(… μια δυο εξηγήσεις κι απ’ την έξοδο πάλι στ’ αρτιμελή μου αγάλματα της Πατησίων…)
Αφηρημένος
άνθρωπος θα πει
ολονυχτίς να σε
ξεχάσουν κλειδωμένο σε μουσείο!..
Απ’ την τουαλέτα
βγαίνοντας
ήχος κανείς και
μάνταλα βαριά.
Στα μάρμαρα τα
βήματά μου ποδοβολητό της Ιστορίας:
μορφώθηκα –
μορφώθηκα
στο τέλος
κούρνιασα σ’ ένα γραφείο.
Νύχτα και θα
περάσει. Αλλά με θόρυβο;
Και με
κουβέντες κι αναστεναγμούς;
Αιφνίδια Έλλην
τράβηξα στο διάδρομο
να σώσω την
παράδοση: στο πάτωμα
έχοντας
ξεκρεμάσει και φορώντας
τα διπλανά
ενώτια και διαδήματα
από το
Σούνιο τον Κεραμεικό τον Μαραθώνα
αγάλματα
κυλιόντουσαν βογκώντας.
Τα μάρμαρά τους
μαλακά, σοφά τα μέλη
δίνανε χέρι
βοηθείας σ’ όποιον δεν είχε.
Κόρες με το ένα
στήθος τους
θεές δίχως
γλουτούς πόδια ή αιδοίο
έφηβοι ακέφαλοι
ακρωτηριασμένοι
γευόντουσαν μαζί
σφοδρές τις σάρκες.
Οι
αρτιμελέστεροι βοηθούσανε τις στάσεις
κι οι ίπποι
οσμίζονταν το σμήγμα ταπεινά
φυσώντας το στα
μάτια όσων δεν είχαν μύτη.
Τ’ αρχαία μου τα
γυμνασιακά στήσαν αυτί κι ακούγαν
λόγια γλυκά
στους πιο σημαδεμένους
μη τυχόν νιώσουν
πως δε δίνουν – μόνο παίρνουν.
Τα ρούχα μου
μαγνητισμένα λιώσαν καταγής.
Πλησίασα ένα
σύμπλεγμα άλλο, τρίτο
μα η
Αφροδίτη η Άρτεμις
ή κάποιος Κούρος
διακριτικά μ’
εμπόδιζαν ν’ αγγίξω.
Ώσπου ένας
έφηβος με πήρε στη γωνιά
και με θλιμμένα
μάτια κάτι
«ακέραιος
συ» ψιθύρισε και
«ημείς δε πάντες
τετρωμένοι».
Φως και
κλειδιά κι όλοι στις θέσεις τους.
Μια δυο
εξηγήσεις κι απ’ την έξοδο
πάλι στ’
αρτιμελή μου αγάλματα
της Πατησίων!..
[ΚΟΡΜΑΡΕΣ ΣΤΗΝ
ΠΑΤΗΣΙΩΝ από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991 –
κι άλλα ποιήματα
από την εν λόγω συλλογή
αντιγραφή και
επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]
ΕΓΩ και
ΠΟΙΗΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟ;
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)
Όλα ξεκίνησαν από ένα
ταξίδι σου στη χώρα της
μαμάς σου.
Στην αρχή πλύθηκα με το
σαπούνι
που σε θύμιζε
τσούγκρισα δυο ποτήρια
στην υγειά μας
και χάιδεψα με το δεξί μου
το αριστερό σου χέρι μου:
νύχι αθερίνα έξω απ’ το
νερό χορεύοντας
γύρω απ’ τ’ αυτάκι μου που
ρίγησε. Μετά
εποχή φθινοπώρου ή
δάκρυα του σώματος;
Τα σεντόνια μου πάντως στο
ξύπνημα
σαν πάτωμα κουρείου.
Και λεία μου η σάρκα σου
και γελοία βυζιά σου
τροφή τροφαντή του παιδιού
μας
(αν είχαμε) οπότε
θηλιές για το στόμα μου
και έλα θηλή μου και
γίνε δική μου
με τόσες ασκήσεις σκληρής σουηδικής
κι όλο πίδακες μα
μα τι πίδακες
κι από πού και
για πού
νιαγάρειοι.
Ω δεν είμαι μια τράβεστι
δε είμαι
ένας που ίσως
και βεβαίως θα φαντάζεσαι
μον’ το καλό που σου θέλω
μη γυρίσεις
σ’ αγαπώ κι άλλη γυναίκα
δε χωράει
δε χωράει στη ζωή μου
ΚΕΦΑΛΑΚΙ
Όπως στη Ρούμελη ζουλώντας
το ινιακό του αρνιού
ανήμερα Λαμπρή κάτι
επιτήδειοι
ανοίγουν το κεφάλι
διάπλατο
και χύνονται αχνιστές
μεμιάς όλες οι νοστιμιές
μάτια μυαλά και μάγουλα
για το Κρασάκι Ανέστη
με το τσεκούρι το κρανίο
σου λιάνισα
ρίμελ οστά λίγα μυαλά τα
ωραία σου τσίνορα
κι ό,τι άλλο χύμα στο
τραπεζομάντηλο.
Ξεμπέρδεψα είπα ξέπλυνα τα
χέρια ε
συγύρισμα αύριο
και σύρθηκα αποκαμωμένος
ως το στρώμα.
Με την αυγή τριξίματα από
μέσα·
με το φως της μέρας
είχανε πάρει πάλι όλα τη
θέση τους
κόκαλα μάτια και
μαλλιά και δέρμα πασχαλιάτικα
μαζί μ’ εκείνο το φρικτό
χαμόγελο συγγνώμης.
Άντε τώρα τα ίδια πάλι με το τσεκούρι!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]
ΜΑΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)
Ν δεν αισθανόταν καλά όπως σε κάτι ακτές
εδώ ζεστά και παρακάτω
μπούζι όλο προφασιζόταν
ασαφείς αδιαθεσίες στη
μέση τον στενεύανε τα παντελόνια
βρε τι έχω σβάρνα τους
- γιατρέ μου τι έχω πολύ απλά
είσθε έγκυος κύριέ μου μην
τρομάζετε το ποίημα είναι
είναι και θα μείνει
εντελώς ρεαλιστικό κατά τα άλλα
οι κάβλες του το τάβλι του
το γήπεδό του αλφάδι
να το ρίξεις η γκόμενα να
το ρίξεις οι φίλοι
γεγονόταϊιι φημερίδεϊιις
- το έριξε
καιρός
να την πάρεις οι
φίλοι να το κρατήσουμε η σύζυγος
καιρός
φοιτητές τα εγγόνια του
αυτός εκεί
ανοίγει το
σπιρτόκουτο και το βλέπει
όταν όλοι κοιμούνται.
ΤΡΕΙΣ ΚΑΙ Ο
ΚΟΥΚΟΣ
Τις νύχτες πηγαίνω εκεί όπου πάνε οι τρεις και ο
κούκος. Όμως σε απλά συναχάκια, δικαίως
οι τρεις με υποπτεύονται: ο κούκος έκανε
τον άρρωστο και κάθισε στο σπίτι. Ασπιρίνες
ζεστά εντριβές· πάρε αυτό το σωματάκι πλάσε μου ένα κουλουράκι.
Εσύ υποδύεσαι τους τρεις:
στήθη δύο και ένα αιδοίο!..
Αποσυμφορητικά της ρινός: την
ξέρω την χνοτίλα σας, δε μ’ αφήνετε στην αοσμία μου; Σμπαράλια ο βλεννογόνος. Ξηροστομία του πτώματος. Την προσπαθείς με τσάγια με σάλια. Και πάλι στη θέση μου εσύ, παρά την θέσιν Γαργάρες. Με τα βάσανα χίλια, τριανταεφτά κι οχτώ ψωραλέο ωσαννα. Παλιάλογο μετά, ανάσκελα στα σανά
χρεμετίζοντας. Ώσπου πια στ’ άλογά μου
όνειρά μου: στα μέρη όπου τρεις. Τι δε γίνεται εκεί. Που δε λέγεται. Διότι γίνεται. Ως συνήθως,
σε αυστηρώς βυσσινί και ακατάλληλο βελούδο!..
Ως να φέξει ο κούκος.
Στον τοίχο. Πως είναι η ώρα. Και πως είμαι καλά μια χαρά κι άντε σήκω.
Και ποιοι τρεις να τ’ αφήσω αυτά.
Και πως μόνον εκείνος.
Ο κούκος!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]
ΚΛΑΔΙΑ ΓΙΑ ΠΟΥΛΙΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)
Είναι κάτι κλαδιά
χορεύουν κι όταν ο άνεμος
καθόλου δε φυσά.
καλούν με το χορό τους τα
πουλιά
που διστάζουν.
Είναι κάτι κλαδιά
χορεύουνε τον τρόμο τους
ανάμεσα στο βάρος και τη
ρίζα
και διώχνουν όσα ζύγωσαν
πουλιά.
Τώρα ο άνεμος έχει καθίσει
πάνω τους
πουλιά πια δε ζυγώνουν στα
κλαδιά
κανείς ποτέ δε γέλασε
πουλιά
φαίνεται βλέπουν
ό,τι δε φαίνεται:
πάνω στα έρημα κλαδιά
να ’χουν ανθίσει
πουλιά.
ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ
Αυτό είναι το ποίημα σου
Βενεζουέλα.
Είναι φτωχό. Δεν έχει μάγκος
να κυλούν στον ουρανίσκο
του
και δεν γλιστρούν
φίδια ή
πιράνχας
από τα παράθυρα των στίχων
ούτε γυαλίζουνε στον ήλιο
του
φολίδες κροκοδείλων του
Ορενόκου.
Μαρακαΐμπο: ακούς; Μπρούντζου κοιλιές
σειούνται στον ήχο σου κι
ασέληνες
υψώνονται φωτιές όλο
υποσχέσεις
μεσ’ απ’ τα καλύβια.
Μαρακαΐμπο ακούς; Σαν σφαίρα υπόκωφη·
ή μήπως σαν ιθαγενών
σαϊτιά
μέσα απ’ τη βλάστηση; Ζούγκλες ιαγουάρων
φοινικόδεντρα και χουρμαδιές
εξωτικά τα πάντα ή και
καθόλου εξωτικά
-δεν έχω ιδέα, Υπάρχουν καν;
Κι η μουσική; Πώς να ’ναι η μουσική;
Κάτι σαν με καπέλο
νοτιοαμερικάνικο
συγκρότημα Λος – κάπως
και λέξεις όλο θου
και χου
απ’ τη φωνίτσα του
στροβιλιζόμενου
Σπίντι Γκονζάλες. Σάμπως σάμπα.
Με μπερδεμένα ακούσματα
περί Χουαρέζ Μπολίβαρ και
Ζαπάτα
με μυρουδιές καφέδων
Βραζιλίας
με Ουρουγουάη,
Παραγουάη και κόκκους Νικαράγουας
Βενεζουέλα, το ποίημά σου
Καλό ταξίδι. Όποιος μαλάκας
ας πάει αυτός στο αληθινό
Καράκας
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]
COMPACT
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)
Είναι κάτι φορές ελάχιστες
που είσαι βέβαιος πως τα
νιώθεις όλα
πιο πολύ από ποτέ
που θέλεις να τα πεις ή να
τα γράψεις όλα
αυτό που ετοιμαζότανε κι ετοιμαζόταν
ξέρεις πως τώρα το μπορείς
το έχεις το περιέχεις
το είσαι
ολόκληρος ολόκληρο
όμως εκεί που πας να το
αδύνατον
σε πλημμυρίζει ίσως ακόμα
αλλά
δεν ξέρεις ποιο
νιώθεις ν’ αδειάζεις
από ποιο
να σβήνει ποιο
σαν τη σοφία του έμβρυου
που χάνεται όταν βγαίνει
ΣΕ ΣΚΛΗΡΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Διερωτώμαι αν μέσα σ’ αυτό το ποίημα
βρίσκεται η καρδιά μου.
Θήραμα είναι και
τρέχει - τρέχει.
Την κυνηγούν κυνηγοί!..
Εγώ είμαι με τους κυνηγούς.
Στήνω δόκανα, παριστάνει πως πιάστηκε, φεύγει.
Εγώ φταίω;
Και να σκεφτεί κανείς
πως οι ώρες αυτές
είναι πληρωμένες σε συνάλλαγμα δάσους!..
Το βράδυ μαζευόμαστε
εγώ και οι κυνηγοί
σε μια καλύβα διαβάζουμε
δυνατά:
«Απουσιάζει η καρδιά σου» μου λένε.
Και σκύβω το κεφάλι.
«Θα δοκιμάσω πάλι αύριο» υπόσχομαι
ξέροντας πως η φυσική κατάσταση
της καρδιάς μου
είναι μέσα στο δάσος
κι έξω από τα ποιήματα.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ
1991]
Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΩΠΟΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)
Και αν όλα τα πράγματα
έχουν ψυχή;
Αυτό το κοινότοπο μου ’ρθε
τώρα που είμαστε εδώ
ξαπλωμένος εγώ και
ζαλισμένο
γύρω – γύρω στο
πορτατίφ ένα κουνούπι.
Πανεύκολο να το σκοτώσω.
Όμως αν η ψυχή του με
κυνηγάει αιώνια
ζητώντας εκδίκηση;
Ενώ μια στάλα αίμα και
λίγη φαγούρα
τι ψυχή έχουν;
Αυτά σκεφτόταν ένας ο
οποίος θα μπορούσε να είναι δολοφόνος
αλλά δεν ήταν…
Μόνο έγραψε και
δημοσίευσε αυτή την αλληγορία
για να μη νομίζουν όσοι
του γλίτωσαν
πως γλίτωσαν για άλλους
λόγους απ’ αυτούς που γλίτωσαν!..
Εκτός αλληγορίας
έλιωσε το κουνούπι κι έσβησε το φως…
ΟΙ ΑΙΘΕΡΕΣ ΕΧΟΥΝ ΕΝΑ ΜΑΓΙΚΟ
ΡΑΒΔΑΚΙ
Σκάλα ψηλή σας οδηγεί στο
αεροσκάφος
ενώ το πρόσωπό σας ήδη
παίρνει
μιαν ώχρα μαρτυρίου σεπτού
της Ανάληψης!..
Αν προσγειωθείτε τελικά
έχετε κατεβαίνοντας
κάτι από το κενό
που εναθρωπίστηκε…
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]
ΒΙΑίΑ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
(Μεταξωτά γοβάκια φοράς πατάς την
καρδιά μου!.. «Γλυκιά Μαράτα», Κ.
Κοφινιώτης)
Ψάχνοντας σαν τους πεζογράφους κι εγώ, στοιχεία για ένα ποίημα, έφτασα στο Λουτράκι!.. «Βλέπεις εκεί που είναι τώρα ο σινεμάς; μου δείξανε το χώρο του παλιού Καζίνο «αλλά το κλείσανε ου προτού τον πόλεμο» αυτά όλα κι όλα από το γεροντάκι. Δεν
θα ’ταν; - θα ’ταν απέξω φώτα οι κούρσες αμαξάδες μάντρα
ψηλή για να μην βλέπουν τα παιδιά που πάντα σκαρφαλώνουνε· και
μέσα ο κήπος: Φυτά και ευέλπιδες κοκότες κι άλλες
όχι Νινέτα δίπλα στους μπουφέδες αραιά
παραπέρα Νανίνα συντροφιές στο βάθος μα συνομιλούν ο Λαπαθιώτης κι ο
νεαρός - ίσως ο Γκάτσος; όλο λινά γλυκιά Μαράτα και
κεριά μουσλίνες τρεμοσβήνουν Ρεζεντά
στ’ αεράκια της ορχήστρας. Λίγο μετά
διεθνή του Σαρλ Τρενέ κι Εντουάρντο Μπιάνκο φίρμες από την Αθήνα της Ευρώπης ατραξιόν που
αδρά πληρώνει κι απ’ το παραθυράκι του
γραφείου κατασκοπεύει ο φοβερός
Περίχαρος με τα βαριά κλειδιά της μαύρης
κάσας όσα θέλετε ειδικά για σας σόλο σουιβί που μόλις τίναξε το μπάνκο στο
σεμέν-ντε-φερ. Ζορό κι οι τσόχες θα
γκρεμοτσακίσουν τι χαρτί κι οι βρετανοί
πολυέλαιοι πώς φλεγματικά υπομειδιούσαν
τι ήχο τα γκαρσόνια τ’ ατσαλάκωτά σλάλομ κι οι τράπουλες γαλλίδες οι
κρουπιέρισσες ελπίδων τι ήχο, τι αρώματα
μέσα σε καπνούς που πότιζαν μασίφ
τι ξύλα επίπλων τι ρυθμού άραγε
να φορούσαν οι κυρίες και πώς, από ρουλέτα σε ρουλέτα, πώς σουρνότανε
σα χέρια, έτοιμος να χιμήξει εκεί στην
μπίλια στα λεφτά στις μάρκες, ο τότε
καθωσπρέπει ερπετός θόρυβος από στοιχήματα προβλέψεις ικσείες δανείων
προτού Riem ne va plus ταπί ποια βουή φαλιμέντου σε μια στάλα στιγμή σαν
δευτερόλεπτο αίμα του Περίχαρου στη
σκάλα το αίμα του άλλου… Όμως έτσι δε
γράφεται, δε βγαίνει. Χωρίς ούτ’ ένα
μάρτυρα, μια έστω ασπρόμαυρη ένα σκεύος πεταμένο πουθενά… να το μαζέψεις να το λατρέψεις κοιτώντας το
μέχρι να θυμηθείς εκείνα που αν υπήρχαν τώρα επάνω τους δεν θα ποντάριζες ούτ’
ένα στίχο ε ναι ας μη γράφεται, στο ίδιο καζίνο πάντοτε χαμένος, ποντάροντας στη νοσταλγία κι όσων ακόμα ποτέ σου δεν έζησες!.. [από τη
συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991, εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 –
1996, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου