(… Σαν βλέμμα σε γυμνό ουρανό
Σαν
επιβάτης σ’ άδειο τρένο…)
Χαμένος μέσα στον εαυτό μου
Σαν εγγαστρίμυθου φωνή
Μάταια προσμένω να φανεί
Φάντασμα μνήμης το είδωλό μου
Ακούω το ρόγχο που ’ναι ο χρόνος
Βλέπω το γέρικο παιδί
Ξέρω ποιος έχει το κλειδί
Ξέρω ποιος είναι ο δολοφόνος
Ξυπνώ πνιγμένος στην μπανιέρα
Κυλούν τα σώματα σωροί
Στον κήπο ψάχνει να με βρει
Χλομή από θάνατο η μητέρα
Κάποιος μου γνέφει από το δώμα
Μου δείχνει το άστρο του ο σαλός
Είμαι στην έρημο τυφλός
Είμαι νεκρός μα φέγγω ακόμα
Ζω μια περίεργη χαρμολύπη
Πάλι ετοιμάζω επιστροφή
Στη μισοσκότεινη στροφή
Καραδοκούν περίεργοι τύποι
Κι εσύ μου ανάβεις το λυχνάρι
Μου δείχνεις την καταπακτή
Κρατάς τη θύρα σου ανοιχτή
Στο πεινασμένο μου λιοντάρι
……………………………………………….
Κάποιος μες τον ύπνο με φωνάζει
και ξυπνώ σε λάθος εποχή
Με βαραίνει αγιάτρευτη ενοχή
Νυχτωμένο σπίτι με στεγάζει
Έπιπλα – σκιές με συντροφεύουν
Σκυθρωποί καθρέφτες – θυρωροί
Στους διαδρόμους κέρινοι φρουροί
των νεκρών την είσοδο εποπτεύουν
Δε θυμάμαι κι ούτε περιμένω
Ζω σ’ ένα φαιόχρωμο κενό
Σαν απ’ το παρόν μου να περνώ
σ’ έναν άλλο χρόνο – πετρωμένο
Μόνο σαν γυρνώ στο προσκεφάλι
το παιδί απ’ το μέλλον με κοιτά
δακρυσμένο πάλι και ρωτά
ποιος απ’ το πηγάδι θα το βγάλει!..
[ΕΝΔΟΣΤΡΕΦΕΙΑ και ΤΟ ΠΑΙΔΙ δυο ποιήματα από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη
ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000 - κι
άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή μ’ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ
1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]
ΕΞΑΡΧΕΙΑ
(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)
Κοιτώ
μέσα στα μάτια σου βροχές
Διακρίνω
φώτα και σκιές να τρέχουν
Υπνοβατώ
χωρίς να με προσέχουν
καθώς
κυλούν στα βάραθρα εποχές
Δεν
έμαθε κανείς για τον νεκρό
Βρέθηκαν
ίχνη κήπου στ’ όνειρό μου
Πυρομανείς διασχίζουν τη Διδότου
Τα
παραμύθια γέμισαν νερό
Χάνομαι
σ’ ένα βάθος προσμονής
Κρύβομαι
σ’ ένα σώμα δανεισμένο
Φέγγει
μπροστά μου βλέμμα δακρυσμένο
μα
πίσω από το δάκρυ του κανείς
Η
πόλη; Σαν σταθμός του Ηλεκτρικού
Μισόφωτη
– με μάτια νυσταγμένα
Σ’
αναζητώ σε βήματα σβησμένα
Στα
σχήματα ενός άλλου σκηνικού
Ο
χρόνος; Κάτι σαν υποτροπή
Σαν
μια παλιά θαμπή φωτογραφία
Γράμματα
χαραγμένα στα θρανία
Λόγια
που τα σταμάτησε η σιωπή
Κι ο
Ποιητής; Σ’ ένα τοπίο γυμνό
μεταμφιεσμένος
σε κρανιοσκόπο
Πάλι
ξυπνώ σ’ αυτόν τον ξένο τόπο
ψάχνοντας
δρόμο κι ουρανό!..
ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ
(…
κι αν ίσως κάποτε συμπράττω
θύμα
κι εγώ μοιραίων συσχετισμών… - Ο
ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ, «Ο περιπατητής της παραλίας)
Και
βέβαια κάποτε συμπράττεις
Κάποτε
ακούσια προσχωρεις
Ο
χρόνος τήκεται νωρίς
κι
όλο σου γνέφει ο σχοινοβάτης
Κοιτάς
σημάδια του προσώπου
Ζεις
σε μιαν άγνωστη εποχή
Το
τέλος είναι στην αρχή
Το
σύμπαν στο κλουβί του ανθρώπου
Πόλη
θαμπή και κουρασμένη
Μνήμη
που γλείφει σα σκυλί
Κανείς
δεν ξέρει ποιο σκαλί
το
μάταιο βήμα κατεβαίνει
Κανείς
δεν ξέρει ποιος ζυγώνει
ποιος
στη σκιά καραδοκεί
ποιος
στο κορμί σου κατοικεί
ποιος
επιστρέφει από τη σκόνη
Στο
μεταξύ πετούν μπαλόνια
γέμισε
ο τόπος κομφετί
γίνεται
ο θάνατος γιορτή
πωλούνται
φέρετρα και χρόνια
Κάποιος
ανοίγει την παρτίδα
Κάποιος
ορίζει την τιμή
Σε
παρασύρουν οι αριθμοί
στη
φοβερή τους πλημμυρίδα
Χάνεσαι
μέσα στη χοάνη
Σε
προσμετρούν στο ποσοστό
(Το
πτώμα βρέθηκε ζεστό
κι
άγγιζε ο κρόταφος την κάνη)
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ
ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]
ΕΠΕΚΕΙΝΑ
(από
τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ
ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)
Ξυπνώ μ’ αιφνίδια ποδοβολητά
Νιώθω τη σκόνη απάνω μου να
πέφτει
Κάποιος από το μέλλον με κοιτά
Βλέπω ένα πρόσωπο άλλο στον
καθρέφτη
Μια φωτισμένη εξέδρα στο κενό
Ιαχές παιδιών και
λαμπαδηδρομίες
Ακούω και πάλι αθέατες χορωδίες
να ψαλμωδούν στον έβδομο ουρανό
Το μπλε βαθύ και περιστροφικό
Κλείνει το χώρο κίτρινο στεφάνι
Σίγουρα θα ’χω πρόσφατα πεθάνει
και βρίσκομαι ξανά στο αρνητικό
Προβάλλουν κι άλλες μέσα μου
εκδοχές
περί ζωής αλήθειας και
θανάτου
Γαλήνιος αντικρίζω το αχανές
μες απ’ το ανίδεο βλέμμα του
προβάτου!..
ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
Πάλι
σ’ αυτή την ξένη πόλη
Κι
όμως δεν ξέρω αν είμ’ εδώ
Του
κάκου ψάχνω να σε δω
μες
στον καπνό και στην ασβόλη
Κυκλοφορώ
στο παρελθόν μου
Θυμάμαι πέλαγος
φωνές
Μ’
έχει σαστίσει το αχανές
κι
αυτό το πλήθος των εαυτών μου
Κρατώ
τη μνήμη της ερήμου
Διακρίνω
μάγους και ζογκλέρ
Μ’
ένα κρυστάλλινο ασανσέρ
υψώνομαι
ως την άρνησή μου
Ποτάμια
φως μ’ έχουν σκεπάσει
Μ’
έχουν θερίσει οι προβολείς
Μάταια
και πάλι με καλείς
στα
μαγικά σου υπόγεια δάση
Ρίχνω
το βλέμμα μου στο χρόνο
και
τ’ όνομά σου στο νερό
Μ’
ένα μαρμάρινο σταυρό
την
ύπαρξή μου επικυρώνω
[από τη συλλογή του Ορέστη
Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]
ΕΝΣΩΜΑΤΟΣ
(από
τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ
ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)
Άδειασαν τα μπαρ από νωρίς
Πάλι λησμονήθηκα στο σώμα
Θέλετε να πιούμε κάτι ακόμα;
Σε ποιο μέλλον ψάχνεις να με βρεις;
Δρόμοι μουσκεμένοι στη βροχή
Πλαστικά νερά και
φώτα νέον
Είμαστε Τοξότης είμαι Λέων
Είμαι το ποτάμι κι
είσαι η γη
Νύχτα των αμόλυντων παθ’ων
Δυο τυφλοί στην πύλη της αβύσσου
Φωτοκρήνη το άσπιλο κορμί σου
στη γαλάζια πάχνη των βυθών
Σου μιλώ στη γλώσσα της σιωπής
Σε κρατώ σαν γύψινο εκμαγείο
Μεσ’ από το γυάλινο ενυδρείο
μάταια κάτι θέλεις να μου πεις
Κάποιος στης ψυχής μου το κελί
το κερί του ανάβει και πλησιάζει
Μεσ’ απ’ την ομίχλη με κοιτάζει
το φαρμακωμένο μου σκυλί
ΘΗΣΕΙΟ - ΘΩΝ
Ο
θάνατος αδημονεί
Μετρά
τα βήματα στην άμμο
Λευκό
κορίτσι πάει στο γάμο
Σαν
μαριονέτα στο σκοινί
Τρέχει
το κρύσταλλο νερό
Σε
χρυσοποίκιλτες μπανιέρες
Έξω
προσμένουν καμαριέρες
Ν’
αλείψουν μύρα τον νεκρό
Χρυσά κεριά στον ουρανό
Τυφλοί
μετρούν τα υπάρχοντά τους
Γωνία
Διδότου και Ιπποκράτους
πηδά
η Μυρσίνη στο κενό
Θρηνεί
το αδέσποτο σκυλί
γλείφοντας
τη νωπή πληγή του
Βάζεις
τη βούλα του απορρήτου
στη
σφραγισμένη επιστολή
Στον
κόσμο που ’χει κουραστεί
κλεισμένος
στον ημεροδείχτη
ρίχνει
ο Θεός το αχνό του δίχτυ
κι
έχουν τα πάντα σκεπαστεί
Τώρα
στην κλίνη των παθών
μήτε
αγρυπνάς μήτε κοιμάσαι
Μια
θαλασσιά ποδιά θυμάσαι
στάσης
γραμμής - Θων
Ο
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΜΠΝΕΕΤΑΙ
(…
Μπολιβάρ είσαι ωραίος σαν Έλληνας…)
Τα
σώματα να ’ναι γυμνά
Μόνο
το φως ναν τα σκεπάζει
Το
πέλαγος ν’ ασπρογαλιάζει
και
να λικνίζει τα βουνά
Δύση
στο βάθος ν’ ανατέλλει
φτερά
να κρύβουν το κενό
σ’
ένα βαθύπλωτο ουρανό
ν’
ανθοφορεί λευκή νεφέλη
Χρυσάρμενο
σκαρί να οργώνει
σαν
πάχνη ονείρου τον αφρό
Στητό στην πλώρη να θωρώ
τον
Μπολιβάρ να ξεσπαθώνει
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]
Η
ΣΚΛΩΠΑ
(από
τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ
ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)
Χτυπάει τη θύρα και φωνάζει
Ρίχνω στις φλόγες τα χαρτιά
Διακρίνω μέσα στη φωτιά
κόκκινο μάτι να κοιτάζει
Κρύβομαι πάλι στον εαυτό μου
και σιωπηλός παρατηρώ
το διημερεύοντα γιατρό
να ψηλαφεί το φέρετρο μου
Νιώθω τις φτέρνες να φουσκώνουν
ν’ απλώνουν ρίζες μες στη γη
Μια θλίψη νιώθω μιαν οργή
για το ανεπίστροφο του χρόνου
Λαός στα ξάγναντα γιορτάζει
το φως
τη βρύση το κλαδί
μα εγώ θυμάμαι το παιδί
που στάχτες απ’ τα μάτια βγάζει
Κι όπως ξαπλώνω στο γρασίδι
για να ριζώσω πιο καλά
βλέπω τη Σκλώπα να γελά
και να μου δείχνει μαύρο φίδι
ΣΧΕΔΙΟ ΣΕΝΑΡΙΟΥ
Καμπαρέ «Τα πέταλα του ρόδου»
Του καθρέφτη το αίνιγμα πιο πέρα
Μια σκιά στο φέγγος της παρόδου
Μια ρωγμή στο στέγαστρο του αιθέρα
Κάποιος που επιστρέφει στο κελί του
Το ανθισμένο φέρετρο στα χόρτα
Το παιδί που ανάβει το κερί του
Του νεκρού το χτύπημα στην πόρτα
Η πληγή που μόλυνε το στόμα
Σκουριασμένα αστέρια στο πανέρι
Τα φτερά που σάπισαν στο χώμα
Το ασημένιο της οσίας χέρι
Της σφαγμένης το άλικο σεντόνι
Τα μαβιά μπουμπούκια της ελπίδας
Του Χριστού τα βήματα στο χιόνι
Τα σκυλιά μιας έρημης πατρίδας
Ο τρελός που ζέσταινε τ’ αυγά του
Τα γυμνά βυζιά της Αιγυπτίας
Τα πλυμένα χέρια του Πιλάτου
Και
το haooy end της ιστορίας
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]
ΤΑΡΑΤΑΜ ή ΤΟ
ΞΟΡΚΙ
(… ξόρκι κατά της αϋπνίας.
Απαγγέλλεται νοερά σε ρυθμό εμβατηρίου.
Επαναλαμβάνεται συνεχώς μέχρι τελικού αποτελέσματος…)
Χρόνια τώρα στο
σκοτάδι περιμένω Και τα μάτια μου γεμίσανε
νερό Περιμένω το θεράποντα γιατρό Τον κλειδούχο που τον ρούφηξε το τρένο Περιμένω τον ασώματο ιερέα Τον κουτσό μεταφορέα υαλικών Τον τραυλό καθηγητή των αγγλικών Το παιδί με το λιοντάρι στη Νεμέα Το βαρκάρη που ’χει χάσει τ’ όνομά του Τη μικρή παραδουλεύτρα Πασχαλιά Τη Λουντμίλα με τα κίτρινα μαλλιά Τον πλανόδιο βιολιστή με τα φτερά του Τον καμπούρη δικαστή με την περούκα Το χειρούργο με το μαύρο φυλαχτό Την Οντίν που πια δεν βγήκε απ’ το κρυφτό Το κορίτσι που θρηνεί στην Μπάνια Λούκα Περιμένω το φαντάρο που κρυώνει Τη γυναίκα που κοιμάται μοναχή Την τροτέζα που την έλιωσε η βροχή Το ζητιάνο που τον σκέπασε το χιόνι Περιμένω τον τυφλό λαχειοπώλη Περιμένω τον κουλό θεραπευτή Περιμένω το φιλάνθρωπο ληστή και το δήμαρχο που γκρέμισε την πόλη Περιμένω την κυρτή πεντικιουρίστα Τη γριά που θα μου ανάψει το κερί Τη μητέρα που μου μίλησε νεκρή Τη Μυρτώ που εξαϋλώθηκε στην πίστα Περιμένω τον επίγειο ταξιδιώτη Τον προφήτη που ’χει χάσει το κλειδί Περιμένω το μονόδοντο παιδί και το δάσκαλο που ξέμεινε στην πρώτη Περιμένω το μουγγό θαλαμηπόλο Περιμένω τον κουφό μπαλωματή Τον νεκρό στους πάγους εξερευνητή που επιστρέφει μ’ άλλο σώμα από τον Πόλο Περιμένω το χαμένο χρυσοθήρα Περιμένω τον πνιγμένο θερμαστή Περιμένω τον ανύποπτο εραστή Περιμένω τον πολύπαθο μνηστήρα Περιμένω την αθέατη χορωδία Περιμένω σκοτεινούς εξορκιστές Περιμένω θυσιαστήριες τελετές και το πτώμα που ’χει αργήσει στην κηδεία Περιμένω το Βαρδή και
τον Αντώνη Τη Μαρίνα
την Αλκμήνη την Αυγή Τον Ερμόλαο
που αναδύθηκε απ’ τη γη Τον
Νικήτα που βυθίστηκε στη σκόνη Περιμένω να ’ρθει κάποιος να με σώσει να μου δώσει κάποιο στίγμα στο κενό για ν’ αντέξω τον αντίπαλο ουρανό και τη γυάλινη σιωπή που μ’ έχει ζώσεο Ταρατάμ
ταρατατάμ ταράτα τάμταμ Ταρατάμ
ταρατατάμ ταρατατάμ Ταρατάμ ταρατατάμ
ταρατατάμ Ταρατάμ
ταρατατάμ ταράτα τάμταμ κ.ο.κ.
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000 - αντιγραφή
και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση: ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης
2011]
Παρασκευή, 29
Μαρτίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου