απόλαψε

και χάθηκε

-απ’ τις εύκολες  επιτυχίες του   νικημένος

 

Να ’μια τώρα μπροστά σου γυμνός κι ανυπεράσπιστος  και  άτρωτος

σαν το νεκρό στις γκρίζες πλάκες του νεκροτομείου.

Αν όχι με τη στοργή σου,  σκέπασέ με τουλάχιστον με λίγη συχώρεση.

Κρυώνω.

 

Έβρεχε κείνο το βράδυ.  Εννιά η ώρα.  Ανέβηκα τέσσερα – τέσσερα τα σκαλιά –

κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα.

«Φεύγω, μη ζητήσεις μα με βρεις.  Αγαπώ άλλον»,  έγραφε.

Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι

ανάμεσα στις χυμένες πούντρες – σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.

 

Δρόμοι λασπωμένοι.  Άνθρωποι περπατάνε βιαστικοί.  Κίτρινα νερουλά φώτα.

Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ’ τις ομπρέλες τους

γελάνε στρίβοντας τη γωνιά.  Σε λίγο θ’ ανάβουμε το φως

σε μια ξαφνιασμένη κάμαρα, θα κοιτάζονται στα μάτια

και με χέρια ανυπόμονα πλάι στους σαστισμένους άφωνους καθρέφτες

θα πετάνε, θε μου, από πάνω τους όλη τη μοναξιά

και θα φυσάει  και θα παρασέρνει τα σεντόνια  και τη μνήμη

ώσπου μια καταιγίδα από κραυγές,  άστρα,  παπαρούνες  και  φιλιά

θα ξεσπάσει ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο

βοήθεια…

 

ΚΑΙ ΠΕΣ ΤΟΥΣ,  ΣΥΝΤΡΟΦΕ,  ΔΕ ΦΕΡΝΩ ΚΑΝΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ…

(…απλώς τον ανθρώπινο πόνο υπενθυμίζω …)

Κι αυτό το πρόσωπο είναι φτιαγμένο απ’ τα δάκρυα που έκρυψα   κι αυτά τα χείλη είναι καμένα απ’ τα λόγια που δεν είπα   κι αυτά τα σακατεμένα χέρια είναι που όλα τ’ αγκάλιασαν   όσο για κείνη την ουλή στον αυχένα μου   α ,  μη μου θυμίζετε   πως έζησα τριανταπέντε χρόνια,  κάτω απ’ τη λαιμητόμο της καρδιάς μου.   Γεγονότα  λόγια,  πρόσωπα ,  σημαίες,  χειρονομίες   μας κρύψαν τον έναν απ’ τον άλλον  -  πού είσαι σύντροφε   χιλιάδες δρόμοι διασταυρώνονται   κι  η ομοιομορφία σκέπασε σα χιόνι την πολιτεία.   Κι όμως εγώ κι εσύ  και  τα εκατομμύρια τιποτένιοι σαν κι εσένα   και σαν εμένα   υποκριτές,  φιλόδοξοι,  μικρόψυχοι,  εγωιστές,  δειλοί   εμείς κρατάμε μες στα ένοχα παράφορα τούτα χέρια   τις τύχες του κόσμου.  Να το θυμάσαι αυτό.   Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου   ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει,  ένας άλλος βυθίζεται   μες στη μεγάλη σου άνοιξη  -  εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άνδρες   σ’ αγαπώ.   Άσε με εδώ στη γωνιά,  δεν πειράζει,  ας χιονίζει   αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι   εμένα είναι ο κόσμος μου!..  Δε θα σου πω τίποτε μόλις βγεις.  Θα περπατάω δίπλα σου   αμίλητος.  Κι αν αυτό σε πειράζει,  μπορώ νάρχομαι πίσω σου σα σκυλί.   Αν σ’ αρέσει,  μπορείς να μου μιλάς  και  για τα χάδια των άλλων   θα σ’ ακούω   σαν τον τυφλό που κλαίει, ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής.   Κι όταν πεθάνω   το χώμα που θα με σκεπάσει, δε θάναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών   μα η απαλή τρυφερή γη,  που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της.   Ποδοπάτησέ με,  νάχω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις!..       [αποσπάσματα από τη ΣΥΜΦΩΝΙΑ Αρ 1 του Τάσου Λειβαδίτη μέρος δεύτερο – συγκεντρωτικός πρώτος τόμος: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ  ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966. εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ]

Δευτέρα, 20 Μαΐου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΡΑΩ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΙΣΚΩ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ

  (… ο κάτοικος του υπογείου βλέπει κήπους και γελάει...)          Το μελαχρινό σου πρόσωπο ακουμπάει στο χώμα. Ο ουρανός πολλές φορές ε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ