(… γιατί, όμως, θέλετε να μιλήσει ένας Ποιητής; )
Αδέλφια απόψε δεν είμαι πια ποιητής
Μου απαγορεύουν να ’μαι ποιητής.
Απόψε είμαι ένας παράξενος, ύποπτος
τύπος
που γυρίζει τους δρόμους της απέραντης πολιτείας μέσα στη νύχτα
παίζοντας ένα μεγάλο σκληρό ταμπούρλο
τρομάζοντας τους νυχτοφύλακες που
αποκοιμήθηκαν
κάνοντας να γαυγίζουν τα σκυλιά
παίζοντας για δυο δεκάρες στα
καπηλιά βαριά λαϊκά τραγούδια
δυνατά όσο πιο δυνατά
κάνοντας να τραντάζεται μες στο
σκοτάδι και να τρέμει
ολάκερη η πολιτεία
Γιατί, λοιπόν, θέλετε να μιλήσει ένας
ποιητής;
Αν ήμουν ανθρακωρύχος θα ’σκαβα οχτώ
ώρες τη γη
ανεβάζοντας σαν ένα βρέφος, ψηλά στον
ήλιο το κάρβουνο.
Αν ήμουν αχθοφόρος θα κουβάλαγα στην
πλάτη μου το μπετόν
βοηθώντας να χτιστεί αυτός ο κόσμος
που ζούμε.
Είμαι ποιητής
κι αποστολή μου έχω να τραγουδάω το
λαό μου!..
Το
τραγούδι μου είναι ένα κούτσουρο χοντρό
που πάνω του βράζουν το τσουκάλι τους
οι αγωγιάτες
είναι ένα κουρέλι μάλλινο
για να τυλίξει ο οδοκαθαριστής τα
κρυοπαγημένα πόδια του
το τραγούδι μου κουβαλάει νερό στους
διψασμένους εργάτες των δρόμων
μοιράζει γράμματα απ’ το μέλλον στους
ισοβίτες του Ιτζεδίν.
Δεν είμαι κι εγώ παρά μονάχα ένα
μικρό ψηφίο
μες στην παγκόσμια λέξη: Λευτεριά!..
Εμείς δεκαπέντε χρόνια τώρα πεινάμε
δεκαπέντε χρόνια κρυώνουμε
δεκαπέντε χρόνια μας σκοτώνουν
και δεκαπέντε χρόνια
ελπίζουμε.
Δεκαπέντε χρόνια τραγουδήσαμε και ζήσαμε.
Που ’ναι λοιπόν, τα δικά σας
τραγούδια;
Όποιος δεν τραγουδάει πεθαίνει!..
Χρόνια γεμάτα γεγονότα
γεμάτα σκοτωμένους, ανατιναγμένα
τρένα, πανικό
γεμάτα πυρκαγιές, σημαίες καταδίκες,
καταδότες και τραγούδια.
Χρόνια ταρακουνημένα απ’ τα μπρούτζινα
χέρια του λαού!..
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έμαθα κι εγώ
να υπάρχω.
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έμαθα να
σφυράω και να προχωρώ.
Ήταν σκληρά τα χρόνια κι
έπρεπε να μάθω να πεθαίνω
και να μισώ!..
Και
με το ίδιο στόμα, αγαπημένη μου, που σε φιλάω τρυφερά
θα μπόραγα να δαγκώσω το λαιμό
εκείνου του φασίστα
που ’ριχνε μπόμπες στις πλατείες
καθώς παίζαν ανύποπτα τα παιδιά.
Τώρα ζητάνε να πάψω να τραγουδάω.
Μα εγώ δεν είμαι πια ποιητής.
Εγώ τραγουδάω όπως περπατάει ένα ποτάμι
όπως τινάζεται στον αέρα ένα βουνό.
Τραγουδάω όπως γεννιέται κανείς
όπως πεινάει όπως κρυώνει…
Τραγουδάω όπως ένας άλλος πεθαίνει…
[εισαγωγικό απόσπασμα από τη συλλογή
του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956
που γράφτηκε όταν κατασχέθηκε το
βιβλίο ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ -
Κι άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω
συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό 1ο τόμο: ΤΑΣΟΣ
ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, ΚΕΔΡΟΣ 13η έκδοση]
ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ ΟΠΩΣ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟ ΠΕΘΑΙΝΕΙ… (αποσπάσματα από τη
συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)
Τραγουδάω εσάς, αδέλφια μου
εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις
που καμπυλώνετε σαν ουράνια τόξα τις γέφυρες
εσάς που ρίχνετε το βάρος της καρδιάς σας πάνω στα
κομπρεσέρ
τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια
που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα
εσάς που αγοράζετε τα χαλασμένα λαχανικά απ’ τις αγορές
εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια
εσάς που πουλάτε τις κουβέρτες σας για ν’ αγοράσετε το
φέρετρο του παιδιού σας
τραγουδάω εσάς που πεινάτε
εσάς που δεν πεινάτε πια γιατί πεθάνατε απ’ την πείνα.
Τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή
κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι
ψωμί
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου.
Σας τραγουδάω, αδέλφια μου
ανεβασμένος απόψε σε μια ντάνα σακιά κάτω στο λιμάνι
δείχνοντας τα σάπια δόντια μου
στα ξένα καράβια.
Θυμάμαι το 36
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρνει ένα καρβέλι
ψωμί
Άχνιζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες.
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ιστορία που πολεμούσε
τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα,
τραγούδια
νοιώθαμε να χορταίνουμε.
Η μάνα ακούμπαγε το μπάλωμα στα γόνατα
κι άκουγε σιωπηλή.
Μάνα, πού είσαι μάνα
έζησες όλες σου τις μέρες με δάκρυα
έζησες όλα τα βράδια σου με μια κούπα φασκόμηλο και μια
φέτα ψωμί.
Ήμουν μεγάλος άνδρας πια
κι έκλαψα σαν μικρό παιδί
σαν έμαθα πως είχες κάποτε ζητιανέψει
για μας, μάνα
μάνα, ο άνεμος
σάρωνε το στρατόπεδο
πεθαίναμε απ’ την πείνα
και την παγωνιά
μα εγώ έβρισκα λίγο απάγκιο γιατί μου ’στελνες την έγνοια
σου.
Τώρα έφυγες, μάνα, δίχως να σε δω.
Πέθανες την ώρα που έτρωγα με τα μάτια τον ορίζοντα
πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
να βρω κατά πού πέφτει το σπίτι μας
να βρω μια μικρή σπίθα απ’ το μεγάλο τζάκι της στοργής σου.
Μα απόψε, συχώρα με, σε νοιώθω, μάνα, και σένα πολύ μακριά.
Απόψε νοιώθω σαν να μην είμαι πια δικό σου παιδί.
Είναι τα εκατομμύρια αδέλφια μου κι ο αγώνα μας
που σαν μια γόνιμη φαρδιά κοιλιά
με γέννησαν σ’ αυτό το σταυροδρόμι που φυσάει.
ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΜΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ
(… όπως γεννιέται μια
σημαία…)
Νύχτα.
Μια νύχτα ακόμα στις χιλιάδες νύχτες.
Ερημιά,
Πόσοι άνθρωποι απόψε αυτή την ώρα
κλαίνε ολομόναχοι
ζητιανεύουν
κοιμούνται κάτω απ’ τις εκκλησιές
πόσοι αγκαλιάζονται παράφορα μες το σκοτάδι.
Πόσοι άνθρωποι αυτή την ώρα
καίγονται από μεγάλα όνειρα
κρυώνουν από λησμονιά
πόσους απόψε θάβουν στα στρατιωτικά νεκροταφεία.
Πόσοι απόψε ξεκινάν περήφανοι
πόσοι γυρίζουν νικημένοι
πόσοι χωρίζονται για πάντα χωρίς να ξαναϊδωθούν ποτέ
πόσοι αγρυπνάνε πλάι σε νεκρούς ενώ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ακούγεται να
βουίζει ο κόσμος
πόσοι φωνάζουν απελπισμένα,
πόσοι σωπαίνουν πιο απελπισμένα
οι φάροι αναβοσβήνουνε μακριά
κυλάνε ουρλιάζοντας τα τρένα μες στη νύχτα
κυλάει ο χρόνος
οι πολιτείες κοιμούνται τυλιγμένες στην καταχνιά.
Πόσοι άνθρωποι απόψε σέρνονται στο σκοτάδι
μεταφέρουν πυρομαχικά
ανατινάζουν τις γέφυρες
βάζουν μεγάλες φωτιές
προδίνουν
πόσοι άνθρωποι απόψε αυτήν την ώρα
πεθαίνουν μες τη νύχτα σιωπηλά –
ζωή – ζωή
σ’ ακούμε να σε ποδοπατάνε μες στη νύχτα
σ’ ακούμε μέσα στο σκοτάδι να φωνάζεις βοήθεια
α, ζωή, στη μια γωνιά σε ντουφεκίζουν
και στην άλλη σηκώνεσαι ξανά και τραγουδάς
μ’ ακόμα πιο δυνατή τη φωνή σου…
Τραγουδάω και ξανατραγουδάω εσάς αδέλφια
εσάς που ανατινάξατε τα γερμανικά τανκς με μια μπουκάλα
μόνο γεμάτη απ’ το θυμό σας.
Τραγουδάω εσάς που περπατήσατε τα 8.000 μίλια της υποχώρησης
αφήνοντας πάνω στο χιόνι της Κίνας τους νεκρούς σας σαν
μεγάλα σημάδια
για να σας δείχνουνε το δρόμο απ’ όπου θα ’πρεπε να
ξαναγυρίσετε.
Τραγουδάω εσάς που ξαναγυρίσατε!..
Τραγουδάω εσάς που πολεμάγατε από πάτωμα σε πάτωμα
και χάνατε στο ισόγειο το ’να χέρι σας, μ’ από τα κεραμίδια
πυροβολούσατε με τ’ άλλο
σώζοντας το Στάλινγκραντ
και την ανθρώπινη ελπίδα.
Τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια, που με τα παιδικά σας σπίρτα
ανάψατε αυτή την πυρκαγιά που ζεστάνανε τον κόσμο.
Τραγουδάω εσάς που
βασανιστήκατε
εσάς που σας ζητούσαν να πείτε ένα όνομα
κι εσείς απαντούσατε πάντοτε: Λευτερια!..
[ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ
ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956 αποσπάσματα από τον Α
ΤΟΜΟ: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, ΚΕΔΡΟΣ 13η έκδοση]
ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΚΑΤΕ
(… εσάς που σας ζητούσαν να πείτε ένα
όνομα κι
εσείς απαντούσατε πάντοτε:
Λευτεριά …)
Τραγουδάω εσάς που πέσατε κάτω απ’ τις
σφαίρες και βουτηγμένοι στο αίμα σας σηκώνατε το χέρι και
δείχνατε στους άλλους να προχωρήσουν
κι αφού είχαν όλοι προσπεράσει
πια κι
είχατε μείνει καταμόναχοι πεσμένοι στο δρόμο ακούγοντας τη βουή και τα ντουφέκια του
πλήθους που προχωρούσε σφίγγατε πάνω
στο στήθος σας μια χούφτα χώμα απ’ την αγαπημένη πατρίδα και
πεθαίνατε. Τραγουδάω εσάς. Τραγουδάω όλους εσάς που αντισταθήκατε τραγουδάω τους άσπρους, τους μαύρους, τους κίτρινους τραγουδάω την ελπίδα που δεν έχει χρώμα τραγουδάω το αίμα που σ’ όλα τα γεωγραφικά
σημεία είναι κόκκινο. Με το λαρύγγι μου
πεταμένο έξω φαρδύ, σαν προκυμαία
τραγουδάω την παγκόσμια αδελφωσύνη.
Μα απόψε, αδέλφια, δεν είμαι πια ποιητής. Απόψε είμαι τυμπανιστής μιας απέραντης
στρατιάς με δυο δισεκατομμύρια μαχητές
ακροβολισμένους μες στη νύχτα… Και
προχωράμε!.. [αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956 – αντιγραφή και επικόλληση από τον Α ΤΟΜΟ:
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, ΚΕΔΡΟΣ 13 έκδοση]
Παρασκευή, 1
Σεπτεμβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου