Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΘΑ ΤΡΕΧΩ ΔΙΧΩΣ ΦΡΕΝΑ

 (…κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα…)


Άνοιξη Κυριακής. 

Φωλιάζω στ’ άσπρο κι ανασαίνω.

Πίσω μου τίποτα ούτε λουλούδι ούτε πουλί, 

μπροστά μου άδειο.  Κυλώ χωρίς τριβή.

Άξαφνα η δίκοπη φωνή «Γιάννη,  Γιάννη».

Χάνω πάλι το δρόμο.

Ακούω «Γιάννη,  Γιάννη» απ’ άλλη μέρα·

κι είναι πεσμένος μπρούμυτα. 

Δεν θα ξεπλύνει κανένας το αίμα.

Θα ξεραθεί·  θα το κλοτσήσουν τα παιδιά·

θα φύγει φλούδα – φλούδα.

Άνοιξη Κυριακής θα ξαναβγεί στο δρόμο.

Και τα παιδιά μου θα κοιμούνται ακόμα.

Θα τρέχω δίχως φρένα.

Κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα.

(ΚΡΥΦΗ ΖΩΗ  κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996 -  εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ποιήματα και Κριτικά Κείμενα 1981-1987, εκδόσεις Μελάνι 2018)

 


ΠΡΟΓΡΑΦΗ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Ζυγιάζεται γκρίζο, γεράκι.  Σάπιο

αγεράκι πώς να καίει τα μαλλιά σου!

Δεν θα γλιτώσεις, Ιφιγένεια· αυτά

που ήξερες για σύννεφα πονετικά να

λησμονήσεις.  Κορμί φιδιού θα

δέρνεσαι στο χώμα, δίχως κεφάλι

πετεινός και θα χυμάς. Και τα

καράβια θα ξεχάσουν τα νερά.

Μέσα σε μπαρ οι ναύτες θα

σαπίζουν.

 

ΑΔΩΝΙ  

(«Ήρθε του δόλιου Κώστα η μαυρόημερα» - Στον Κ.Π.Γ)

Ι

Αγέρας παγωμένος   γνέφει κρύσταλλα·

αέρας παγερός   και παγωμένος.

 

Μες στο κερί

και μες στο χιόνι αυτός   και λάμνει·

με χέρια τσακι-

σμένα αυτός

και λάμνει.

 

Με σκάρτα ζάρια   παίζει ο θάνατος.

ΙΙ

Ο χθεσινός αέρας δυναμώνει.

 

Εκείνος λάμνει ακόμα –

και σαν να φέρνουν

τον αντάρτη σε σανίδι·

και σαν να ξεκρεμάσαν

τον Χριστό.

 

Ταιριάζουν όλα:

το πυκνό το χιόνι, ο Σήφης

κι ο βουβός καπνός του.

ΙΙΙ

Αυτός δεν είναι ο Διγενής

μα ο μικροΚωνσταντίνος.

 [από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΟΥΡΑΝΙΟ ΨΑΡΙ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Η σκοτεινή της μήτρα αναδεύει

και σάμπως μπάσταρδο κι απόψε να ξερνά·

στον κύκνο σου λαιμό θηλιά περνά

το χέρι της Σειρήνας· και σε ζεύει.

Τα πόδια σου πριόνισε η προπέλα

κι όλη τη νύχτα αλυχτάς σκυλί λυτό·

πάλι θα λεν τη μάνα σου Λητώ

και τη σπασμένη κάμα σου Μαρκέλλα.

Σε ποιο λιμάνι τ’ ουρανού να σκάψω τάφο

να σε ρουφήξει ποια θεόρατη κοιλιά;

Θα πνίγεις στο σκοτάδι τα σκυλιά

κι εγώ απ’ τον πάτο της ζωής μου θα σου γράφω.

 

ΠΟΛΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Μάτι της αβύσσου. Κλείνει ματωμένο.

Σε κυκλώνουν νύχτα τα παλιά στοιχειά

ο πνιγμένος λάμνει σε νερά βαθιά -

μα το μυστικό της είναι αλλού κρυμμένο.

Νυσταγμένη γάτα με βελούδο νύχι

λύσσαξε κι αφρίζει. Ποιος κανοναρχεί;

Τον ξεβράζει τώρα κόκκινη βροχή

και τυφλά ποντίκια κατοικούν τα τείχη.

Νύχτα. Μη μιλήσεις άλλο για μετόχια.

Νύχτα. Κι ο πνιγμένος να σου στήνει βρόχια.

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΕΦΥΤΡΩΝΑΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Περνούσαν άλογα   με νύχια στο βαμπάκι

βούλιαζαν σε γαλάζιο του ματιού

κι η νύχτα στέναζε.

 

Ήτανε Αύγουστος με τάφους

με φτερά   με ξένα λόγια.

Παίζαν τα λόγια τα φτερά

και τα φτερά τους τάφους

και τ’ άλογα εμαρμάρωσαν.

 

Ποιος άκουσε την ντουφεκιά;

Έσπασαν τ’ άλογα τινάχτηκαν

κομμάτια· και δεν έπεφταν

εγύριζαν αργά  - σκυλιά του χάους –

έβγαινε κι αίμα   δεν χυνόταν πουθενά

πάγωνε τα ρολόγια. Γιατί

 

στου Μοντιλιάνι εφύτρωναν το στόμα

τα τριαντάφυλλα!..

 

ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Της νύχτας και του ανέμου Federico

Garcia Lorca, πέφτει πέντε η ώρα.

Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα·

στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.

Σε παίρνει δημοσιά, για να σε βγάλει

κει που η βροντή κλωσάει την αστραπή της.

Του φεγγαριού το πέταλο μαγνήτης,

σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι

κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.

Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας –

και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι

που σου ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;

Σκυλί τρελό τα κόκαλα του γλείφει

και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Είπε το νυχτοπούλι: «Πετούν δυο

μαύροι άγιοι». Τ’ άστρα γυρίσανε

να ιδούν «είναι δυο άγιοι

λαμπεροί» είπε η σελήνη

 

κι ακούστηκε ο κρότος ο μεγάλος   της γης

που τσακιζότανε τυφλή   πάνω στον βράχο. 

 

ΑΠΟΚΡΥΦΟ

Μ’ άλογο μαύρο και τυφλό

να μπω σον ύπνο σου. Ριγμένος

σταυρωτά. Με τα καρφιά μου.

 

Εσύ από χιόνι. Με το κάρβουνο

στα μάτια. Τα πέταλα ν’ ακούς

και τα φτερά. Το τζάμι του θανάτου

που θα σπάζει.

 

Να τιναχτείς – νύφη που ξύπνησαν

τα δάκρυα του γαμπρού ανοίγει

το ταβάνι ανεβαίνουν.

Να μη θυμάσαι τίποτα μετά –

μόνο του δαίμονα το χέρι

που ευλογούσε.

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΤΑ ΛΟΓΙΑ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Δεν ήτανε φτερά· με τ’ ανοιχτό

παλτό της όλο ανέβαινε.

 

Αχ ασυλλόγιστο κορμάκι

και πού πας; Θα συναντήσεις τ’ άλογα

της νύχτας.

Δεν άκουσε γελούσε

Όλο ανέβαινε «μείνε στην άσφαλτο»

μου φώναξε «στους ξένους»

 

Η ΝΥΦΗ

Φυσά βοριάς και το πέπλο

σηκώνεται. Κόκκινο κι άσπρο

και βαθύ. Όπως οι γάμοι.

Μπρος μου πέρασαν

με τ’ άλογα και τα βιολιά·

μ’ άσπρα μαντίλια

πέρασαν μπροστά μου.

 

Σιγανά περπάτα νύφη, της εφώναξα

σιγανή περπάτα νύφη, και δεν άκουσε.

 

(Το κόκκινο ήταν άλογο·

κι αυτός στα μαύρα ξένος)

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΝΑ ΜΗΝ ΤΗΝ ΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

(…που έπνιξε το θάνατο στην κούνια…)  - ΤΟ ΝΕΡΟ

Κι όπως τρελή γυναίκα δίχως μίτο   με τα μαλλιά ή τα μάτια της χυμένα   όλα τα βρίσκει κι όλα είναι χαμένα,   η Νύχτα καίει και πλέκει άλλο μύθο.   Τον είδα στο σκοτάδι και στο κρύο – ποιο χέρι τον τραβούσε στο βυθό;   Πριν γίνω πέτρα πριν να βουβαθώ   μαύρο χύμηξ’ η λέξη μου θηρίο.   Λευκό, κείνο του ανέμου, τον τυλίγει   μα εγώ πάω στο σκοινί που φωσφορίζει   και κάθε νύχτα σε θηλιά γυρίζει:   στ’ ωραίο μηδέν και στ’ άδειου του ταρίγη.   Άκουγα να περνούν βιολιά του γάμου -  να κάνω δεν μπορούσα πίσω ή μπρος·   έλαμπε μες στα μαύρα του ο γαμπρός   και κάλπαζαν λυμένα τ’ άλογά του.   Ύστερα ξαναρώτησα ποιος να ’μαι   και τι σ’ αυτό το φως με στροβιλίζει -  μα τη φωνή του σκέπασε το ρύζι   που πέφτει από ψηλά για να πονάμε.   Κι όπως τρελή γυναίκα με το σάλιο   δίχως φτερά και μάτια και μαλλιά   του κάτω κόσμου ψάχνει τη μηλιά,   από φαράγγ’ η Νύχτα έπεφτε σ’ άλλο.  – ΙΙ –  Να στήνει ο κυνηγός τα δόκανά του   σε πέρασμ’ αγριμιού. Να πέφτει χιόνι.   Από παντού τον κόσμο να κυκλώνει   το μαύρο φως:  η λάμψη του θανάτου.   Αυτός που ξετυλίγει το κουβάρι   ξέχασε να μετρά και λόγια πλέκει -  πάλι χρησμού να πέσει το πελέκι   πάλι να σπαρταρήσ’ η πλάση: ψάρι   που ανάστροφο τινάζεται στην άμμο   κι ασπρίζει όπως κρανί κι όπως μάτι   τρελού, που νύχτα πήδησε το φράχτη   και τράβηξε μονάχος για το γάμο.   [Ο ΓΑΜΟΣ από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

Δευτέρα, 29 Αυγούστου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ