Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

 (… τριγύρω του γιατροί, πλην όμως όλα θολά στα βόρεια τοπία της μνήμης…)


Τα χέρια του κύματα του ξύλου, ενώ τα μάτια, όταν τα σηκώνει μες την απελπισία, δυο υδρόγειες σφαίρες άτακτα γυρισμένες στο υπερπέραν.

Του βάζουν την πλάτη στο ακτινοσκόπιο και οι όγκοι διαμιάς μέσα του «λάμπουν», νυχτερινή αεροφωτογραφία της Ρώμης

είτε ομιχλώδεις (σβήνοντας ο προβολέας) κρυφές υφαλοκρηπίδες της θάλασσας, όπου τη νύχτα τις μάχεται το σκοτεινό πετρελαιοφόρο – η καρδιά του!..

Τον γυρίζουν στον πνεύμονα και, ξάφνου, κάνει μια τελευταία, έτσι καθώς ύστερα από καιρό μετακινείς, σύσπαση,

το ακορντεόν των γλεντιών του πενήντα που έχει αφήσει πεθαίνοντας η σύντροφος μέσα του,

ενώ η φλέβα στο κάτω του ποδιού του το μέρος στον αστράγαλο δίπλα,

όπως το κρυμμένο φίδι το γάλα,

ρουφάει με ρυθμική βουλιμία το χρόνο που του απέμεινε.

Ύστερα πέφτει σε λήθαργο πάλι!..

Του λένε ν’ ανοίξει το στόμα και το ξεχασμένο τότε σαγχαρόπηκτο

σαν μισοφέγγαρο ασπαίρει στον υποχθόνιο πανικό της γλώσσας,

στην  κόκκινη φλεγόμενη ανατολή του λάρυγγα.

Κατόπιν τον αφήνουν και φεύγουν όλοι!..

Ακούει τους δίπλα του – βλέπει - λευκά τρίκυκλα καροτσάκια και νομίζει πως μοιράζουν γλυκίσματα,

ακούει τους τύπους να φωνάζουν των ορών και νομίζει πως είναι πόλεις.

Σβήνει τότε μονάχος το φως και αμέσως στρέφεται να κοιμηθεί σε άλλης χαράδρας  τη μουσική, ο πατέρας μου!..

 [ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 1 από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998  - από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014 κι άλλες ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ αμέσως παρακάτω]




ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 2

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)

-Πάντα θυμάμαι το σπίτι μας που έπιασε φωτιά και τους γονείς μας να τρέχουν μισόγυμνοι από τον ύπνο. Μετά από χρόνια πέθαναν ημιπαράφρονες σε ένα άσυλο. Την τελευταία Κυριακή που τους είδα, με ρωτούσαν συνέχεια για την αδελφή μου. Μα εγώ δεν είχα αδελφή ποτέ, τους είπα.

Γι’ αυτό γυρνώ άλλωστε τώρα, ζητώντας τη στοργή στα ξένα κορίτσια.

 

-Και ξάφνου ήρθε στον ύπνο μου η παλιά μου φίλη εκείνη. Ήταν πια κατά το όνειρο παντρεμένη, με τρία παιδιά. Ήμουν παντρεμένος κι είχα γείρει στο κρεβάτι με τα ρούχα, έχοντας ένα βαθύ παράπονο. Πλησίασε κοντά μου και με έγδυσε. Έκλαιγα. Έκλαιγε κι αυτή μάλλον για μένα. Τα δάκρυα της, καυτά, σκέπαζαν τα μάγουλά της. Μου κατέβασε με το χέρι το σλιπ. Με χάιδεψε στο πίσω μέρος της μέσης και αριστερά της κοιλιάς.

Έπιασε ύστερα το πέος μου. Και ρουφούσε και ρουφούσε τρυφερά η μανούλα μου.

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 3

-Να τες οι φίλες που μεγάλωσαν. Θυμούνται τώρα πια (παιδιά καλών σχολείων) πολύ μακριά η μια από την άλλη, κάποτε, για μια φορά που πλάγιασαν μαζί, και ως η αγάπη τέλειωσε, κοιμήθηκαν τα στήθη τους, όνειρα πνιγμένα μωρά στη γέννησή τους, τυφλά σε φράχτη ματωμένα γατάκια κοιμήθηκαν – τώρα πια, η μια πολύ μακριά από την άλλη, θυμούνται.

 

-Κάθεται απέναντί μου και μου απαγγέλει ένα απόσπασμα από κάποια αρχαία τραγωδία που της άρεσε. Αλλάζω μέσα μου το γένος του ήρωα, προσαρμόζοντάς το σ’ εκείνη: «ω φως, ας σε δω τώρα για τελευταία φορά. Εγώ που βγήκα γεννημένη από όποιους δεν έπρεπε. Με όποιους δεν έπρεπε σφιγμένη. Έχοντας σκοτώσει εκείνους που δεν έπρεπε».

 

-Κοίταξε φεύγοντας για μια ακόμη φορά το λευκό κτίριο του θεραπευτηρίου των ψυχικών παθήσεων στο οποίο είχε καταφύγει ύστερα από τις συνέπειες μιας απέλπιδας προσπάθειας επαναπροσέγγισης κάποιου παλιού της φίλου. Θυμήθηκε τη ζωή της εκεί μέσα, τη ζωή της παλιότερα έξω.

-Δεν ξανακαλούν ποτέ κανέναν που δεν είναι σίγουροι ότι, όταν χρειαστεί, έχουν τη δύναμη να τον διώξουν και πάλιν, μονολόγησε.

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 4

(Χρονολόγιο της Λ.Δ., που λόγω συναισθηματικών προβλημάτων αυτοκτόνησε στα δεκαοκτώ)

-Κυριακή, Ιούνιος, δώδεκα το μεσημέρι. Ένα ταξί μεγάλο, χρώματος θαλασσί με κοκαλί σκεπή, σταματά σ’ ένα παλιό αρχοντικό κάποιας μεσαίας σε πληθυσμό επαρχιακής πόλης. Κατεβαίνει η μητέρα, επιστρέφοντας από το μαιευτήριο, με το νεογέννητο μωρό της. Ο πατέρας φορώντας το γιλέκο του κουστουμιού (μαύρο) με το άσπρο του πουκάμισο, την υποδέχεται με εναγκαλισμούς.

Το σούρουπο η πόλη ταράχθηκε από ένα φοβερό δυστύχημα

-πνιγμό για όσους θα θυμούνται, με βάρκα, οκτώ μαθητριών του τοπικού γυμνασίου. Αργά το βράδυ κατέφτασε στην προκυμαία το ναυαγοσωστικό. Έβγαζαν σώματα άψυχα, με το σωρό.

 

-Θάνατος (πρόωρος) του πατέρα. Αριστερά και δεξιά του κατά την εκφορά παπάδες, σε σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο, με λευκά ράσα και πετραχήλια (λευκά επίσης), με πράσινους και κόκκινους σταυρούς κεντημένους, ως και αυτοσχέδια στις μάντρες λιβανιστήρια.

Από κάποιες εδώ και εκεί μισάνοιχτες πόρτες, στις τεράστιες αυλές, φαίνονταν ζώα, κυρίως από αυτά που χρησιμοποιούνται για αγροτικές εργασίες, αδιάφορα μέσα στην αταλάντευτη ηρεμία τους.

 

-Τα υπέροχα ερωτικά σκιρτήματα αλλά και η απόκρυψη του γεγονότος της εγκυμοσύνης.

Οι δυο πυρωμένες στη φωτιά βελόνες πλεξίματος, για τη μυστική επέμβαση, και τα ανοιχτά ωραία κατάλευκα πόδια.

Σκοτωμένες τσούχτρες γεμάτη η θάλασσα του Σεπτομβρίου.

 

-Το τέλος.

 

-Ο εραστής της γυρνά τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, στα ίδια εκείνα επαρχιακά δρομάκια της νεότητάς τους, σέρνοντας από το χέρι τα δυο μυωπικά παιδιά του.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 5

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)

- Ένα αγοράκι έξι επτά ετών, περίπου, από τον πρώτο γάμο, που σήκωνε στα σκαλιά της εκκλησίας το νυφικό της μητέρας του.

 

- Οι πεθαμένες, χρόνια τώρα, από το σχολείο, νεότατες τότε συμμαθήτριες, σαν κυπαρίσσια όρθιες στη στροφή της χλοερής εξοχής, όταν με αυτοκίνητο μπαίνουνε και πάλι στους τόπους της πατρίδας μας.

 

-Η αντανάκλαση του αλουμινόχαρτου στο απέναντι μπαλκόνι καταμεσής στον ήλιο του χειμώνα που μας έδειχνε ότι οι δυο ολομόναχες γριούλες δεν πέθαναν ακόμη από το καλοκαίρι που είχαμε να τις δούμε.

 

-         όπως επίσης –

 

-Εκείνες οι μεσόκοπες γυναικούλες μετά το σεισμό του χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο στο Κίεβο, που πουλούσαν: η πρώτη ένα παλιό κλουβί – άδειο – με πορτάκια, η δεύτερη ένα σαμοβάρι και η τρίτη τη γάτα της.

 

-Εκείνα τα μοναχικά σπίτια στις άκρες των νεκροταφείων, που τα λειτουργούσαν ως κέντρα για τα παράνομα ζευγαράκια παλαιότερα, ή τα νοίκιαζαν οι τεχνίτες των τάφων, ώστε το απόγευμα της σκόλης που πίναν στο μπαλκόνι τον καφέ τους τα σχέδια στα πρόχειρα να ρίχνουν, να παίρνουν με το μάτι τους τα μέτρα.

 

-Εκείνη η μεγάλη τσιμεντένια πλατεία  που έπαιζαν το σούρουπο κάποια δικιάς τους επινόησης καμουφλαρισμένα τυχερά παιχνίδια, ο πανύψηλος βοηθός του δεσπότη, το συνεσταλμένο παιδί με τις λεπτές χορδές στη φωνή που ντρεπόταν να αρνηθεί και το «τραβούσαν» οι πιο απίθανοι, στο ποτάμι, της μικρής μας πόλης άνθρωποι, και το υδροκέφαλο μαζί τους που ήξερε απέξω τη γεωγραφία.

 

-Εκείνες οι όμορφες μέρες που βλέπαμε την αδελφή μας (μεγαλύτερη) στο μπάνιο γυμνή, το καθένα μας από το άλλο κρυφά, και ύστερα παίζαμε έχοντας μιαν ενοχή, και τα τρία μας, φλυαρία, όπως ακριβώς αυτοί που τους έχουν εμπιστευθεί κάποιο μεγάλο μυστικό και που, ενώ γνωρίζουν ότι δεν πρέπει, ξέρουν καλά μέσα τους ότι κάποια στιγμή θα το αποκαλύψουν,

 

-Και, τέλος, εκείνη η αντηλιά το ύστατο απόγευμα πριν απ’ το θάνατο της μητέρας μου στο νοσοκομείο, όπου όλα ήσαν τόσο θλιμμένα, μα τόσο θλιμμένα, και μόνο το αίμα της κυκλοφορούσε ανέμελο πάνω κάτω, ανέμελο πάνω κάτω, στο σωληνάκι.

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 6

(… βοήθησε, Θεέ μου, αυτός ο αποχαιρετισμός να επαναληφθεί ακόμα δύο, τρεις ή τέσσερις φορές…)

-Πώς αγαπώ τα μέρη που δεν θα ξαναδώ!..Αυτά που με τόσες αιματηρές οικονομίες πήγα. Τη Γουατεμάλα. Το Κάιρο, τη Μοζαμβίκη!.. Τώρα γυρνώ – κάπως μεγάλος κι εγώ – στο σπίτι μου, από μια πόλη μικρή, της ενδοχώρας, με λεωφορείο. Και αυτός ο άνθρωπος δίπλα μου, συνταξιούχος ογδόντα έξι ετών, που μόλις έχει αποχωριστεί την αδελφή του, επίσης ετών ογδόντα τόσων, την οποία είχε επισκεφτεί για να την αποχαιρετήσει για πάντα, φορτωμένος δώρα, καρύδια και κυδώνια, όλο κοιμάται.

Βοήθησέ, Θεέ μου, αυτός ο αποχαιρετισμός να επαναληφθεί ακόμα δύο, τρεις ή τέσσερις φορές.

 

-Ήρθε και μου ανακοίνωσε, προσποιούμενη μάλιστα και τη βιαστική, χωρίς να με έχει αφήσει να υποψιαστώ ποτέ κάτι τέτοιο, ότι ήθελε να χωρίσουμε, και πως θα μου εξηγούσε κάποια άλλη στιγμή τους λόγους. Έκανε δυο φορές να φύγει και, όταν τέλος το αποφάσισε, άνοιξε, αν και ήταν χειμώνας, τον ανεμιστήρα της οροφής, κάτι σαν αυτά τα δήθεν αστειάκια δηλαδή, που κάνουμε όταν οι πράξεις μας οι ίδιες μας έχουν τελείως γυμνώσει απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους, και έσβησαν στα κηροπήγια τα κεράκια (λευκά) που είχα ανάψει.

Έξω στο δρόμο και κάτω απ’ το παράθυρό μου, για ολόκληρο εκείνο το βράδυ, μου φαινόταν ότι κάποιος μετρούσε επίμονα και επί ώρα, μέσα στη νύχτα, λεφτά σε κέρματα.

 

-Ήταν πρωί βροχερό (επιστροφή από την Τασκένδη). Μπήκε στη μεγάλη αίθουσα που τώρα είχε γίνει καφετέρια. Κανείς δεν τον γνώριζε. Στη γωνία, κάτι παιδιά, μάλλον του σχολείου, χειρονομώντας, αστειεύονταν μεγαλοφώνως. Πήγε προς το μέρος της τζαμαρίας που έβλεπε στον κάμπο. Στάθηκε. Το πανωφόρι του παλιό και βρεγμένο. Κοίταξε ώρα πολλή και σκέφτηκε τους φίλους, τους σκοτωμένους, την αγορά και το κτήμα. Το σπίτι τους το πατρικό, όπως κάποτε πριν από χρόνια με κάποιον σύνδεσμο του είχαν μηνύσει, στους άλλους «πουλημένο». Το έφερε στο νου και πάλι και θυμήθηκε τα δωμάτια, το υπερώο, την πίσω μάνδρα προς το φαράγγι και την ποδιά που βρήκε, όταν κατέβηκε κάποιο βράδυ απ’ το βουνό, στην καρέκλα.

Κομμένα νύχια πάνω της, το ψαλίδι μισάνοιχτο

και η αδελφή του να λείπει.

 [ΟΜΟΚΕΝΤΡΑ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 7

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)

Ο πατέρας μου έφυγε σχετικά μεγάλος. Από χρόνια όμως είχε καταπέσει, είχε κλειστεί στο σπίτι και ποτέ του δεν έβγαινε, βλέποντας τη ζωή από την άκρη του παραθύρου. Κατόπιν,  όταν μεσημέριαζε, επέστρεφε στο δωμάτιο, έτρωγε το φαγητό του και ξάπλωνε. Κατέφθανα τότε κι εγώ από τη δουλειά μου και του κρατούσα λίγη παρέα, μέχρι που αποκοιμιόταν – οστεώδεις και το δέρμα του γεμάτο πτυχές νεκροσέντονου – πάνω στο κρεβάτι.

Το απόγευμα, όταν σηκωνόταν, καθόταν και πάλι στην άκρη στο παράθυρο μέχρι, περίπου, το σούρουπο. Γύριζε μέσα μετά, πλένονταν στο σώμα ολόκληρο – το χέρι του παράλυτο από τη συμφόρηση, μωρό που το κουβαλούσε ή μέρος που το επισκέφτηκε μικρός και τώρα αμυδρά το θυμόταν. Ύστερα έπαιρνε το βραδινό του – κρατούσε όμως πάντα εκείνο το μηχάνημα που έσπαζε τις κάψουλες για τη βρογχίτιδα, δοκίμαζε μια σφυρίχτρα που είχε δίπλα στο κομοδίνο του, για το απρόοπτο της νύχτας ή το σεισμό, και στον ύπνο κατάκοπος παραδινόταν.

Είναι αλήθεια πως όλα αυτά τα χρόνια είχε φορτώσει τον εαυτό του τελείως στις πλάτες μου, τόσο που νόμιζα ότι έφταιγε εξ ολοκλήρου  για τη μιζέρια και την κακοτυχία μου, ώστε, ξεσπώντας κάποια φορά πάνω του, άρχισα να τον χτυπάω αλύπητα, χαστούκια στα μάγουλα, φωνάζοντάς του ταυτοχρόνως δυνατά τις φοβερότερες της βαρυγκώμιας φράσεις. Και θα τον τυραννούσα ακόμη, σας βεβαιώνω, αν αυτό το άβουλο και ξεκαμωμένο από τον καιρό πλασματίδιο δεν έκανε, προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μια κίνηση για να ανταποδώσει το σκαμπίλι ή τη γροθιά, που σε κάποιον τρίτο που θα μας έβλεπε θα φάνταζε όντως αστεία.

Εντέλει, και επειδή όλα τα άλλα δεν έχουν και πάρα πολλή σημασία, πέθανε λίγο αργότερα, από μια αρρώστια που δεν του επέτρεπε ν’ ανοίγει πια τα καπάκια των ματιών του -  αν και κάπου – κάπου τα ανοίγαμε μαζί, έβλεπε τον κόσμο, έκλαιγε, βούρκωνε και τα ξανάκλεινε.

Και εγώ έκλαιγα και βούρκωνα, ξέχασα να σας πω, αλλά όχι μπροστά του. Πότε στο διάδρομο και πότε στο χωλάκι.

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 8

Και επειδή όντως δεν θέλω να σας παραπλανώ, υπήρξα στη ζωή μου ένα άτομο στ’ αλήθεια περίεργο.

Από μικρός, με τις ώρες κλεινόμουν στα ενδότερα του σπιτιού μας και έφτιαχνα, έφτιαχνα σκουριασμένα ποδηλατάκια των άλλων, παλιά τραινάκια, χαλασμένα ψυγεία πεταμένα του πάγου, ή σχέδια ανεδαφικά που τα γκρέμιζε στο τέλος το σκοτάδι της νύχτας.

Όσο για δουλειά, δεν έπιασα ποτέ μου, και αυτό ίσως ήταν το βαθύτερο μαράζι των δικών μου. Ο πατέρας μου, άνθρωπος κατά τα άλλα αξιοπρεπής, έμαθε εξαιτίας μου σιγά-σιγά να πίνει, έγινε δίχως να το καταλάβει ένα ευερέθιστο πλάσμα που και κάποιο παρατεταμένο κορνάρισμα πέρα μακριά, ακόμη, τον διέλυε. Κατέληξε φλύαρος και υπερσυναισθηματικός και, στις παρέες, χωρίς να του το δείχνουν, τον βαριόνταν. Ύστερα γύριζε αργά στο σπίτι, άρχισε να παρεκτρέπεται, να με δέρνει, ώσπου κάποια αδέξια κλοτσιά του με έριχνε κάτω, ή κάποια γροθιά του με μάτωνε στη μύτη, και έτσι αναγκαζόταν και με παράταγε, ενώ η οικογένεια του αδελφού μου, που έμενε από πάνω και είχε διαχωρίσει τη θέση της γιατί ήθελε την ησυχία της, έκλεινε τα παράθυρα – πάντα θυμάμαι δυο χέρια παιδικά  να τραβούν τα παντζούρια την τελευταία εκείνη στιγμή – και τη μάνα μου για την τύχη μου διαρκώς θυμάμαι, τη μάνα μου, να τον παρακαλεί.

Τότε ακριβώς ήταν που εγώ, κυλισμένος στη σκόνη έτσι όπως ήμουν, έφευγα, χανόμουν και πάλι στο κρησφύγετό μου και φανταζόμουν πράγματα αλλόκοτα, ενδεχόμενο βαρύτατο τραυματισμό μου στο νοσοκομείο επί παραδείγματι, ή και την κηδεία μου ακόμη, που θα ερχόταν μετά από χρόνια πολλά – οι συγγενείς θα με θυμηθούν διαμιάς, σκεπτόμουν, εκείνη την ημέρα (η μάνα μου από χρόνια θα είχε φύγει), ο πατέρας μου θα έχει πάρει (θα του έχουν δώσει δηλαδή) χάπι ηρεμιστικό, θα κλαίει και δεν θα ξέρει το γιατί, οι φίλοι μου, οι γνωστοί μου, παρατεταγμένοι στη σειρά, όλοι τους ξαναμαζεμένοι εκεί.

Και μόνο ο αδελφός μου ανάμεσά τους, αφήνοντας σπίτια, είτε οικογένειες, στόχους και ησυχίες όπως και πιο πάνω σας έλεγα, θα κάτσει ένα λεπτό μονάχος, θα σκεφτεί, θα ψάξει και πάλι εκείνη την πόρτα που είχαμε παιδιά και, συντριμμένος, παραμερίζοντας τους πάντες, θα την ανοίξει και θα μπει.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 9

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)

Εγώ και η Μάρθα, εκ γενετής χωλοί στο αριστερό μας πόδι, μην αντέχοντας άλλο το κλίμα του ιδρύματος, ορκιστήκαμε να αλλάξουμε, γι’ αυτό και βγαίνοντας, τα πράγματα, κάτω από το πείσμα της ακαταμάχητης θέλησής μας, όλο και προς το καλύτερο πήγαιναν. Το έναυσμα του «πείσματος» αυτού μάλιστα μας το έδιναν, εκτός των άλλων, και οι διάφορες ειρωνείες των υπόλοιπων συγκατοίκων της πολυκατοικίας μας, που δεν ξέρω, ομολογουμένως, ποιες εσωτερικές ανάγκες τους υπαγόρευαν αυτή την περίεργη συμπεριφορά απέναντί μας, την κακεντρεχή, πλην όμως πασπαλισμένη με τη χρυσόσκονη της συγκαταβατικότητας και της καλοσύνης εκείνης που τσακίζει ψυχές. Κάποτε μάλιστα (τόσο είχαν εξελιχθεί όντων τα πράγματα), ακούσαμε και οι δυο μας μια κυρία να «σφυρίζει» σιγά σε μια άλλη κάτι το άκρως περιγελαστικό για εμάς και αυτή να τη συμπληρώνει με την ίδια παριπαικτικότητα, ξεκαρδισμένη στα γέλια, με κάτι το αντίστοιχο. Πληγωθήκαμε τόσο πολύ στο άκουσμα των φράσεών τους αυτών δε, ώστε η Μάρθα, που ήταν πιο εύστροφη από μένα, με τράβηξε στο δωμάτιο της, γδύθηκε πάνω στο κρεβάτι μας, με έφερε απαλά κοντά της (ήταν πολύ όμορφη στ’ αλήθεια και τ’ ομολογώ), «πάρε με», είπε, και ένα χορός ανοίχθηκε έτσι αναμεταξύ μας, που μας έκανε και ξεχνούσαμε για ώρα πολλή.

Μόνο μετά, μόλις τελειώναμε, όπως και κάθε άλλη φορά που συνέβαινε το ίδιο, καθόμασταν κάμποσο για να ανασάνουν τα κορμιά μας, έτσι υγροί καθώς ήμασταν, αλλά και για να επουλώσουμε ο ένας του άλλου, στο πρόσωπο μας, τα τραύματά που εν τω μεταξύ χωρίς να το καταλάβουμε μας είχε προκαλέσει το ακάνθινο εκείνο στεφάνι, που ποιος, δεν ξέρουμε, και τίνι τρόπω μας είχε ήδη περάσει αθόρυβα στο κεφάλι.

 [από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 13

(… πίσω απ’ όλα τα πρόσωπα που αλλάξαμε στη ζωή, κρυβόταν πάντα η ίδια η μοναξιά…)

Κοιτάξτε την τη Δέσποινα στη φωτογραφία, όπου ανάμεσα στη ραστώνη των λεόντων κοιμάται!..

Υπήρξε στο βίο της έξυπνη και δυναμική. Έκανε παστρικές κουβέντες με θυρωρούς και μάλωσε με φίλιππους. Τη γνώριζαν και λάβαιναν το θάρρος να τη ρωτήσουν τα μυστικά του αρώματος που απέκτησε από την πείρα της οι πωλητές του τσαγιού, ενώ τη γνώμη της πολύμαθοι σεβάστηκαν βαρκάρηδες και οι μαραγκοί το ίδιο.

Να την τώρα που την προσμένουν. Θα ξυπνήσει, θα κατέβει στη μεγάλη σάλα και θα περάσει το μπριγιάν στο χέρι της πιο μικρής της κόρης που αρραβωνίζεται. Θα πει ένα αστείο την «κρίσιμη» στιγμή, θα γελάσουν όλοι, θα χειροκροτήσουν το πνεύμα της και θα σκορπίσουν αμέριμνοι, στο χορό θα σκορπίσουν.

Και μόνο εκείνη απ’ τη γωνία θα ξέρει πως, πίσω από όλα τα πρόσωπα που αλλάξαμε στη ζωή, κρυβόταν πάντα η ίδια – θα ξέρει – η μοναξιά!..

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 16 και 17

(… Μπαμ!..   Ω ψυχή, πουλί που δεν ξέρει

και πετά σε μέρες που επιτρέπεται το κυνήγι… )

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 15

(… μερικά πρόσωπα σημαντικά από το γενεαλογικό μου δένδρο, σε τέσσερα πλάνα … )

Πλάνο Πρώτο

Αυτός είναι ο προπάππος μου από τη μεριά του πατέρα μου, και η προγιαγιά μου. Παντρεύτηκαν με συνοικέσιο, έκαναν πολλούς και σωστούς απογόνους, και όπως με περηφάνια μας αφηγήθηκαν κάποια από τα εγγόνια τους, κάποτε, η συνύπαρξή τους βασίστηκε στη βαθύτατη αλληλοεκτίμηση, χωρίς, μέχρι που πέθαναν, να φιληθούνε στο στόμα ποτέ.

Πλάνο δεύτερο

Αλλά φαίνεται αυτό το «πολλούς και σωστούς απογόνους», που πιο πάνω σας ανέφερα, δεν είναι παρά μια φράση που συνήθως τη λέμε όταν ο χρόνος απομακρύνει τους ανθρώπους σιγά – σιγά απ’ όσα αυτοί στην πορεία τους έκαναν, γιατί το τρίτο από τα παιδιά τους δεν βγήκε καθόλου καλό, γι’ αυτό και το χίλια εννιακόσια δεκαπέντε με δεκαοκτώ περίπου έφυγε, μην μπορώντας από τις πράξεις του να κάνει αλλιώς, απ’ ό,τι μάθαμε, δεν φέρθηκε καλύτερα. Έτσι, κάτι όμοιοί του τον έβγαλαν στη μικρή αυλή, στο ισόγειο ενός πολυώροφου νοσοκομείου, και τον σκότωσαν πίσω από τις κουζίνες. Έμεινε δυο μέρες εκεί εγκαταλειμμένος και ματωμένος, ανάμεσα σε μια ξηλωμένη πολυθρόνα οδοντιάτρου και σε άλλα άχρηστα του ιδρύματος σκεύη.

Ερημιά από παντού ξεχυνόταν, και μια ντοματιά, που από μόνη της είχε φυτρώσει στην άκρη της μάντρας, τον κρατούσε στον ήλιο παρέα.

Πλάνο τρίτο

Αλλά για να περάσουμε και στην άλλη μεριά, στο σόι της μητέρας μου, ήτανε γύρω στα χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα με είκοσι πέντε, όταν ένας νέος (ο παππούς μου) με μια νέα (τη γιαγιά μου) κλέβονταν, για να παντρευτούν, Νύχτες και νύχτες τους κυνηγούσαν μετά οι δικοί τους, χωρίς για καιρό να τους βρουν.

Κάθε τόσο, από την ταχύτητα με την οποία έβγαιναν στα ξέφωτα τα λυχναράκια τους και ξαναχάνονταν ύστερα στα μαύρα βάτα του δάσους, καταλάβαινες την αποφασιστικότητα των βημάτων τους.

Πλάνο τέταρτο

Η ανεπανόρθωτα κακή τύχη όμως χτυπά, συνήθως, στη ζωή εκείνον που η (επίσης κακή) μοίρα, Κύριος οίδε από πότε, τον έχει σημαδέψει. Έτσι στην οικογένεια μας ολόκληρη, η τύχη αυτή δεν χτύπησε κανέναν απ’ όσους παραπάνω σας ανέφερα, αλλά κάποιον μακρινό, μικρό ανιψιό της μητέρας, ευαίσθητο, δειλό όσο και μοναχικό παιδί, τύπο κλειστό της κάμαρας και των βιβλίων, που η συγκυρία άνθρωπο του όρισε να σκοτώσει. Και πράγματι, ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, όταν από κάτι συγγενείς μας πάρθηκε η απόφαση ότι έπρεπε να «φαγωθεί» λόγω προσβολής της τιμής μιας κάποιας εξαδέλφης, επίσης μακρινής, ο εραστής, που ζούσε πέρα, σε κάποιο χωριό. Η παράδοση του όπλου (ήσαν τόσοι πολλοί οι συγγενείς ώστε είχαν πιάσει ολόκληρο το βαγόνι) έγινε μέσα στο τρένο που περνούσε από το μέρος εκείνο. Διαπληκτίζονταν όλοι τους άσχημα μέχρι να καταστρώσουν το σχέδιο, μια μουλωχτή χάβρα από την ανησυχία της επικείμενης πράξης τους βασίλευε, μια ασυνεννοησία, ώσπου στο τέλος δυο τρεις, οι πιο ανώριμοι, που παράσταιναν τους επιτελικούς, παρέδωσαν το κρύο και φοβερό όντως σίδερο στο άβουλο παιδί. Το πήρε εκείνο και , πριν κατέβει, πήγε για λίγο στην τουαλέτα, όπου κάθισε και έκλαψε πικρά. Ύστερα σήκωσε για λίγο τα μάτια. Σκοτάδι κυριαρχούσε παντού γύρω του, και από την τρύπα της λεκάνης μονάχα φαινόταν η γη και τίποτα άλλο, σαν ένα κυνηγημένο ημερήσιο φεγγάρι πάνω στις πέτρες της άγονης γραμμής!..


ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 14  / Ε. Μ.,  49 ετών

(… κλείνει μέσα της μια ομίχλη ενώ από τ’ αυτιά της πίσω βρίσκει δρόμο και ακάθεκτο το σούρουπο κατεβαίνει … )

… Ύστερα γυρίζει στο σπίτι. Ανοίγει το μεγάλο δωμάτιο όπου πράγματα περίεργα ενός απόκοσμου «άλλοτε», ενθύμια για να αφήνει να μεγαλώνει η ερημιά της, μια μηχανή παλιά ποδοκίνητη του ραψίματος, για να αφήνει να μπαίνει μέσα της ο μαύρος πλανόδιος τεχνίτης του χρόνου ο ομπρελάς, το μαύρο πουλάκι ο θάνατος, μια μηχανή του ραψίματος έχει!..  Ενίοτε τρώει πρώτα, είτε, φορές – φορές θυμάται!..   «Όλα σκόνη, τα πάντα, και στάχτη – ψελλίζει – όλα σκόνη και στάχτη».   Στρώνει να κοιμηθεί ύστερα σιγά – σιγά και «η ζωή πέρασε, η ζωή χάθηκε – λέει – το σούρουπο έρχεται, έφτασε, και η νύχτα να την, κατεβαίνει, τσακάλι που έχασε λαγό μες στα στενά τους δάσους»!..    [από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

Παρασκευή, 26 Αυγούστου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ