(… για μια γυναίκα που χρόνια με βασάνισε σ’ ένα άλλο Ποίημα…)
Καλπάζει η
θάλασσα στον κυματοθραύστη. Μάρτης του
΄73.
Άκουγα βήχα
κι ένα κλάμα Χαμηλές φωνές
Νύχτα
εφιαλτική μέσα στο Ποίημα!..
Ένα ποίημα που
γκρεμιζόταν το πρωί ΄
Ενώ το
βράδυ το σφήνωνα με λέξεις!..
Φυσάει Αγέρας
μπερδεύει τα χαρτιά.
Ο διάδρομος
που λέω
Στην αυλή
καπνομάγαζου φτάνει, στον καφενέ του Ανθήλαου.
Στο βάθος
το μπορντέλο της Πόπης
Κάτω απ’
την ακακία δίπλα στο ρέμα
Έγραφα για
μια γυναίκα που χρόνια με βασάνισε
Σ’ ένα άλλο
ποίημα.
Καλοκαίρι
του ΄55 κι η θάλασσα με αχινούς
Σ’ ένα άλλο
ποίημα Γαλάζια μάτια φώτιζαν τις λέξεις
στο χαρτί.
Έγραφα
Ο χρόνος τότε σαν ασβέστης φούσκωνε.
Τρίζαν τα δοκάρια
του μυαλού.
Γύριζα στα
βουβά χαρτιά, Οκτώβρης του ’67,
Στο χαμηλό
δωμάτιο διαλυμένα ποιήματα.
Κι η πόλη
μια παγίδα.
Κοιτώ τον
κήπο Δένδρα γυμνά
Πέτρινος
τοίχος σπαρμένος γυαλιά
Πέρα η
θάλασσα στάχτη
Che και Άρης στην ίδια ευθεία
Λαίμαργες
φωνές κι ένα φως διαρπαγής
Ερημία
σπέρνει η σιωπή της γνώσης.
Έγραφα:
Χωρίς εσένα
η αράχνη του ήλιου της μέρας θηλιά
Κι ο
ουρανός μαύρος καταρράχτης
Μέχρι τα
μάτια πλημμυράω
Μέχρι την
τελευταία στροφή του εγκεφάλου,
Στα
μαγεμένα μάτια η γυμνή Σελήνη έμεινε.
Λίγο πιο
πέρα, μετά από χρόνια Σε κείνα τα
κατάλοιπα έβρεχε
Έβρεχε και
σάρωνε στο λιθόστρωτο τα φύλλα.
Άναψα
τσιγάρο.
Απ’ το
στενό με τις τριανταφυλλιές
Έφτασε τυλιγμένος στο γκρίζο παλτό Ο
Φώτης.
Λυπημένα
μάτια υγρά στο λίγο φως:
Μην
πετσοκόβεις, είπε, Άσε επίπεδα και
κώδικες,
Γράφε…
Καθίσαμε
στο τραπέζι Έσταζαν φύλλα της ακακίας,
άσπριζε το ούζο.
Έμεινε σε
κείνα τα χαρτιά του ΄70 η φωνή του Φώτη.
Έτσι έγραφα
ένα ποίημα που γκρεμιζόταν το πρωί
Ενώ τη νύχτα
το σφήνωνα με λέξεις
[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ από τη συλλογή με αυτό τον τίτλο του Πρόδρομου
Μάρκογλου κι άλλα ποιήματα από αυτή τη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1993 εδώ με
αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Ποιήματα 1958-2010, εκδόσεις Ένεκεν 2016]
Τρίζει το χιόνι
Πάνω απ’ τα σκονισμένα τζάμια
χαμηλώνει το σκοτάδι
Χειμώνας γκρίζος και γαλαζωπός
Όταν περνούν οι γερανοί στον
κινηματογράφο
Αμύγδαλα στη θερμάστρα
γλυκαίνουν το στόμα
Υφέρπουν σιωπηρά διλήμματα
Τις λέξεις δοκιμάζουμε, τη
μεταγραφή του ποιήματος
Η ταυτότητα του αισθήματός μας
διαπερνά σαν μέθη
Όχι η αισθητική μόνον αλλά η
ανθρώπινη εκδοχή
Διασώζοντας το ελάχιστο,
φτιάχνοντας τον κόσμο
Σκοτάδι μήτρα του φωτός
Πόσοι ζωντανοί διαβαίνουν πίσω
από τα θαμπωμένα τζάμια
Κανένας ελληνικά σκεπτόμενος
δε θα έγραφε όσα ο Dante
Κανένα πρόσωπο περισσότερο
ελληνικό από τον Νικόλαο Πλουμπίδη
Στα λείψανα της ένοπλης
εποχής,
Μεταγράφοντας τώρα το ποίημα
Πέτρες ρίχνουμε σε βαθύ πηγάδι
Ενδοχώρα να έχουν οι λέξεις,
Όχι φωνές χαλκού
Να διαβρώνουν σαν οξύ τη
γλώσσα
Και ισοδύναμα να εξισώνουν,
Δονεί η φωνή του ποιήματος
Όπως εκείνο το μοναδικό πουλί
στο παιδικό μας παράθυρο
Γράφοντας μιαν άγνωστη γραφή
στο χιόνι
Χειμώνας του ’41,
Χωρίς σπυρί χωρίς κουκί, Θολώνει το τζάμι,
Πυκνώνει ο χρόνος, ο καιρός
αυτοαναλώνεται
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ:
β] Ο μαύρος ουρανός, η μαύρη μέρα
Ο φόβος οπλίζει την αγάπη
Και μένει ο άγριος πόνος,
μένει στα σκοτεινά,
Μια κλεψύδρα εξαντλεί το φως
ενώ στον ύπνο σου ακούς μια
φοβερή κραυγή
και είναι νύχτα και δεν
υπάρχει παρά ο μακρινός χτύπος του ρολογιού,
αλλά η φωνή βγήκε από τα
έγκατα κι ένα όνομα χαμένο,
Ποταμός ήταν ορμητικός,
κωπηλατούσε το σώμα σχίζοντας
τη φωνή
κι ήταν η διάσταση απρόβλεπτη
του χρόνου
στο λαβύρινθο του έρωτα και
του λόγου,
Μόνος όπως τα σιωπηλά κύματα
της θάλασσας,
της θάλασσας που αδειάζει από
τη δίψα του ήλιου,
του ήλιου που σωριάζεται
λιωμένο μέταλλο στον πάτο της ημέρας
κι ακούγεται τώρα ο ρόγχος των θηρίων,
Και φυσάει αγέρας,
βογκούσε η θάλασσα, χτυπούσε
σήμαντρα,
νοτιάς σάρωνε την πόλη, καμιά
απάντηση καμιά,
Η κλεψύδρα ρέει δεν
αντιστρέφει
Αδιαπέραστος ο χρόνος, ο
χρόνος που μας περιέχει
Ποιο νόημα έχει τώρα η φωνή του ποιητή
Και ποιος αντέχει τον μαύρο
ουρανό, τη μαύρη μέρα!..
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ:
γ] η απάντηση εκκρεμεί, παραμένει το αίτημα
Νέα ήταν η εποχή Δονούσαν οι φωνές του έρωτα
Με αίμα πλάθαμε τον κόσμο,
Νύχτα και σέρνεται το τρένο
στο φεγγάρι
Να ανατρέπεις να ανατρέπεσαι
να μένεις σταθερά
Κι άνοιξε ο διάλογος πληγή που
κινδυνεύει
Ξάγρυπνη νύχτα
Κι εκείνον άκουγες τον
Πάστερνακ στο ραδιόφωνο
Δεν ήταν η ζωή μια βόλτα στο
λιβάδι
Πώς από μιαν άλλη σπορά
θερίσαμε αυτούς τους καρπούς
Καταδικάζοντας και θάβοντας το
πτώμα της Εποχής
Ξεχάσαμε το θάνατο το δικό μας
Και σ την καμπύλη του χρόνου ο
ήλιος αλλάζει
Αλλάζει η κριτική των όπλων
Χρόνια πέρασαν, χρόνια θα
περάσουν
Κι οι ψυχές των συντρόφων εδώ
θα γυρνούν στο μαύρο αίμα
Γιατί ο κόσμος μεταλλάζει δεν
τον καταλαβαίνεις
Κι έρχεται μια μέρα που θέλεις
πια να πεθάνεις
Καθώς η απάντηση δεν έρχεται
εκκρεμεί,
Ανατρέπεται το ερώτημα Παραμένει το αίτημα
Ποιος;
Καρπώνεται την ψυχή και το
αίμα των άλλων,
Ανερμήνευτος ο καιρός
αυτοαναλώνεται.
ΚΑΙ ΜΕΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ
(… αυτό που δρώντας πάλι φορτίζει τις ψυχές…)
Ανακυκλώνεται
φουσκώνει το άσπρο φως Εδώ σημαίνεις
εκεί πλέον είσαι αφανής Αμετάκλητα
όνειρα αποτρόπαια σφαγίζουν Πώς να
υπερβείς το σώμα σου με λέξεις Λίγο το
φως, βαθύ σκοτάδι Και περιστρέφει ο
έρωτας τις ψυχές Τις χαράζει Δε μιλιέται, σιωπά και μας καταδικάζει Ενώ το
είδωλο στο χαμηλό νερό με τη σελήνη πάνω,
Έζησες για ένα τίποτε; Πολλούς
βρήκαν στη γύρα τα δρεπάνια Προτού
δοθεί απάντηση Όχι γι’ αυτά τα
συντελεσμένα Αλλά για κείνα τα άλλα που
δεν έγιναν Κι όλα βούλιαξαν στο αίμα Πικρή εποχή, μίζερος αέρας Έρημα πρόσωπα, τυφλό παρελθόν Και το παρόν πιο θλιβερό κι απ’ τη
σελήνη Περισσότερο μάταιο κι από το
θάνατο Σύντροφοι μιας άλλης υποσχεμένης
ζωής Ενοχή πράξεων ανατρέπει το δοσμένο
νόημα Κόκκινη σημαία απελπισμένο σύνορο
ονείρων υποστέλλει Σε ποιο μουσείο αυτή
που σάρωσε εξουσίες Χέρια την
αναρριπίζουν στον άλλο αιώνα Απρόσιτες
μάνες θηλάζουν στόματα οργής Θάλασσες
και βράχοι μνήμες προσωπικής χαράς
Θάλασσες τώρα βούρκοι, φιλτραρισμένα υπερκέρδη Και φέγγει βαλσαμωμένος ήλιος δειλινού Εδώ χωρίς απόφαση χωρίς φωνή Σ’ ανένδοτη προσαρμογή Κι ό,τι έχει κατατεθεί ούτε θάνατος
αναιρεί Στο τώρα και στο πουθενά Και συγκρούονται κι αναπαράγονται κι αλλάζουν Αλλού δεν έχει Τέλος μένει στον κόσμο το ελάχιστο Αυτό που διαρκώς φορτίζει τις ψυχές!.. [ΚΑΙ ΜΕΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ στον Ανέστη
Ευαγγέλου, από τη συλλογή του Πρόδρομου Μπάρκογλου ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ
ΔΕΝ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ 1993]
Δευτέρα, 22 Μαΐου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου