Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

ΝΑ ΔΕΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΕΛΠΙΔΑ ΠΟΥ ΑΛΥΧΤΟΥΣΕ ΟΛΗ ΝΥΧΤΑ…

 (… κι ας δεν υπάρχει τίποτα να ελπίσω μες στην αχανή αυτή μέρα όπου γερνάει πιο γρήγορα από  μας το μέλλον…)


Η αυγή γκρεμίστηκε στα μάτια μας

σωριάζοντας ορίζοντες και πολεμίστρες

θάβοντας το χρησμό μέσα σε παραμιλητά απολιθωμένα – αυτό ζητούσα;

 

Κι όμως ξημέρωσε.   Τι άλλο λοιπόν; 

Το παραδέχθηκαν τα σκονισμένα μάτια

κι η κατάκοπη καρδιά   κι η πικραμένη σάρκα!..

Μα εγώ ο τυφλός πάνω στα τείχη συλλογιέμαι

περάσαμε μια τέτοια νύχτα  και δεν ανάψαμε ούτε μια μεγάλη φωτιά

κι ο χρόνος μας λεηλάτησε κρυφά ξεμοναχιάζοντας μας

και δεν ξέρω   αν είναι το αίμα μας ετούτη η σκόνη

που ανεβαίνει τώρα  απ’ τις καρδιές μας

αν είναι φως αυτό το βούρκωμα του κόσμου!..

 

Κι όμως ξημέρωσε

πρέπει να δέσουμε την άγρια ελπίδα  που αλυχτούσε όλη νύχτα

να σβήσουμε όσα φώτα ξεχαστήκαν αναμμένα

έρημα φώτα απελπισμένα – όλοι μιλούνε τώρα μόνο για τις σκόνες τους…

κι ας πλύνουμε τα χέρια μας προσεκτικά,

ας φορέσουμε τα πρόσωπά μας

κι ας βγούμε στη θαμπή καινούργια μέρα!..

 

Ξανά οι τοίχοι και ξανά οι σκιές

και πάλι ο κύκλος γύρω απ’ το πηγάδι

ενώ περιπολεί στον ουρανό αδιάκοπα

στραμμένη στο κρανίο μας   η άσπρη κάννη… 

 

Καθίζηση της ιστορίας   αίσθηση βυθού

κάποτε ένας πνιγμένος ξεκολλά ανεβαίνοντας προς τα τρικυμισμένα ύψη – αυτό μονάχα

και δεν υπάρχει τίποτε   μια χειραψία  ελεύθερη  

 μια πράξη που να μη μας ξεστρατίζει 

όλο και πιο πολύ απ’ αυτό που θέλαμε

και δεν υπάρχει τίποτε να ελπίσω μες την αχανή αυτή μέρα 

Θα καρτερώ ως την άλλη νύχτα!..

 

Θα μοιραστούν ξανά οι άνθρωποι τη ζωή σαν λάφυρο

ακούω τις ζυγαριές που ετοιμάζονται

φριχτά καινούργια μέτρα   και  σταθμά

και δεν υπάρχει τίποτα να ελπίσω  στην αχανή αυτή μέρα

όπου γερνάει πιο γρήγορα από μας το μέλλον

 

Θα καρτερώ ως την άλλη νύχτα!..

[Η ΘΑΜΠΗ ΜΕΡΑ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΚΡΥΠΤΗ 1968– κι άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

 


ΕΝΑΣ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ

(στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη  ΚΡΥΠΤΗ 1968)

Ι

Αν είναι να χαθούμε, τώρα θα χαθούμε

άχρηστα τα τηλέφωνα κι οι διευθύνσεις

εδώ μες στην παλίρροια των τοίχων

καθώς οι μέρες χαλαρώνουνε και το κορμί αραιώνει

και δεν μπορώ να ορίσω πια με αίμα το στίγμα μου στον κόσμο

 ποια επαφή   ποια επαφή

με επιθυμία η μνήμη;

 

Δεκέμβρης σκοτεινός μες στους καθρέφτες

κάνοντας τις ουλές ρυτίδες

χωνεύοντας μέσα στη σάρκα όλα τα θραύσματα της έκστασης

-γιατί να χάνονται γυρεύοντάς σε;

Δεν είμαι ούτε δραπέτης ούτε ελεύθερος

τώρα που είναι το ίδιο αν ανοίγει  ή  κλείνει η πόρτα

Δεν είναι οι πόρτες που λυτρώνουν απ’ τους τοίχους

πίσω από κάθε τοίχο που διαποτίζω  και  περνώ  άλλος  κι  άλλος  κι  άλλος

ρουφώντας τη φωνή  και  τη σκιά ανελέητα

-το κορμί μας μια ολόστεγνη σφραγίδα…

 

Κι όμως καιρός ακόμα υπάρχει

να ξαναρχίσω  ή  να παραιτηθώ

ή να υπομείνω το μαρτύριο στην απομόνωση

και μες την απομόνωση της απομόνωσης

αφού στον κόσμο τίποτα δεν γκρέμισε

μόνο κάτι ρωγμές – κλείνουν τώρα κι αυτές

μασώντας δάχτυλα που γύρεψαν μιαν άλλη αφή

και μένουν όλα ασάλευτα   ένα άλμα πετρωμένο

 

Καιρός ακόμα υπάρχει – μα ποιος μίλησε για πρόγνωση καιρού

Να συνταιριάσω αναγκαιότητα  και  ελευθερία – τι ποταπό,  τι αβάσταχτο…

Ν’ αγωνιστώ σύμφωνα με μια πρόβλεψη καιρού;

Τότε γιατί κωπηλατήσαμε ολονυχτίς πάνω στην άμμο

γιατί μας διαμέλισαν οι φάροι μες στους δρόμους

γιατί παλέψαμε μέσα στα σπάραχνα της πολιτείας

με στεναγμό ραγίζοντας το αβέβαιο;

Δεν υπάρχει πρόγνωση καιρού

δε με τρομάζει   μια νέα πραγματικότητα

ούτε της σάρκας η επαφή με το τυχαίο

ούτε η ναυτία της σκέψης

Γιατί δεν είναι το άγνωστο που μας τσακίζει

μα το φριχτό γνωστό, που πρήζεται τριγύρω και μας πνίγει

σαπίζοντας ατέλειωτα ως το άπειρο…

ΙΙ

Ακαθόριστη μένω στην αφή σου

το άγγιγμα σκοτεινό η προσέγγιση άδηλη

-πάνω από πόσο βάθος γίνεται να σκύψεις;

 

Μες σε καπνούς ματιών πνιγμένα τα πολύφωτα λουλούδια

κι οι ανταύγειες των κορμιών πάνω στους τοίχους

κι η στάθμη της σιωπής που όλο ανεβαίνει στο δωμάτιο

επιθυμία παράλυτη, κάτι σαν «μούδιασμα της δημιουργίας»  όπως λες κι εσύ

ας πιούμε ακόμα ας πιούμε,  ας τελειώνουμε το ποτήρι μας.

ας τελειώνουμε,

τι ευτελές ποτό η ευτυχία…

 

Αυτό μας έμελλε, τρεκλίζοντας να διασχίσουμε ο ένας τον άλλον δίχως ν’ ανταμώνουμε

Καλύτερα μη μου μιλάς, πάλιωσε πια πολύ τούτη η πανάρχαιη γλώσσα μας

σήμερα μονάχα οι σειρήνες κι οι προβολείς εκφράζονται σωστά στη γλώσσα τους

καλύτερα μη μου μιλάς   μην επιμένεις πως 

«και τα πιο κουρασμένα ποτάμια φτάνουν κάποτε στη θάλασσα…» - όχι,

πολλά σηκώνονται άξαφνα ολόρθα  κι  ύστερα σωριάζονται

αιώνιο θρόισμα μες τις ψυχές μας…

Α, μη με σκάβεις άλλο πια, μην ψάχνεις την αλήθεια

γιατί είμαι άσχημη είμαι γριά

όπως όλες οι δυστυχίες κι όλες οι ελπίδες

γιατί δεν είμαι ένα χαρούμενο δωμάτιο που σε πρόσμενε

μα το κελί σου  -  σκοτεινό και κρύο

τις νύχτες σ’ ένιωθα να βηματίζεις μέσα μου ανυπόταχτα

οι τοίχοι μου είναι μουσκεμένοι απ’ το αίμα σου  και  τις κραυγές σου

είμαι γεμάτη από νυχιές παραφοράς

και τώρα δε μπορώ  -  πώς θέλεις –

ν’ ασπρίσω τους τοίχους   να σκουπίσω τα αίματα

να κρεμάσω κουρτίνες στα παράθυρα

ν’ ανοίξω το ραδιόφωνο   να κουρντίσω το ρολόι

χάνοντας ό,τι έχω  κι  ό,τι εσύ είσαι…

 

Γιατί είμαστε το έγκλημα που μας έγινε – αυτό είμαστε…

Α, να με γκρέμιζες

να σκότωνες όλους τους δεσμοφύλακες στον κόσμο

να μ’ ανατίναζες σκόνη  και  στάχτη τα γινόμενα

να ’πεφτες πάνω μου να κλάψεις και να κλάψεις

να ’βγαινα νέος πηλός απ’ τα βασανισμένα σου τα χέρια…

[ΕΝΑΣ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΚΡΥΠΤΗ 1968]

 

ΒΑΡΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

(στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη  ΚΡΥΠΤΗ 1968)

Ι

-Μέρα τη μέρα αδυνατίζεις

πες μου τι έχεις, τι σε λιώνει

άυπνος εντός μου βηματίζεις

η αφή σου επάνω μου τελειώνει

 

-Έγνοιες μας παίρνουν και μας φέρνουν

οι κάννες γύρω μας πληθύναν

μακρές αιχμαλωσίες μας σέρνουν

τρίφτηκαν οι ψυχές μας, γίναν

 

η σκόνη των πραγμάτων… - Ό,τι

σε κλέβει θέλω να το κλέψω

θα χτυπηθώ μ’ όλα τα σκότη

τα σκόρπια σου ίχνη να μαζέψω

 

Θα σπάσω τη θολή ομηρία

του χρόνου και θα κυνηγήσω

τους δρόμους να σε πάρω πίσω

από τα πέτρινα θηρία…

 

-Έχουμε γίνει σχέσεις μόνο

που τις γκρεμνάει κάθε μας πράξη

Μικρή μου αποστασία απ’ τον πόνο

ακόμα πόσο θα βαστάξεις;

 

Αγέρηδες κακοί μας δέρνουν

θύελλα και θα μα ξεριζώσει

έγνοιες μας παίρνουν και μας φέρνουν

ο έρωτας πώς να μας σώσει;

ΙΙ

Ο ένας στου άλλου την καρδιά είμαστε μπηγμένοι

πανάρχαια βέλη – κι έτσι μόνο ζούμε

όποιος τραβήξει την αιχμή πεθαίνει

αυτό ν’ αλλάξουμε μπορούμε;

 

Πάλι πικρά μιλώ για την αγάπη, πάλι

ψάχνω τυφλά το ανθρώπινο το χάσμα

ζητώ απ’ τα σπλάχνα μας μια απάντηση άλλη

ψάχνω τη ρίζα της σκλαβιάς μας

 

Μες σε καλούπια ζούμε, σ’ εκμαγεία κολλάμε

λιωμένες σάρκες,  όνειρα κι αισθήσεις

Έχουν φθαρεί όλοι οι τρόποι ν’ αγαπάμε

γραφές κι αφές έχουν ξεφτίσει…

 

Αν είμαστε έτσι αντιγραφές, επαναλήψεις

μιας αιώνιας μοίρας,  λευτεριά τι να ’ναι

ποιο πάθος που επιτέλους θα συντρίψει

την αιωνιότητα,  ποιο να ’ναι;

 

Θ’ αλλάξουμε ποτέ μας αίσθηση και μνήμη

να σπάσουμε το δίχτυ του αίματός μας

ν’ απελευθερωθεί το άχραντο αγρίμι

να βγούμε πια απ’ το λυρισμό μας…

 

Αξίζουμε μιαν άλλη χαρά και μια άλλη οδύνη

για νέα συμπλέγματα είμαστε πλασμένοι

μα αυτή η πληγή μας ζει  κι  αυτή μας σβήνει

-όποιος τρααβήξει την αιχμή πεθαίνει!..

[ΒΑΡΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΚΡΥΠΤΗ 1968]

 

«ΤΑΞΙΔΕΨΕ ΜΕ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ…» - ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

(… πόσο μακραίνουν οι αποστάσεις   ανάμεσα σε όσα αγαπάμε…)

Τι φοβερός καιρός, βραχνός καιρός    σταματημένες συνομιλίες κάτω απ’ τη βροχή   η αναμονή   ο έλεγχος   μη με προδώσεις,  μη με δώσεις στους τελωνοφύλακες   πλέξε με ανάμεσα σε παραμιλητά ακατάληπτα   όπως τα δάχτυλά σου μες στα λιποθυμισμένα μου μαλλιά   λέγε με μέσα σου  και  ξαναλέγε με σαν κρυπτογραφικό κώδικα,   σαν κατάλογο παράνομων συντρόφων   μη με προδώσεις,  μη με δώσεις στους τελωνοφύλακες…  ¨ταξίδευέ με πάντα στην ψυχή σου…»  - στην ψυχή μου   πόσο μακραίνουν οι αποστάσεις   ανάμεσα σε όσα αγαπάμε…  Άδειοι σταθμοί, απαγχονισμένα φώτα   ίσκιοι που πάνω μας σκοντάφτουν   νοσταλγίες που χάσαμε   Ο βήχας θάμπωσε το τζάμι   πες μου,  οι σταθμοί δεν ταξιδεύουν   πες μου,  τι γίνανε τα δένδρα   τα φύλλα τους που πέσαν δίχως αλεξίπτωτο…  - Λέγε με μέσα σου και ξαναλέγε με… Ο βήχας θάμπωσε το τζάμι,  ω τρυφερό πρωί διαμελισμένο   μες στους τροχούς τα λάδια και τις κάπνες   στις γραφομηχανές  και  τα ασανσέρ   Τελωνοφύλακες κάναν το έγκλημα   τελωνοφύλακες κάναν το έγκλημα – και κυνηγούν εμάς αγάπη μου   - Είμαι μια κούραση  μια ομίχλη   μια έκρηξη στα σωθικα σου   μη με προδώσεις,  μη με δώσεις στους τελωνοφύλακες    ταξίδευέ με πάντα στην ψυχή σου    [3ο απόσπασμα από το ΒΑΡΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ένα ποίημα στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΚΡΥΠΤΗ 1968 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Δευτέρα, 4 Σεπτεμβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΕΡΟ ΜΑΓΝΑΔΙ…

  (… κεντισμένο   με ρόδα   και   με βάγια   με ήλιους   και   με άστρα που τα απλών’ η Μάγια απάνω στης αλήθειας το σκοτάδι…) Δεν σ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ