Παγωνιά
φυσάει στους έρημους δρόμους της
πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ’ αποτσίγαρα τα σύννεφα
τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε
βιαστικοί στους δρόμους φυσάει
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες
κάτω απ’ τις γέφυρες
φυσάει μες απ’ τ’ αχαμνά σκέλια των
κατάδικων που σουλατσάρουν στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των
γυναικών που γεννάνε έξω απ’ τις
κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα
στα καπηλειά
φυσάει κάτω απ’ τα παλιά ανάχτορα
Μνημόσυνο για τους πεσόντες
Εξέδρες τα ψηλά καπέλα των υπουργών
μονύελα γάντια
ακριβές γούνες
οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν
όπλα
πίσω απ’ τις ξιφολόγχες που
γυαλίζουν στριμώχνεται ο λαός
Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες
φάτσες μελανιασμένες απ’ το κρύο μελανιασμένες απ’ τις καπνιές
χοντρά δυνατά σαγόνια σαπισμένα δόντια
μάτια κάτω απ’ τα τσαλακωμένα
κασκέτα κόκκινα και βλοσυρά
Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους
σου αλληλούια φυσάει…
[εισαγωγική ενότητα από τη συλλογή
του Τάσου Λειβαδίτη ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1953, συλλογή για την
οποία απονεμήθηκε στον ποιητή το Πρώτο Βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ
Ποίησης στη Βαρσοβία.
Το βιβλίο όμως, στην Ελλάδα
κατασχέθηκε, με αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο κι ο ποιητής δικάστηκε το 1955
σε μια δίκη με πανελλήνιο ενδιαφέρον. Ο Τάσος Λειβαδίτης στο εδώλιο, με
αξιοπρέπεια, με ανθρωπιά και συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης διατύπωσε το σκοπό της τέχνης κι έπεισε το ακροατήριο και τους δικαστές με τελικό
αποτέλεσμα την ΑΘΩΩΣΗ του.
«Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»,
λοιπόν:
μια κραυγή ελπίδας και προσδοκίας,
που ανεβαίνει μέσα από τους θανάτους των πολέμων, κραυγή νικήτρα που βγαίνει
μέσα από τους τάφους των ηρώων και μαρτύρων.
Κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή με
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό 1ο τόμο: ΤΑΣΟΣ
ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, εκδόσεις Κέδρος]
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΜΙΣΟΚΟΙΜΑΤΑΙ
(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1953)
ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ’ ασβέστη
δεν υπάρχει διέξοδος
οι Σλάβοι μας απειλούν
ο πόλεμος
ησυχία – ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός
ο πόλεμος αλληλούια
φυσάει μες απ’ τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε τις
πόρτες των πολιτειών
φυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές
των δρόμων
φυσάει ανάμεσα στα κόκαλα των νεκρών
Μια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός
ένας αρτεργάτης φτύνει
καθάρματα αλληλούια
κι η φτυσιά του πηγμένη απ’ τ’ αλεύρι φουσκώνει σαν προζύμι
για ένα μεγάλο αυριανό ψωμί
λάβετε φάγετε φυσάει
Εργάτες απ’ τους υπονόμους απ’ τα τσιμεντάδικα απ’ το γκάζι
σκουπιδιαραίοι χτίστες
εργάτες από τα σφαγεία
γυναίκες απ’ αυτές που πουλάνε χόρτα στην αγορά
κορίτσια που ζεσταίνουνε τα χέρια κάτω απ’ τις μασχάλες
και πελώρια κόκκινα χέρια φαγωμένα απ’ τα νερά
Το έθνος μας απειλείται…
υπέρ βωμών και εστιών…
μα πρέπει να συντομεύουμε εξοχότατε
μας περιμένουν για το τσάι
ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη
ένα ζητιάνος ξύνει τ’ αχαμνά του
Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΡΥΩΝΕΙ ΚΑΤΩ
ΑΠ’ ΤΟ ΨΙΛΟ ΧΙΟΝΟΝΕΡΟ…
ένας γεράκος αλέθει ένα κάστανο με τα φαφουτιασμένα γούλια
του
μια πουτάνα κρεμασμένη στο μπράτσο ενός αμερικάνου ναύτη
ένα κορίτσι θυμάται τις παιδικές του προσευχές
«και επί γης
ειρήνη» φυσάει
Φυσάει στα κοκκαλιάρικα απλωμένα χέρια των ζητιάνων στα
σκαλοπάτια των εκκλησιών
φυσάει στις
ξεπαγιασμένες σιωπηλές ουρές έξω από τα λαϊκά συσσίτια
φυσάει στα ορφανοτροφεία στα μπορντέλα στα παιδικά άσυλα
φυσάει φυσάει
-
Να διαφυλάξωμεν την ασφάλεια του έθνους
-
Θα διώξουν λένε κι άλλους εργάτες αύριο – τι θα
γίνουμε
-
Σας πάει περίφημα η ερμίνα σας αγαπητή μου
-
Ελεήστε με χριστιανοί, δώστε μου μια δραχμίτσα
χριστιανοί
-
Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες
-
Κάνε πιο κει ντε το στόμα σου βρωμάει σαν
απόπατος
-
Η ελευθερία της πατρίδος
-
Την πήγα στο νοσοκομείο μα θέλαν λεφτά…
-
Απαιτεί να εξοπλισθώμεν
-
Πέθανε
-
Φυτίλια για τους αναφτήρες… φυτίλια για τους
αναφτήρες
Φυσάει
τι θα γίνουμε
πάρτε αδέλφια έχουμε και φυτίλια για δυναμίτες
Φάτσες αυλακωμένες απ’ το χρόνο και την βλογιά
φάτσες σημαδεμένες απ’ την πείνα και τα εργατικά ατυχήματα
φάτσες πρισμένες βρώμικες τριχωτές
φάτσες τραβηγμένες απ’ τις τανάλιες ενός άγριου χαμόγελου
φάτσες φαρδιές σαν στήθια μητρικά
φάτσες σκληρές σαν αμόνια
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου
Λειβαδίτη ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1953]
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΒΓΑΖΕΙ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΘΗΛΑΖΕΙ ΕΝΑ
ΚΙΤΡΙΝΟ ΜΩΡΟ
(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1953)
ο άνεμος μπερδεύει τα σύννεφα
τα σύννεφα μπερδεύονται στις σημαίες
ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού
κλαίνε οι γυναίκες πλένοντας τα μαύρα ρούχα τους
οι άνθρωποι κλαίνε στα κατώφλια στις γωνιές των δρόμων στα
χωράφια
κλαίνε στα χαρακώματα στα νοσοκομεία έξω απ’ τα ταμεία
ανεργίας
δάκρυα – δάκρυα
τα μάτια μας θα ζήσουμε και πέρα από το θάνατό μας
για να κλαίνε
φυσάει
Ο άνεμος μπερδεύει τις φωνές τα χρόνια τα ηλεκτρικά καλώδια
μπερδεύει τα δόντια ενού καπνεργάτη με τις ξιφολόγχες
μπερδεύει τον υπουργό μ’ ένα μαύρο σκυλί
μπερδεύει τον μαστό αυτής της γυναίκας που θηλάζει με τον
τρούλο της γειτονικής εκκλησίας
φυσάει
Τα τζάμια των μεγαλουπόλεων είναι θολά βρωμισμένα απ’ τα
πεινασμένα χνώτα μας
καθώς θάβουμε τους νεκρούς έχουν το στόμα τους ανοιχτό
οι νεκροί μας
πεινάνε
Ένα κοριτσάκι κάθεται στο κατώφλι
έχει τυλίξει μ’ ένα πανί, σαν κούκλα, το δεκανίκι του
πατέρα της
και το νανουρίζει
νάνι - νάνι
Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκαλιά
μας
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά
φυσάει
Μια λεχώνα ουρλιάζει κάτω απ’ τον παραμορφωμένο ουρανό
ο άντρας της γυρίζει τους δρόμους ζητιανεύοντας ένα κερί
ν’ ανάψει δίπλα στο νηογέννητο
Οι χορταμαζώχτρες
γυρίζουν τα χωράφια
μαζεύοντας στην ποδιά τους σφααίρες σάπιες αρβύλες και
κιτρινισμένα γράμματα
α γεννάτε – γεννάτε μανάδες
ουρλιάχτε από τους πόνους της γέννας
σκίστε τα ρούχα σας και τυλίχτε μη σας κρυώσει το μωρό
γεννάτε – γεννάτε
χρειάζεται κι άλλους νεκρούς ο πόλεμος
φυσάει
ΦΥΣΑΕΙ ΜΕΣ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΣΚΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΓΚΩΝΕΣ ΤΩΝ ΧΑΜΑΛΗΔΩΝ…
(… μια γριά σταυροκοπιέται:
Κύριε των δυνάμεων – των Δυτικών βέβαια Δυνάμεων…)
φυσάει μες απ’ τα τρύπια βρακιά των ανέργων
φυσάει
φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού
Ο υπουργός χειρονομεί
πάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανό
τα χέρια του σχεδιάζουν την προδοσία
Ένας οδοκαθαριστής τρέμει απ’ το κρύο
τα δόντια του χτυπάνε
παίζοντας ένα υπόκωφο οργισμένο τραγούδι
έι αφεντικά…
ποιος φώναξε
κανείς φυσάει
…………………………..
Φάτσες τραχιές σαν κούτσουρα
φάτσες κοφτερές σαν τσεκούρια
φάτσες κόκκινες χαλκοπράσινες σταχτιές
φάτσες βαθιές κι απέραντες σαν το βαθύ κι απέραντο ορίζοντα
χέρια που χτίζουνε τον κόσμο σε μιαν ώρα
και τον γκρεμίζουν σ’ ένα δευτερόλεπτο
φάτσες χοντροκομμένες πέτρινες σημαδιακές
Ένας καρβουνιάρης με τα μάτια στο μαύρο μούτρο του
σαν κόκκινα φανάρια κινδύνου μες στη νύχτα
μια μέρα θα
λογαριαστούμε
ποιος φώναξε
κανείς
φυσάει
ο πόλεμος ο πόλεμος
–
απόψε φωνάζουμε όλοι μαζί
Ο άνεμος παίρνει το σάλι της γριάς
το σηκώνει ψηλά το
ξεδιπλώνει
και το σάλι μεγαλώνει – μεγαλώνει
και σαν ένα τεράστιο μαύρο χταπόδι
αδράχνει την πολιτεία
Ο άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
παρασέρνει τη σκόνη απ’ τα πεδία των μαχών
αυτή η σκόνη θάβει σιγά – σιγά την Ευρώπη
φυσάει στα χωράφια στα λιμάνια στα ξέστρατα
πάνω στα τζάμια μας αντιφεγγίζουν οι μεγάλες πυρκαγιές της Ασίας…
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου
Λειβαδίτη ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1953]
ΕΝΑ ΣΙΝΙΑΛΟ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ S.O.S.
S.O.S
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου
Λειβαδίτη ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1953 )
ποιος κινδυνεύει
φυσάει μες στα μεγάλα τούνελ που περνά τα τρένα γεμάτα φαντάρους
και σκοτεινιά
πού πάνε S.O.S.
ο κόσμος βουλιάζει
φυσάει στους λόφους στα σταυροδρόμια στις εκκλησιές
οι γερμανίδες τραγουδάνε καθισμένες στα κατώφλια
τρεις φίλοι κινάνε
και πέρα τραβούν στο Ρήνο να
πάνε…
πηγαίναν οι φίλοι όταν στο δρόμο ξαφνικά
τους βρήκε ο πόλεμος
τώρα σαπίζουνε θαμένοι σ’ έναν ξένο τόπο
στο Ρήνο να πάνε
κρασάκι να πιουν…
ο άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα τα αίματα
μετατοπίζει τα σύνορα κουρελιάζει τους γεωγραφικούς χάρτες
αναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του
μπήγει έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό
παρασέρνει τα σύνορα τα έθνη τις πυρκαγιές
φυσάει
φυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του
κόσμου
Οι φαντάροι χτυπάνε τα πόδια τους να ζεσταθούν
γλιστράει το χιονόνερο πάνω στα κράνη
μετά τον κύριο υπουργό ένας στρατηγός ανεβαίνει στο βήμα
χάιλ Χίτλερ
ω με συγχωρείτε η
ελευθερία της πατρίδος ήθελα να πω
τα γάντια χειροκροτούν
κάτω απ’ τα τριμμένα πανωφόρια των παιδιών
ξεχωρίζεις τις μυτερές υποσιτισμένες ωμοπλάτες
Μια παρέα κορίτσια χαχανίζει
κοιτώντας το ξεκούμπωτο βρακί ενός μεθυσμένου
Το κοριτσάκι όλο μουρμουράει νάνι – νάνι
μα το δεκανίκι δεν μπορεί να κοιμηθεί -
θυμάται τον πόλεμο φυσάει
Φάτσες από κατράμι
φάτσες από μπετόν
χοντρά δυνατά σαγόνια γυμνασμένα απ’ τις αμασίες
μάτια που κι απ’ τις ξιφολόγχες κόβουν πιο καλά
τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
εις τους αιώνας των αιώνων
Πιο σιγά λοιπόν πιο
σιγά
θα ξυπνήσετε τους νεκρούς –
θα ξυπνήσουμε
φυσάει στους καταφρονεμένους και τους γυμνούς
Κάποιος πέφτει
ποιος είναι ποιος είναι
δυο αστυφύλακες τρέχουν
τίποτα – τίποτα
ένας άνεργος
λιγοθύμισε
φυσάει
μπορεί και να πέθανε
αλληλούια
τα σταυροδρόμια σαν μεγάλοι σταυροί ακουμπισμένοι στο χώμα
οι ξιφολόγχες γυαλίζουν
πάντα ματαιότης τ’ ανθρώπινα
ρουφιάνοι
οι μελανιασμένες φάτσες
ο άνεμος τι θα
γίνουμε φυσάει
αλληλούια
αλληλούια αλληλούια
ΚΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟΤΕ ΜΕΓΑΛΗ ΣΙΩΠΗ
(… κι άρχισε ο ήλιος να κατεβαίνει
μέσα στις φλόγες της δύσης )
Κι ο ουρανός έγινε κόκκινος. Και το χώμα κόκκινο. Σαν αίμα.
Και δεν ακουγόταν τίποτα σ’ όλη τη γη.
Και προβάλλοντας σιγά – σιγά πίσω απ’ τα υψώματα
μεγάλες σκοτεινές φάλαγγες φάνηκαν να ’ρχονται.
Απ’ τις πεδιάδες, απ’ τα φαράγγια, απ’ τις χαράδρες, απ’ τα
βουνά
απ’ όλους τους ανθρώπους φάνηκαν να ’ρχονται
οι νεκροί του πολέμου
Ξετυλίγονταν σε μακριές μαύρες σειρές σα να πηγαίναν σε
μάχη.
Και προχωρούσαν σέρνοντας τα βήματά τους και τρικλίζοντας
το κορμί τους έγερνε μπροστά σα να ’χαν πολύ περπατήσει
σα να ’χαν κουραστεί να περιμένουν τόσο πολύ.
Και προχωρούσαν κουτσαίνοντας και σαλεύαν αργά ως το βάθος
του κόσμου.
Και κάθε τόσο τρεμούλιαζε η γης, ύστερα έσκαγε κι άνοιγε
ένα μαυροπράσινο χέρι έβγαινε απ’ το χώμα και τέντωνε τα
σάπια δάχτυλα.
Οι νεκροί ανακλαδίζονταν και σηκώνονταν όρθιοι.
Και πατούσαν πάνω στους άλλους νεκρούς και προχωρούσαν
και σερνόντουσαν κι αυτοί στο χώμα κι αρπάζονταν απ’ τις χλαίνες
των άλλων ανασηκώνονταν
και σμίγαν τις φάλαγγες και πλήθαιναν και προχωρούσαν
εκατομμύρια νεκροί.
Κι ανάβαν κόκκινοι οι ορίζοντες σα να καιγόταν ο κόσμος
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου
Λειβαδίτη ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1953]
σελίδες 94 – 96 προσεχώς
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΡΟΧΩΡΑΝΕ
ΑΜΙΛΗΤΟΙ
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου
Λειβαδίτη ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1953 )
Μια γυναίκα ουρλιάζει: γιε μου
και χύνεται στα πόδια ενός νεκρού
ένας νταμαρτζής φωνάζει
μαζί τους
ένας χτίστης:
δολοφόνοι
ένας αχθοφόρος:
σηκώνει το χέρι του
κι η γροθιά του πελώρια κρέμεται πάνω απ’ τα μέγαρα
βοήθεια
μαζί τους
δολοφόνοι
γιέ μου γιε μου
Και τότε ξανάρχισε ο άνεμος
Κι ολάκαιρο το πλήθος σάλεψε κι άρχισε να προχωράει
ένα δάσος από σηκωμένες γροθιές
ένα απέραντο βουητό
ειρήνη - ειρήνη
Τα μεγάλα ρολόγια των πολιτειών τρίζουν καθώς σπρώχνουν το
χρόνο
οι χτίστες κατεβαίνουν απ’ τις σκαλωσιές και προχωράνε
αυτοί που στρώνουνε τις δημοσιές βάζουν τις αξίνες στους
ώμους τους και προχωράνε
ειρήνη - ειρήνη
Οι τοίχοι τα σπίτια
οι πλατείες οι σταθμοί
κοιτάζουν έκπληκτα αυτό το σκοτεινό πλήθος
που κάνει τον κόσμο να τρέμει και να ξαναγεννιέται
έρχονται απ’ τα ορυχεία απ’ τα χαντάκια απ’ τους υπονόμους
έρχονται απ’ τα βάθη του χρόνου καβάλα στους οδοστρωτήρες
ακούστε
αγκομαχάνε οι ρόδες τους σαν την ανάσα της ιστορίας
Οι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνε
ο άνεμος βουίζει μες στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις
αυλές
ξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέρα
οι δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμου
σφυροκοπάνε από κραυγές
ερχόμαστε παραμερίστε
κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει…
ΜΙΑ ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΘΕΡΜΗ ΑΠΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΝΩΤΑ
(… τα κεριά
λιώνουν μονομιάς στο βάθος των εκκλησιών…)
τραντάζεται ο θόλος τ’ ουρανού απ’ τα μεγάλα καρδιοχτύπια
ερχόμαστε από πολύ μακριά
πηγαίνουμε πολύ μακριά
βαδίσαμε μες στη λάσπη και το αίμα
βαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μας
βαδίσαμε χιλιάδες χρόνια για να ’ρθουμε
φάτσες σημαδεμένες απ’ τα οξέα και τις μπαλνταδιές του
μέλλοντος
χέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρειές και την τύχη
του κόσμου ειρήνη
Σφυρίζουν τα τραίνα
μια μεγάλη βουή απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα
χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες
οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα
σκοινιά
οι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά
σαν λάβαρα
ο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τους
ο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τους
θέλουμε να σπείρουμε
θέλουμε να υφάνουμε
θέλουμε να γεννήσουμε ειρήνη
ειρήνη
Ο άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ’ αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταρράκτης φως
είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί
εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη -
ειρήνη είμαστε οι προλετάριοι
Σαν μια αστραπή το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες
οι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες απ’ τους αγκώνες του
πλήθους
οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν
αξίνες
αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού
– θάλεγες πως το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα
Οι τυφλοί πίσω απ’ το σκοτάδι τους με τρεμάμενα ρουθούνια
μυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν’ ανατείλει
είμαστε εμείς που γκρεμιζόμαστε απ’ τις σκαλωσιές
εμείς που μας θάβουν οι στοές των ορυχείων
εμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μες τα λιωμένα μέταλλα
ειρήνη - ειρήνη
ο άνεμος που σας παρασέρνει απόψε
έρχεται απ’ τα χνώτα μας και τα φυσερά μας
Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε βλοσυροί
χοντροκομμένοι
βρώμικοι
μην πιστεύοντας στο Θεό
κουβαλώντας σαν ένα καινούργιο πελώριο Θεό
τη δύναμη τους
είμαστε εμείς που κλαίμε σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου
εμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμου
είμαστε εμείς που τραγουδάμε σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου
ειρήνη - ειρήνη
Προχωράνε απ’ όλα τα σημεία της γης
με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα
με τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στον
κόκκινον ορίζοντα
τις φαρδειές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου
Και πίσω τους έρχεται ο άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη - ειρήνη -
ε ι ρ ή ν η
ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ:
(… μια κραυγή ελπίδας και προσδοκίας, που ανεβαίνει μέσα από θανάτους πολέμων , μέσα
από τάφους των ηρώων και των μαρτύρων, μια κραυγή για την ΕΙΡΗΝΗ)
Το τραγούδι του Ποιητή ξεκινάει μ’ ένα
σύμβολο, που έρχεται και ξανάρχεται σα μουσικό μοτίβο, «φυσάει». Φυσάει ο
σεισμικός άνεμος, ο άνεμος της συμφοράς, φορτωμένος καταστροφή και πόλεμο, μα
και ο άνεμος της οργής κι η υπόσχεση του μελλούμενου. Κι ακολουθούν εικόνες
αθλιότητας, ασκήμιας, πείνας, εικόνες της καθημερινής ζωής των φτωχών και των
στερημένων κι εικόνες από την επίδειξη του πλούτου και την αδιάντροπη
πατριδοκαπηλεία των χορτασμένων αφεντάδων.
Μέσα από τα κοντράστα του τραγουδιού, το φως και το σκοτάδι, ακούγεται η
βουή του κόσμου, του αγώνα από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις, η θανάσιμη πάλη της
ελευθερίας, με την αρχαία ανθρώπινη δουλεία, ακούγεται το αλαλητό της δυστυχίας
των λαών και η οργή της ξεσηκωμένης δικαιοσύνης. Εικόνες αποκαλυπτικές
εκφράζουν κοινωνικές καταστάσεις κι είναι φορτωμένες με πολιτικές έννοιες,
συνδυασμός τους είναι γεμάτος τόλμη και φαντασία, το άσπρο και το μαύρο, η
αγάπη και το μίσος, ο δραματικός σαρκασμός και η οργή κι ο λυρικός ενθουσιασμός
γενικεύουν και πλαταίνουν αδιάκοπα το θέμα και τη σημασία του, κι όλα αυτά μέσα
σε μια έκφραση ρεαλιστική, όπου η λαγαράδα, η πλαστικότητα, κι η αλήθεια της
ζωής σφραγίζουν την κάθε λεπτομέρεια. Τίποτε δεν είναι θελημένο και
προσχεδιασμένο, τίποτα ξεζητημένο και πλαστό, όλα φέρνουν τη σφραγίδα του
γνήσιου, του αυθεντικού και του εμπνευσμένου και πάλλονται από αληθινό πάθος… Ο Ποιητής είναι φανερό πως βρίσκεται στην
ευτυχισμένη του ώρα, στον οργασμό του, γεμάτος ψυχική ευφορία και δύναμη.
Υπόσχεται πολλά και μεγάλα… [απόσπασμα από την παρουσίαση της συλλογής του Μάρκου Αυγέρη στην ΑΥΓΗ στις 13 Οκτωβρίου
1953]
Παρασκευή, 1 Απριλίου
2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου