(…καρφωμένα στο σκούρο χώμα της ζωής μου…)
Σκέφτομαι πως άνοιξες εσύ τα χίλια ματάκια στο δέρμα τους…
Κάτω απ’ το χέρι
σου λες κάτω από μικροσκόπιο
φάνηκαν οι
σχισμές τους
τα σκοτεινά
πηγάδια της φωταψίας σας!..
Η ερπετή καρδιά
μου
πετάει τη
διχασμένη γλώσσα της στο φεγγάρι
τα άπληστα
στόματα των παθών μου χάσκουν πάλι
και τα ποιήματα
σηκώνονται
απ’ την απρόσωπη
συφορά τους
για να
δυστυχήσουν στο τώρα.
Μα όταν θα έχουν αλλάξει οι αισθητικές αντιλήψεις της μοίρας
και το φύλλο θα
’ναι
ο ξεχασμένος
έρωτας του παράθυρου
και το πουλί μια
πένθιμη σκέψη
τα ποιήματα
αυτά σαν αλαφιασμένε κουνέλια
στα κλουβιά του
εργαστηρίου
θα φέρουνε ακόμα
τις ασθένειές μου
ενώ θα ’χει
πάψει από καιρό να ασκείται
η παθολογία του
χρόνου!..
[ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984 ]
κι ακολουθούν
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ, Ζούσα τις τελευταίες μέρες σαν να ’ταν παρελθόν…
Ο ΧΡΟΝΟΣ – ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ,
Ο χρόνος των αγρών· ανακαλύπτω σχέσεις άστρων και φυτών…
Ο ΝΕΑΡΟΣ ΚΙ ΟΙ
ΚΑΛΟΓΡΙΟΥΛΕΣ, Εγώ μόνο ξέρω τι
είναι κάυω απ’ το άσπρο…
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ή Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ, Το σπίτι είχε πέσει σε ύπνο γλυκό… και
ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ,
Πάνω σε μια ιδέα του John Gallaher - Με
ευγνωμοσύνη στον Κ. Π ΚΑΒΑΦΗ…
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη
Ο
ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ
(από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ
ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984)
Ζούσα τις τελευταίες μέρες σαν να ’ταν παρελθόν
οι ώρες μόλις βγαίναν απ’ το χρόνο
πέτρωναν κύλαγαν
σαν πελώρια βότσαλα
στο βυθό του κορμιού μου
νερά τα χέρια σου περνούσαν από πάνω τους
κι άστραφταν.
Τώρα πια δεν έχω καμιά προθεσμία
τις εξάντλησα μεθοδικά
μια – μια σαν αρρώστια
έφαγα το χρόνο μου
κι αρχίσανε οι σφάχτες.
Χάνομαι, κουφή μέσα στον κόσμο
το πουλί, ακούω μόνο το πουλί έξω απ’ το παράθυρό σου.
Μα οι πόνοι περίσσεψαν
σ’ αυτή τη γη
οι θάλασσες τσούζουν
σαν πληγή
μαύρες τρύπες αχνίζουν
καίγονται τα σώματα
καίγονται τα σπαρτά
κι ανοίγουν βαθιές σκιές
τα βαριά φτερά των ιεροεξεταστών.
Κορμιά αντιστέκονται
κορμιά πέφτουν
στρατοί με κομμένα κεφάλια
έρχονται όλο κατεβαίνουν
ανανεωμένοι οι ξανθοί
βάζουν φωτιά στα καλύβια
με το μικρότατο στόλισμα:
ένα κοριτσάκι.
Οι ακρωτηριασμένοι
μαθαίνουν ξανά το περπάτημα
και στο θάλαμο το ελαφρό τραγούδι
τους θυμίζει το βαλς
που ’ταν κάποτε η ζωή τους.
Στο νησί μας
σαλιγκάρια – άνθρωποι με μπογαλάκια
γλείφουν το χώμα
να στυλωθούν
τους τυλίγει η αποφορά
σαν να ’χε κακοφορμίσει
η ελπίδα
στο μέρος όπου κάποτε λεμονανθοί και κίτρα.
Τη φίλη μου απ’ την Ιερουσαλήμ
ποιος ξέρει αν θα την ξαναδώ
να μου τραγουδάει
αράπικα τραγούδια της αγάπης
μες στα χιόνια
αν θα μαγκώσουνε σαν δόκανα
τα σύνορα τριγύρω
κι αν βουλιάζει ο
τόπος της καρδιάς μου
μες στο χάος.
Είναι ατιμία το πάθος μου
Στην τόση καταστροφή
-«έπεσε κι άλλη πόλη»
«ολοκαυτώθηκε κι άλλος άγγελος» -
με πονάει το ωραιότατο χέρι σου
η θέση του η θήκη
του η θηλή του
η ασύγκριτη φωνή σου
με τσουρουφλάει
πιο άμαχη απ’ τους άμαχους
στενά συγκεντρωμένη
σ’ ένα μονάχα δράμα.
Λιωμένο μολύβι στάζει
η ανάσα των ανθρώπων
κι εγώ σχεδιάζω συναντήσεις
όταν σε δω
αν θα σ’ αγκαλιάσω πρώτα
ή θα σκύψω το κεφάλι
αποκαμωμένη απ’
το φιλί
που άργησε πολύ
κι εχάθη η νοστιμιά του.
Κι ενώ όλο για μίσος λένε
θυμάμαι πόσο αρέσει
στους άνδρες ν’ αγαπιούνται
πώς δένουν σαν φραγκόσυκα
σφιχτό χύνεται το μέλι
απ’ τα αγκαθάκια
και πέφτει η γύρη σαν βροχή
απ’ το πελώριο κίτρινο λουλούδι της αγάπης!..
Ο
ΧΡΟΝΟΣ -
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984)
«Η πλάνη
έγκειται στον ενικό του χρόνου» (ΑΘΩΣ
ΔΗΜΟΥΛΑΣ)
Ο Χρόνος όταν με ζεματούσαν σε
κομπρέσες στο μηρό. Ο χρόνος των
αγρών· ανακαλύπτω σχέσεις άστρων και
φυτών. Το χώμα σβολιάζει, τα μπιμπίκια μου ανθίζουν. Η νεότητα.
Ο χρόνος του πρώτου Πάσχα με τα πόδια μου ανοιχτά να μ’ ευλογούν. Της πρώτης θλίψης. Με τα πόδια ανοιχτά να με φτύνουν.
Χρόνος παράλογος. Να ’μαι εκεί και να ’ναι σαν να μην είμαι. Να συνεχίζεται η κουβέντα και ν’ ακούω μόνο το αίμα μου. Να συνεχίζεται η ζωή και να ’χει σταματήσει ο
λόγος. Ο χρόνος της μάνας μου. Με ιδέες μπαλόνια. Ο χρόνος του πατέρα μου. Μ’ αμαρτωλές προσευχές. Ο έρωτας ,
η ωραιότητα. Τα τρένα, τα
βαπόρια, το αεροπλάνο. Έρχεσαι,
έρχεται. Πάω. Φεύγω.
Ο χρόνος «περιμένω». Ο χρόνος «ήρθε αλλά δεν είναι πια ο ίδιος». Ο χρόνος που καταλύεται το γαλάζιο
κατεστημένο του τόπου. Ένα πρωί με τανκς κι ανθρώπων γαβγίσματα. Ο χρόνος της απραξίας. Όσο να φύγουν τα
τανκς. Όσο να κοροϊδευτούμε πως υπάρχει
πάλι η Αθήνα. Ο Χρόνος της αόρατης
απειλής. Ο χρόνος της ορατής
απειλής. Οι νεκροί συσσωρεύονται σαν
γνώση πρώτα και μετά σαν μνήμη. Ο χρόνος της μνήμης. Η αλλοίωση του πνεύματος βαραίνει όσο χίλιοι
θάνατοι. Ο χρόνος της προσωπικής
αποτυχίας. Ο χρόνος της συλλογικής
αποτυχίας. Το όνειρο. Το κάλλος.
Η Ελλάδα. Η ποίηση.
Μ’ αφήνει. Ξεκολλάει από πάνω μου και πάει να κολλήσει σ’ άλλο σώμα, μ’ άλλο
πάθος. Ο χρόνος του μειωμένου
πάθους. Τα μάτια του σαν λεκέδες στο
πίσω μέρος του καθρέφτη που ξαφνικά εμφανίζονται μπροστά. Ο εραστής μες στον ορισμό του είναι
απάνθρωπος. Ο εραστής μες στον προορισμό του είναι απών. Γιατί παίρνει ό,τι του δίνεται. Ο εραστής είναι μισοντυμένος. Ποτέ δεν τσιτσιδώνεται τελείως. Είναι βιαστικός.. Φοράει εσώρουχα άσπρα που λάμπουν όπως τα κόκαλά του λάμπουν μες στις
σάρκες του. Ο χρόνος όσο ν’ αστράψουν τ’ άσπρα του κόκαλα μονάχα. Ως τότε θα με βασανίζει. Ο χρόνος όταν μόλις έχει ο καημένος
εκσπερματώσει και μυρίζει
σαν τα ζαμπάκια της μαμάς, μέρες
μετά της Αγίας Αικατερίνης. Τότε ο
χρόνος της περιφρόνησης. Με περιφρονεί γιατί τον θέλω κι άλλο. Τον περιφρονώ
γιατί «άλλα δεν έχει να μου δώσει»!..
Ο χρόνος της κότας, της κατοικίας. Του μίξερ.
Του οργασμού. Ο χρόνος της μαθητείας, της εγχείρησης. Της μαθητείας στην εγχείρηση. Όταν το μαχαίρι κόβει το κρέας μου, το σφυρί
σπάζει την άρθρωση. Τότε θέλω ν’
αγιάσω. Που θα πει να μη μυρίζει η
φαντασία μου σπέρμα, η ζωή μου Θεό.
Οι χρόνοι της ζωής μου ταξιδεύουν μες
στο αίμα μου αντάμα και χώρια σαν αιμοσφαίρια. Πότε συμφωνούν πότε διαφωνούν για βασικά στοιχεία του
χαρακτήρα μου. Χρόνοι που με τον καιρό
γίνονται απρόσωποι σαν αφίσες.
Ταξιδεύουν και μόλις
αγγίζουν ο ένας τον άλλο στον ώμο,
μόλις μου ανήκουν, ως να χαθούν στον ορίζοντα άμορφοι σαν σύννεφα. Οι χρόνοι που σ’ αγάπησα κι ανάμεσα σε μισούσα, σ’ έβρισκα φτηνό
και λεκέ, κι όμως είναι δικοί σου οι χρόνοι αυτοί, όλοι κάτω απ’ το ανεπαίσθητο μαστίγιο σου. Ή οι
χρόνοι κάτω απ’ τη στρατιωτική κυριαρχία.
Ευνουχισμένη ανάταση, κλειστό παράθυρο,
στείρα συνωμοσία. Χρόνοι –
επέτειοι. Σαν πέρυσι, σαν πρόπερσι,
σαν του χρόνου, θα ’χω πεθάνει.
Μεγάλη Τρίτη. Μεγάλη Τετάρτη,
βαποράκι της άνοιξης, να σε βρίσκω να
περιμένεις. Μέσα μου το φως – λεκές ν’
απλώνεται γρήγορα στο ύφασμα της ύπαρξης. Το ύφασμά του αδύνατου, του χαμένου,
του πικρού. Εσύ. Οι χρόνοι του εσύ. Οι χρόνοι του εγώ. Όταν το εγώ επαίρεται και σε χαϊδεύει μες στον ύπνο. Ή όταν πρησμένο από εκκρίσεις κι
εξευτελισμούς παίρνει τα κάτω. Πάει προς
το μέλλον του. Οι χρόνοι του μέλλοντός
του είναι σπαρμένοι σιδερένιες
καρφίτσες. Κάθε κεφάλι
καρφίτσας και μια νέα επίσκεψη της ιδέας
– θάνατος. Όλο πυκνώνουν οι καρφίτσες,
όλο αραιώνουν οι χρόνοι. Ξαπλώνομαι στο
πολυμεταχειρισμένο μαξιλαράκι της ραπτικής
και γίνομαι εγώ όλοι αυτοί οι χρόνοι που δε θα’μαι…
δε θα’μαι… δε θα’μαι…
Ο ΝΕΑΡΟΣ ΚΙ ΟΙ
ΚΑΛΟΓΡΙΟΥΛΕΣ
Εγώ μόνο ξέρω τι είναι κάτω απ’ το άσπρο:
ένα μικρό κοκαλάκι
άσπρο κι αυτό είπες
περπάτησες μετά
γύρω απ’ το μοναστήρι – καλύβι
κολλούσαν οι μηροί σου ρετσίνι
κολλούσαν οι ξανθές τρίχες·
σαν πύο πετάχτηκαν οι καλογριούλες
μαύρες με σπασμένα παλιόκουμπα για μάτια
τα πόδια ανοιχτά απ’ το θυμό
βιδωμένα στο χώμα.
Ούρλιαζ’ η χαρουπιά «μεσημέρι – μεσημέρι»
σε κοίταζαν οι ξεχασμένες
λευκό γυμνό με το κόκαλο
και τα δάχτυλα ακουμπισμένα στο γοφό
τον Χριστό ποτέ δεν είδαν στο βουνό
ούτε την Άνοιξη – Ανάσταση
έρημες γριές καλογριούλες
πώς έφτυσαν
σταυροκοπήθηκαν
μαντάλωσαν την ανακούρκουδη εκκλησιά
μαύρες θαμπές κατσαρίδες
που βρώμαγαν σκοτάδι
άναψαν τα κεριά του δαίμονα του νου τους
να καψαλίσουν την ουρά…
Κι εσύ περπατητός ή
πετώντας πια
με πληγωμένους αστραγάλους
γκρεμιζόσουνα στη θάλασσα
άσπρος – άσπρος και
μακρύς – μακρύς
και μακριά!..
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984]
ΤΟ
ΤΡΙΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ή Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984)
Το σπίτι είχε πέσει σε ύπνο γλυκό
πέτρες πόρτες, μια ψυχή – πουρί
που εσωτερικά πάντα κατοικεί τον εαυτό
της
ενώ η κουκουβάγια απ’ έξω σταθερή
υμνεί της νύχτας το βαθύ τέλος.
Ήταν το τρίτο καλοκαίρι
που φάνηκε το ίδιο μικρό άτομο
ένα πολυδάπανο μέρος της οικουμενικής
ομορφιάς
αυτής που καθορίζει κι
ακαθόριστη μένει.
«Ανοίχτε τα μάτια», έλεγαν τα κακά προαισθήματα
«δέστε τις φουντωτές ουρές των ζώων
πώς
ισχναίνουν στο χρόνο
κι ό,τι λατρέψατε κάτω απ’ τις μανταρινιές
πώς ύπουλα διαβαίνει το κατώφλι»
Κάτι μας φτιάχνει και φτιάχνουμε
τους τοίχους έναν – έναν,
γύρω – γύρω
και στη μέση βάζουμε την εστία
και την παστάδα, την πορτοκαλάδα δίπλα στο τραπεζάκι.
Δεν είναι ιδιοκτησία· το φως καλούμε μέσα να μπει,
να μιλήσει για τα νοήματα και τις
σκιές
που ’χει συλλάβει να συλλογάται μοναχό
του.
Να ξέρουν τα πικρά κι αγιάτρευτα
γεράνια
πως κείνο που θρέφει τα σύμβολα
αιώνιας ευεξίας, θρέφει και τα θεριά μ’ αγριάδα.
Καλοσύνες απατηλές οι μέρες του
καλοκαιριού
σκληρή είναι η απλόχωρη ασυδοσία του
γαλάζιου
κι οι σκέψεις που στο νερό παν να
δροσιστούν
μες στο βυθό βουλιάζουν.
Κι αυτή η φύση απρόσκοπτα
ποτέ της δεν πορεύεται στο χρόνο·
ακόμα και στην εχθρότητα στηρίζεται
αν είναι για ν’ ανθίσει.
Λες καμιά φορά που τίποτα
πια δεν μεστώνει και πάνω στο λουλούδισμα
τα φαρμακώνει όλα η τρέλα.
Κι αυτοί που χτυπούν κι
αυτοί που φωτιά βάζουν
ήσαν κάποτε λατρεμένοι·
κάθονται στη σκιά γυμνοί στην πάνινη καρέκλα
στη μέση τους φορούσαν ζώνη τα φιλιά
με μια λωρίδα της λάτρισσας ευχές
ως τη χωρισιά, εκεί που σμίγουν με φωνές
οι ζήλιες όλες.
Έτσι κι ο καλεσμένος του σώματός μου
αφήνει το δροσερό κάθισμα·
τα δάχτυλα που ευφάνταστα ακουμπούσαν
στο μπανιερό γίνονται όρνιου νύχια
σε ζώο κακό μεταμορφώνεται ο έρωτας.
Νύχτα μοχθηρή. Άλλοτε μόνο αγιόκλημα
κι η γλώσσα του βαθιά μπηγμένη
στην πηγή της ευφροσύνης.
Τώρα στο σπίτι φύσηξε όλεθρος
τα έπιπλα μανιάσαν, σηκώθηκαν στις μύτες,
στις γωνιές, στις στρογγυλάδες τους
κι ύστερα κατρακύλησαν στο βάραθρο του ονείρου·
μαζί κι εγώ, ένα άψυχο κασόνι
έπεσα,
κομματιάστηκα
με τα καρφιά μου όλα στο πάτωμα
τα δόντια μου σπαρμένα!..
ΚΙ ΟΤΑΝ ΕΠΑΨΕ ΤΟΣΟ ΠΙΑ Ν’ ΑΓΑΠΙΕΤΑΙ ΕΠΕΘΑΝΕ…
(… εν τω μηνί Αθύρ… ο Λεύκιος εκοιμήθη…)
Με δυσκολία
διαβάζω στην πέτρα την αρχαία. (Αυτό το πράγμα που έμεινα – πέτρα στο ποτάμι
του ανέκφραστου χρόνου – ένα εγώ γριά με μάτια ξέθωρα σαν άσπρες
κουβαρίστρες…) «Κυ[ρι]ε Ισού Χριστέ», Ένα «Ψυ[χ]ην»
διακρίνω. (Πώς ο Χριστός εισάγεται σαν
λείψει η ευφορία και αναφέρετ’ η ψυχή μόνο σαν πέσει το
κάστρο εκείνο π’ υψωότανε με κάθε
ερεθισμό). «Εν τω μη[νι] Αθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη». (Πώς να ’ταν άραγε ο ουρανός; Ο αέρας πώς φυσούσε; Τι έπαρση που είχε ο νέος μπρος στη
φύση!.. Πώς τα κορόϊδευε όλα αυτά… Κλαριά αμυγδαλιάς κι ήλιους στη δύση. Πώς να κοιμηθή; Με τα χέρια ανάμεσα στα σκέλια; Με τα φρύδια σμιχτά; Το στήθος τεντωμένο; Βαθουλωμένο;
Ανάσκελα με την κοιλιά πρώτη να
γευτεί την παγωνιά στις ρίζες; Ή
μπρούμυτα όπως όταν πείσμωνε κι έκανε τα δικά του;) Στη μνεία της ηλικίας «Εβι[ως]εν ετών» (Έτσι να μείνω, φώναξε κάποτε μεσ’ απ’ τα
σεντόνια. Είκοσι έξι μ’ ομορφιά.
Δε θέλω να χαλάσει η όψη μου
αυτή. Η όποια διαφορά από χυες με σφάζει
στον καθρέφτη). το Κάππα Ζήτα
δείχνει που νέος εκοιμήθη. (Κι άλλοτε πάλι: Με θέλγει ο θάνατος, έλεγε. Ένας δικός μου θάνατος, προσεχτικά
επιλεγμένος απ’ το χέρι μου ωραία
καμωμένος· γιατί αλλιώς άφθαρτος
είμαι: ένα σώμα που περνάει πάντα μεσ’
απ’ τον κίνδυνο οπλισμένο θεία
δώρα). Μες στα φθαρμένα βλέπω «Αυτό[ν]… Αλεξανδρέα». (Έχουν καταγωγή τα πλάσματα αυτά; Που πότε με οικειότητα στην κόλαση σε
οδηγούν και πότε μπρος στα έκθαμβα
μάτια σου ανοίγουνε τις μπλε βαλίτσες τ’
ουρανού; Κι η πόλη να τον έφτιαξε; Ή περπάτησε λιγάκι μόνο στα στενά ψάχνοντας
το θεϊκό του ταίρι κι αντί για γλυκές μουσικές σε σκοτεινές γωνιές φριχτά
ταπεινωνόταν;) Μετά έχει τρεις
γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες· (Α!.. πώς θα λύσσαγε αν μ’ έβλεπε ερείπιο μα να ζω κι
εκείνος σαν να μην πέρασε ποτέ από δω
κάτι αχνό και δυσανάγνωστο
αφήνοντας ξοπίσω). μα κάτι
λέξεις βγάζω – σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»
(Δάκρυα που δεν ήτανε Θεός -
οδύνη που η ωραία σάρκα σκότος
κι η κάθε κίνησή του μαχαιριά· μέσα σε τούτη τη ζωή θα τα ’χανε τα πλούτη). κατόπιν πάλι «δάκρυα» και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος». (Τι να πενθήσεις τον νεκρό αφού όταν ήταν ζωντανός δάκρυα και
πάλι δάκρυα μια πίκρα ατέλειωτη
αυτού που γεύεται κι όσο κι αν γεύεται απαγορευμένος μένει ο καρπός γιατί όλο οργή το μέσα του ανθρώπου εξίσωση ζητάει· στην ομορφιά,
στα γηρατειά εξίσωση στην
επεξεργασία του αγνώστου. Πένθος κάθε
φορά π’ αγγίζεις ό,τι ποτέ σου δεν
κατάλαβες πώς έγινε). Με φαίνεται πως ο
Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη. (Με την αγάπη μίλαγε την έτρωγε,
ανάπνεε αυτή που του δινόταν. Αυτός ποτέ.
Έτσι και λίγο να χαλάρωνες την προσοχή
αυτό το όμορφο παιδί κυκλώνονταν
με χάος. Με την αγάπη έσχιζε τον γαλανό
αέρα χαμογελούσε· μ’ εκείνα τ’ ακροδάχτυλα άναβε ένα σπίρτο· αυτή ήταν και η μόνη ανταμοιβή γι’ αυτούς που τρελαινόνταν. Ω!.. Ναι,
αγαπήθη… Κι όταν έπαψε τόσο πια ν’
αγαπιέται επέθανε) Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη!.. [ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ, από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη – Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984 πάνω
σε μια ιδέα του John Gallaher - Με ευγνωμοσύνη στον Κ. Π ΚΑΒΑΦΗ – συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011,
εκδόσεις Καστανιώτη]
Δευτέρα, 25 Μαρτίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου