(…καμιά ζωή πιο δυνατή απ’ τον πόθο
καμιά πράξη πιο τελειωτική απ’
την Ποίηση…)
Μεσ’ απ’ τα
φύλλα σ’ είδα μεσ’ απ’ τα νερά σ’ είδα
στο φως των
φύλλων στα φύλλα των νερών
μεσ’ απ’ τα
νερά φεγγάρια στις λίμνες στους
καταρράχτες σ’ είδα
στις λίμνες που
φτιάχνει το φως
στους
καταρράχτες που κατρακυλάει το φως
το φως γύρω απ΄
το σώμα σου!..
Ερχόσουν προς
το άνοιγμα των δένδρων
πατώντας πετώντας
πάνω από σταλαγματιές
γυαλιστερές
θωπείες στο ανυπόταχτο μαύρο της
νύχτας…
Α!.. η νύχτα
αχνίζει πίσω απ’ τους ώμους σου
αχνίζει σε
φτερούγες και λάμπει μυστηριακό ένα
τρίγωνο
στο στήθος
σου: στόχος εκθαμβωτικός της ωραιότητας.
Απ’ την
πελούζα, τα πολυτρίχια
ως ψηλά στους
στεφάνους των υπέρτατων κλάδων
το άνω διάζωμα
της τρέλας μες στη φύση
τις φωνές των
σβολιασμένων νεκρών
την πηγή της
πηγής το αβάσταχτο πουλί της θλίψης
ακούω με τη
δική σου τη φωνή π’ ανεβαίνει από τα
βάθη
εκεί που η χολή
και η ψυχή ομόφωνα αρνιούνται να
πεθάνουν.
Ό,τι δικό σου
παραληρεί στα σύδενδρα,
στις χλοερές
αυτοκρατορίες των ονείρων
στις
περίλαμπρες σιωπές του κισσού
στης φτέρης τις
βουβές συγκοπές
στις κρασάτες
λιγοθυμιές των φθινοπωρινών φύλλων.
Το νόημά σου
αναβλύζει:
ότι καμιά
ζωή δεν είναι πιο δυνατή απ’ τον πόθο
καμιά πράξη πιο
τελειωτική από την ποίηση.
Εκεί που μ’
άγγιξες εκεί που άνθισα
εκεί που πήγα
να πεθάνω εκεί απ’ όπου σε καλώ
λατρεύοντας τη
φύση σου την «άλλη»
εκεί που
σταυρώθηκα εκεί που μαρτύρησα
για τη
νεραϊδένια σου τη χάρη
εκεί που ο
έρωτας λαφρής μα με βαρύτατες συνέπειες
στα νερά…
Ατίθασε, στη
νομοτέλεια του πραγματικού
πες μου πως θα
σε δω ξανά στα ξέφωτα να βγαίνεις
με τα λιγνά σου
πόδια τυλιγμένα στις γλυσίνες
με σπέρμα
πουλιών στις ρίζες των μαλλιών σου
εσύ που φέρνεις
τον ουρανό
που ’χασα ώρες
κοιτώντας απ’ το παράθυρο
τα κοράκια ν’
αλλάζουν κατοικία
εσύ που λες τις
λέξεις σαν να ’σαν άγριοι κατιφέδες
στις πλαγιές
εσύ που λάμπεις
χείλια – λόγος
εσύ, ο
υπέρτατος οργανισμός της πτήσης στο
ρέμα,
[ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982 προοικονομούν
τις επιλογές ποιημάτων απ’ αυτή τη συλλογή:
ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ Γλείφω μια πέτρα
Η ΖΕΣΤΗ Στη ζέστη της Ελλάδας τα κολλημένα στέρνα μας…
Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται
καλοκαιρινά
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ Αρσενικός είσαι και δεν εισχωρείσαι…
ΤΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ Ήταν πλαστικό. Το μέλος, το ξένο
όργανο…
ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ Το κεφάλι σου σαν θείο δισκοπότηρο σε
βρώμικο βελούδο…
ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ Η αισχρή χειρονομία που κάνω και πιάνω την
πένα…
ΤΟ ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ Στον
μουχλιασμένο κήπο ξανακυλάει το νερό…
Η ΣΚΑΛΙΤΣΑ Το σώμα μου είναι μια σκαλίτσα που ακουμπώ
στον τοίχο του κόσμου…
ΕΡΗΜΙΚΟ Κατάξερη
και ξέπνοη ξαπλώθηκε η καρδιά μου στην άμμο την κρουστή…
ΤΟ ΧΑΖΕΜΑ Χαζεύω μέσα μου… και επιμύθιο
ΤΟ ΜΕΛΙ Το φως
έφτυνε τα πτύελα του θανάτου του στα τζάμια
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη
ΕΧΩ
ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ
(από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Έχω μια πέτρα. Οι πόροι της γλώσσας μου σοφιλιάζουν
με τους πόρους της πέτρας.
Στεγνώνει η γλώσσα μου και σέρνεται ως τη μεριά της
πέτρας που ακουμπάει στο χώμα,
που ’χει μούχλα κολλημένη επάνω της σαν αίμα.
Ξαφνικά μου ξανάρχεται σάλιο, υγραίνει την πέτρα
και η πέτρα κυλάει μες το στόμα μου.
Την πέτρα αυτή τη λέω Οιδίποδα.
Γιατί όπως ο Οιδίποδας είναι κι αυτή ακανόνιστη με
βαθιές αυλακιές για μάτια.
Κατρακυλάει κι εκείνη με πρησμένα πόδια.
Κι όταν είναι ακίνητη, κρύβει από κάτω της μια
μοίρα, ένα ερπετό,
τον λησμονημένο μου εαυτό.
Την πέτρα αυτή τη λέω Οιδίποδα.
Γιατί ενώ από μόνη της δεν έχει κανένα νόημα, έχει
το σχήμα και το βάρος της εκλογής.
Τη λέω και τη γλείφω. Ως το τέλος της ιστορίας μου.
Όσο να καταλάβω τι θα πει εκλογή. Όσο να καταλάβω
τι θα πει τέλος!..
Η ΖΕΣΤΗ
Στη ζέστη της Ελλάδας
τα κολλημένα στέρνα μας αναβλύζουν νερά·
έπινα τον ιδρώτα σου μαζί με τα φιλιά σου
το αχ σου στη σκιά του παντζουριού.
Την ώρα που ανέβαινε το άγριο μεσημέρι του τόπου
εφούντωνες κι εσύ με τα τρελά τσουλούφια σου
τα θεία τσίνορά σου το γέλιο σου πολύεδρο
μεσ’ στ’ αλμυρά πρίσματα του πάθους.
Στην τόση λάβρα στην τόση ακινησία
με μόνο ίσκιο πάνω μας το μαύρο πεπρωμένο
τα σκίτσα της ύπαρξής μας έμοιαζαν μ’ εξίσωση εντόμων.
Κακοφορμίζει ο Αύγουστος σαν ανοιχτή πληγή
και τα τζιτζίκια αστείρευτα
θυμίζουν πάλι τον ποιητή στου ποιήματος το τέλος.
Άπνοια…
Η μύγα σχολαστικά τα πάντα π’
ασχημίζει
εκάθισε στο πέος σου
και τρώει το χυμό σου.
Περνάει με το μεγάφωνο αυτός με τα καρπούζια·
το μεσημέρι πέφτει στα πόδια μου
σαν κεφαλή κομμένη.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
Ο
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια
στοιβάζονται καλοκαιρινά.
Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος
μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά.
Τραγουδώ. Άσχημα.
Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω
απ’ τις φλούδες των κλάδων και από τα άλλα άφωνα ηχεία της φύσης.
Η απέριττη περιβολή μου –γκρίζα κι
ασβεστένια - μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού
κι έτσι αποκομμένος απ’ τα φανταχτερά
πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω.
Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δεν
γνωρίζω.
Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν
μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου.
Τότε παύω να ουρλιάζω – ή να τραγουδάω
– όπως νομίζει ο κόσμος –
γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου
βαθιά λέει περισσότερα απ’ όλα
όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη
ζέστη.
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
Αρσενικός είσαι και δεν εισχωρείσαι·
όμως εγώ όλες σου τις θηλυκές
τρύπες βιάζω
σε σπρώχνω προς τα μέσα του εαυτού σου
με το δάχτυλο τη γλώσσα
απλά εξαρτήματα της ανημπόριας μου
Ανταλλάσσουμε υποδοχές
κι ό,τι χάθηκε ξαναβρίσκεται
γάργαρο στα βάθη·
μες στην καρδιά του κορμιού
ανατρέπονται οι ρόλοι
πλέουμε ανάσκελα στο πηχτό της γάλα…
Ω, εσύ που ’σαι μακρύς
σαν τη φλογέρα που ξέχασε
ο Θεός κάτω απ’ τη λεύκα
στη φούρια της καταστροφής
θέλω να σε κατακτήσω από τα μέσα
εκεί που ξεκινάνε οι στοχασμοί σου
οι χυμοί σου όλοι…
Ασεβής προς το άνθος
λέω και μέσα τεχνητά
θα χρησιμοποιήσω
για να βρεθώ κάτω
απ’ το θόλο του σώματός σου
να δροσιστώ στη σκιά
του εσωτερικού ναού σου
να δροσιστώ στη σκιά
του εσωτερικού ναού σου
ως το μέρος το μυστικό
απ’ όπου αναβλύζουν
φρέσκες κάθε πρωί οι δικαιολογίες
του τέλειου σαρκίου σου
πριν ξεσπάσουν σε ομορφιά,
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
ΤΟ
ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Ήταν πλαστικό. Το μέλος, το ξένο
όργανο.
Εγώ που το φορούσα, τίποτα δεν
αισθανόμουνα. Μόνο έσπρωχνα.
Ο κόσμος ήταν σκληρός κι ελαστικός
μαζί.
Όταν η κίνησή μου ήταν πονηρή, καμιά
αντίσταση.
Κι απ’ το σφιχτό διάδρομο του άλλου
σώματος, γύριζε σε μένα μόνο το ρίγος της καταχτημένης γης.
Καμιά γνώση. Μόνο δύναμη κουτή. Κι εγώ
που περίμενα τη γνώση!
«Άρα κι εκείνος τίποτα δεν ξέρει για
μένα όταν με πιέζει»
σκέφτηκα σε μοναχικό περβάζι
ακουμπισμένη.
Κι η διαφορά ανάμεσα στο πλαστικό και
τ’ αληθινό είναι μόνο μια κάποια μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο.
Αλλά η δύναμη… Τι λέω δύναμη… η βία.
Η βία και η εκμηδένιση του άλλου είναι
ίδια. Η εκμηδένιση.
ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ
Το κεφάλι σου σαν θείο δισκοπότηρο
σε βρώμικο βελούδο·
σεντόνι γκρίζο φορμάικα φτηνή
έξω ο θόρυβος της πιο αρχαίας
πανούκλας:
η ζωή – το χάζι περνάει
ίδια οσμή κάποιου που έφαγε πολύ
κι ακόμα να χωνέψει.
Όλα τριμμένα σαν ξεχασμένα γιασεμιά
σε κάποια τσέπη μόνο εσύ
λες μόλις και κατέβηκες απ’ απαλές νεφέλες
ανάβεις τις λάμπες των ματιών
το σώμα σου φωτίζεις.
Είν’ ένα κέντημα θαυματουργό
που ’γινε σε μια νύχτα
έβαλε ο άγνωστός θεός σου τη θωριά
κι η ανθρώπινη μητέρα βελονιά τη βελονιά
σου έσφιξε τη σάρκα.
Ο ουρανός με τ’ άστρα
αγγίζω κι ονειρεύομαι το παρελθόν του κόσμου
όταν ανοίγουν τα κορμιά βεντάλιες του απείρου…
Αγγίζω και σε γεύομαι
και μόλις πριν με πάρεις
μπαίνω σε διαμαντένια σιωπή·
εκεί όλο παίζεται η σκηνή της ομορφιά
π’ αντιμιλά στον πείσμονα ερημίτη.
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
ΤΟ
ΓΡΑΨΙΜΟ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Η αισχρή χειρονομία που κάνω και πιάνω
την πένα, ενώ κάτι σαλεύει στον ελαφρότατο αέρα: η πέτσα της φύσης μου.
Όπως όταν αργά σήκωνε εκείνος ο έρμος
το μπράτσο, με τριγύριζε με μια ταπεινή δόξα κι η φωνή του η γάργαρη έμοιαζε
παιδιού
που απαγγέλλει ποίημα ηρωικό πριν
εκτελεστεί.
Το χέρι του με τα μασημένα νύχια
έμπαινε αργά μέσα μου,
όσο να γίνω εγώ η κίνηση της ίδιας της
ταφής μου.
Μ’ αυτήν ερχόμουν σ’ επαφή και
τελείωνα το κάθε ποίημα.
Στο νέο ερωτικό τοπίο φέρνω το
τραπεζάκι μου και τα χαρτιά μου.
Στρώνομαι στο γράψιμο. Βάζω μπρος στο
μηχανάκι.
Στον τρίτο στίχο ο νέος εμπνευστής μ’
έχει τέλεια καταχτήσει.
Μαντεύω πώς ζει και πώς μ’
εξουθενώνει.
Αρχίζω να φαντάζομαι περισσότερα απ’
όσα πράττω.
Τα χέρια μου ιδρώνουν.
Αφήνω την πένα, σκουπίζω τα τρία
δάχτυλα που τη βαστάν στα χοντρά μου μπούτια.
Η δημιουργία βρίσκεται στο φουλ.
ΤΟ ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ
Στον μουχλιασμένο κήπο
ξανακυλάει το νερό
απ’ το πέτρινο στόμα του Ποσειδώνα
και το βατράχι αήττητο
νέα γενιά ετοιμάζει
πάνω σε βλοσυρά απολιθώματα.
Α, ναι, το ίδιο απροσδόκητα
η γλύκα ξεχειλίζει
το σιντριβάνι ανατέλλει
τους νερένιους ήλιους του ξανά
ενώ η ψυχή μου νυφίτσα απροετοίμαστη
σκιάζεται στη φουντωτή μονή της.
Κι όπως το πάρκο ανασαλεύει αργά
κι αναγαλλιάζουν οι κουκουβάγιες
στα σκοτεινά γραφεία τους
κι ακούγονται οι πίδακες βροντεροί
μεσ’ απ’ τις σιωπηλές πέτρες της κλειστής κατοικίας
έτσι κι η έπαυλη – ζωή μου ζωντάνεψε ξανά
από τα γάργαρα νερά που μου ’χυσες στο στόμα.
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
Η
ΣΚΑΛΙΤΣΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Το σώμα μου είναι μια σκαλίτσα που
ακουμπώ στον τοίχο του κόσμου.
Την ανεβαίνω, τεντώνομαι να δω πίσω
από τον τοίχο, πίσω από τα ντουβάρια του αισθήματος.
Όλο και πιο πολύ ταλαντεύεται η
σκαλίτσα, όλο και πιο πολύ την περιφρονώ
και θέλω ν’ αφεθώ ανερμάτιστη στη θέα
των κήπων.
Μέρες σκέφτομαι το βαθύ χώμα της
συνουσίας που υποβαστάζει τις πόες
κι όλες τις ρίζες της ασύστολης αυτής
βλάστησης.
Κοιτώ μα κουράζομαι.
Η σκαλίτσα ταρακουνιέται συνέχεια και
τα φώτα που φωτίζουν το πάρκο γίνονται γαλακτερά και μετά νύχτα.
Στο τέλος συγκεκριμένου μα άγνωστου
αριθμού χρόνων θα ’χω λησμονήσει όλα τούτα μου τα γυμνάσματα στο χάος.
Θα ’μαι η σαθρή σκαλίτσα που κάποιος
ξέχασε ακουμπισμένη στον τοίχο του κήπου.
ΕΡΗΜΙΚΟ
Κατάξερη και ξέπνοη
ξαπλώθηκε η καρδιά μου
στην άμμο την κρουστή·
μόνη σκιά η μνήμη – κάκτος
ενώ εντείνεται οδυνηρά
ως το τέλος της ζωτικής ίνας η δίψα του πάθους.
Ω, εσύ, π’ αντικατοπτρίζεις τ’ ανεξήγητα θαύματα
σχήμα ανδρικό κι ανύπαρχτο
που πλάθεται στον ήλιο
έλα στα άνυδρα όνειρά μου
με τις οάσεις μάτια σου επάνω μου στραμμένα!..
Κι όπως θα σκάει ανοιχτό τ’ απότιστό μου δέρμα
ζαρκάδια θα πετάγονται τα χέρια σου
ζαρκάδια κρυμμένα
τα τροπικά σου χάδια
κάτω απ’ τα ελαιώδη φύλλα της γοητείας σου.
Α, ναι, η μοίρα μου καθόλου δεν θ’ αλλάξει
με την υγρή σου παρουσία·
προσωρινά μόνο θα λευτερωθούν
οι πόροι απ’ το κουρνιαχτό
προσωρινά μόνο θ’ ανοίξουν
τα φράγματα των ποταμών
κι όπως προκατακλυσμιαία θα σε θέλω πάλι
θ’ αρδεύομαι ως να πνιγώ
στη βρύση σου από κάτω.
Η σατανική σου ευλογία
θ’ αλλοιώσει ολόκληρο το ερημικό μου πρόσωπο
κι εγώ καταχθόνια θα θυσιάζω στα κριάρια
για τα χείλια σου, τα δόντια σου
τη γλώσσα που κομμένη θα την κρατώ σφιχτά
ως θα βουλιάζω αργά – αργά
μες στη ρουφήχτρα σου
που ’ναι στρωμένη βάγια
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
ΤΟ
ΧΑΖΕΜΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Χαζεύω μέσα μου, ο κόσμος είναι αυτός
που έφτιαξα
μόνο που δεν με τραβάει πια βάναυσα να
τον εκφράσω.
Κυνηγώντας το όνειρο μέσα από τόσους
ύπνους, έφτασα σε περιοχή ερημική,
είναι αυτή που της παρέχονται όλα σε
ακινησία.
Λέω: τίποτα πια δεν περιμένω!..
Η κρυφή αλήθεια όμως είναι μία: τίποτα
δεν έχασα ποτέ ή και κανένα.
Σκέφτομαι τους ανθρώπους που σκοτώνουν
την ώρα τους.
Εγώ μόνο τον έρωτα σκοτώνω με τις
ώρες.
Τον πατάω στην κοιλιά όσο να φύγει από
μέσα του όλο το φαϊ κι ελαφρούλης πια, να πάψει να με πιέζει.
Χαζεύω τα άσαρκα ψεύδη του τότε,
παρατηρώ πώς βήχει πάντα ίδια
σαν βγαίνει από το μέρος, διασκεδάζω
που ’ναι ωραίος, αλλά θα πεθάνει κι αυτός, πού θα πάει!
Μα ξαφνικά αφήνω την Εδέμ της
απόστασης κι ο πόνος ανεβαίνει ξανά με τις γνωστές πιρουέτες.
Ακούω κάποιον που σφυριχτά διατάζει:
«Το διάλειμμα τελείωσε. Μέσα τα
κεφάλια σας».
ΤΟ ΦΩΣ ΕΦΤΥΝΕ ΤΑ ΠΤΥΕΛΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΣΤΑ ΤΖΑΜΙΑ
(… χρυσοί ρόγχοι τα φύλλα κι ο κισσός κόκκινη
ψυχομαχούσε φλόγα…)
Ο Έρωτας
φωσφόριζε στα χρώματα της κολασμένης δύσης
βαφτισμένος κι ένα κουπάκι μέλι
κράταγε στα μαγικά του δάχτυλα που λάμπαν
Το σώμα μου όλο άχνιζε μύριζε
βάθος λίμνης την αποσύνθεση της
βλάστησης στου χρόνου την κλειστή
κουζίνα. Έλα, έλα, χαχάνιζε και μ’ άλειβε μεσ’ από τρίχες και τις ροζ πλατείες του στήθους. Τα γκρίζα πηχτά σύννεφα ορμούσανε απ’ έξω έσταζαν τα νυχάκια του σταλιά – σταλιά τα κεχριμπάρια. Γλύκα ή απειλή η διαβολική επάλειψη; Κάποιο κακό κολλούσε πάνω μου κάποια καταστροφή μου έφραζε τους πόρους έναν – έναν. Βαρύ με τυραννούσε πετιμέζι στο χάος κρεμόμουνα ζαχαρωμένη σαν τις μυγοπαγίδες στις γυμνές κάμαρες το καλοκαίρι. Κι εσύ δαιμόνιο θάμπος με το βαζάκι σου ολότελ’ αδειανό ονειροπόλος κάθισες μπρος
στο νερό που σε καθρέφτιζε αιώνιο με τα μελιά ηλιοβασιλέματα στεφάνι στα μαλλιά σου. [ΤΟ ΜΕΛΙ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη
– Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982 –
συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
Παρασκευή, 3 Μαρτίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου