Κυριακή 3 Απριλίου 2022

ΔΕΝ ΗΡΘΑΜΕ ΤΥΧΑΙΑ ΕΔΩ ΜΕΣ ΣΤΗ ΣΠΑΡΑΧΤΙΚΗ ΑΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 

Άνεμοι σύντροφοι μας άπλωσαν το χέρι

ήλιοι μας προσηλύτισαν    ιδανικά τραντάξανε κι εμάς την πόρτα –

όμως αργήσαμε,    η ζωή δεν μας περίμενε,

όταν ανοίξαμε, τα χνάρια από αίμα είχαν θολώσει –   

πριν ξεκινήσουμε, βουλιάξαμε σ’ αποχαιρετισμούς.

 

Μείναμε να μας τυραννάει η μεγάλη δίψα πιστεύοντας,

πιστεύοντας, πάντα πιστεύοντας

ψάχνοντας για ποτάμια στις κορφές

σέρνοντας σαν ξερόκλαδα τα βλέφαρα στους τοίχους

πουθενά δροσιά,    μια μαύρη λάμψη ολόγυρα μονάχα.

 

Η μέρα που λιντσάραμε μας ακολουθεί παντού,

τα ματωμένα της μαλλιά κολλάν στο πρόσωπό μας,

χιλιάδες νύχια προβολείς χυμούν μεσ’ απ’ το σκέλεθρό της,

ανατριχιάζει ο αγέρας πνέοντας ανάμεσα από πετρωμένα βλέφαρα,

τ’ αναστραμμένα μάτια του αύριο μας τρελαίνουν.

Θάμπωσε ο κόσμος, θάμπωσε σαν ακτινογραφία

μα της αρρώστιας  το αίνιγμα ξεδιάλυνε για πάντα.

Πότε λοιπόν θ’ ανθίσουνε τα χέρια μας ένα χαιρετισμό χαράς

σπάζοντας τα θερμόμετρα της πίκρας και της έγνοιας

σπάζοντας χειροπέδες δεκαπέντε ρουμπινιών

πότε θ’ αλλάξει ο αγέρας μέσα στις ψυχές μας;

 

Δεν είναι να κρατήσει αυτό – γιατί

ποιος να μερώσει τον καημό του κόσμου

όταν ματώνει ο ήλιος μπούκες τουφεκιών

όταν η νύχτα αποζητάει τη σάρκα που ’γινε όνειρο,

γιατί πού να κρυφτούν των κοριτσιών τα δάχτυλα, σε ποια κρυψώνα απαντοχής

ποιες δακρυσμένες φυλλωσιές να τα παρηγορήσουν, όταν γυρνούν τη νύχτα πίσω

βαριά τα γράμματα της γραφομηχανής και σκίζουνε τα νύχια τους

όταν γυρνάνε πίσω και παραπατούν μες στην καρδιά…

-ο έρωτας, ο έρωτας μια λέξη που δε σχηματίσανε ποτέ τούτα τα δάχτυλα

χρόνια και χρόνια αδιάκοπα

ψαύοντας παγωμένα μέτωπα στα πλήκτρα.

 

Δεν είναι να κρατήσει αυτό, τούτη η φρικτή ακαταστασία του κόσμου,

πονάνε ρίζες από φως μέσα στο χώμα.

Κι όμως εμείς δεν θα τελειώσουμε ποτέ καμιά μας πράξη

ψάχνοντας για ποτάμια στις κορφές

πιστεύοντας, πιστεύοντας, μόνο πιστεύοντας,

σκάβοντας μονάχα με την καρδιά

μια γούβα για γλυφό νερό μες στη μεγάλη δίψα.

[το πρώτο από τα ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959 – από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017 – ακολουθούν τα επόμενα τρία ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ: «Αποχρωματισμοί», Η Μάρθα στο Παράθυρο, καθώς και τα ποιήματα ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ: Ενθύμηση αποχαιρετισμού στ’ αρχαία ερείπια, Ο Φρουρός και οι Ιτιές, Δίολκος με κατακλείδα το ποίημα Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ]

 


ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΧΑΟΣ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ ΟΤΑΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ ΧΑΣΚΟΥΝΕ ΒΑΘΙΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΡΟΜΟΥ

(2ο Παράθυρο στον Κόσμο από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959)

Αν δεν θυμώσω πώς να σηκωθώ από την αηδία,

μες στους συνωστισμούς των συμφορών πώς ν’ ανασάνω

ν’ αποτινάξω το ζυγό των καπνισμένων ουρανών

και να φυσήξει από τα πέρατα της γης η ελπίδα;

 

Για ποιο χάος μου μιλάτε, για ποιο χάος,

όταν μπροστά μας χάσκουνε βαθιά πηγάδια τρόμου

στέλνοντας πίσω τη φωνή μας ουρλιαχτό απ’ τα έγκατα της φρίκης

όταν πληγές τριγύρω μας φωνάζουν, μας φωνάζουν

-οι λάκκοι των θηρίων βρυχιούνται,   βογκούν οι λαβωμένες λαγκαδιές

κι ουρλιάζει    ξεκοιλιασμένη θάλασσα,

πονάει το μέλλον – για ποιο χάος μου μιλάτε;

Σπούδασα την κυκλοφορία των δρόμων

έμαθα την ανατομία της δυστυχίας.

Χάος δεν υπάρχει. Μονάχα πληγή.

Τίποτα δεν με ξεγελάει, σ’ ανήμερη είμαι πάλη με τον όλεθρο,

το χνώτο της απελπισίας απωθώ

και του θανάτου    στρίβω τα δάχτυλα.

 

Αν δεν παλέψω, πώς να βγω απ’ τη δυστυχία,

να σμίξω μες στον κίνδυνο την αυριανήν ημέρα

ν’ αγγίξω το σφυγμό της από τώρα μια που πια δεν θα ξαναϊδωθούμε

να βγω να περπατήσω στους δρόμους της

να φιλήσω τα μάτια της ανάμεσα από λάμψεις και βροχές

και να της πω πως δεν εχάθηκα – κανείς μας δεν χάθηκε –

σφίγγοντάς την επάνω μου παράφορα ώσπου να γίνει τώρα

ώσπου να γίνει σάρκα μου

καθώς χυμώ και πέφτω    με το στερνό παλμό ξεμανταλώνοντας τον ήλιο.

 

«ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ»

(τρίτο Παράθυρο στον Κόσμο από τη συλλογή του Β. Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959)

Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα

μες στις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά

τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά

τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.

 

Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι

χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί

για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί

κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.

 

Στα λόγια σπάταλοι, φυλαγμένοι όμως στο αίμα

κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό

-ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,

ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα…

 

Ακούς και δεν γνωρίζεις τ’ όνομά σου

κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ’χε δοθεί

-σε ποιες λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;

Μέγα κακό είναι ν’ αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.

 

Δεν είναι ο κόσμος πείραμα  στους τρόμους

του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.

Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή

υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους;

 

Θα ’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως

μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή

-άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,

άνθρωποι που «διαλύθηκαν ησύχως…».

 

ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΠΕΙ: ΘΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Μα όσο περνούν τα χρόνια το για πάντα

όλο και τρέμει πιο πολύ σαν αναφιλητό

κι η αγάπη είναι μια λέξη που αποφεύγουμε

όπως τα μάτια αυτών που γύρισαν από εξορία – και που θα ξαναπάν…

 

Είναι ζεστό κι ανθρώπινο να μείνετε εδώ,

η σκέψη πως δεν αλλάζει τίποτε, παρηγορεί την τσακισμένη προσπάθεια,

όμως εσύ: με περιμένουν είπες

και βγήκες απ’ τη μοναξιά μας – κι απ’ τη μοναξιά σου.

 

Έφυγες όλος ένα ακατανόητο ρίγος.

Τι κράτησαν τα χέρια σου, τι κράτησαν, τι ήταν αυτό που σου ’δωσα

-λίγη άμμος μεθυσμένη από ήλιους και κύματα

που σου γλιστρώ μεσ’ απ’ τα παγωμένα δάχτυλα και σώνομαι

έτσι καθώς απομακρύνεσαι και προχωρείς μονάχος ίσως πάλι…

 

Από μια μοναξιά σ’ άλλη περνάμε – αυτό είναι όλο,

αφήνουμε τα χέρια που κρατούσαμε ως τώρα

(χωρίς να μάθουμε ποτέ μας πώς μας είχαν χρόνια πριν εγκαταλείψει)

ζητώντας άλλα χέρια που κι αυτά θα μας εγκαταλείψουν –

μα τι χέρια να ’ναι αυτά;

Τουλάχιστον αυτή τη μοναξιά την είχες συνηθίσει,

ήξερες πια τους τοίχους, τις γωνιές, να μη σκοντάφτεις στο σκοτάδι,

ήξερες να μην πέφτεις πάνω στις πληγές  των άλλων

γνώριζες τα βήματα του «κανείς,,,»

και το συρτό αλύχτημα της επιθυμίας στα σωθικά σου.

Τουλάχιστον αυτή τη μοναξιά την ήξερες,

γιατί γυρεύεις άλλη;

 

«Το αιώνιο επιχείρημα του δήμιου» θα μου πεις,

«φιλολογία του προβολέα που ρημάζει τα μάτια,

η γλώσσα του μαχαιριού…» - όχι, μη,

μη μου μορφάζεις στο σκοτάδι σαν πληγή,

δεν είμαι εγώ που στήνω αυτό το δίλημμα,

εγώ παραμιλώ – άμμος μεθυσμένη από ήλιους και κύματα,

άμμος που πίστη δεν κρατάει, μα επιθυμία μονάχα…

Παραμιλώ γιατί φοβάμαι

το ξέγδαρμα της μέρας που περνάει και φεύγει

τη σκόνη στα γαρίφαλα των βάζων

τους στοιχειωμένους δρόμους, τ’ αυτοκίνητο που σταματάει μπροστά στον κήπο –

να, σβήνει τώρα τα χρυσά λεπρά του μάτια,

άκου τον παφλασμό της πόρτας του

(σα να πέφτει και να πνίγεται ένα κορμί στην ίδια του τη σκιά).

Έρχονται φίλοι που άλλοτε αγωνίζονταν, και τώρα σταδιοδρομούν,

γεμίζουνε τις κάμαρες προσέχοντας να μην αγγίξουν

τα χθεσινά τους λόγια που έμειναν με βλέφαρα ανοιχτά πάνω στους τοίχους,

πίνουν, καπνίζουν σαν ερείπια

μαθαίνοντας ο ένας στον άλλον πώς γίνεται κανείς, από άνθρωπος σκιά – φοβάμαι,

είναι στιγμές που κιτρινίζουνε τα πόδια μου

κι ας είμαι ακόμα νέα, νέα πολύ,

τριγυρισμένη από θροΐσματα αστεριών

και στίχους νοτισμένους από το πρόσωπό σου…

 

Με τα βαριά πολυταξιδεμένα μου μαλλιά ριγμένα τώρα απ’ τους ανέμους σ’ άλλα πρόσωπα,

πόσο θα σε κρατήσω ακόμα, πόσο,   φως κουρασμένο μέσα μου,

άσπιλη νοσταλγία – πόσο ακόμα; -

με τα μαλλιά ριγμένα τώρα σ’ άλλα πρόσωπα;
[Η ΜΑΡΘΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ, το τέταρτο από τα ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ  που προλογίζουν τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959 - περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ ποιήματα 1949-2006, Ύψιλον/ βιβλία 2017]

 

ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959)

Ι

Πέτρες πάνω στις πέτρες   κορμιά πεσμένα πάνω σε κορμιά

γενιές πάνω από γενιές χτισμένες

εδώ που της ασπίδας την κλαγγή θαμπώνει το μπαρούτι

όταν αστράφτει και πηδούν τα τείχη

κίτρινα, μουσκεμένα από καμακωμένα ψυχομαχητά

με δάχτυλα, που δεν ξεψύχησαν ακόμα, στις ρωγμές τους…

 

Σ’ ένα ξεστράτισμα - που δεν σου ταίριαζε – τρεκλίζεις στο κενό

νιώθεις της μοίρας σου το χέρι να γλιστράει σαν άμμος μεσ’ απ’ το δικό σου

ρωτάς τι έγιναν όλοι αυτοί που λίγο πριν στέκονταν πλάι σου

πώς το παραδεχθήκαν , πώς το παραδέχθηκες

ώσπου κι εσύ να γίνεις ένα κύμα που θα σπάσει

 

Πέτρες πάνω στις πέτρες

βράχοι ξυμένοι σαν κρανία νεκρών απ’ τους βοριάδες,

τι γκρεμνοί, τι αγκάθια,

κάτω απ’ τ’ ανατολικά τείχη  του Ακροκορίνθου που σε μάθανε

πόσο πικρό είναι να υπάρχεις…

 

ΙΙ   ΕΝΘΥΜΗΣΗ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ ΣΤ’ ΑΡΧΑΙΑ ΕΡΕΙΠΙΑ

… Ώσπου να πεις: δεν είναι πια άλλος τρόπος,

ώσπου για τη συναλλαγή να ξεκινήσεις,

ώσπου να μπεις στη ζυγαριά, είν’ ο κόπος·

μετά, νωρίς ή αργά θα ισορροπήσεις.

 

Κι αν σου μιλώ με τόσο γύμνια

δεν είναι γιατί πια δε θα ξαναϊδωθούμε

είναι γιατί τόσα τσακάλια, τόσα αγρίμια

τριγύρω αυτόν το χωρισμό καραδοκούνε.

 

Βέβαια, «κανένας με το ζόρι τους ανθρώπους

δεν μπορεί να τους κάνει ν’ αγαπήσουν»

όμως κοιτώ με φρίκη, με τι τρόπους

τα καταφέραν και τους κάναν να μισήσουν.

 

Μυκήνες, τείχη, τάφοι, πανοπλίες,

ήλιος που μας πονάει, αγέρας που τυφλώνει…

-Κάποτε ήταν ζωή όλες τούτες οι ερημίες

κάποτες ήταν αίμα ετούτη η σκόνη.

 

Τα δάχτυλά μας στις ασπίδες και τα κράνη

τι δάκρυα, τι φωνές, τι πόνο ψηλαφήσαν…

«Τόσο λαχτάρα ζωής» τη στείλαν να πεθάνει,

τόσες περήφανες ψυχές – και τις λυγίσαν…

 

Γι’ αυτό, δεν είναι ο χωρισμός που με τρομάζει,

το ξύπνημα στην άδεια κάμαρά μου

όπου δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει

η φωνή μου που φώναζε όλη νύχτα τ’ όνομά σου,

 

όχι δεν είναι η μοναξιά που με τρομάζει,

τις ζυγαριές φοβάμαι που πληθαίνουνε στον κόσμο,

τις ζυγαριές που μέσα μας πληθαίνουν

όταν γι’ αυτό που γεννηθήκαμε δεν ζούμε,

τις ζυγαριές, που είπαμε να τις σπάσουμε μια μέρα.

 

Αχ, είναι να μη μπλέξεις με παλάντζα.

Μην πεις που ένα σου μέρος μοναχά θα εξαργυρώσεις

οι ζυγαριές έχουν σκληρά κι ύπουλα γάντζα,

όσοι μπλεχθήκαν, όλα τα ’χουν δώσει

 

για θρύψαλα χαράς και για εσπερίδες

και για γαμήλιες βραδιές στο Μπούρτζι

μα η θάλασσα έφρισσε – φτερούγα από λεπίδες –

τους τρέλαναν το πρωί του ήλιου οι μπρούντζοι.

 

Άνθρωποι, ελπίδες, όρκοι, πεποιθήσεις,

άνθρωποι τόσο σίγουροι για την ψυχή τους

-κι έρχονται τώρα οι τελευταίες ειδήσεις

πουλήθηκαν, καθένας στην τιμή του.

 

ΙΙΙ  Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΤΙΕΣ

Μήτε νερό μήτε φεγγάρι στα πηγάδια

γεμάτος λέπια από μαχαίρια είναι ο ουρανός

τα καλοκαίρια ανάσκελα στα κίτρινα χωράφια

κι οι ιτιές σπασμένες μέσα μου.

 

Τριγύρω τα χωριά μουγγά

και συ γδαρμένη απ’ τους ανέμους

να ψηλαφάς τις πέτρες ψάχνοντας ακόμα για το μέτωπό μου

να με ζητάς με βήματα που δεν γνωρίζω πια, να με φωνάζεις με όνομα που τρομάζει την ηχώ του…

 

Απαγορεύεται, απαγορεύεται, απαγορεύεται…

Στα κύματα και στις φωνές ταμπέλες καρφωμένες

στο μέτωπο των άστρων της αγάπης,

μες στην καρδιά του λουλουδιού,

στη μήτρα της γυναίκας,

στου σταυρωμένου ορίζοντα τις τέσσερις πληγές, απαγορεύεται.

 

Να σέρνεσαι – μονάχα τούτο σώζει.

Τσακίζουν όσοι μένουν όρθιοι,

η ζωή είναι ερπετό,

οι άνθρωποι αδιάκοπα χτυπούν ο ένας πάνω στον άλλον,

ξεγδέρνονται στις όχθες, σέρνονται σε κοίτες, στρώνουνε,

καθώς κυλάνε βιαστικά στο ρέμα,

οι άνθρωποι με τον καιρό γίνονται ήμερα βότσαλα, λεία στην αφή

τίποτε δεν θυμίζει πια πως ήταν βράχοι κάποτε.

 

Α, πώς γονάτισε η έπαρση…

Ο δρόμος μου χαμένος   κι οι ιτιές σπασμένες μέσα μου.

Της μοίρας μου η φωνή τριγύρω σκοτεινή

που την αγγίζω και γλιστράει από αίμα

και μες τον άδειο κόσμο, μοναχό, δίχως κανένα έλεος,

ένα κορμί που σπαρταράει μες στην κοκαλιασμένη του στολή

όπως μες σ’ ένα ολάδειο σπίτι μια φωνή – μητέρα!...

 

Μήτε νερό μήτε φεγγάρι στα πηγάδια –

αγκίδες, κόκαλα, θρύψαλα φως στον κρόταφο

ξερά κλαδιά στις φλέβες μου μπλεγμένα,

κι ο ίσκιος της στερνής κραυγής απλώνει μέσα στο αίμα.

Μήτε νερό μήτε φεγγάρι στα πηγάδια

μήτε ένα χέρι γάργαρο να πλύνει τις πληγές…

Μη με γυρεύεις πια, μη με ζητάς

κι αν δε με ξέρει το αύριο, μη θλίβεσαι,

μητέρα, δε θα ξαναπαίξω πια   «κλέφτες κι αστυνόμους»

 

ΙV   Δίολκος

Δεν έχει πια ουρανό δεν έχει πια

δεν έχει πια πού να πιαστεί η κραυγή, πού ν’ ακουμπήσει ο πόνος.

Πού πήγε ο αγέρας, πού είναι το νερό;

Τριγύρω των συντρόφων μας τα πρόσωπα θολά

μες στο άγριο ψυχομαχητό της μέρας

 

Σέρνοντας τα καράβια απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη

λιώσαν τα χρόνια μας,

η νιότη μας φτερούγισε και χάθηκε – ένα σμάρι βογγητών,

οι μέρες μας και οι νύχτες μας φριχτά διαμελισμένες.

 

Γυμνοί κάτω απ’ των άστρων τις εκρήξεις

αγγίξαμε του τέλους την αιχμή,

κι απ’ όλα τα μαρτύρια πιο πολύ

πονάει η πληγή ενός ρόδου στην καρδιά μας…

 

Άνοιξη - κι έρχεστε ξανά,

χοροί περιβολιών, πουλιά, τραγούδια της Φρυγίας

παιδεύοντας τα σταχτωμένα χείλια μας με θύμηση φιλιού, ανασταίνοντας,

κάθε που χαλαρώνουν τα σκοινιά, στα δάχτυλά μας,

σκιρτήματα έναστρης αφής, πλεξούδες φεγγαρίσιες…

 

Μα η πέτρα ρούφηξε το φως

χώνεψε νοσταλγίες   σκέπασε φτερουγίσματα.

Ω, σεις που θα ’ρθετε σ’ αυτές τις ερημιές αιώνες ύστερα από μας

ανοίγοντας κανάλια,   καρφώνοντας σιδηροδρομικές γραμμές,

σπάζοντας σα χαλίκι την καρδιά σας σε μακριούς δρόμους αιχμαλωσίας,

ω, σεις που δεν θα μάθετε ποτέ σας να σκοτώνετε,

το μέλλον σας είναι τραχύ

το μέλλον σας νυχιά αστραπής πάνω στα βράχια

το μέλλον σας η μοναξιά

μες σ’ ένα πλήθος μαυροφόρες μέρες

-όταν θα σας αρνιέται κι η ίδια σας η Μοίρα

τρομάζοντας να δει τα πρόσωπά σας

πρόσωπα μουσκεμένα μαρτύριο

πρόσωπα που κλονίζουνε το χάος

με μάτια δίχως βλέφαρα κάτω απ’ το μαύρον ήλιο/

 

V

Κύματα που έγιναν επάλξεις

όστρακα στα ριζά του κάστρου χωνεμένα –

μια πετρωμένη ταραχή βυθών στο πρόσωπο των βράχων,

χειρονομίες μιας πάλης που δεν τέλειωσε. μα αποτραβήχτηκε από σένα πια.

 

Έφυγε η θάλασσα έφυγε κι οι τρικυμίες αλάργεψαν δίχως εσύ να νιώσεις

κι έμεινες να περιπλανιέσαι τώρα ανάμεσα σε πέτρες και παλιές συνομιλίες

με μια μανία να θέλεις να μετακινείς τις λέξεις…

Μα είναι βαριές οι λέξεις – τι ταράζεις αναπαμένα μέτωπα καημών –

είναι βαριές οι λέξεις, μη πασχίζεις άλλο πια να τις μετακινήσεις.

Πέσε και κλάψε πάνω τους

γιατί αυτές είναι τώρα ό,τι ήταν μια φορά

πάθος κι ορμή κι αλαζονεία…

[ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959 - περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ ποιήματα 1949-2006, Ύψιλον/ βιβλία 2017]

 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΩΚΕΑΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΜΑ ΜΟΝΑΧΑ ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΑΙΜΑ -

(… ένας λεκές που απλώνει δίχως έλεος πάνω στη ζωή μας…)

Οι μάχες πια σταμάτησαν.  Αγέρας αρμυρός  μας γλύφει τώρα τις πληγές.   Ποιος έχει το κουράγιο πια να θυμηθεί  βουνά θυμάρι κι ακρογιάλια γιασεμί;   Η ξενιτιά στους κάβους ξύνει κόκαλα   κι ο πυρετός παραμιλά: είναι η πατρίδα μας πολύ μακριά.   Οι μάχες πια σταμάτησαν – κι είν’ η πατρίδα μας πολύ μακριά,   κανένας δεν μπορεί να δει   ομίχλη μες τα μάτια μας  ομίχλη στην καρδιά   Δεν είν’ δεν είν’  οι ωκεανοί που μας χωρίζουν μα μονάχα μια στάλα ανθρώπινο αίμα – ένας λεκές   που απλώνει δίχως έλεος πάνω στη ζωή μας   μονάχα μια κρυαγή που σκιάσε το φως   σβήνοντας μονομιάς όλα τα καλοκαίρια μας.   Με ασάλευτες πυξίδες μάτια σκοτωμένων   τα πλοία γυρίζουν πίσω φορτωμένα   βαριά μεταλλικά κουτιά – οι νεκροί μας   που τους ξεθάψαμε για να τους φέρουμε   μισολιωμένους πίσω στην πατρίδα   γιατί το κάθε λέπι γης θέλει ιστορία   γιατί οι πατρίδες θέλουν τα μνημεία τους   γιατί οι πατρίδες θέλουν να ’χουν τους νεκρούς τους.   Το κύμα σκοτεινό χυμάει από παντού  ψάχνει τ’ ακίνητά μας πρόσωπα με αφρούς σπασμένα νύχια.   Είμαστε εμείς που ίσαμε χθες ακόμα παίζαμε στην άμμο   με λαμπερές περήφανες φωνές   - όταν το πέρασμα ενός κοριτσιού άλλαζε τον κόσμο;   Πότε βραχνιάσαμε, πότε θαμπώσαμε   πότε κιόλας μας πήραν και μας στείλανε στον άγριο θερισμό;   Είμαστε εμείς που επιστρέφουμε;   Το φτωχικό που γεννηθήκαμε   τα παιδεμένα χέρια που μας αναθρέψαν   τα νεανικά ονόματα στο φλοιό της ευκαλύπτου,   τα κορμιά που σφίξαμε στο ατίθασο χορτάρι,  τι ήταν λοιπόν αυτά όλα,  τι ήταν   αφού δεν μπόρεσαν να μας στεριώσουνε σ’ ένα δεσμό πιο ανθρώπινο   αφού δεν μπόρεσαν να μας γλιτώσουν   όταν σκοτείνιασε το ριζικό μας κι απομείναμε,   έρημες ρίζες ξεχωμένες, μες στις στάχτες;   Η επιστροφή μας ένας νέος ξενιτεμός.   Τα μάτια μας στο μαύρο αγέρα στυλωμένα   ψάχνουν αλλού, μακριά   ψάχνουν για την πατρίδα μας   ψάχνουν πολύ μακριά!,,   [Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959]

Δευτέρα, 4 Απριλίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ