Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟ ΠΟΥ ΘΕΡΙΖΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΡΩΕΙ ΤΟΝ ΚΑΡΠΟ ΤΗΣ ΓΗΣ

 (… τι άλλο μένει για να γίνει η έρημος – έρημος  και   η στιγμή - στιγμή…)


Στις τέσσερις το πρωί   η πρόσκαιρη ψυχή μου τρέμει

χωρίς ελάτινα κουπιά   χωρίς γλυκόφωνα τραγούδια…

          1  

Ζω εδώ

 όπως τα έντομα ζουν εδώ· 

για τη δροσιά της νύχτας

που η άμμος μαζεύεται  και  φτιάχνει σχέδια

φυσάει  και  φεύγει  μπροστά 

το σχέδιο διατηρείται

κατά τόπους πυκνώνει

οι περιελίξεις του απορροφούν τον άνεμο

τα σύμφωνα του ανέμου   το θήτα,  το φι  και  το χι

 

που νύχτα και μέρα   ξαπλώνει

 

το χρυσό της    σαν φίδι

 

Ελάχιστη βλάστηση

μόνο  αυτά που είναι ανθεκτικά ζουν εδώ

τα πολύ χαμηλά   που δεν τα βρίσκει ο άνεμος

 

Δεν έχει πουλιά·

αν είναι κάποιο,  είναι μόνο του

μόνο του χύνεται στη θάλασσα

 

τι άλλο μένει

για να γίνει η έρημος – έρημος

και η στιγμή – στιγμή

 

κι αν την εχθρεύεται η ζωή   η ώρα της ανήκει




          2 

Εν τω μεταξύ

εγώ κοιτάζω εδώ   ίδια με ζώο

 

κρατάω το μυαλό μου από μια κλωστή·

φέρνω την κλωστή βόλτα

την κόβω με τα δόντια

 

Η σιωπή αντίθετα

με δροσιά και ομίχλη τη νύχτα και νωρίς το πρωί

με ταχύτητα ανέμου τριάντα μίλια την ώρα

Τότε το αυτί ακούει την προτροπή

όπως την προτροπή του κύματος

όπως αλάτι το κορμί

εκεί που πίνεις ένα ποτήρι νερό

και γυρνάς και βλέπεις τη γυναίκα

με το μαύρο ρούχο που σου έχει στρώσει

 

Στις τέσσερις το πρωί πίνω ένα ποτήρι νερό

 

χωρίς τον καιρό της φιλίας

 

και σηκώνεται σκόνη αντί ανεμοστρόβιλος·

που δεν ακούει την ηχώ

δεν έχει καρπούς   ούτε γαλήνη   ούτε σκοπό

 

Ο χειμώνας είναι δροσερός

τα φαράγγια κατεβαίνουν από ψηλά

έως το νότο και τη δύση.

Οι θίνες αλλάζουν   παρασύρονται

Δύο φόρες το χρόνο τις παίρνει ο άνεμος

τις πάει   κιόλας μακριά

 

γιατί περνάνε τα σύννεφα και ξέρεις

πηγαίνουν αλλού   δεν θα μείνουν εδώ

 

σαν κάποιος να κατοικεί αυτή την απέραντη χώρα

και να είναι τα πράγματα λίγα   ολοένα λιγότερα

 

κι ένας γλυκός ύπνος σου κλείνει τα μάτια

με λόγια τρυφερά

να ονειρεύεσαι τη θεία δροσιά

με γλυκιά τροφή  και  αργυρόχροα νερά 

κρόκους ευώδεις   κάρδαμο 

 

κι ύστερα πάλι λησμονείς τα πάντα

και τη φρόνηση

 

Φαίνεται ο ουρανός   τ’ αστέρια

ακούγεται ο βράχος   η σιωπή

ο στεναγμός του λεπτού νερού στο κάτω μέρος

εκεί που στενεύει το πέρασμα

 

που πιο λεπτή από τη σκόνη

η δύναμη της ρίζας

γιατί ο πόθος της   είναι και χαλινάρι

 

Ρίχνω λοιπόν το δίχτυ·

κάτι τέτοιο   είναι πραγματικά παρόν

 

ανεπανόρθωτο παρόν

 

Ατέλειωτο τίποτα   ευφρόσυνο

που θερίζει τα πάντα  και  τρώει τον καρπό της γης

[πρώτα  αποσπάσματα  από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003.  Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]

 

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΨΗΝΕΙ ΨΩΜΙ

(… και δίνει στον άνδρα ένα δυνατό ποτό από γάλα…)

Δεν υπάρχουν πουλιά·

κοπάδια και βοσκές  κι  αφιλόξενο χώμα

Στη ζεστασιά της σόμπας

τ’ ατέλειωτα βράδια της άνοιξης

 

Το γόνατό τους δεν βλέπει τον ήλιο

κι από τη ζώνη τους αρχίζει το νερό

όπως η μέρα αρχίζει   όπως ο άργιλος πέφτει

Η σκέψη εξατμίζεται πριν φτάσει στο σώμα

 

Οι νομάδες γυρίζουν όταν πέφτει βροχή   τον χειμώνα·

τρώνε χουρμάδες

τα ζωντανά τους τρώνε κι αυτά·

με το ξύλο από τις φοινικιές φτιάχνουν κάτι

όχι πολύ

Σιγά – σιγά το κλίμα απλώνεται

 

αφήνει τον ουρανό ελεύθερο

 

προχωράνε με κόπο

χώνουν το ένα πόδι στην άμμο

ύστερα τ’ άλλο·

μακρινά μάτια.

Κρατάνε το στόμα κλειστό   μέσα στον ήλιο

χωρίς σκέψεις   τα βλέφαρά τους τρέμουν

 

και

 

θάλλοντα δένδρα

στο έσχατο μέρος του μυαλού

μ’ ωραίο σώμα  κι  άγριους οφθαλμούς

 

Η άμμος βυθίζεται κάτω απ’ τα πόδια

το ρούχο τους σκεπάζει ολόκληρο το σώμα

βαμβακερό

Το βράδυ θα σταματήσουν μαζί με τα ψηλά ζώα

 

ξαπλώνουν    στη βαθιά σιωπή

 

χωρίς τον καιρό της φιλίας

 

Στον αφιλόξενο τόπο   η φιλόξενη νύχτα

όπως στην πέτρινη στέγη

το ξύλινο κατάρτι   σε γη και ουρανό

σε όχθες χαμηλές   κι απέραντη αλμύρα

 

τριάντα χιλιάδες μέλη της κοινότητας Τάτζι

μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα

στα οροπέδια και στην κοιλάδα

ψάχνουν τροφή, αρμέγουνε τα ζώα

ένας νερόμυλος αλέθει το σιτάρι τους

Μέσα στη μύξα και το γέλιο

μεγαλώνουν τα παιδιά τους

Η καθημερινή ρουτίνα

και μια στιγμή χαρά   τους κρατάει στη ζωή

Μόνοι τους φτάνουν στο Θεό

 

η παλιά χάρη   οι στεγνοί κάμποι

οι λόφοι που διακόπτονται

η χαρουπιά   ο σκελετός της

 

το αλαφρύ τους πόδι

και τα σφυρίγματα του ανέμου

τους τρέφουν την ψυχή

της ψυχής τα φαντάσματα

 

τα αδιάντροπα

ρόδινα δάχτυλά τους

 

Ένα κορίτσι κρατάει την ουρά   της λεοπάρδαλης·

με τ’ άλλο χέρι τραβάει τις πλεξούδες της πίσω

για να φανεί στον κόσμο η ομορφιά της

 

Σιγά – σιγά  οι φωνές ατονούν

γελάει

 

Φεύγει η νύχτα   λείπουν τ’ αστέρια·

οι λίμνες έχουν ξεραθεί·

ο αθάνατος ήλιος   μαστιγώνει αέρα και χώμα

 

Κι όμως!..

Η όψη της ψυχής

σέρνει νερό κι έρωτα 

 

όταν τους καταβάλλει

ο ύπνος   και τα άνθη του

 

και στέκεις μόνος·

τα λόγια δεν σε ωφελούν

γιατί φτερά δεν έχει εδώ   ούτε θεούς

ούτε και φύτρες για να παινευτείς

και τίποτε που να τελειώνει

 

την ώρα που μπαίνει  η άνοιξη

σαν το σπουργίτι   με βρεγμένα πόδια

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003 από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη]

 

ΠΟΣΟ ΒΑΘΙΑ ΘΑ ΠΗΓΑΙΝΕ 

(… και θα στεκόταν στον αφρό της άμμου…)

Μέσα στην ερημιά    τη νυχτερινή;

Θα στεκόταν εκεί όρθιο

με την αιχμή σαν βλαστάρι

που φέγγει με τ’ άστρα;

Ήπιο και γαλήνιο   υπεράνω όλων;

Και πόσο νυχτερινό θα ήταν το φεγγάρι;

 

Ήσυχη μέρα·

παρότι δεν βγάζει λουλούδια·

τα σώματα απομακρύνονται   με τους αστερισμούς·

μια λύπη τα παρακολουθεί   μια ησυχία

 

καθώς προχωράμε στον τόπο

αποστηθίζουμε ελάχιστα σημεία   θάμνους, σιωπή·

η αλεπού πίσω μας   ξέρει

πως όσο μένουμε εδώ

δεν θα πεθάνει από την πείνα

 

νότια   όλο νότια

 

ετοιμόρροπες πέτρες

και ροδοπράσινη  αυγή·

το απαράλλαχτο τοπίο   χωρίς εμπόδια

και ξαφνικά ο ήλιος πίσω μας

κι ο ίσκιος   που μακραίνει

 

Η σιωπή του δρόμου   η πρώτη νιότη

 

άδικα στον βυθό

η άγκυρα

άδικα σέρνεται

 

με κόπο υψώνονται οι κήποι

μες στην αδράνεια   της άσπονδης μέρας

 

γιατί δεν έχει τείχη

σπορά δεν έχει

ούτε και πέρατα του κόσμου   στην κοίλη ζέστη

 

κοιμάται ο κορυδαλλός   και η σελήνη

 

η μουσική εισχωρεί στις ράγες της άμμου·

δυναμώνει  κάτω από το ζεστό στρώμα

 

ακόμα και η σαύρα βλέπει

το μισοφέγγαρο   στην πέτρα

 

μακριά από μέρα   και το φως της ζωής μου

 

Έτσι λοιπόν το χιόνι και η αιώνια θάλασσα

που πλησιάζει τα νησιά και τους κόλπους σιγολαλώντας

που εκτοξεύει κύματα και κατεβαίνει από έρωτα στον Άδη

σαν να μιλάει η καρδιά της

ενώ η καρδιά σωπαίνει

και το μάτι ξεχνάει τι άλλο έβλεπε

κι απλώνει το στέρνο του

και το αυτί ξεχνάει την ασχήμια και το κέρδος

και κάθεται με ακρίβεια

μαγεμένο μπροστά σ’ αυτό που ήθελε να είναι η ζωή του

το δώρο στην παλάμη   η φωνή του συντρόφου

 

χωρίς τον καιρό της φιλίας

 

Σύννεφο άδειο·

 

δεν θορυβούν τα φύλλα

το σκοτάδι αρδεύει

 

το καινούριο φεγγάρι   κρύβει την ώρα

 

όταν υπάρχει το βαθύ κοχύλι

που ακουμπούσε άλλοτε στ’ αυτί

κι άκουγες τότε·

και μαζί σου άκουγαν ερπετά και υδρόβια

τους κόκκους, τη μαύρη θάλασσα

τον μαύρο θεό που σε φέρνει στο σπίτι

και στο δικό σου θάνατο

μέσα στη μακριά νύχτα  και  στο αργό σκοτάδι

 

Λείπει σ’ όλους

από ψηλά   η έρημος

γύρω της αιωρούνται τ’ αστέρια

και χορταίνουν τα μάτια

εκείνου που την κοιτάζει

και νιώθει μέσα στην καρδιά του ευχαρίστηση

να πασπαλίζει με την άχνη της   τη μνήμη

 

εν τω μεταξύ εγώ

κοιτάζω εδώ

τις ζάρες, τα πλευρά του ζώου   τις μέρες

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003 από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη]

 

 

ΣΤΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ 

(…πολλά ωστόσο χάνονται στη διαδρομή…)

αλλά τα φέρνει ο άνεμος   εξαντλημένα

εδώ ο άνεμος

που φυσάει φωτιά  και  πάει χαρούμενος

 

και τρέχει τη νύχτα

αρσενικός  και  θηλυκός

και μεγαλώνει  και  λιγοστεύει

 

να τον ακούσει   μέσα απ’ τα νερά

η φλογερή αστραπή  κι  ο εύθυμος νους

 

η διαδρομή του ήλιου

ανηφορίζει έως τα μισά της νύχτας

και τα άστρα βυθίζονται

στο ρεύμα του καιρού

φωτίζοντας από πουθενά   ένα – ένα

 

την ώρα της προσευχής

μέσα στο μισοσκόταδο

την πέτρα   τη σκόνη

 

ο δρόμος να μπει στο χωριό

ο πόνος   η δροσιά

 [αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003 από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη]

 

 

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ

(από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003 – συγκεντρωτικός τόμος ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη)

λόγια που τ’ άκουσα από τη μητέρα μου…)

ακατάβλητος φόβος με γλαυκά μάτια   καλοχτενισμένος   Ω μητέρα με τα πολλά ονόματα   σ’ εσένα βαδίζω που με εξαίσιο τρόπο   τρέφεις θηρία  και  ύπνο παιδικό   και σε παρακαλώ   όπως την Αφροδίτη   ξέχασε το κυνήγι   σφίξε το στήθος σου στο στήθος μου   παράλυσε τα μέλη του κορμιού μου  και  στράγγιξε μου τη ζωή   όπως σταλάζει το λευκό νερό από τη ζέστη τη νυχτερινή   γιατί η νύχτα της ψυχής   είναι  και  φωτεινή  και  άδεια    Νωρίς το πρωί   νοτιάς   τα σπαρτά   τα χέρια   η άμμος που πέφτει βροχή   στην κάμαρά μου ο ουρανός είναι μουντός   αλλά γαλήνιες οι νύχτες   που κόβουν χρόνο   όπως οι κυνηγοί  και  η γαζέλα το ξημέρωμα   δεν πάμε προς την ευτυχία   περνά όμως από μπροστά μας   όταν η ζέστη γίνεται αφόρητη   κι ένα λεπτό ρυάκι αίμα   κυλά απ’ τα ρουθούνια των φοράδων μας   οι ψηλότεροι φοίνικες   βρίσκονται εκεί κάτω   προς τα πηγάδια   στη λάμψη του φεγγαριού   φαντάζουν φτερά πουλιών   Ακινησία των πραγμάτων   ο τρούλος τ’ ουρανού   οι τεθλασμένες του   η αληθινή μου ζωή   δεν απομένει   παρά εγώ   Η αυγή   η γαλήνη της άμμου   η διάπλατη πόρτα   ξένη  και  στη σιωπή

Δευτέρα, 28 Αυγούστου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ