Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑΝ «ΕΒΔΟΜΑΔΑ»

 (… κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους κι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους…)


Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται

ένας λαός τυφλών και τ’ ασφοδίλια σκύβουν

μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής.

(Θυμούμαι τα παφιοπέδιλα τον άλλο χειμώνα κλεισμένα στη ζέστη.

Αρκείτω βίος)

Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα

ραχιτικοί φωνογράφοι   τρύπιες φυσαρμόνικες

αρμόνια γονατισμένα·

να ’χουν πεθάνει;

Ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα

κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι’ αυτό λέω πως κοιμούνται.

Τριγύρω στα σπίτια, φορέματα αγγέλων μου γνέφουν μαρμαρωμένα

το ποτάμι δεν κυλά έχει ξεχάσει τη θάλασσα

κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιος θα την εξαντλήσει;

οι τυφλοί κοιμούνται,

οι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους

τους πίνουν το αίμα και τους δίνουν φρόνηση

κι η καρδιά με τα φριχτά της μάτια λογαριάζει πότε θα στερέψει.

Κοιτάζω το ποτάμι

ανάλαφρες σπιλιάδες περνούν από τον ανήμπορο ήλιο

τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει·

λυπήσου εκείνους που περιμένουν.

Τίποτε άλλο· φτάνει για σήμερα!..

 [ήταν η ΔΕΥΤΕΡΑ στις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ για μια «ΕΒΔΟΜΑΔΑ», 4η ενότητα  στη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928-1937

 Οι Σημειώσεις συνεχίζονται για μια

ΤΡΙΤΗ, που κάθε άνθρωπος περπατά σα χαμένος μέσα στην πολιτεία χωρίς να ξέρει αν άρχισε ή τέλειωσε… αν θ’ αποδράσει, αν έχει διαφύγει… για μια

ΤΕΤΑΡΤΗ, που όλοι κοιτάζουν τι θα κάνεις κι εσύ κοιτάζεις τα πλήθη που σε κοιτάζουν· για μια

ΠΕΜΠΤΗ, που τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα και περιμένω… μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά πίνοντας απαλά την πίκρα τους κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφισα τα υγρά φύκια πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου… Για μια

 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ κι ένα ΣΑΒΒΑΤΟ, που από τότε πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμεναν μονάχα τα μαλλιά και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι αναμεσό τους  κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι, ωσάν γαλάζιο αίμα.

Και μια ΚΥΡΙΑΚΗ δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι άλλο, έξω από το παράθυρό μου στο δρόμο…  

 


ΤΡΙΤΗ (I went to St James Infirmary)

Χάθηκα μέσα στην πολιτεία.

Τα περιβόλια τα σκεπάζει το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα.

Δρόμοι τυλίγοντας διαφημίσεις.

Κάθε άνθρωπος περπατά χωρίς να ξέρει

αν άρχισε ή αν τέλειωσε

αν πηγαίνει στη μητέρα του ή στην ερωμένη του

αν θα δικάσει ή θα δικαστεί

αν θ’ αποδράσει, αν έχει διαφύγει·

δεν ξέρει.

Κάθε γωνιά κι ένα κατάστημα γραμμοφώνων

κάθε κατάστημα κι εκατό γραμμόφωνα

κάθε γραμμόφωνο κι εκατό δίσκοι

και σε κάθε δίσκο

ένας ζωντανός παίζει μ’ έναν πεθαμένο.

Πάρε τη χαλύβδινη βελόνα και ξεχώρισέ τους

αν μπορείς.

 

Μα ποιος ποιητής· θυμάσαι ποιος ποιητής

δοκίμασε τη χαλύβδινη βελόνα

στις ραφές του ανθρώπινου κρανίου;

Θυμάσαι το τραγούδι του το βράδυ εκείνο;

 

Θυμάμαι που μας ζήτησε μιαν ασπιρίνη

τα μάτια του έπαιζαν μέσα σε μαύρους κρίκους

ήταν χλωμός και δυο βαθιές ρυτίδες

τυλίγανε το μέτωπό του. Μήπως  όμως

ήσουν εσύ; μήπως εγώ; Ή μήπως ήταν

η αμίλητη Αντιγόνη με τους ώμους

τους λυγισμένους πάνω από το στήθος;

Την κράτησα κοντά μου δέκα νύχτες

έκλαιγε κάθε αυγή για το παιδί της.

Θυμάμαι γύρευα ένα φαρμακείο.

Όλα κλειστά. Για ποιον ήταν δεν ξέρω.

 

Χάθηκα μέσα στην πολιτεία

κανείς δεν θα μετακινήσει το νοσοκομείο

γεμάτο ανάπηρα παιδιά που γνέφουν

σ’ εμένα ή σ’ άλλους που μ’ ακολουθάνε.

Οσμές φαρμάκων μέσα στον αγέρα

βαραίνουν ερωτεύονται και σμίγουν

αχνούς από αυτοκίνητα που φεύγουν

στην εξοχή μ’ ολόξανθα ζευγάρια

προραφαηλίτικα λιγάκι εξατμισμένα.

 

Την άνοιξη του ’23 στο λουτρό της

πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ’ αστέρι·

τη βρήκανε μέσα σ’ αρώματα νεκρή

και το νερό δεν είχε ακόμα κρυώσει.

Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο

με κοίταζε με τ’ άχρηστά της μάτια.

 

ΤΕΤΑΡΤΗ (ad vigilias albas)

-Γιατί δε βραδιάζει;

-Κοίταξε αν θέλεις, κάπου θα βγήκε το νέο φεγγάρι.

-Όλοι κοιτάζουν τι θα κάνεις

κι εσύ κοιτάζεις τα πλήθη που σε κοιτάζουν·

οι ματιές γράφουν ένα κύκλο στενό

που δεν μπορεί να σπάσει.

Αν γεννηθεί κάποιος  ο κύκλος θα πλατύνει

αν πεθάνει κάποιος ο κύκλος θα στενέψει

αλλά τόσο λίγο, για τόσο λίγο.

Κι οι τέσσερις άλλες αισθήσεις ακολουθούνε την ίδια γεωμετρία

Αν αγαπούσαμε θα ’σπαζε ο κύκλος,

θα κλείναμε τα βλέφαρα μια στιγμή.

Αλλά δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε.

 

Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις

κι όταν είπες να φύγουμε γιατί άρχισε να σκοτεινιάζει,

γύρισες και με κοίταξες στα μάτια και μια νυχτερίδα

πέταξε γράφοντας τρίγωνα…

Ξανάρχισε πάλι το γραμμόφωνο.

Οι νυχτερίδες οι δικές μας τώρα

γράφουνε κύκλους που στενεύουν όσο πετάνε

από τον άνθρωπο στον άνθρωπο, στον άλλον άνθρωπο

κανείς δεν ξεφεύγει

κι η ζωή είναι πλούσια γιατί είμαστε πολλοί

κι όλοι μας ίδιοι

κι η ζωή είναι πλούσια γιατί βρήκαμε τελειοποιημένα μηχανήματα

όταν οι αισθήσεις παρακμάζουν.

Αδέλφια, μοιραστήκαμε το ψωμί και τον πόνο.

Κανένας δεν πεινά, δεν υποφέρει πια κανένας

κι έχουμε όλοι μας το ίδιο ανάστημα, Κοιτάχτε μας!

Σας κοιτάζουμε. Κι εμείς! Κι εμείς! Κι εμείς!

Δεν είναι τίποτα παραπέρα,

-Όμως τη θάλασσα

δεν ξέρω να την έχουν εξαντλήσει

 

ΠΕΜΠΤΗ

Την είδα να  πεθαίνει πολλές φορές

κάποτε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου

κάποτε στην αγκαλιά ενός ξένου

κάποτε μόνη της, γυμνή·

έτσι έζησε κοντά μου.

Τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα

και περιμένω.

Αν λυπούμαι είναι μια υπόθεση ιδιωτική

όπως τα συναισθήματα για τόσο απλά πράγματα

που καθώς λένε τα’ χουμε ξεπεράσει·

κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί

δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα)

σαν το χορτάρι που το άκουγα να φυτρώνει

μια νύχτα κοντά σ’ ένα πεύκο·

γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα

μιαν άλλη νύχτα που τραβιόνταν τα νερά

πίνοντας απαλά την πίκρα τους,

κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια

πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου.

Πέρασαν όλα αυτά βαριά και τελειωτικά

σαν τις μαούνες με τα ξεθωριασμένα ονόματα

ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ, ΤΥΡΑΝΝΟΣ, GLORIA MUNDI

πέρασαν κάτω από τα γιοφύρια πέρα απ’ τις καπνοδόχες

με δυο σκυφτούς ανθρώπους στην πλώρη και στην πρύμνη

γυμνούς ως τη μέση·

πέρασαν, δεν ξεχωρίζω τίποτε, μέσα στην πρωινή καταχνιά

μόλις ξεχώριζαν τ’ αρνιά κουλουριασμένα μηρυκάζοντας ούτε

τη νύχτα ξεχωρίζει το φεγγάρι πάνω απ’ τον ποταμό

που περιμένει·

μόνο εφτά λόγχες βυθισμένες στο νερό

στεκάμενο και χωρίς αίμα

και κάποτε στις πλάκες φωτισμένες θλιβερά

κάτω απ’ τον πύργο τον αλλήθωρο

ζωγραφιστός με κόκκινο και κίτρινο μολύβι

δείχνοντας την πληγή του ο Ναζωραίος.

«Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά.

Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά».

Βουλιάζει κι η φωνή της με το χτύπημα του ρολογιού·

το θέλημά σου, γύρεψα το θέλημά σου.

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Από τότε πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμεναν μονάχα τα μαλλιά, τα μάτια, το στήθος και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι ανάμεσό τους κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι, ωσάν γαλάζιο αίμα.

 

ΣΑΒΒΑΤΟ

-Δεν ξέχασα τίποτε

όλα είναι στη θέση τους ταχτοποιημένα κατά σειρά

περιμένοντας το χέρι να διαλέξει

μόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια

μήτε τον τόπο που γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος

μήτε τις πρώτες εντυπώσεις

εκείνες που θυμάται στην πέμπτη πράξη

στην κορυφή της δυστυχίας.

Όλα τ’ άλλα, να τα, κατά σειρά:

οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα

και τ’ ενδιάμεσα

τα φορέματα με τις βόλτες έτοιμες να κινηθούν

τα παραπετάσματα, τα φώτα

τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας

το φαρμάκι και το μαχαίρι.

Μέσα σ’ αυτό το κουτί είναι η ζωή όταν αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη,

αν την αφουγκραστείς θα την ακούσεις πώς ανασαίνει·

πρόσεξε μην τ’ ανοίξεις προτού σφυρίξουν οι Ευμενίδες.

Μέσα σ’ αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού

και στο άλλο, που είναι γαλάζιο, ο έρωτας της ψυχής·

πρόσεξε μην τ’ αναμίξεις,

και σ’ αυτό το συρτάρι το πουκάμισο του Νέσσου

(πέμπτη πράξη, σκηνή τρίτη)

τα λόγια να θυμάσαι που αρχίζουν:

Αρκείτω βίος! Ιώ! Ιώ!

Εδώ είναι η σάλπιγγα που γκρεμίζει το παλάτι

και φαίνεται η βασίλισσα μέσα στην ανομία,

αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων

θα σ’ ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου.

Εμπρός! Προβολέα! Καλή τύχη!

 

-Μια στιγμή, ποιος θα είμαι; ποιον θα σκοτώσω;

κι οι άνθρωποι τούτοι που με κοιτάζουν

πώς θα πιστέψουν πως η δικαιοσύνη με προστατεύει;

πώς θα πιστέψουν;

Ω να μπορούσαμε ν’ αγαπήσουμε

τουλάχιστο σαν τις μέλισσες

όχι σαν τα περιστέρια

τουλάχιστο σαν τα κοχύλια

όχι σαν τις σειρήνες

τουλάχιστο σαν τα μερμήγκια

όχι σαν τα πλατάνια…

μα δεν τους βλέπεις, όλοι τους είναι τυφλοί!

Οι τυφλοί κοιμούνται…

 

Θαυμάσια, μπορείς να εξακολουθήσεις.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ

Δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι άλλο,

έξω από το παράθυρό μου στο δρόμο

αυτός ο θόρυβος.

Σε λίγο θα ’χει νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζει ακόμη

ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα.

Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;

Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.

[επιλογές λέξεων από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Γιώργου Σεφέρη, γιατί είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.    Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη,    ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα, κρατούνε τη μορφή του αγέρα,    ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί     το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου     κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί]

Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ…

  (… είμαι πολύ καλά…) Στέκομαι   καθώς   στέκονται τ’ αγάλματα στους κήπους   και   στις ανοιχτές πλατείες όταν τ’ αφήνουν οι αστ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ