Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

ΕΡΗΜΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΠΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΓΚΡΕΜΟΥ

 (… γι’ αυτό όσο μεγαλώνω διαλέγω πιο αιχμηούς κονδυλοφόρους…)


Όσο μεγαλώνουμε, τόσο τα ποιήματα γερνούν

Η σάρκα πλαδαρή

οι περούκες και η πούδρα   δεν μπορούν να κρύψουν τις ρυτίδες

μια μαύρη γάτα αίλουρος   κοιμάται ανάμεσα στις λέξεις

 

Έρημοι πύργοι είναι τα ποιήματα

στην άκρη πάντα ενός γκρεμού

Κανείς μέσα δεν φοράει κόκκινο φουστάνι

δεν χαϊδεύει   δεν εκσπερματώνει

δεν καίει   δεν περικλείει

Όπως πίνακας ζωγράφου   που αυτός ζωγράφισε με αίμα

μπήγοντας το πινέλο μες στη σάρκα του

και τώρα παγώνει σε μουσείο

 

Γι’ αυτό όσο μεγαλώνω

διαλέγω πιο αιχμηρούς κονδυλοφόρους

[ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΕΡΝΟΥΝ, δεύτερο ποίημα στη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 


Μότο της συλλογής  οι περί Ποίησης αφορισμοί της Χλόης:

 

1.   Από τα λευκά άνθη της πορτοκαλιάς μόνο ένα στα δέκα καταλήγει πορτοκάλι.

    Ποίηση είναι αυτοί οι εννέα μικροί θάνατοι!..

 

2.   Κάποιος να δέσει αυτή την άγρια νύχτα γύρω από το ασημένιο πάσσαλο του φεγγαριού.

Γαβγίζει δαιμονισμένα και ζητάει να καταβροχθίσει μια λίμπρα σάρκα απ’ την καρδιά μου.

Σάυλωκ, τι άλλο πια θέλεις από μένα;

Ως πότε θα ισχύει το ματωμένο συμβόλαιο της γραφής;

 

Γιατί η Ποίηση δεν είναι ούτε το άνθος ούτε ο καρπός,

είναι η απώλεια που προηγήθηκε,

είναι η απουσία ανάμεσα στις εποχές,

είναι το άδειο κλαδί,

είναι αυτό που μεσολάβησε και αυτό που τελείωσε,

είναι ο υπαινιγμός του λουλουδιού και όχι το ίδιο το λουλούδι.

Ποιητής γίνεται κανείς σταδιακά

καθώς μυείται στη ρευστότητα και στο χάος

γιατί ποίηση ακριβώς σημαίνει την ανατροπή

κάθε βεβαιότητας, τάξης, ασφάλειας ή κανόνα.

Δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει χρόνος,

δεν υπάρχει λογική ακολουθία των λέξεων

γιατί πάντα στη στροφή το σκαλοπάτι υποχωρεί

κι ο αναγνώστης κατρακυλά στην άβυσσο [Χλόη Κουστουμπέλη]

 

ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ

(πρώτο ποίημα στη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, Γαβριηλίδης 2012)

Η μνήμη του χρυσόψαρου   διαρκεί ένα λεπτό

του ελέφαντα για χρόνια

του πιράνχας είναι   το λαίμαργο παρόν

του μεταξοσκώληκα    η κάμπια!..

 

Αργόσυρτα μαμούθ οι αιώνες   Χωρίς εσένα

[κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή με ΚΛΙΚ στον εικόνα των λέξεων τους]

 

ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ 2012)

Σε κάθε καθρέφτη

υπάρχει πάντα ένα είδωλο

που κρύβεται από πίσω

Κανείς ποτέ δεν νοιάζεται γι’ αυτό

Γυάλινη γλιστράει η ζωή του

Κανείς δεν το αγγίζει

ούτε κι αυτό αναγνωρίζει

τον ξένο που κάθε φορά

στέκεται μπροστά του.

Μηχανικά μιμείται τις κινήσεις

Όταν ο ξένος σηκώνει το δεξί

αυτό κινεί το αριστερό

όταν ο ξένος βήχει

αυτό κουνάει άηχα τα χείλη

Μόνο όταν το σπίτι ερημώνει

το είδωλο παίρνει το ξυράφι

το ακουμπά στις φλέβες των καρπών του

έτσι για να νιώσει ότι είναι ζωντανό

Γι’ αυτό με προσοχή κοιτάξτε τους καθρέφτες

Αν είστε τυχεροί

μπορεί και να το δείτε

Πίσω απ’ το πρόσωπό σας

Το είδωλο που ουρλιάζει

 

ΙΕΡΗ ΠΕΤΡΑ

«Κι αν τώρα πέθαινα»  είπε αυτός

«δεν θα ’νιωθα ποτέ πιο ζωντανός»

Τα πόδια τους βαθιά στο Λιβυκό

αρχές χειμώνα καλοκαίρι

ήλιος με ξανθές βεντάλιες βλεφαρίδες

τους δρόσιζε στον ουρανό

μια γριούλα τους φίλεψε ρακή

η δική της είχε μέσα ροδόνερο και μέλι

«για να γλυκαθείς»  της είπε

και γέλασε ένα γέλιο χωρίς δόντια

 

Γιατί το τέλος είναι πάντοτε κρυμμένο

στην ίδια του την τελειότητα

 

Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ

Τρέχει πιο γρήγορα από μένα

μαύρη μισή κομματιασμένη

ψηλή λιγνή τεράστια θυμωμένη

ανυπεράσπιστη θλιμμένη

ταχύνω το βήμα, πάω να την αγγίξω

τινάζεται μακριά αλαφιασμένη

δεν έχει μάθει αγγίγματα φοβάται

τρέμει το φως την διάλυση τα μακρινά ταξίδια

τα λόγια αράχνες – πυρκαγιές

τόσο νέα αυτή η σκιά

ένα μικρό κορίτσι με πλεξίδες

τόσο γρήγορη   τόσο αργή

τόσο ανόητη μες στη ρευστότητά της

 

Μικρά σκιά αέρα

πόσο θαρρείς ακόμα θα υπάρχεις;

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΤΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ – ΚΛΕΨΥΔΡΑ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ 2012)

Τότε παλιά, ήταν γυναίκα

Όμως κάποιος μπήκε στην κάμαρα ένα βράδυ

Κρατούσε σφυρί και μεθοδικά

την έσπασε σε κομμάτια

Τώρα στο σώμα της κυλάει ο χρόνος

συχνά διαστέλλονται οι στιγμές

και την πονούν

κάποιες φορές πνίγεται από την άμμο

που χύνεται μέσα ολοένα

Στο πρόσωπό της κυλούν οι εποχές

τα μέλη της θρυμματίζονται συνέχεια

ζει σ’ ένα σύμπαν διαμπερές

από κόκκους που διαλύονται αέναα

Το μόνο που έχει σταθερό

ένα μωρό από φίλντισι

ακουμπισμένο απαλά   ανάμεσα στα στήθη

όταν αυτό θηλάζει

το κορμί της   γίνεται φουσκωτό ψωμί

και ευωδιάζει.

 

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ

Δεν είναι ποτέ δικό μας λέμε

το μαύρο ακέφαλο φουστάνι

με τα κουμπιά μπροστά   σαν ψόφια μάτια

οι στρουθοκάμηλοι που ψάχνουν

ρωγμή να κρύψουν μέσα το κεφάλι

κι αφήνουν παντού τρομαγμένα πούπουλα

τους φόβους τους

Όσα βλέπουμε συμβαίνουν συνήθως μακριά

το φέρετρο,   η κηδεία,   οι λέξεις

(αυτές πάντα συμβαίνουν μακριά

γι’ αυτό και δεν ακούμε την ηχώ τους)

σαν τις γυναίκες με τις μαύρες μαντίλες στα νησιά

που στέκονται σ’ ένα ακρωτήρι και φωνάζουν

και ο αέρας τις σηκώνει μακριά

κι ύστερα όλο κάτι ακούμε να κλαίει το βράδυ στο μπαλκόνι

Όμως αυτό εδώ το πένθος είναι δικό μου, φίλε

Γι’ αυτό και θα το κάνω ό,τι θέλω

Θα το πιω, θα το μεθύσω

θα το ταπεινώσω, θα το εξαργυρώσω

θα κάνω έρωτα μαζί του σε γυμνό κρεβάτι

και μόνο το βράδυ θα φορέσω τη μαύρη μου μαντίλα

θα σταθώ σε μόνο ακρωτήρι   και  θα τελειώσω

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΤΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

Η ΘΥΣΙΑ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ 2012)

Στο βωμό τυφλός ιερέας θυσίαζε ελάφι

τα τύμπανα χτυπούσαν ρυθμικά

οι καλεσμένοι ετοιμάζονταν να φάνε

ανθρώπινα κόκαλα και σάρκα

καλυμμένα περίτεχνα από ρίζες

ένα φίδι ξεπήδησε από παλιά βιβλία

η γυναίκα φοβισμένη σκέπασε το φύλο της

ένα ξύλινο φέρετρο με ζώα και πουλιά

διασχίζει τη βροχή

ο άνδρας τρέχει σε έναν βάλτο

η γυναίκα πονάει, γεννάει ένοχα παιδιά

μια μέρα ανακαλύπτουν ένα μισοσβησμένο αστέρι

ψήνουν πάνω του το κρέας και το τρώνε

στέκονται οι δυο τους μπροστά σε ένα βωμό

ξέρουν πως αυτοί είναι το ελάφι

πως ο ιερέας ποτέ του δεν λαθεύει

πως τη δική τους σάρκα

θα φαν οι καλεσμένοι στο τραπέζι

Και τότε ο άνδρας προφέρει σιγανά μια λέξη

και είναι το όνομα του Κυρίου

του Άρχοντα του Χορού και των Κυμάτων

και ξεπροβάλλει ατόφιος, ακέραιος, τρομερός

ο Έρωτας των πάντων

με τη Σελήνη αγκαλιά

και πλάθεται ξανά ο Κόσμος

 

Η ΣΦΙΓΓΑ

Ο χρησμός δεν ήταν ευκρινής ή εγώ δεν τον κατάλαβα

Ήλπισα τότε, ήλπισα και πάλι

Χωρίς μάτια ξεκίνησα με πρησμένα πόδια

η Σφίγγα ήταν στον σταθμό και με περίμενε

απεγνωσμένα έκανα την ίδια ερώτηση

ενώ ρωτούσα αυτή πέτρωνε

στο τέλος διαλύθηκε σε σκόνη

 

Ούτε κι αυτή άντεξε πάλι να μ’ αρνηθεί.

 

ΘΗΣΕΑΣ

Όχι, δεν ξέχασα μαύρα τα πανιά

Είναι που το άσπρο τελικά

δεν είναι το δικό μου χρώμα

Ακόμα κι όταν ερωτεύομαι πενθώ

ακόμα κι όταν νικητής γυρνώ

μέσα μου ξέρω τη βαθιά μου ήττα!..

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΤΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Βρήκε βεβηλωμένους τους ναούς

Μικρές μαϊμούδες πηδούσαν στα ερείπια

Μέσα στα καπηλειά οι σύντροφοι

με καπέλο Ναπολέοντα

μάλωναν μπροστά σε χάρτες εκστρατείας

Στους δρόμους τρέκλιζαν μεθυσμένοι οι μνηστήρες

είχαν ήδη ξεπουλήσει όλα τα άνθη λεμονιάς

Η Πηνελόπη στολίζονταν κάθε βράδυ

κάπνιζε βαριά τσιγάρα

και κυκλοφορούσε με ακριβά αυτοκίνητα

μερικές φορές έγραφε στίχους

Η Ευρύκλεια τον αναγνώρισε βαριεστημένα

και βγήκε να ζητιανέψει φαγητό

Ένα σκυλί γαύγισε παράταιρα

Έφυγε αθόρυβα πατώντας στην πρωινή ομίχλη

«Είμαι ο Κανένας» φώναξε πίσω του

κι ακούστηκε μόνο η ηχώ απ’ τη φωνή του

 

ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ

Είναι ώρα τώρα που ανυπόμονα

περιμένω να φανεί το λεωφορείο

Η στάση είναι έρημη

μία γριούλα Κλωθώ πλέκει ασταμάτητα

και έχει έναν σκύλο με τρία κεφάλια

κατάμαυρο στα πόδια

Ξάφνου την ομίχλη

σκίζει ένας ποδηλάτης

μήπως είσαι εσύ;

Ταυτόχρονα σχεδόν

μία γυναίκα με άσπρο νυφικό

ετοιμάζεται να πέσει από το μπαλκόνι                             

μήπως είμαι εγώ;

Κάτι γειτόνισσες απέναντι

τινάζουν τα χαλιά τους ρυθμικά

ένα παιδάκι - σταφιδόψωμο τρέχει γυμνό στο δρόμο

το κυνηγούν ο φούρναρης   ο χασάπης κι ο μανάβης

από τα παραμύθια που μου διάβαζε η μαμά

και μου φαίνεται πως κάποιος επίτηδες

με φόρεσε ανάποδα

έτσι ώστε να φαίνονται τα ξέφτια και η φόδρα

Και πόσο αφηρημένη αλήθεια είμαι

που τόση ώρα δεν θυμήθηκα

ότι το λεωφορείο της γραμμής

χρόνια τώρα δεν περνάει από δω

 

Η ΔΙΚΗ

 «Είναι μια παράνομη γυναίκα»        

«Και πρώτα πρώτα δεν φοράει βέρα»

«Δεν έχει τίτλο ιδιοκτησίας»

«Ούτε σφραγίδα στον μηρό»

«Διαθέτει το κορμί όπως και την ψυχή ελεύθερα»

«Και το χειρότερο: ποιήτρια»

«ξέρετε από εκείνες που προφητεύουν τα μελλοντικά δεινά

ή χώνουν το κεφάλι τους μες στον φούρνο

ή ταξιδεύουν με το Όριεντ Εξπρες

πίνοντας τσάι σε ανύπαρκτα φλιτζάνια»

Αυτή τους άκουγε διαβάζοντας τα χείλη

γιατί η συχνότητα των λόγων τους δεν έφτανε στ’ αυτιά της

Ύστερα έκοψε ήρεμα με το μαχαίρι το ένα στήθος

και πορτοκάλι το πρόσφερε στους δικαστές

«Το όνομά μου είναι Αντιγόνη»

φώναξε θαρραλέα

«κι αυτός είναι ο δικός μου τρόπος ν’ αγαπώ»

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΙΓΚΕΜΠΟΡΓΚ ΜΠΑΧΜΑΝ (από φωτιά στο κρεβάτι της, 26 Σεπτεμβρίου 1973)

Τα κεφάλια τους στα παχουλά περιστέρια των μαξιλαριών

«Γνωρίζεις το κενό;» ρωτάει αυτός

Αυτή γυμνή μπαίνει στο μπάνιο

Πίσω στο δωμάτιο

μια σκιά βγαίνει από τον καθρέφτη

κάθεται σταυροπόδι στο κρεβάτι

και καπνίζει ένα ανύπαρκτο τσιγάρο

 

 

 

Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ 

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ 2012)

Φορούσα κουρέλια κι έτρεχα στα τέσσερα

είχα τυλίξει τα πληγιασμένα πόδια σε φύλλα δένδρων

πατούσα σε θραύσματα από παλιά ρολόγια

ένας κούκος χτυπούσε διαρκώς μεσάνυχτα

είχα μόλις αντέξει την εποχή των παγετώνων

και το καλοκαίρι έσταζε καυτό ιδρώτα

δεν είχα γονείς ούτε ιστορία

θυμόμουν μόνο το αυγό που έσκασε

και τον κόκκινο κρόκο που ήλιος ξεπήδησε από μέσα

Σε είδα ξαφνικά ψηλό κι ακίνητο

στη μέση εκεί του πουθενά

να μου ανοίγεις διάπλατα τα χέρια

Τυφλά χώθηκα στην αγκαλιά σου

και η πρώτη πανσέληνος γεννήθηκε στον κόσμο.

 

Η ΘΛΙΨΗ

Το μαύρο τριαντάφυλλο που φυτρώνει

στο δεξί της ώμο

μπορεί να καταπιεί ή να ουρλιάξει

μερικές φορές στέλνει σήματα καπνού

στίχους που σχηματίζουν δαχτυλίδια στον αέρα

Η γυναίκα αυτή

κρατά μια λάμπα θυέλλης

γράφει γράμμα σε κάποιον που ακόμα δεν υπάρχει

ταχυδρομικά κοράκια την περιμένουν να τελειώσει

Κάπου μακριά ένας άνδρας σελώνει άλογο

όταν φυσήξει νοτιάς

θα γίνει Κένταυρος

Στο Πήλιο νυχτώνει νωρίς

ή και πότε

ξαφνικά ανοίγεις τα μάτια και ξυπνάς

στη ζωή μέσα του άλλου

Κατά τα άλλα, ο ζωγράφος έκανε καλή δουλειά

Στη βιασύνη του όμως ξέχασε το πρόσωπο

Έτσι ακέφαλη η γυναίκα κυκλοφορεί από κρεβάτι σε κρεβάτι

Σχεδιάζει χάρτες, συλλέγει μύθους

«η πιο σύντομη θλίψη είμαστε εμείς»

λέει ένας σκορπιός που περπατάει αιώνια

στα χαλάσματα

 

Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Αφού τον έβγαλε από τον Λαβύρινθο

μόνη εγκατέλειψε σε ένα νησί

την Αριάδνη ο Θησέας

«Μου έδωσες χαρά και ελπίδα

γι’ αυτό αιώνια θα σ’ ευγνωμονώ»

της φώναξε απ’ το καράβι

κουνώντας το μαντίλι του

«Ήταν μόνο μια στιγμή υπέρβασης»

απολογήθηκε στη φωνή ο Αδάμ

«άλλωστε Εδέμ σημαίνει ασφάλεια

ισορροπία και τάξη

κι εγώ ήμουν ανέκαθεν νομοταγής

αυτήν να διώξετε, τη μάγισσα»

και έφτυσε το μήλο του

«Σ’ εσένα πάντα θα γυρνάω» είπε στην Πηνελόπη ο Κλώνος

Παρίστανε τον Οδυσσέα

ενώ ήταν ακόμα απρόσωπος μνηστήρας.

 

Πες μου λοιπόν εσύ

που ήσουν κοινωνός του Μυστηρίου

εκείνη την Παρασκευή στο Όρος των Ελαιών

στο αεροδρόμιο πριν από την τελευταία πτώση

πόσα αργύρια εισέπραξες

για κείνο το φιλί που μου ’δωσες στο στόμα;

 

Η πινακίδα το έγραφε ολοκάθαρα: 

«ΕΞΟΝΤΩΣΤΕ  ΚΑΘΕ  ΕΥΡΘΑΥΣΤΗ  ΣΤΙΓΜΗ»

Δεν το έκανα από πρόθεση το ορκίζομαι

Μα σαν την είδα ξωτικό   να τρέχει με γυμνά τα πόδια   προς εμένα

νόμισα θα διαπεράσει την καρδιά μου

Γι’ αυτό έριξα το βέλος

Άλλωστε εμείς οι κυνηγοί του βασιλιά   στο θέλημα Του υπακούμε

Η πινακίδα το έγραφε ολοκάθαρα:

«Εξοντώστε κάθε εύθραυστη στιγμή»

[ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΑΣ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012] 

και  επιμύθιο το ποίημα… 

 

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

(… μπορείς ν’ αγαπήσεις τόσο που να μη σε νοιάζει αν αγαπηθείς;)

Περιφέρονταν από πόλη σε πόλη    Σ’ έρημα θέατρα καταγώγια.    Το ρεπερτόριο ανεξάντλητο παραλλαγή στο ίδιο έργο    Κάποιος τυφλός γέρος έψαχνε τη μοίρα του   Κάποιος κάπου έκανε μια ερώτηση    Κάποιος κάπου δεν το άντεχε,   ένα τέλος τέλειωνε   ένα πεπρωμένο πέτρωνε.    Στα σκηνικά υπήρχε πάντα  μια λάμπα που τρεμόσβηνε      κι ένα γραμμόφωνο που έπαιζε    ένα φθαρμένο τραγούδι εγκατάλειψης.    Αυτή ήταν πρωταγωνίστρια    μόνο που πάντα έπαιζε ρόλους δεύτερους    συνήθως ενός δένδρου που στο τέλος καίγεται.    Οι άλλοι ηθοποιοί ήταν άνδρες.    Ένας Δον Κιχώτης φορούσε πανοπλία κι έκανε τον ιππότη    άλλος στοχαστικά παρίστανε τον Άμλετ   άλλοι ήταν πυγμάχοι που πάλευαν στο ρινγκ.    Πολλές φορές ο υποβολέας απήγγειλε ποιήματα  και   κάποιοι αυτοκτονούσαν από χάρτινα μπαλκόνια.    Όλοι όμως ανεξαιρέτως φορούσαν την ίδια μάσκα που άλλαζε χέρι στα παρασκήνια.    Ώσπου μια μέρα ένας απ’ τους θεατές ανέβηκε στο πάλκο,    έστησε μια καρέκλα και την κοίταξε στα μάτια:    «Μου χρωστάς μιαν απάντηση» της είπε…    «Σε ποια ακριβώς ερώτηση;» ρώτησε έκπληκτη αυτή!..   «Μπορείς ν’ αγαπήσεις τόσο που να μη σε νοιάζει αν αγαπηθείς;»    «Από ποιο έργο είναι αυτό;» αναρωτήθηκε πανικόβλητη αυτή «πού είναι η μάσκα που πρέπει να φοράς    με ποιο τρόπο θα με κάνεις να πονέσω    θα μαχαιρωθώ ή θα πάρω δηλητήριο    θα φύγω μ’ ένα τρένο μέσα στην ομίχλη ή θα με εγκαταλείψεις μέσα σε κουκλόσπιτο;»…   Ο άνδρας όμως δεν απάντησε.    Κατέβηκε από τη σκηνή και προχώρησε στην έξοδο.    Η γυναίκα έμεινε για λίγο μετέωρη,    έβγαλε το φόρεμα με τις δαντέλες    σκούπισε την πούδρα από το πρόσωπο    πέταξε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια και τον ακολούθησε.    Πίσω τους τα σκηνικά κατέρρευσαν με θόρυβο.

Παρασκευή, 25 Αυγούστου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ