(… κι αλίμονο αν τα φράγματα που έχει η ψυχή αρχινάν να καταρρέουν…)
Εμπεδόκλειο σχήμα είναι ο κυκλοθυμισμός να μεταπέφτεις αυθαίρετα
από την πιο ειλικρινή αγάπη στο πιο παράλογο μίσος αναφορικά στο ίδιο
πράγμα και μου συμβαίνει καμιά φορά
δείχνει πως κάποιο φράγμα έχει σπάσει μέσα μου κι αλίμονο αν τα φράγματα
που έχει η ψυχή αρχινάν να καταρρέουν.
Κάποτε νιώθω μίσος δυνατό ενάντια σε μερικούς ανθρώπους
που δεν με βλάψαν και δεν σκέφτηκαν
ποτέ να μου κάνουν κακό.
Θαρρώ πως αυτό το αναίτιο μίσος είναι η αληθινή κακία.
Μισώ τον Πεισίστρατο και την ομορφιά του.
Μισώ έναν περίεργο τύπο με κλειστό πρόσωπο που στέκεται πάντα μοναχός και δεν μιλάει με κανέναν.
Το κάνει από
αριστοκρατισμό ή από συστολή;
μπορεί να είναι
δειλός και να σκεπάζει την αδυναμία του με μιαν επιφανειακή ανωτερότητα
κι έτσι κρατάει
μακριά τους άλλους!..
Κι εγώ στέκομαι
πάντα μοναχός και δεν μιλάω με κανέναν.
Δεν φαίνεται για
ξεχωριστή διάνοια μονάχα που πήρε μέρος στις δύο φοιτητικές εκθέσεις ζωγραφικής
και μια εφημερίδα δεύτερης κυκλοφορίας του ’γραψε επαινετικά λόγια και τα πήρε
στα σοβαρά
μάλιστα ο
κριτικός έγραψε δεν μου διαφεύγει ο εξπρεσιονισμός του νεαρού ζωγράφου
και τώρα δείχνει
μια χαμογελαστή καταδεχτικότητα.
Για τα δικά μου
έργα δε γράψανε τίποτα κι ούτε τα’ όνομά μου.
Αγαπώ τη θείτσα
Ντομνή!..
[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960]
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο «Πεισίστρατος» είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να
υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της
πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό
διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να
γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης…
ΣΥΝΕΧΕΙΑ με την ιστορία της θείας
Ντομνής που έχει μάτια γαλάζια τόσο καθαρά σαν δεκάχρονης κοπελίτσας… την πέμπτη
εκδοχή από το ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ,
έναν ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗ αλλόκοτο που στεκόταν στη γωνία έξω από το γήπεδο εκεί που
ψηλώνει το χώμα κι αρχίζει μια έρημη μικρή έκταση σπαρμένη τσουκνίδες και
επιμύθιο με
την έκτη εκδοχή από το ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ:
ο πρώτος άνθρωπος και ο τελευταίος Θεός…
Η ΘΕΙΑ ΝΤΟΜΝΗ ΕΧΕΙ ΜΑΤΙΑ ΓΑΛΑΖΙΑ
ΤΟΣΟ ΚΑΘΑΡΑ ΣΑΝ ΔΕΚΑΧΡΟΝΗΣ ΚΟΠΕΛΙΤΣΑΣ
(από το βιβλίο του Γιώργου
Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)
Η θειά Ντομνή έχει μάτια
γαλάζια τόσο καθαρά σαν δεκάχρονης κοπελίτσας η βασανισμένη ζωή της δε τα
έκλεισε δεν τα λέρωσε μείνανε καθαρά σαν παιδιού κι αν ήμουνα εγώ η ζωή κι
έσκυβα κι έβλεπα κάτι τέτοια μάτια θα έβαζα τα δυνατά μου και θα έκανα το κάθε
τι για να κρύψω την χοντροκοπιά μου να με δούνε όμορφη. Σαν ν’ ακούω ακόμα την
αργή φωνή να διηγείται τραγουδιστά κουκιμπιμπέρης πέθανε κουκιμπιμπέρης πάει.
Τώρα κάθεται στο ντιβάνι σκυφτή και διαβάζει την συνέκδημο. Την μέρα της
γιορτής μου έκανε γλυκό και χτένισε τα μακριά άσπρα της μαλλιά (τις φουρκέτες
τις κρατούσε όλες μαζί στο στόμα κι ύστερα της έπαιρνε μια - μια και τις
κάρφωνε στον κότσο της) κι έβαλε το καλό της μαύρο πανωφόρι κι έβαλε και τα
ψεύτικα δόντια της που τα λέει ξεκαρδισμένη στα γέλια σκουλαρίκια γιατί τα
βάζει μονάχα σε επίσημη περίσταση όταν πάει επίσκεψη ή στην εκκλησία και με το
δίσκο με το γλυκό στα χέρια ήρθε να με τιμήσει στην γιορτή μου. Ύστερα μας
εξομολογήθηκε πως μόλις βγήκε απ’ το σπίτι της ένας βραχνάς της πλάκωσε την
καρδιά κι είπε μπας και πάθω τίποτε και με γυρίσουνε με το φέρετρο: όμως δεν
γύρισε πίσω γιατί το θαρρούσε απαραίτητο να με τιμήσει στη γιορτή μου. Ήρθε
λαχανιασμένη κι οι στενοί της ώμοι καμπούριασαν και το κάτω χείλι της έτρεμε κι
ένα χέρι της άρμεγε την καρδιά.
Ξάπλωσε και το στήθος
της τρανταζόταν η θείτσα Ντομνή πεθαίνει τα μάτια της βασίλεψαν κι ήτανε γεμάτα
δάκρυα. Ήρθε ο γιατρός είπε οξύ πνευμονικό οίδημα της πήρε αίμα ο τοίχος το
κρεβάτι γέμισαν αίμα της έκανε ουαμπαϊνη της έδωσε οξυγόνο η θεια Ντομνίτσα
πεθαίνει τρέξτε τι θα κάνουμε το στερνό ξωτικό της παιδικής μου χαράς πάει κι
αυτό. Όμως η θεία Ντομνή τα ’βγαλε πέρα κι έζησε και μονάχα σε μένα
εμπιστεύτηκε τι είδε εκείνη την ώρα –πάνω στ’ άγριο πλάνταγμα της καρδιάς ένα
κατάμαυρο πράγμα φάνηκε στο παράθυρο κι ήταν μεγάλο και δεν είχε μορφή ήταν ένα
μεγάλο πράγμα μεγάλο όσο κι ο κόσμος ολόκληρος κι ακόμα πιο πολύ έτσι το ’νιωσε
η θείτσα κι ας το ’βλεπε μονάχα στο παράθυρο ήταν μαύρο και τρομερό κι άνοιγε
ένα στόμα ένα στόμα άβυσσο.
Έβλεπε η θεια Ντομνή
(καθώς το θυμάται ανοίγουν τα μάτια της και τρέμει η ψυχή της) έβλεπε τούτο τον
άβυσσο αυτόν τον άπατο σκοτεινό καταπιόνα ν’ ανοίγει ν’ ανοίγει να θέλει να την
ρουφήξει το άκουγε κιόλας να βρυχιέται. Μια νύχτα ολόκληρη την παραστάθηκε εκεί
στο παράθυρο το μαύρο στόμα μονάχα τα χαράματα πια έκλεισε και το πράγμα έσβησε
και χάθηκε. Τώρα η θεια Ντομνή διαβάζει σκυφτή το συνέκδημο. Είναι χλομή κι
αδύναμη. Ο θάνατος λοιπόν είναι ένα μαύρο πράγμα μεγάλο όσο κι ο κόσμος και
μεγαλύτερο κι έχει αντί για πρόσωπο στόμα.
ΤΟ
ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ V
(από το βιβλίο του Γιώργου
Χειμωνά ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, εκδόσεις Ύψιλον 1960)
-Η Αυτοκτονία λέει ο Πεισίστρατος,
είναι μια άδικα παρεξηγημένη πράξη, είναι η πιο αξιόλογη πράξη που μπορούμε να κάνουμε. Ο πόνος κι η δημιουργία είναι δυο μεγάλοι κύκλοι που
τέμνονται.
-Πάσχον – Ποιούν!
-Δεν σου κάνω μαθήματα εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας. Όλα αυτά τα έχω σκεφτεί
μόνος μου. Λοιπόν: ο πόνος ξεκίνησε από την άρνηση της ύλης να γίνει κόσμος,
όμως σε μας αλλοιώθηκε η πρωταρχική αυτή του υφή – μας κληροδοτήθηκε σαν θολή
ανάμνηση της θλίψης της ύλης που βιάστηκε, που υποτάχθηκε δηλαδή στη δύναμη.
Τον κουβαλάει το κάθε κύτταρό μας, είναι ζυμωμένος με την ουσία μας, όλοι τον
έχουμε στην ίδια ποιότητα μέσα μας μα ο καθένας τον συναισθάνεται σε διάφορη
ένταση – αυτό είναι άλλο ζήτημα. Είναι ο φορέας της θνητότητας και τελειώνεται
με το θάνατο, είναι ο φορέας του τραγικού που είναι ξύμφυτο με κάθε ύπαρξη.
Η δημιουργία πάλι είναι το παρών του
εγώ μας στον κόσμο, η έκφραση της ύπαρξής μας, η καταφατική ή αρνητική. Αυτά τα δυο εξαίρονται μέσα στην αυτοκτονία σε υπέροχη
σύζευξη: εξαληθεύουμε (η λέξη
είναι δική μου, δεν την είδα πουθενά) εξαληθεύουμε τη δημιουργία μας κατά τρόπο
μοναδικά επίσημο κι αξιωματικό καθώς την στεριώνουμε πάνω στο αληθινότερο κι
αρχαιότερο συστατικό που διαθέτουμε, τον πόνο. Προβάλλουμε βίαια και
κατηγορηματικά τη θέλησή μας, κόβουμε το μίσχο που μας δένει με τη ζωή και
πέφτουμε στο χώμα για να ακροαστούμε, μέσα στην ατάραχη σιγή που θα επιβάλει η πρωτοβουλία
αυτή που όμοια της δεν γίνεται, τους υποχθόνιους φθόγγους της ρίζας.
Ο πόνος που ξεκίνησε από την
αντίσταση της ύλης να γίνει κόσμος γίνεται πόνος της ύλης που παύει να είναι
κόσμος πια. Δε
καταλαβαίνεις, το βλέπω, φταίνε οι ποιητικές μου εκφράσεις: μπροστά στην πράξη
της γέννησης μου (που, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι πράξη μου, είναι το
σπουδαιότερο γεγονός στην ιστορία της ύπαρξής μου) είναι η μόνη πράξη μου που
μπορεί να σταθεί στο ίδιο ύψος γιατί έχει ανυπέρβλητη δύναμη και τραγικότητα.
Τι με ωφελεί να υπάρχω γόνιμα κι άξια αφού στην στιγμή που δεν όρισα εγώ μα η
ίδια τύχη – η ίδια δύναμη που με γέννησε, θα πρέπει να σκύψω το κεφάλι και να
πεθάνω αδιαμαρτύρητα παρατηρώντας τον εαυτό μου πως έτσι λέει ο νόμος της φύσης
μου και τι μπορώ να κάνω; μια πορεία που ’χει αφετηρία και τέρμα την επιταγή
ενός εχθρικού μου, πέρα για πέρα ξένου προς εμένα τον ίδιο, νόμου – γιατί μήτε
την γέννησή μου θέλησα (πώς θα ’τανε δυνατό;) μήτε το θάνατο τον καταδέχομαι –
τι νόημα έχει; Μια και δεν μπόρεσα να γεννήσω ο ίδιος τον εαυτό μου, κάνω μια
πράξη ισοδύναμη: τον καταστρέφω. Παίρνοντας από την ύλη μου τη ζωή την υψώνω
αντίπαλη στην μάνα ου την μοίρα που έτσι της παίρνω το δικαίωμα ν’ αποφασίσει
για το τέλος μου! εκείνη αποφάσισε για την αρχή μου – εγώ αποφασίζω για το
τέλος μου = εξισώνω τη δύναμή μου με τη δική της.
Αποκτώ το μέσο το μοναδικό μέσο να
φτάσω τη Δύναμη, όποια κι όση κι αν είναι, να σταθώ αντίκρυ στη νεφελώδη, την
υπεροπτική μορφή της Σφίγγας, ίσος προς ίσον. Υπάρχει δυνατότερη δημιουργία από
την πράξη αυτή;
Ξέσπασα
-Είσαι ένα αστείο πράγμα Πεισίστρατε. Έχεις μερικές βαρύγδουπες λέξεις και
τις βροντάς κάθε τόσο, τι υλισμός της πεντάρας, κι εσύ πιστεύεις πως στρώνεις
βαθυστόχαστες σκέψεις, περιμένεις κάθε σου έκφραση και κίνηση να προξενήσει συνταρακτική
εντύπωση, να μας γεμίσει ερωτηματικά για τον λαβυρινθικό σου χαρακτήρα,
φαντάζεσαι πως περπατάς με υπόκρουση βαγνερική
Στην αρχή τρόμαξε. Όταν σταμάτησα είδα το σαγόνι του να τρέμει, τα μάτια
του γέμισαν δάκρυα. Ταράχθηκα, μια πίκρα με συνεπήρε. Σηκώθηκα κι έφυγα.
Έξω ένιωσα πιο δυσάρεστα, πονούσε το κεφάλι μου. Τον μισώ τον Πεισίστρατο
γιατί είναι άσκημος κι απολεπισμένος. Τον φοβάμαι, τον μισώ.
Είναι μίσος. Είναι φόβος.
Είναι ένα χαρτί πεταμένο στο δρόμο.
Είναι ένα φανάρι. Είναι ένα
αυτοκίνητο.
-Όχι. Είναι εκείνο το φωτισμένο παράθυρο.
Ο ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ: ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΚΑΙ ΠΡΑΟ
ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ
(αποσπάσματα
από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ 1960)
Ένας τυμπανιστής αλλόκοτος στεκόταν στη γωνία έξω από το γήπεδο εκεί που
ψηλώνει το χώμα κι αρχίζει μια έρημη μικρή έκταση σπαρμένη τσουκνίδες και
παληοσιδερικά και μεταχειρισμένα προφυλακτικά και λογής βρομιές.
Ήταν πρωί και στεκόταν όρθιος κι έπαιζε στον άδειο εκείνο τόπο ολομόναχος
με τον συμμετρικό ήχο του τύμπανου ήταν κι ο πρωινός ήλιος όλα ήταν μια
παράξενη εικόνα. Ένας ήχος τυμπάνου στην ερημιά.
Πέρασα κοντά του και με κοίταξε χωρίς να σταματήσει είχε ένα γλυκό και πράο
πρόσωπο ιησουικό (ένα γλυκό και πράο πρόσωπο στην ερημιά) και ρώτησα
ετοιμάζεσαι για την παρέλαση συνάδελφε – γιατί κόντευε η εικοσιπέντε του Μάρτη
και μου είπε με αργή και χαμηλή φωνή περιμένω την Αντωνία πήγε στην αγορά να
εκεί πέρα κάθομαι μου το ’δωσαν από μέσα
τα παιδιά και μου είπανε να παίξω.
Ένας ηλίθιος παίζει τύμπανο κι εγώ του είπα πάω στο νοσοκομείο γεια σου κι
εκείνος είπε η Αντωνία είναι η αδελφή μου και πήγε στην αγορά. Μέχρι το
νοσοκομείο έφτανε ο ήχος του τυμπάνου σαν να ήταν η καρδιά εκείνης της ερημιάς
που χτυπούσε κι ένιωσα καθώς άνοιγα τη βαριά θύρα να μπω συμπάθεια για μια
μαραμένη Αντωνία καθώς έπιανα το κρύο σίδερο της πόρτας ένιωσα ζεστασιά για την
Αντωνία
Μέσα στη σάλα ήταν πολλοί άνθρωποι κι ήταν κι ένα όμορφο κορίτσι ζαρωμένο
σ’ έναν πάγκο φορούσε μαύρο σαλβάρι κι άσπρη μαντήλα στο κεφάλι θα ήταν
τουρκάλα είχε όμορφο και χλομό πρόσωπο
και κάθε τόσο με το χέρι της τραβούσε πίσω κι έσιαχνε τη μαντήλα και φαινόταν
κάθε τόσο ένας ολόασπρος λείος κρόταφος πιο άσπρος και από τη μαντήλα κι έτσι
τα μάτια της φαινόταν πιο μαύρα. Τα χέρια μικρά χεράκια και βρώμικα νύχια ήταν
ανήσυχα ακουμπούσαν στην κοιλιά και δίπλα της καθόταν ένας γέρος που έσκυβε και
κάτι της έλεγε κι η φωνή της ήταν βραχνή και γλυκιά. Κάθε που έμπαινε μέσα
κανένας σακάτης κάθε που έφερναν κάποιο κέρινο λιπόσαρκο πράγμα και το απίθωναν
με προσοχή στον πάγκο ή το άφηναν καταγής να στενάζει και να σιγοβογγά η φρίκη
της έγλειφε τη ράχη με την αγκαθωτή της γλώσσα και τα φρύδια της σμίγαν και το
χέρι της κατέβαινε νευρικό με σπασμένα δάχτυλα κάτω από την κοιλιά στο κρυφό
μέρος που εγώ το έβλεπα κάτω απ’ το χοντρό σαλβάρι ν’ ανατριχιάζει καθώς το
χάιδευε με την μαυλιστική της χούφτα η ήβη.
Καθόμουν και κοίταζα και δεν καταλάβαινα αυτή τη
χειρονομία. Ύστερα ακούστηκαν απ’ έξω φωνές το σίδερο ήταν μυτερό ήταν
σκουριασμένο μπήχτηκε μπροστά πήγε να το πηδήξει ήταν μυτερό θέμου θέμου και
πίσω απ’ το θαμπό σμυρισμένο τζάμι της πόρτας σάλεψε ένας εκατόγχειρας κι η
πόρτα άνοιξε με πάταγο κι εμφανίστηκε ένας άνθρωπος με εργατική φορεσιά που
κρατούσε αγκαλιά ένα κοριτσάκι τόσο δα αναίσθητο με μισόκλειστα μάτια με μια
κορδέλα λυμένη στα μαλλιά που κρέμονταν κι ήταν και κόσμος πολύς. Μια νοσοκόμα
κι ένας τελειόφοιτος άρπαξαν στα χέρια τους το κορίτσι όμως τα χέρια του εργάτη
δεν πέφταν μέναν λυγισμένα και κάναν μια αγκαλιά αδειανή συνέχισαν να βαστούν
αγκαλιαστά παρόλο που του πήρανε το
κορίτσι. Άρπαξαν στα χέρια τους το κορίτσι και το φουστάνι που ήταν που ήταν
κεντημένο με αστράκια γαλανά ανασηκώθηκε και μπροστά μου και μπροστά στην
τουρκάλα και σ’ όλους που μαζεύτηκαν από τις φωνές γύρω λιποψυχισμένοι το φουστάνι του κοριτσιού
ανασηκώθηκε κι είδαμε το άτριχο το άγουρο το άνηβο αιδοίο πλημμυρισμένο αίμα
μια πληγή στο αιδοίο γεμάτη αίμα πηχτό σχεδόν μαύρο.
Τότε η τουρκάλα άρχισε να τρέμει και τα χέρια της ανέβηκαν στο στόμα
πρόλαβαν και δεν άφησαν να βγει η φωνή και πόσο δυνατή την άκουσα την ανήκουστη
φωνή. Δίνει μια στην πόρτα και φεύγει από το άσπρο σπίτι τρέχει στο δρόμο
φεύγει η μαντήλα ξεφεύγει από τα μαλλιά της και τα μαλλιά λύονται και
κυματίζουν στο τρεχιό και βγαίνουν τα μεγάλα παπούτσια της και πετάγονται στην
άκρα ανάποδα τρέχει ξυπόλυτη στην άσφαλτο κι αναμαλλιασμένη και μέσα στη σάλα ο
γέρος φωνάζει και κανένας δεν καταλαβαίνει τι λέει. Η καρδιά μου χτυπάει νιώθω
τον χτύπο της σ’ όλο μου το κορμί κι έτρεξα κι έτρεξα ξοπίσω της μαζί μου
τρέχει ένας εχτοετής και δύο νοσοκόμες που έφευγαν εκείνη την ώρα τρέχουν κι
εκείνες κι απλώνουν στον αέρα οι κάπες τους μαύρες και κόκκινες όλοι μαζί
τρέχουνε πίσω από το κορίτσι που έφευγε. Πηδάει το ρυάκι που είναι γεμάτο
βρώμικα κουτιά και μπαίνει στον καινούργιο δρόμο του πανεπιστήμιου και τρέχει
κι κει που τρέχει σκοντάφτει και πέφτει καταγής ακούω ένα αναφιλητό και το
σαλβάρι έχει σκιστεί βλέπω το λευκό μηρό και την μπαμπακερή κίτρινη κυλόττα.
Όμως προσπερνάω και τρέχω ακόμα γιατί δεν ήταν το κορίτσι που κυνηγούσα ήταν
μια φωνή μια ατέλειωτη αγωνία μια θλίψη ασύλληπτη που μ’ αιφνιδίασε με την
άγρια αλήθεια της κι έτρεχα να την φτάσω.
Σταματάω πιο πέρα κι ακούω τον τυμπανιστή να χτυπάει με δύναμη το τεντωμένο
πετσί νάτος πιο κει στο ψήλωμα μονάχος στον άδειο τόπο νιώθω μια κρυάδα και
θέλω να κάνω εμετό. Οι άλλοι έχουν φτάσει σκύβουν και πιάνουν το πεσμένο
κορίτσι που ανασαίνει βαριά κι ο εχτοετής, λέει α είναι αυτή – ποια είναι αυτή;
φωνάζω από μακριά κι ο εχτοετής με βλέπει παραξενεμένος και μιλάει σα να τα
’χει χαμένα είναι αυτή είχε έρθει πριν μια βδομάδα μια βιοψία δεν θυμάμαι καλά
μα είναι αυτή κάτι στον κόλπο της όγκος δεν θυμάμαι ο κύριος υφηγητής είπε πως
στον κόλπο της. Άμοιρη δεν ήτανε η χούφτα της ήβης. Το απόγευμα που πέρασα ξανά
από κει πάνω στο ψήλωμα δεν ήταν πια ο τυμπανιστής ήταν ένας φαντάρος που
ξυνόταν και περίμενε να σκοτεινιάσει για να πάει στις γριές πόρνες που φώλιαζαν
πιο πάνω στο δασάκι με τα χαμηλά πεύκα.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ
ΘΕΟΣ
(… οι βλοσυρές υφάντρες πλέκουνε
όνειρα με κλωστές από έρεβο…)
Μου πονάει το κεφάλι κι ο
Πεισίστρατος κρατάει ένα μικρό τετράδιο που γράφει στο εξώφυλλο «τετράδιον
καλλιγραφίας» και λέει
-Ο Ιππότης Λεονάρντος.
Ο Πεισίστρατος τυλίγεται σε μια
γαλάζια κουβέρτα, την κάνει χλαμύδα, στέκεται όρθιος κι αρχινάει μ’ όλη του τη φωνή
ακούστε αρχόντοι ετούτη την ιστορία οπούναι έξοχη κι
αληθινή κι αν θέτε χαρίστε της την πρέπουσαν αξία κι αν θέτε εξακουλουθείστε τη
γελαστή κουβέντα σας το κρασί
θα διηγηθώ για τον ιππότη όπου τον εκαλούσαν λεονάρντο
από γεννησιμιού του εχρίσθη ιππότης παρά τα νενομισμένα γιατί ήτανε από τρανή
φαμελιά πλούτος και τιμή και δόξα πορφυρή μερικοί προγόνοι του του έξη ή εφτά
μάλλον εφτά ήσανε βασιλιάδες ο άνθρωπος αυτός ήτανε παράξενος η παραξενιά του
έγκειται στο γεγονός ότι μοιάζει με κυνηγημένον ή με κυνηγό δε μπορείς να
ξεχωρίσεις όλο ζητούσε όλο ζητούσε ποιος ξέρει τι
παιδί ανέγγιχτο από της εφηβοσύνης τις λαχτάρες έντεκα
δώδεκα χρονώ χάθη αίφνης από του αρχοντικού τις αυλές αλλόφρων η μάνα και ο
πατέρας αλλόφρων της χώρας έβαλαν κι έψαξαν κάθε σπιθαμή τι αναστάτωση και σα
τόνε βρήκανε μεγάλως εκπλαγήκαν κι απορέσανε τόνε βρήκανε μες εις το δώμα ενούς
διασήμου σοφού οπούτανε γιομάτο από τα βαριά χνώτα της γνώσης της πολλής κι
ενμέσω σε πολλούς σοφούς ονόματα πασίγνωστα της επιστήμης και των γραμμάτων
κείνη την ώρα έλεγε με την κοριτσίστικη φωνή του στους σκυθρωπούς γερόντους
είναι ο πατέρας μου ο χρόνος κι η μάνα μου ύλη την λέγουν τότες αγανάκτησε η
μάνα η μεγάλη κυρά είπε παιδί αλόγιαστο κι αχάριστο αχ πόνε των σπλάχνων μου
και πόνε της ψυχής μου παιδί αστόχαστο κι ευλοημένο αχ γιατί τέτοια λύπηση μας
έδωκες κι εμέ και τον κύρη σου κι αντείπε κείνος τι πήρατε λύπηση συ κι ο ρήγας
μια κι άλλα είναι το γονικά τα δικά μου όμως δεν νοήσαν τα λόγια του τα θώρησαν
απόχαζα ετούτα τα λόγια τ’ αγοριού βιαστικά τόνε συρομάλλιασαν σταρχοντικό
αφήνοντας με καταφρόνια αγνοημένες τις μετάνοιες των σοφών κι όλα τα δουλοπρεπή
φερσίματα των σοφών τα καταφρόνεσαν μονάχα η μάνα κατόπιν ετούτα τα λόγια βαθιά
με πίκρα μες στην ψυχή της τάκλεισε καίτοι ακατανόητα
με το καλό αντρώνεται ο λεονάρντος είναι το ίδιο
αλλοπαρμένος και ρίχνεται στους δρόμους και με φαρδιές δρασκελιές γοργοπατεί τη
γης κι αναρωτούνται μα τι τάχα τόνε κυνηγάει οι λαϊκοί ανθρώποι ελέγαν ίσως
βουρκόλακα προγονικού σκιά ίσως αμέλησαν να χύσουν αίμα στο θεμέλιο του κάστρου
του σογιού του ίσως αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα
εζήτησε να ’βρει το τέρμα της πολλά ταραχώδους πορείας
του της χαλεπής ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας τι γλυκό τέρμα έψαξε ανάμεσα στα
σκέλια της θήλειας κι ηύρε μιαν ευχαρίστηση μικρή μηδαμινός ο χρόνος της
αχτένιστη παράτησε την χορτασμένη ερωμένη με τα δαγκαμένα στήθη ανάσκελα πα στο
κρεβάτι γλυκασμένη εκοιμόταν όταν ο άνδρας έφυγε μακράν
στο τράχο των πολέμων επεχείρησε να ’βρει την χαράν
εφόρεσε θώρακα στερρό με της ανδρειάς του τ’ατσάλι τ’ αχάραχτο καμωμένον μα σα
πηδάκισε το αίμα από τα σκισμένα κορμιά τι μακάβριο σιντριβάνι σα του λέρωσε
την όψη το αίμα κι ίσαμε την αγκώνα βαφτίστη στο αίμα όλα βαφτήκαν αίμα ως κι ο
ιχθύς του μεσαίου αρκοσόλιου της τετάρτης κατακόμβης εβάφτη αίμα σημάδι θεόθεν
ο λεονάρντος είπε πόσο άσκημο είν’ τούτο το κόκκινο χρώμα το αντιπαθώ ετούτο το
ερυθρότατο πράμα τόσο χτυπητό δε τ’ ανέχεται της φύσης η αρμονία χρωμάτων και
το θώρακα ξεντύθη και ρίχτη στους δρόμους όλο ζητούσε χωρίς ανασασμό χωρίς
αναπαμό για να ’βρει την γαλήνη τάχα ή τίποτε άλλο μ’ εγκάρδια λαχτάρα όλο
ζητούσε ανώνυμος χρονογράφος έγραφεν
εδιάβη προψές την πόλιν ο λεονάρντος όμοιαζε με αγέραν φυσημένον από ποτάμιο στόμα τουρανού
εννοούσε τοπικόν άνεμο
της καλοσύνης την χαρά και της αγαθότητος την πραότη
εβουλήθη να γευτεί ίσως εκεί κι έπραξε πολλά φιλάνθρωπα και αλτουιστικά έργα
πτωχοκομεία σανατόρια λεπροστάσια σισσίτια προπαντός άλλωστε είχεν τόσο πλούτος
όμως ήτανε αγιόμιστο της δυστυχίας το στομάχι ήσανε πολυπληθείς οι
ζητιανεύουσες παλάμες ήσανε εκκωφαντικές οι ικέτιδες φωνές είπε αχ μα πώς να
σας χορτάσω τόσοι που είσαστε είναι σα να μοιράζω πέντε κριθίνους άρτους σε
πεντακισχιλίους νηστικούς μάταιο μάταιο μπρος στην θάλασσα της κακομοιριάς οπού
εβοούσι κι άφριζε ίδια με την άλλη έπιασε το κεφάλι μ’ ανίκανα χέρια είπε δεν
έχω
εσυντρόφεψε φιλοσόφους στις μπερδεμένες κουβέντες των
περί όντος και μη όντος όμως δεν καταλάβαινε την ορολογία και βαρέθη τους θεούς
των τους ηύρε μακρινούς κι άφταστους και χωρίς κεφάλι χέρια και πόδια και για
τούτο άφταστους δε μου χρειάζονται είπεν τέτοιοι θεοί απρόσωποι είναι
υπερφίαλοι κι απαθείς
εχώθη στα συμπόσια τα αμαρτωλά ίσως στ’ όργιο όμως καθώς
τα κανάτια αδειάζανε χωρίς σταματημό σα πίθοι δαναϊδων βαθειάνιωσε την
ματαιότην οπούναι το κατακάθι της τέτοιας πρόστυχης χαράς τραβά την λάμα και
στη σειρά την μπήγει στα μεθυσμένα στέρνα των χαύνων συντρόφων ταυτοχρόνως δε
έλεγε τα εξής η ζωή είναι ο ναός του πατέρα χρόνου και τόνε βεβηλώνουμε μ’
αδιαντροπιά κάμνοντες τέτοια απερίσκεφτα κι ανόσια είναι πλέον ασεβής η
παραμονή μας εις τον ναόν κι αφού δεν μάθαμε να ψέλνουμε κι αφού δεν μάθαμε να
κάνουμε τελετές ας φύγωμε από τον οίκον ετούτον εφόσον πώς να τόνε τιμήσωμεν δεν
γνωρίζουμε μα σα την θανηφόρον κόψην του σπαθιού ενάντια στην ιδική του καρδιά
έστρεψεν εδείλιασε και ποιανού πέστε μου καρδιά δε δειλιάζει σε παρόμοιες ώρες
και ξαπλώθη καταγής κι έκλαψε γοερά ο δυστυχής οπού μ’ εγκάρδια λαχτάρα όλο
ζητούσε μιαν συντροφιά μιαν γαλήνη μιαν ασφάλεια μιαν απόκριση ποιος ξεύρει τι
κι οπού λέτε ήτανε ο πόνος του μέγας κι η απόγνωσή του
ήτανε μεγάλη κι έριχνε βροχή από δάκρυο πάνω στο χώμα και τα στήθη του είχανε
δυο χτύπους τον έναν από μέσα της πενθούσης καρδιάς και τον άλλο απόξω των
χεριών των απελπισμένων του μεσ’ εις τα απόρθητα κάστρα της νύχτας οι βλοσυρές υφάντρες πλέκουνε όνειρα με κλωστές από έρεβο
και ξημέρωσε μια μέρα
βαριά κι ασήκωτη σκοτεινή δίχως ουρανό φανταστείτε μέρα δίχως ουρανό τι
αποτρόπαιη θα ’ναι αφού ημέρα κι ουρανός είναι ένα και το αυτό εξημέρωσε μέρα
σημαδιακή και σαν είδε ο λεονάρντος πως το δάκρυο και το χώμα έγιναν λάσπη
άστραψεν εντός του ο ατραπός της λύτρωσης βούτηξε στην λάσπη τα χέρια και
γιομίσανε τα χέρια του λάσπη γιόμισε το κορμί του ίδρω γιόμισε η καρδιά του
ελπίδα γιόμισε το στόμα του κραυγή θριαμβική
θα σε νικήσω αμαζόνα νυχτώ θα πλάσω τον θεό θα ’ναι δικός
μου θεός θεός του πόθου μου του βαθέος θεός του πόνου μου του βαθέος θεός της
προσφοράς θα ’ναι πλαστός μα έστω ψευδής θα ’να καρδιάς παρηγορία ψυχής
αιμασσούσης βάλσαμο γιατί έτσι πρέπει να γίνει γιατί δεν τα βγάζω πέρα γιατί
αλλιώς θ’ αποθάνω μέσα στη μοναξιά κι όταν περάσουνε χρόνια ίσως το ταχύτατο
του χρόνου ελάφι το άπιαστο ίσως κάπου πετύχει μέσα σε ιερόν άλσος ή σε
επιστημονικόν εργαστήριον μέσα κι αλλού δεν έχει σημασία κείνον ο που θα πει με
σιγουριάν και τόλμη
ας πέσουν οι θεοί στον ύπνο μας απ’ όπου τους σηκώσαμε
τον νήδυμον ας βγάλουν τα περίτεχνα στολίδια των ας κατέβουν από τους όλυμπους
κι από τα βάθρα των ναών ας αποβάλουν το γενναιόδωρο και καταδεχτικό των ύφος
ας εμφανιστούν ως είναι παιδιά μας τερατώδη παιδιά αταίριαστα ισχνά στην κράσην
την γερήν μας ας κυλήσει η πέτρα του τάφου επάνω εις τα κουφάρια των ναι μεν θα
αισθανθούμε λύπη γιατί τόσο και τόσο καιρό τους είχαμε κοντά μας και μέσα μας
κι είχαμε κρεμάσει τα σύμβολά των στους λαιμούς μας και πάνω απ’ τα κρεβάτια
μας όμως θα τους ξεχάσουμε γιατί ήγγικεν η ώρα γιατί πλέον είμαι ο πρώτος άνθρωπος κι ο
τελευταίος θεός
όμως προσώρας μου φτάνει ετούτος ο θεός είπεν και με
πρωτοφανές πάθος εβάλθη να χτίζει με την λάσπη τον θεόν όπου θα ευλογήσει με
δροσερά χέρια το πυρωμένο μέτωπο της ανθρωπινής αγωνίας όσον ευλογήσει κι εγνώριζε πως θα ’ναι ψεύτικος και μόλον
τούτο εχαιρόταν κι ευτυχούσε σχετικά αρχαίο βιβλίο επιγραφόμενον περί
θεοπλαστικής αναφέρει τα κάτωθι και είπεν ο άνθρωπος ας κάμωμεν θεόν κατ’
εικόνα ημών καθ’ ομοίωσιν ημών και ας εξουσιάζει επί των ιχθύων της θαλάσσης
και επί των πετεινών του ουρανού και επί των κτηνών και επί πάσης της γης και
επί παντός ερπετού έρποντος επί της γης και επ’ εμού και εποίησεν ο άνθρωπος
τον θεόν κατ’ εικόνα εαυτού κατ’ εικόνα άνθρωπον εποίησε αυτόν
εστερέωσε πάνω σ’ ελεφαντινά ποδάρια για να κρατήσει
καιρό και να μη πέσει ορθόστητο κορμό στην κορφή έβαλε κεφάλι ανθρώπινο δηλαδή
έκφραση πόνον βαθέος όμως όλη την τέχνη την εκράτησε για το χέρι οπούπρεπε να
’ναι χέρι προσφοράς οπού δίνει γαλήνη και κουράγιο κι ελπίδα κι απόκρισην κι
αφού η λάσπη ετελείωσε ένα χέρι κατάληξε να δώσει στον θεό με τι χέρι δυνατό
προσφέρον χέρι οπού για δυο και παραπάνω κάνει χέρι οπού δίνει είναι ευνόητον
μια και στην ανθρωπινή ψυχή του η ζήτηση κι η ρώτηση εκράζαν σαρκοβόρα πουλιά
την τέχνην του όλη έβαλε κι εποίησε το χέρι με μεγάλη τέχνη μια και τ’ άλλα
ήσανε απλώς διακοσμητικά κυρίως το χέρι επρόσεξε εποίησε το χέρι της προσφοράς
σαν αληθινο με γενναιόδωρα δάχτυλα ήτανε ένα χέρι αριστουργηματικό σα κάτι να
δίνει ύστερα εφύσηξε και το ζωντάνεψε με την πνοή του το χέρι οπόμοιαζε σα κάτι
να δίνει έτσι κατάφερε λίγο πριν από την φυγή την τελευταία έτσι κατάφερε να
’βρει την ευτυχία και γαλήνεψε χάρις εις τον μονόχειρα θεόν οπούπλασε και
λάτρεψε χάρις εις το χέρι
έπειτα απόθανε ο λεονάρντος τα επιθανάτιά του λόγια ήσανε
το χέρι σου το δυνατό να ’ταν δικό μου χέρι όμως αυτό δεν ενδιαφέρει κείνο οπού
ενδιαφέρει είναι πως ο ιππότης λεονάρντος ευρήκεν επιτέλους την χαράν τη βρήκε
επιτέλους μέσα εις την χούφτα της θείας χειρός της ελεήμονος οπούδινε πάντα
ό,τι πεθυμούσεν εγκαρδιακά ο λεονάρντος ευτυχία γνώσεις τιμωρίες κουράγιο ελπίδες όνειρα κι ό,τι
άλλο θες
Ο Πεισίστρατος έκλεισε το τετράδιο και με κοίταξε με
ορθάνοιχτα μάτια.
[ΤΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ VI από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, εκδόσεις
ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1960]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ: «Γράφω ένα
βιβλίο που μ’ αυτό θα βρω τον εαυτό μου…»
Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα
μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα
αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι
έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και
περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί
ακόμα… Ήμουν έφηβος, εξομολογείται ο συγγραφέας, όταν πρωτόγραψα τον
«Πεισίστρατο, γύρω στα 1957. Ο «Πεισίστρατος», η Ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται
να υπάρξει και να δικαιωθεί σαν μια δαιμονική ιδιοφυία μέσα στη βουβή, εσπερινή
Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα, στην ουσία ήταν ένα νεανικό βίωμα,
εξομολογημένο μ’ έναν άξεστο τρόπο. Αλλά αυτού του είδους η άξεστη γραφή, θα
συνεχιστεί και στα επόμενα βιβλία μου – και δίνω μιαν απόλυτα θετική έννοια σ’
αυτή τη λέξη: «άξεστος». Σημαίνει το θαρραλέο, όσο και δύσκολο τρόπο, γεμάτο
πέτρες και κινδύνους, να χαθείς, να μιλάς για το πρόσωπο του ανθρώπου, τις
αιματηρές σχέσεις του με τον άλλον και με το άλλο, για τα ανθρωποβόρα οράματα,
τις «κατακόρυφες» θανάσιμες πράξεις. Πολλά από αυτά υπάρχουν ήδη στον
«Πεισίστρατο» Το «Υπερβολικό Διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι
όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς της
Καρθαγένης (αποσπάσματα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ,
ΠΕΙΣΙΤΡΑΤΟΣ, πρώτη έκδοση ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1960)
Παρασκευή, 24 Φεβρουαρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου