Φανερό πια
πως αρχινώ μια μάνα από αίμα σ’ όλα μου τα ποιήματα
Εγώ, ο αέρας του πύρινου πάντα
ανοίγω ξανά και ξανά το χώμα της πτώχευσής μου
και σβήνω λέξεις που μοιάζουν βουβές
πίνοντας το αλλοτινό μου γάλα κάτασπρο
Κι ας κλαίει όσο θέλει η πέτρα των δρόμων
για τους θανάτους που βρίσκει
Φανερό πως αρχινώ
τη γλώσσα του πεπρωμένου ω χρόνε
[εισαγωγικοί στίχοι από τη συλλογή
της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ 2008]
Από την ίδια συλλογή και τα ποιήματα:
ΑΠΕΛΠΙΔΑ ΒΡΕΦΗ, Μήνες τώρα βλέπω μιαν άγνωστη μάνα να
διασχίζει την αυλή της φυλακής…
ΕΓΩ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ, Όλη μέρα παίζω με
το σπίτι…
ΕΠΤΑ ΑΠΕΙΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ, Τον
ακολούθησε κατά κάποιον τρόπο ως το αίτιον της σκιάς… και
ΑΧ
ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΜΟΥ, Πάντα σε φανταζόμουνα να μεταμορφώνεσαι σε δένδρο… Και
πώς να σε ζωγραφίσω με τέτοιο Νοτιά στα δάχτυλα, Έρωτα;
ΑΠΕΛΠΙΔΑ ΒΡΕΦΗ
(από τη συλλογή της
Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)
Ι
Μήνες τώρα
βλέπω μιαν άγνωστη μάνα
να διασχίζει την αυλή της φυλακής
στάζοντας του καρπού της βρέφη
Κλειστή από φεγγάρι η φυλακή μου
κι όμως κινώντας έρχεται
από την πύλη των φρουρών
κι ανεβάζει κίτρινα πουλιά
Την ακούω
σαν τα φανάρια που μπαίνουν κρυφά
στον πάγο αυτής της φυλακής
κι ανοίγει νοσταλγίες στα κελιά
και με κοιτάζει στους βοστρύχους λέγοντας:
ξανάρθα, γιόκα μου,
ξανάρθα
Δεν μπορεί,
αυτή η άγνωστη πια σ’ όλους από χρόνια
δεν είναι για μένα εδώ
στα γόνατα εκλιπαρούσα
δεν είναι
σας παρακαλώ
Αχ μάνα γερασμένη
με πόσο θρήνο δάκρυα καυτά
η μνήμη να σβηστεί
ΙΙ
Ήρθε πάλι μια ήπειρος στήθους
να σπάσει νηστική τα κάγκελα
που κλείνουνε απέλπιδες νεκρούς
Πως καίει δάκρυο το σίδερο
και στ’ άλλο χέρι της το χώμα
μη βλέπουν οι θνητοί τον πόνο
Ήρθε πάλι με παραμιλητό
και μαζεύει τις σκοτωμένες πεταλούδες
απ’ το στήθος
και μια σκιά
από τις πόρτες τις βαριές
Αχ μάνα με το θρήνο του αθώου
έτσι κι ο Ιησούς
μιαν άνοιξη με πεταλούδες προδομένος
ΕΓΩ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ
Όλη μέρα παίζω με το σπίτι
Κάθομαι στην απαλή ζέστη του
και κυλώ τις πέτρες
που συγκρατούν τους τοίχους
Οι τοίχοι
έχουν παιδιάστικες πέτρες
που τους αρέσει να ταλαντεύονται
με το παράθυρο ανοιχτό.
Καμιά φορά έχω την αίσθηση
ότι τρυπώνουν βαθιά στο μυαλό μου
και με ρωτούν ποια είμαι
Αυτή η ταλάντωση δεν έχει τελειωμό
Κάποτε τέντωσα το παράθυρο
και τις ακούμπησα στην πάνω ελευθερία
με τρία σύμφωνα από τη δύναμή μου
Ο άνεμος γέμισε πέτρες
κι ας ήταν η πόλη ανηφορική
Κοίταξα ψηλά
τον τοίχο που κουνιόταν
Ο τοίχος άσπρος
κι εγώ αποκοιμήθηκα δίχως κενά τριγύρω
Έχω πολλές πέτρες
Συνήθως τις φορώ προτού ξαπλώσω
και κλείνω τις αιμορραγίες
στα πέτρινα πατώματα
Έχω και μετρημένες ανεικόνιστες
που ανεβαίνουν λοξά όλη νύχτα
με πρόσωπο καλυμμένο
στην πλάτη
Εξόντωση τις ονομάζω
Για τους πολλούς νεκρούς
μέσα μου που ξυπνούνε
Καμιά φορά κουλουριάζομαι στο σπίτι
και κατεβάζω τους τοίχους
τον έναν μετά τον άλλο
με δυνατούς προβολείς
Καταπίνω τη μισοφωτισμένη σκόνη
κι έπειτα μ’ ένα τίναγμα
ανοίγω τον ανεμοθώρακα
και ρέω τις διαφάνειες μιας λήθης
Μεταμορφώνομαι σιγά – σιγά
ξέρεις
διαμπερής αθωότητα
και γεμίζω τα κενά στο σπίτι
Αν σταματούσα
και μεγάλωνα στους τοίχους
το βλέφαρο που αποσφραγίζει το μηδέν
το σπίτι μισοτελειωμένο θα πνιγόταν
μ’ ένα τεράστιο κενό αγρύπνιας
Εγώ και οι πέτρες
σ’ αυτό ή σ’ άλλο σπίτι αδειανό
συγκατοικούμε χρόνια
εις τ’ όνομα του αρραβώνα μας
κι ακόμα η μνήμη
που ουρλιάζει λοξά του κρεβατιού
σε ποιο θεό να σε γυρέψει
Πού ξέρεις,
μπορεί με τον καιρό
τα σκόρπια μέλη μας
να ενωθούν με έρωτα!..
Τρεις πέτρες γέννησαν την ιστορία…
Όχι!.. Δεν ήμουν εγώ
με τους τρόπους των ερώτων
που βιαζόμουν πόλη να χτίσω
Τόσες Πρωτομαγιές
πλήρωσα φόρο στη γαλήνη
και σ’ άλλα βάσανα
ως το χειμώνα
Η αλήθεια είναι πως έτρωγα τη σιωπή
με ανοιχτό κατώφλι
κι ύστερα έκανα γύρους μες τη σκόνη
κι ύστερα
γαντζωνόμουνα στους τοίχους
που πέθαιναν από την πείνα
λύτρωσε με ψιθύριζα
Όχι!
Δεν ήμουν εγώ που
γέννησε την ιστορία…
Μέσα στις πέτρες το μελάνι
τον τοίχο τέντωσε στο σπίτι
Και τα πνεύματα που
κρύβονταν στο σπίτι
ντυμένα πέτρες
κρατούσαν τα αίματα κλεισμένα
Ω εκείνα τα πνεύματα
των παρθένων τρόμων
που πεινούσαν και διψούσαν πάνω στα δάκρυα
μιας αιωνιότητας
ανακάτεψαν ξαφνικά
τα βιβλία της πανουργίας στις συνειδήσεις
και ξεπήδησαν τερατόμορφα
Στο μεγάλο σπίτι,
όπου τα γέλια των παιδιών
ξεσηκώνουν τις αναμνήσεις
κι όλες τις μυρωδιές που άχνιζαν
στις ξεραμένες αγωνίες
Δύστυχα παιδιά
που κατέχετε το κλειδί
κι ανακατεύετε τις σάρκες του σπιτιού
Ο τρόμος των πραγμάτων
θα σας πνίξει!
Απλώνοντας το χέρι
στις μεγάλες νήπιες πέτρες μου
αλλάζω τους δρόμους
με σπασίματα
αλλάζω και τη φωνή
στα μπαλκόνια
που κοιμούνται οι άλλοι τα βράδια
κι όλη η νύχτα μιλά
μονάχη της για θάνατο
Αχ, αν έσπαζα
και τον άγγελο στους χαμηλούς μαντρότοιχους
που φυτρώνει ανώφελο λευκό
εγώ θα πλάγιαζα ατέλειωτα
με το θάνατο που αγάπησα βαθιά
Συλλογιέμαι, τι ψάχνω άραγε ραμφίζοντας τους τοίχους
με τα χειροποίητα συμπτώματα της αμαρτίας
και τις άσωτες ασυνέπειες της ύλης
που βλασφημούν του χρόνου την αιωνιότητα
Πράγματι, τι γυρεύω
ανοίγοντας τα πάθια τους
που άλλοτε αδειάζουν
ολάνοιχτο το ευαγγέλιο στο δέρμα
και άλλοτε αοριστία του θανάτου στο σταυρό
Εγώ, μια λέξη νήστις
στις κλειδώσεις του νερού
πώς να ξεριζώσω μα απλά σκαψίματα
των τοίχων την παραφροσύνη…
[από τη συλλογή της
Κατερίνα Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]
ΕΠΤΑ ΑΠΕΙΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
(από τη συλλογή της
Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)
1
Τον ακολούθησε κατά κάποιον τρόπο
ως το αίτιον της σκιάς
αλλάζοντας του σώματος την αγωνία
Τον ακολούθησε ολάκερη ως το σημείο
των φοβουμένων την αγάπη
η κόρη απ’ το μόχθο των αγίων
που σώμα για το θάνατο
δεν εζωγράφισε στους τοίχους
Τον ακολούθησε ως δωδεκάτειχη σάρκα
αλλ’ όμως έτρεμεν η όραση
από τον τρόπο που τα τρυφερά της μέλη
συντρίβονταν στο μοβ
Επτά οι φλέβες που υπέκυψαν
Επτά κι οι απειλές
από το νόημα της ύλης
2
Άνθιζαν οικειότητα οι κτύποι
στο ενδόμυχο Άλφα
Τους ένιωθες να πατούν με τις ώρες
στην αναπνοή
και να ροδώνουν του βραδιού τους οίνους
Κι οι κραυγές απ’ τις κραυγές μου
να τρίζουν άγριο κονσέρτο εντός
κι εγώ να πίνομαι ως το αίμα της σπονδής
σβήνοντας το λευκό της θλίψης
Α, αθώα μου γραπτή σιγή
που ξύπνησες με πρόκληση στα λόγια
πάρε τα χείλη της αγάπης
να πούμε ψέμα στους θεούς
3
Αρχαίος άνεμος λάμνει το γυμνό σώμα
και πλημμυρίζει χίμαιρες
γυναίκες, όνειρα και ύπνους
που θέλουν θάνατο παρθένο
Σήκωσε κύμα έγκατα
μες στους χειμώνες
το αίμα σύγκορμο ποθώντας
Με ποιο στηθάκι να σ’ αγγίξω έαρ
που πνέει ο αγέρας σκοτεινός
σε ποιο ικρίωμα ζωής ν’ ανέβω
ψηλότερο του πόνου αντηχώντας
Έρμαια τα εσωτερικά φτερά
στην άκρη του ματιού κρυφό το δάκρυ
Αχ, σπλάχνα πύρινα
που φέρατε τον άνεμο
σε χρόνια κι αρίφνητους καιρούς
Ας χωρίσουμε τις ελευθερίες
από τα σίδερα βαριά
και τις αισθήσεις με τους φόνους
Ας χωρίσουμε και τη ζωή
σε πάθος και οδυρμό
Ορθόπλωρη τη λίθο
στους τυφώνες
4
Κι ενώ δυνάμωνε ο καιρός
και ξαναγεννούσε γέλιο
ή μαχαίρι
σε κάποιας γυναίκας τον ιστό
τα λουλούδια και τα
όνειρα
και τα πονεμένα μου δάχτυλα
έκαιγαν ένα μικρό κατάρτι
το πιο ψηλό της
μονωδίας
σε δυο πράξεις αρχαιότητος
Και χάιδευαν ως τα δάχτυλα
τα λόγια του νεκρού ποιητή
μ’ ένα γυαλί σπασμένο σε τρία
διαφορετικά μεγέθη
Κι η Ζοζέτ
αυτή που λεν
με άσπρο στους κροτάφους προδομένο
προσεκτικά τοποθετούσε
μέσα στο κεφάλι
το τελευταίο σκαλί του θώρακά της
απ’ όπου βλέπεις
γυναίκες ωραίες κι ολόγυμνες
ριγμένες κάτω κι
ασάλευτες
σε θάλασσα σκοτεινή της προδοσίας
5
Έτσι που άρχισαν
να μιλούν οι στιγμές λέξεις
απαράλλαχτα ίδιες πάνω στην πέτρα
υπονομεύοντας την πρωτοτυπία μιας συγκίνησης,
έτσι ακριβώς και μέσα στο κεφάλι μου
τις εναπόθεσα
ως και σταμάτησα του χρόνου τη σιωπή
Στο κεφάλι μου που
επανέρχεται κάθε τόσο
με κομμάτια σύμβολα πυρακτωμένα
κι ακόμα ένα μικρό
γυαλί της κοιλιάς
στη βάση του κρανίου
ήρεμα τιθασεύοντας
όλες μου τις αναμενόμενες ανάγκες
Τόσο ήρεμα μέσα στο
νου
κι ένα κόκκινο σφάλμα
αντίδοτο στο
ματωμένο μου φουστάνι
Και στο βάθος να
συνταιριάζουν λέξεις
ριγμένες τραγικά
ανάμεσα στο ήσουν και στο είμαι:
«Λευκή Ανοχή»
6
Θλίβομαι διαρκής ανασασμός
σε μια σειρά δωρικές κολόνες
μισοσκεπάζοντας τις λεπτές
αλήθειες μου
και το καλύτερο μυαλό στον ώμο
Το κόκκινο μεγάλο μου μυαλό
που υπαγορεύει πενήντα ερημιές της σημασίας
με τη μελάνη της σιγής
Και την πληγή
που χαράζω, έτσι είπανε, πολύ κοντά
στο μυαλό
συνομιλώντας με
μάγισσες και μοίρες
Αυτή την πληγή που θωπεύει
στους μαστούς
αυτήν που αρωματίζω
θνησιγενή τα δυο μου χέρια
Ξέρω ότι αν είχα κόκκινο φλογάτο
αν είχα στη θέση της μια νοσταλγία αιολική
όπως και δυο φροντίδες
σε ιερό κρεβάτι αφημένες
θα ’ρχονταν οι άνθρωποι αντιμεθαύριο
στην τύχη που
συνομιλούν μαζί της
που συνομιλούν με το κορίτσι ερωτικά
για το δίκαιο της τέχνης
Θλίβομαι διαρκώς κι αμετακλήτως
σε νόημα γυναικός
πο αδράχνει μονωδίες απ’ τους λυγμούς της
και ζωγραφίζει ύπνους
Κι αλήθεια
δείξε μου το μυαλό
που ανατείνοντας το Είναι
δεν ντύθηκε η ρεύση του
ξεγυμνωμένους όμορφους μαστούς δακρύων
7
Πάει καιρός που βλέπω ένα ραμμένο ένα στόμα
στη ζωή του χεριού μου
και είναι για κάποιον που πέρασε πάνω του
με τον ίσιο χρόνο μπροστά
και τα μάτια του
να παίζουν οι θάλασσες ως το εγώ
Και πώς να μείνει θαλασσόβρεχτη εικόνα
που κόβω όποιον με αγγίζει
ανάλαφρα στην φούχτα π’ ακουμπά
Πώς να κάνω σινιάλο στο στόμα μέσα
της σάρκας του τη φωνή
που καίω το νερό
από τις θύελλες
Πάει καιρός που ξεχνιέμαι τα σούρουπα
στο χέρι
χαζεύοντας αδιάκοπα το τρέμουλο
που ξέφυγε της απουσίας
Και είναι αργά
να νιώσω μίκρεμα στο τρέμουλο
είναι αργά να παίξω με το θάνατο
Δεν πίστεψα
ΑΧ, ΔΕΝΔΡΟ ΜΟΥ
(από τη συλλογή της
Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)
Πάντα σε φανταζόμουνα
να μεταμορφώνεσαι σε δένδρο λίγο πριν φέξει.
Να εφάπτεσαι κάτω απ’ το δέρμα
μ’ εκείνη την ανταύγεια της τέχνης
και να μιλάς στων πόλεων
την αστική συνήθεια
Βέβαια το ξέρω
πως τα συναισθήματά σου εγκλωβίζονται
στις εισόδους της πόλης
κι η προσευχή σου
κινείται αργά και παγωμένη
στα αδιέξοδα των τοίχων
Ακόμα και τώρα
που δεν υπάρχουν άνθρωποι
να στηρίζονται στα δένδρα
κατά κάποιον τρόπο σε φαντάζομαι
να υπερβαίνεις τα όρια στα μάτια τους
και ν’ αλλάζεις τη γεύση που τα ναρκώνει
με ρίζες απ’ τις λέξεις σου
Θα χαράξω στο δένδρο
που επαινεί μόνο του την ηχώ της βροχής
δυο καταιγίδες και
μοίρα απροσδόκητη
τη μια στην πείνα του θανάτου
την άλλη στων ανθρώπων τα νερά
Θα βάλω και στο χαμηλό κορμό του βλαστούς
με λησμονιά στο φόβο
μπορεί και κάποια ρίζα
του αιμοβόρου ζώου μέσα
Πόθησα τόσα χρόνια
ν’ ακουστεί η οργή του
ωσάν με ξεφλουδίσματα ανάστασης
Αλήθεια, νιώθω στα έγκατα
πως θροΐζουν οι καταιγίδες
που έρχονται τις ώρες βραδινές
κι ανοίγουν ρίζες στο κεφάλι
Και μιλώ με στόμα
ξέσκεπο στις αστραπές
που με πληγώνουν
το ίδιο στον αέρα
που ακονίζει τη ζωή
Και τίποτα δε λύγισε το δένδρο
που ρίγωνε στα πόδια μας θελήσεις
με βάρος ειδικό
όταν αιφνίδια, γέμισε η κάμαρη πουλιά
απ’ την αγέλη του θανάτου
Πολλά, πολλά ξεχύθηκαν στο χθες
και φύτεψαν μαύρο
ποτάμι στα ποιήματα
και στο μυαλό του σώματος οδύνες
Χλομά πουλιά στις γέφυρες
του κόσμου
που τραυματίζουνε τις
ανοιχτές του ρίζες
Με τρομάζουν ξεκοιλιασμένες οι εικόνες των πουλιών
που περιπαίζουν ασύστολα το νου
πότε μυρίζοντας με άνθη τον παράδεισο
πότε με σήψη τους ανθρώπους
Με τρομάζουν
όταν μιλούνε δυνατά για θάνατο
κι εγώ δεν έχω άλλο στήθος
για τόσους άγνωστους νεκρούς
Μόνο το ταξίδι φαινόταν πάνω
στ’ ανοιχτό πλοίο
που έτρεχε
έτρεχε μ’ απεγνωσμένες σκέψεις
και κάτω στη γέφυρα
το ξεχασμένο νησί να κοιμάται ανήσυχα
ανάμεσα στα δένδρα
Τα δένδρα, μεγάλες μοναξιές όσο κι ο θάνατος
τρύπωσαν στο νησί
κι ένιωθες πως δεν ήξεραν πια
πώς να πατήσουν τη θάλασσα σ’ όλο το πλάτος
για τη γαλήνη του ταξιδιού
Ένα χρόνο σκύβουν απάνω
στ’ ανθρώπινα
και στην άλλη άκρη
το πλοίο
που απομακρύνεται του κόσμου
γεμάτο πέτρες ξύλα
Η αναχώρηση σφύριζε διαπεραστικά
ανάμεσα στα μεγάλα κλαδιά
που ξεθώριαζαν στη στεριά
το καλύτερο αίμα τους
μετρώντας χωρίς κίνηση τα φθινόπωρα
και τις υγρές τους λέξεις
Όλα, εκτός από ένα
Νεόφυτο
Που αιφνίδια σκαρφάλωσε
στα κενά των ημερών και των νυχτών
γλιστρώντας κυκλικά
όπως ακριβώς το πρωινό φύλλο
ακροζυγιάζεται στο νου
και πετά σταλαγματιές
αδιαφορώντας για την γκρίζα καταχνιά
Και ιδού που άρχισε
να πονά τις λέξεις
με τα πόδια του σπασμένου δένδρου
και τρόπο που κοκκίνιζε το αίμα
κι ο κόσμος να γλιστρά απάνω στον καρπό του
με δέκα κύματα του
ήλιου και του πάθους
Το ταξίδι κατάκαιε τώρα το καράβι
Με σπάραχνα, όπως οι άνθρωποι
άνοιξε τον αέρα και
φύσηξε το αίμα ηδυόνειρο
στα σπέρματα των ημερών
και γέννησε μακριά και μακρύτερα
ελάφια που ’τρεχαν
και γέννησε αστραπές
που ’διναν όλη τους την αγάπη στο νερό
και ρίζες πράσινες της μοίρας
στα ποταμίσια του μαλλιά
Αγγελικό μου ταξίδι!
Τώρα που ο αέρας πάλλει
όλο πηγαίνω
πηγαίνω
ώσπου ν’ αδειάσω με συγχώρεση το βάρος στο νερό
Ακουμπούσες στο σκούρο αίμα
που έτρεχε στων δένδρων τα γυμνά κλαριά
κι έκλαιγες
φιλώντας στάλα – στάλα τον πόνο
έκλαιγες και προσπαθούσες να δέσεις
τις κλωστές στις αρτηρίες
Ζυγιζόσουν ξανά και ξανά στους κάμπους
που γονατίζουν οι λεύκες ως το θάνατο
κι έσφιγγες τη λύπη
της σκοτεινής πληγής τους
σηκώνοντας κι όλο το πένθος
που κατέβασαν τα πουλιά στο χώμα
Ακουμπούσες το σκούρο αίμα
που έτρεχε κύμα στάχια στα βουνά
κι έγραφες
πού να μείνω;
εδώ στη γη οι
πέτρες κινδυνεύουνε στο χώμα
Κι έλεγες
κλάψε θεέ μου κλάψε
μ’ οίχτο
για το μίσος που ’βαλες εμπρός μας
Εσύ,
Δένδρο
δυο στίχων
που σου κάψανε το χώμα
ΒΑΓΚΝΕΡΙΚΗ ΒΡΟΧΗ
ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΣΑΝ ΕΡΩΤΑΣ
Τραυματισμένη και η βροχή κατέβαινε σαν
τη ψυχή της η παλιά βροχή στα δάχτυλά
της όπου δε φύτρωναν ποτέ λουλούδια Θα
μπουν οι βροχές στο παράθυρό της
κρεμασμένες σαν το Χριστό από ψηλά
και θα γεμίσουν το άπειρο της μοναξιάς της Στροβιλισμένες θα κατεβαίνουν στη
σιωπή και θα δαγκώνουν ολόγυμνα τα
στήθη της ανάμεσα στα όνειρα και στο
σεντόνι π’ απλώνει τα ξέπλεκα μαλλιά
της Όπου να ’ναι ετούτη η βροχή θα γίνει πεπρωμένο της Και πώς να σε ζωγραφίσω με τόσο νότο στα
δάχτυλα Έρωτα; Πάντα με ξάφνιαζε η βροχή που ερχόταν ευαίσθητη σαν έρωτας κι ονειρευόμουνα πως ήμουν μικρή αδυναμία για χατίρι σου. Αν ήξερες
πόσο λίγο μυρωδιά
παρακαλούσα να μείνω δένδρο
υγρό πόσο πολύ μ’ έσπρωχνα φεύγα μακριά μην ανησυχείς θα με βγάλω βόλτα κρυμμένη
στα σύννεφα. Είχες το στόμα μου προσπάθησε να θυμηθείς εγώ να μιλήσω ήθελα βροχή
κι ύστερα πια τα χέρια μου
υγρά βροχή να τσαλακώνουν κι ύστερα
αν ήξερες [στίχοι από τη συλλογή
της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ εκδόσεις Λιβάνη 2008]
Κυριακή, 28 Νοεμβρίου
2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου