Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Ω ΠΟΙΟΣ Θ’ ΑΝΤΕΞΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

 (… ο  φίλος με τα τριαντάφυλλα…)


Ήτανε βράδυ ήταν καπνός πολύ μες στο δωμάτιο δεν έβλεπα καλά

καθώς μιλούσαμε το φως θρυμματιζόταν μες στα λόγια μας

«…πάντα μας λέγανε να χτίσουμε,  μα ωστόσο

στο οικόπεδο εγώ φύτεψα τριαντάφυλλα

φέρνω νερό από μακριά και τα ποτίζω χρόνια τώρα!..

Ξέρω πως θα μου πεις:  το σπίτι,  πότε θα χτίσουμε το σπίτι;

Μα φοβάσαι,  φοβάσαι το κουβαλητό της πέτρας, το τσιμέντο,

τη σκόνη που θα πνίξει τα τριαντάφυλλα…»

                                                                      

Ήτανε βράδυ  ήταν καπνός πολύς  δεν έβλεπα καλά

και τα σκοτάδια όλο και σε κερδίζανε από μένα.

Το χέρι σου’σφιξα, καλέ μου φίλε κι απ’ των χεριών το σφίξιμο, άξαφνα

ένα πολί παράξενο πεάχθηκε   και το σπαραχτικό του φτεροκόπημα

γέμισε το δωμάτιο, τον αγέρα, γέμισε τον κόσμο

-ω, ποιος θ’ αντέξει τη ζωή του ως το τέλος;

[έβδομο  απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962– κι άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

 


ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΦΥΓΑΜΕ ΑΠ’ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ

(… και οι ίδιες οι θέσεις σάλεψαν  αφήνοντας ακάλυπτη όλη την καρδιά μας…)

Στόχοι καινούργιοι μαγνητίσανε τις κάννες μας  προτού τους δουν τα μάτια

σκίστηκε ο άνθρωπος στα δυο, σκίστηκε η πράξη

ρεύματα ενάντια χιμούν μέσα στο χάσμα -  και δεν είναι   δεν είναι πια ν’ ακούς

το τρίξιμο εσένα του ίδιου που λυγάς να πέσεις,

χτυπήματα φτερών και σκιών στου ονείρου σου την όψη

θρήνος της νιότης στα κλαδιά της σωριασμένης τόλμης!..

 

Ανάμεσα σε δυο μορφές αγώνα

ω, ερημιά του νου   αμηχανία της δράσης…

Γδύσου αν μπορείς λοιπόν της μνήμης σου το δέρμα

ξέχασε αυτά που γύρευες

ή σκότωσέ τα για να τ’ αναστήσεις ύστερα πιο πέρα

γίνε ένα με το ποδοβολητό που τα συνθλίβει

προχώρα με τον τσακισμένο αυτόν ορίζοντα μπηγμένο στο μυαλό σου!..

 

Ω, εσείς που είστε καινούριο στον αγώνα

σεις που δεν σας βασάνισε αμφιβολία και ήττα

συλλογιστείτε αυτούς που νικήθηκαν κάποτε

συλλογιστείτε αυτούς που αφήσαν τις καρδιές τους

ανατιναγμένα οχυρά μακριά βαθιά στο μέλλον.

 

Τώρα μαζί σας σ’ άλλες πολεμίστρες

αρχίζουν πάλι και ξανά   ζητώντας πάντα τη χαμένη ενότητα

τώρα μαζί σας κι όμως ολομόναχοι

τραβάνε σα μαγνήτες πάνω τους το θάνατο – ω,

μιλώ  - μιλώ κι ας μη μ’ ακούτε,

μαζί σας κι όμως ολομόναχος

-ένας πομπός που έχασε επαφή

ένα αεροπλάνο στο σταυρό των προβολέων π’ αστράφτει!..

[όγδοο απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]

 

ΑΞΑΦΝΑ ΑΝΑΤΙΝΑΧΘΗΚΕ Η ΣΤΙΓΜΗ  ΣΚΟΡΠΙΣΤΗΚΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ…

(ένατο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962)

… με πυρωμένα θραύσματα η καρδιά μοιράστηκε στον άνεμο

αστραποφέγγοντας το φαγωμένο πρόσωπο της ιστορίας!..

 

‘Όταν ξαστέρωσε η βροντή

ρίζες στη γη άπλωνε το αίμα και κλαδιά η κραυγή στον ουρανό,

όμως το δένδρο χάθηκε,  πού να ’ναι

πού να ’ναι ο δυνατός κορμός για ν’ ακουμπήσουμε;

 

Τύψη σκουριάζει τις ζεστές ακόμα κάννες

τύψη σκουριάζει τη φρυγμένη Αθήνα

οι άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν στα βαθιά ουράνια υπόγεια

βουβοί χωρίς ν’ αγγίζονται και δίχως να κοιτάζονται στα μάτια

γιατί δεν ξέρεις ποιος παραφυλάει πίσω απ’ τα λόγια και τα βλέμματα,

ποια στάχτη κρύβεται κάτω απ’ το δέρμα του αδελφού σου!..

 

Σέρνεται ο ήλιος μες στους δρόμους και βροντάει

σαν μια αρμαθιά κλειδιά – κανέναν δεν ανοίγει και τρομάζεις

γιατί μπορεί και να βαστάξει αυτό καιρό

και πιο πολύ γιατί δεν ξέρεις

μήπως είναι νωρίς ή αργά για θάνατο!..

 

Όταν ξαστέρωσε η βροντή

μέλλον και παρελθόν τον είχαν πια μοιράσει.

Πικρή διαύγεια το άδειο μας παρόν

και μες στη ρημαγμένη μας καρδιά

τυραννικός κι ακόπαστος   της ζωής ο αιώνιος ρόχθος!..

 

ΞΕΡΙΖΩΣΕ ΜΕ ΑΝΕΜΕ, ΞΕΡΙΖΩΣΕ ΜΕ…

(… πάρε μου τα πουλιά, πάρε μου τα’ άνθη και τα φύλλα…)

 

τίναξε από τις ρίζες μου το χώμα της καρδιάς του, στέγνωσέ με

κάνε με αστραπή να δέρνομαι στα ουράνια!..

 

Μπροστά στο μέγα ρίγος, ποιο το φως,

ποια η φτωχούλα αυτή δροσιά ζωής που μας πλανεύει,

τώρα που Αυτός σαν δύτης κατεβαίνει

στους σκοτεινούς βυθούς της ύπαρξής μας,

ρόδο βαρύ στριφογυρνώντας κατεβαίνει

μαδώντας μέσα στα νερά τα ματωμένα πέταλά του – έτσι γδυτός απ’ όλους τους παράδεισους

όποιος μπορεί να βαστάξει την ανάσα του για πάντα

να ξεχειλίσει μ’ ένα μόνο του σφυγμό άξαφνα τον κόσμο, αυτός μονάχα

ας μπει στην απεραντοσύνη του έρωτα και του θανάτου!..

 

Κρατώ τα κρύα μάνταλα της πόρτας και χτυπάω το μέτωπό μου στο κατώφλι που ποτέ,

ποτέ, ποτέ δεν θα ξαναδιαβούν τ’ αγαπημένα πόδια

σβήνω τους κήπους σαν φωτιές επάνω στο κορμί μου

χιονίζω λόγια απόκοσμα τις νύχτες!..

 

Να ’ταν να σ’ έδινε ξανά πίσω σε μας η μοίρα σου

να ’ρχόσουν συναπάντημα άξαφνο στους ιδρωμένους δρόμους

κι ω, να γινόσουν πάλι σάρκα

ανάσα γύρω απ’ τη στεγνή μου απελπισία

αίμα ανθισμένο στο αίμα μου

χαλάρωμα χεριών στα μεθυσμένα μου μαλλιά

ω!,, να γινόσουν πάλι σάρκα…

-ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με!..

 [δέκατο απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]

 

ΚΑΝΕ ΝΑ ΠΑΨΕΙ ΕΤΟΥΤΗ Η ΜΟΥΣΙΚΗ…

(Plouton Club  ενδέκατο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962)

φτάνει πια τα’ άγριο ξέγδαρμά της φτάνει

Τι έρχεσαι πάλι αφού πια έχεις πεθάνει

και βάζεις με μανία τρελή

 

τους δίσκους π’ αγαπούσαμε παλιά

-δίσκοι που γίναν και κηλίδες αίμα

δίσκοι που γίναν πια πλατείες αίμα

μ’ άθαφτα πάνω τους κορμιά…

 

Απ’ τα δικά μου κι όλων τα δεινά

τάχα πόσον καιρό μπορώ να λείψω;

ω, μη μου βάζεις την καρδιά στο γύψο

το ράγισμά της δεν περνά.

 

-Τι κλαις, τι θες ακόμα, τι ζητάς;

-Πάμε  να φύγουμε – και πού να πάμε;

δεν ξεδιαλύνω οι δρόμοι πού τραβάνε,

τι θέλει το αύριο από μας.

 

Βρες μου να μου ταιριάζει μια μορφή

αγώνα, που σώζει δίχως να σκοτώνει.

Κοίταξε τι καπνός και πόση σκόνη

μέσα μας, τι καταστροφή…

 

-Λόγια θαμπά κι αγγίγματα τεφρά

σκάβουν τη σάρκα μου. Ποιος είσαι;

Λύσε μου τα μαλλιά των θρήνων,  λύσε

το αίνιγμα που μας τριγυρνά.

 

Πάλι σε μπέρδεψα με τον Νεκρό

ω, μη δε μοιάζουμε όλοι πεθαμένοι;

Είμαστε άνθρωποι που δεν τους συμβαίνει

τίποτε, τώρα καιρό.

 

Παράλυτη και λαίμαργη γενιά,

πάμε να φύγουμε – Και πού να πάμε;

Πάμε να φύγουμε από δω, φοβάμαι,

γρήγορα φτάνει η παγωνιά.

 

Τι μάταια που ’χουνε όλα ξοδευτεί…

Σάμπως να γίνηκε έκρηξη εδώ μέσα

και οι σάρκες μας που απ’ το όνειρο στερέψαν

στους τοίχους έχουν τιναχτεί.

 

Πάμε να φύγουμε… - Μα τι ωφελεί

αν από τη σωστή πόρτα δεν βγούμε;

Με αίμα πρέπει να σκάψουμε να βρούμε

την έξοδο προς τη ζωή!..

 

 

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

(… φώτα παραδαρμένα στον αέρα – κι οι σκιές μας…)

 

πότε τινάζονται μακριά και χάνονται μες το σκοτάδι

πότε χυμούν ολόισια πίσω στην καρδιά μας

-παλίρροια νύχτας μες τα φαγωμένα μας κορμιά!..

 

Από σταθμό σε σταθμό χάνοντας όλο και πιο πολύ τον πόθο της αποδημίας

στεγνό ταξίδι σε μια δίσεχτη εποχή

κι η σάρκα μας να γίνεται καπνός μες στα παλιά βαγόνια

-σάπιοι συρμοί σαν τη σπασμένη ραχοκοκαλιά της ιστορίας μας

απελπισμένοι μετανάστες

ζητώντας να ξεφύγουμε από έναν τόπο όλο αίματα και πέτρες…

 

Τόσο πολύ ποθήσαμε να ζήσουμε σ’ αυτή τη γη

τόσο πολύ αρπαχθήκαμε από πάνω της,

που την γεμίσαμε γδαρσίματα και φοβερές πληγές

-η ομορφιά της σκοτωμένη πια βαθιά μέσα στη μνήμη μας

κι αυτοί που ξεσηκώθηκαν ν’ αλλάξουν τη ζωή μας

χαμένοι απ’ τα ίδια μας τα χέρια.

Συφοριασμένοι εμείς τι φταίγαμε

τι θέλουμε κι εμείς ν’ αλλάξει η μοίρα μας,

όμως συνηθισμένοι στα ξωκλήσια και στα τάματα

στο ατέλειωτο σπαρτάρισμα μέσα στο δίχτυ

θάμα προσμένουμε να ’ρθει.

Μα ήρθε αγώνας σκοτεινός σπάραξε τη ζωή μας

σκόρπισε το αίμα μας σε φλέβες που δεν τις γνωρίζαμε

χάσαμε τη φωνή μας προχωρώντας σε λαγούμια ατέλειωτα,

είδαμε ανθρώπους

να ξεψυχούν με τη δική μας την ψυχή στα δόντια τους

το αβέβαιο μας παίδευε σε κάθε βήμα

συφοριασμένοι εμείς πώς να πιστέψουμε

σ’ αυτό που χάραζε πιο πέρα;

 

Όχι, καλύτερα όπως ήμασταν και πρώτα

είχαμε ένα ξερό χωράφι για να πίνει τον ιδρώτα μας

ή μια μικρή θεσούλα σε πολυόροφους σαρκοφάγους

της στέρησης το κίτρινο αίμα κύλαγε ήσυχα στις φλέβες μας

η λευτεριά μας ήταν το μεθύσι κι η βλαστήμια

κι η ήρεμη απελπισία γι’ αυτά που έρχονται και φεύγουνε χωρίς να μας ρωτούν

δεν ήμασταν υπεύθυνοι για τίποτε – πώς να βαστάξουμε άξαφνα

ολόκληρου του κόσμου την ευθύνη;

 

Συφοριασμένοι εμείς τι φταίγαμε!..

Αυτούς που ξεσηκώθηκαν ν’ αλλάξουν τη ζωή μας

τους πνίξαμε καθώς η μάνα το παιδί που δεν μπορεί να θρέψει

σίδερο αλείψαμε τα χέρια μας

κράνος φορέσαμε στην κουρεμένη μας καρδιά

λιώσαμε τα βουνά της ανταρσίας – οι ψυχές τους

φτερούγισαν και χάθηκαν μες τους καπνούς –

σβήσαμε τις παράνομες φωτιές στις πόλεις με του τρόμου μας το χνώτο…

 

Καλύτερα όπως ήμασταν και πρώτα – μα κι αυτό το χάσαμε

ο αγώνας που μας αγγελόκρουσε

άφησε αγιάτρευτα σημάδια πάνω μας

γευτήκαμε από τη στιφή κι ανεξιλέωτη γνώση

-και πώς να μείνεις τώρα σ’ ένα τόπο όλο φαντάσματα

και πώς να μείνεις μες στα σπίτια αυτά, σαν ξύνει ο άνεμος τα λέπια του στις στέγες

κι αρπάζουνε φωτιά τη νύχτα τα σεντόνια,

τι άλλο μας έμεινε λοιπόν παρά να φεύγουμε,

ξεγελασμένοι κι από ελπίδα κι από απόγνωση.

Στεγνό ταξίδι σε μια δίσεχτη εποχή

απελπισμένοι μετανάστες σε παλιά σάπια βαγόνια

πώς θα μπορέσουμε τώρα να βγάλουμε απ’ το στήθος μας

αυτές τις ράγες, που όσο φεύγουμε,

τόσο και πιο βαθιά μπήγονται στην καρδιά μας;

[δωδέκατο  απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]

 

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΓΥΡΩ ΜΑΣ ΠΟΝΑΕΙ  ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ…

(… όλο και πιο βαρύ, πιο αβάσταχτο  

σταματημένη ζωή   σταματημένος θάνατος

- ένα τέλος σκληρό και φωτεινό δε μας δόθηκε…)

Με το κορμί στον ίσκιο του κορμιού μας    με την ψυχή στον ίσκιο της ψυχής μας   μάταια προσμένουμε τη μέρα που για όλα πια είναι αργά.    Η φρόνηση του φόβου δεν μας φύλαξε   η απελπισία δεν άντεξε   σωριάστηκε η μεγάλη μοναξιά   κι ολόξαφνα μας βρήκε πάλι η ελπίδα   ξυπνώντας πεθαμένες ρίζες μέσα μας, ραγίζοντάς μας   όπως τα πεζοδρόμιας της τελευταίας διαδήλωσης…   Ένα τέλος σκληρό και φωτεινό δεν μας δόθηκε   επιζήσαμε   και τώρα πια δεν είναι τρόπος να ξεφύγουμε απ’ αυτό που ακόμα γύρω μας πονάει   αυτό που άρχισε και πρέπει να τελειώσει!.. Μέσα απ’ το ρόγχο της γριάς χιλιετηρίδας   χυμάει ο ήλιος κραταιός  -  ο νέος αγώνας!..   [13ο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Παρασκευή, 19 Μαΐου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ…

  (… είμαι πολύ καλά…) Στέκομαι   καθώς   στέκονται τ’ αγάλματα στους κήπους   και   στις ανοιχτές πλατείες όταν τ’ αφήνουν οι αστ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ