(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 5)
Νοσοκομείο των ξανθών αγγέλων.
Ο αγαπημένος μου ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην
καρδιά, κείτεται μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά.
Στην άκρη του κρεβατιού, ο μικρός μου αδελφός κι εγώ
κοιτάμε το καλοκαίρι.
Μια κυρία από τη
Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό.
Εσύ κοιμάσαι μέσα
στα χόρτα, πλάι σε μια λίμνη με πολλούς φαντάρους!..
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 25)
Αρτεσιανά νερά τα σκοτάδια που πίνω και βγαίνουν οι
λέξεις μικρά τυφλά σκυλιά. Ανυπεράσπιστα ζεστά κουτάβια, άσπρα και μαύρα.
Όσα
γλιτώσουν το πέταμα στο οικόπεδο, μεγαλώνουν σε λίγες ώρες, γίνονται κάτι
λυκόσκυλα μέχρι κει πάνω.
Πεινασμένα
και διψασμένα δεν γνωρίζουν κανένα.
Έτσι λοιπόν
περιμένουμε να περάσει το καλοκαίρι και να ’ρθει ο Οκτώβριος.
Αν μπορέσω να κρατήσω ζωντανές μέχρι τότε τις
λέξεις «ναυαγοσώστης», «τα δυο μου μάτια» και «χλωρά τα μαλλιά σου», σώθηκα.
Και δεν θα
γυρνάω στις ερημίες μ’ αυτό το σκυλολόι παραμιλώντας.
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 30)
Μεγάλη θάλασσα τρέχει από το τηλέφωνο. Ένα νησί ανάποδα στο Αιγαίο με τα πετρέλαια,
το ουράνιο, τους χίλιους διαβόλους και την αναδυόμενη Αφροδίτη ακρόπρωρο σ’ ένα
αεροπλανοφόρο.
Ο φίλος μου κάνει
μεγάλη τη φωνή του για να φαίνεται ψηλός.
Σ’ αυτό το ειδυλλιακό ηφαίστειο καπνίζεις αρειμανίως λες
και δεν συμβαίνει τίποτα. Τίποτα και
το φιτίλι τελειώνει.
Κάπου στο βάθος είμαι κι εγώ· μουγγός, καμπούρης με φωτιά και καπνούς στα
μαλλιά – παγωμένος
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 40)
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η
νύχτα.
Σκύβω να πιω, να ξεχάσω.
Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο.
Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής.
Η ροή της μνήμης με τινάζει πίσω στο
κορμί σου.
Τώρα που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα
σκέλια σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τα άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα.
Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν, αγνοώντας τα πολιτικά
συστήματα και την τριγωνομετρία…
(Σχέδιο για Διήγημα – Μοντάζ 47)
Φωνές στην αγορά. Φώτα στη σκηνή.
Ιδρωμένα μέλη. Βαμμένη φαντασία. Πουτάνες
και χαφιέδες παίζουν το αρχαίο δράμα.
Ο υποβολέας διαβάζει: ο φόβος έχει
μια φωνούλα καφέ, μικρού παιδιού.
Κλείνουν οι πόρτες – μια πεταλούδα
μόλις προλαβαίνει να βγει στο φως – Οι φωνές σταματάνε απότομα.
Ξετυλίγεται το μέλλον. Το μηδέν
πέφτει μπαλάκι άσπρο στη σκηνή. Από τα παρασκήνια βγαίνει ξιφήρης γυμνός, ο
τελευταίος ήρως και παίρνει ανεξαιρέτως όλα τα κεφάλια.
Εκείνη τη στιγμή, οι κρόταφοί σου
παρουσίαζαν το εξής θέαμα:
δυο λάκκους με πράσινα τριαντάφυλλα
και χαμένα λόγια – και γελούσες και έβγαζες μικρές ερωτικές κραυγές, μικρούς
επιθανάτιους ρόγχους.
(ΣΧΕΔΙΟ για ΔΙΗΓΗΜΑ, πρώτη ενότητα
στη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ
1977 κι άλλα ΣΧΕΔΙΑ - ΜΟΝΤΑΖ του ποιητή από
το συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
2013)
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 3):
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΡΑΤΣΑΣ ΚΑΝΙΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΕΒΗΚΕ
ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Τ’ αυτοκίνητα ποτάμι περνούσαν. Ο Αλέξανδρος
χωρίς λουρί, έκλεισε προς στιγμήν τα μάτια – φαντάστηκε ένα ανοιχτό μέρος
πράσινο με δένδρα και αυτός να κατουράει ανέμελα κάτω απ’ τον ουρανό – και
ρίχτηκε στις ρόδες. Πρόλαβε να δει το πρώτο αυτοκίνητο να περνάει από πάνω του.
Μετά τίποτα. Έμεινε ή μάλλον έγινε αλοιφή στην άσφαλτο. Το τομάρι του σχισμένο,
κόκκινο, ξέχασε το χάδι και την κλοτσιά.
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 8):
Τα έπιπλα ακίνητα περιμένουν τη σκόνη,
περιμένουν το τυχαίο άγγιγμα. Πολλές φορές γνωρίζουν τις κινήσεις, ακόμα και
τις διαθέσεις σου. Αναπνέουν αθόρυβα όπως τα φύλλα. Στο σκοτάδι μετακινούνται
σε άλλους παραλλήλους. Συνήθως είναι κατοικίδια ζώα. Σπάνια τρελαίνονται και
πέφτουν από τα παράθυρα.
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 10):
Λυμφατικός. Έπλεε σ’ ένα πουλόβερ και καθόταν
πλάι στον οδηγό. Πρέπει να είχε ανάγκη από αίμα. Αν μιλούσε θα έβγαζε φράσεις
σε μήκος μόλις έξω από τα δόντια. Φράσεις μονόχρωμες και πάντα άσπρες. Ούτε
συζήτηση να παίζει κανένα πνευστό όργανο – ας πούμε κλαρίνο. Μόλις που
αναπνέει. Αναπνέει όμως και στιγμές νομίζεις ότι αυτός οδηγεί το λεωφορείο. Ένα
ζευγάρι γυαλιά σφραγίζει τα μάτια του. Στιγμές πάλι σκέφτεται μήπως έχει σχέση
με εμπόριο πετρελαιοειδών. Μετά πέφτουμε σε κενά αέρος ή μνήμης – Για ένα
διάστημα δεν θα σε πάρω τηλέφωνο – Όλη η πόλη είναι γεμάτη καλώδια. Γεμάτη
τηλεφωνικές φλέβες: Τηλέφωνο. Φόνος. Φωνή. Φωνές. Τηλέ – φωνάζω.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – Πρώτη ενότητα
ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 –
2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΞΕΤΥΛΙΓΕΤΑΙ
ΤΡΙΧΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥ
(Σχέδιο για Διήγημα – Μοντάζ 15 απ’ τις
ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ του Γιάννη Κοντού)
Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία στιγμή
να γλιτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις, μ’ ένα
τσιγάρο στο στόμα - χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου - μιλώντας
ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική οικονομία, για δημόσια
οικονομική. Θα πέσεις άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το
αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανέναν πια και η
τελευταία σου λέξη θα ’ναι μια λέξη μπηγμένη στο χώμα.
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 17):
Οι ήρωες του ρομάντζου μας, ο Άλφα και η
Άλφα, γνωρίστηκαν χάρη σε μια αγελάδα. Για την ακρίβεια έτυχε να μένουν στη
νότια Ευρώπη και στο ανατολικό μέρος της πόλης και ο Άλφα της είπε πόσο αγαπάει
τις αγελάδες όταν σε κοιτάζουνε και στάζει το μουσούδι τους. Ακόμα ότι περνάνε
ποτάμια κολυμπώντας – τόσο ωραία κολυμπάνε που μπορείς να τις περάσεις για
άλογα – Αμέσως αγαπηθήκανε και κοιμόντουσαν τα μεσημέρια μαζί σ’ ένα στενό
κρεβάτι, ξύλινο, χαμηλό και την αγελάδα άσπρη με καφέ μπαλώματα, να στεγνώνει
στα πόδια τους μηρυκάζοντας την ησυχία με κλειστά μάτια.
ΡΑΒΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ
ΞΕΧΑΣΕ ΤΟ ΑΙΜΑ (Μοντάζ 18)
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 21):
Το παράξενο δεν είναι τα λιοντάρια στη
Φλώρινα και η σόμπα για τη δημιουργία τροπικής ατμόσφαιρας, αλλά οι λύκοι οι
κλεισμένοι σε κλουβιά μέσα στην πόλη. Ως γνωστόν η περιοχή είναι γεμάτη λύκους.
Μυρίζανε τους φυλακισμένους και κατεβαίνανε όλο πιο συχνά ουρλιάζοντας. Τα
λιοντάρια δεν παίρνανε μέρος σ’ αυτή τη συνωμοσία. Δεν τα ενδιέφερε. Ένα βράδυ
ο φύλακας στη βιασύνη του να κλείσει καλά τα κλουβιά των πιθήκων, ξέχασε
ανοιχτά τα άλλα. Πετάχτηκαν έξω οι λύκοι και ενώθηκαν με το κοπάδι, σχίζοντας
τη χάρτινη ησυχία. Τα λιοντάρια ούτε καταδέχθηκαν να κινηθούν. Μείνανε πλάι στη
σόμπα μισοπαγωμένα. Τότε άρχισε να χιονίζει και γέμισαν οι δρόμοι υπνοβάτες με
κόκκινα πουκάμισα. Όλα ξεχάστηκαν με τα θερμόμετρα υπό το μηδέν.
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 28):
Το τοπίο μετακινήθηκε προς τα αριστερά βγάζοντας
καπνούς -φωτιές και άρχισε να ταξιδεύει σφυρίζοντας. Φεύγει ιλιγγιωδώς. Τώρα το
βλέπουν άλλοι και δεν υποψιάζονται ότι έβαλες κι εσύ ένα χέρι για να γίνει αυτή
η μετακίνηση, αυτή η μουσική - Βασικά πρέπει να ελέγχεις τη γεωγραφική θέση της
κατοικίας σου και της ζωής σου. Όπως ο πελεκάνος ξέρει την ευτυχία που κρύβει
στη σακούλα κάτω απ’ το λαιμό του, γεμάτη ψάρια - Δύσκολα παπούτσια σε πάνε
αλλού και χάνεις το τοπίο και το στίγμα σου και δεν ξέρεις πού είσαι τώρα και
πού αύριο
(Σχέδιο για Διήγημα - Μοντάζ 32):
Πίνουμε όλη γάλα. Το γάλα κάνει όμορφο δέρμα. Παλιοτόμαρα
δίχως μάτια. Ανακριτές και πουτάνες στα σκοτεινά. Έχετε με το μέρος σας τις
μονόχρωμες κοινωνίες και φτιάχνετε την ιστορία όπως θέλετε. Έτσι τρώτε τον
χορτάτο σκύλο και την πίτα. Κατακλυσμό δεν φοβάστε, γιατί εσείς βγάζετε τα
μετεωρολογικά δελτία. Επανάσταση δεν περιμένετε, γιατί είστε οι ίδιοι
επαναστάτες. Σαν να λέμε τα έχετε κανονίσει όλα ρολόι. Τα έχετε ρυθμίσει όλα
στο χρόνο της ευδαιμονίας, γι’ αυτή και την άλλη ζωή. Τρέμετε όμως και ο
πανικός ανεβαίνει, όταν βλέπετε το χέρι μου έτοιμο να γυρίσει το διακόπτη που
θα σας πνίξει στο φως.
(Σχέδιο για Διήγημα – Μοντάζ 36):
Πάλι περνάνε μπροστά μου αλαφιασμένα άλογα και τρένα και
τρέχουν άνθρωποι μαζί τους. Πατάνε τον τόπο μου, παίρνουν ό,τι θέλουν, λένε
ακατάληπτα λόγια. Ένας μάλιστα σταματάει, με κοιτάει και βγάζει ένα σύντομο
πολιτικό λόγο. Φεύγουν όλοι κι όλα προς
άγνωστη κατεύθυνση. Σκέφτεσαι: λες να φύγουν όλοι και να μείνουμε μόνοι
επιτέλους; Και πάλι σκέφτεσαι: τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά; Και φαντάσου έχεις
στα χέρια το λυχνάρι του Αλαντίν και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Το τρίβεις
και δεν βγαίνει από μέσα τίποτα. Απλούστατα γιατί είναι ένα συνηθισμένο λυχνάρι
και σε λίγο θα τελειώσει το λάδι του και θα ’σαι σ’ άγνωστο μέρος και θα
γκρεμιστείς.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – Πρώτη ενότητα
ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 –
2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΚΑΤΟΥΡΑΩ ΣΤΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑ ΣΑΣ, ΘΑ ΠΕΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΣΚΟΠΟ ΝΑ
ΠΕΘΑΝΩ ΜΑΖΙ ΣΑΣ
(Σχέδιο για Διήγημα – Μοντάζ
37 από τις ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ του Γιάννη Κοντού)
Προσπαθείτε να κρύψετε τον άγγελο από τον κόσμο. Τον
τρώτε τον άγγελο. Το πρωί περνάτε σφυρίζοντας και τα φτερά του βγαίνουν από το
στόμα σας – ένας σκοτωμένος ρουφιάνος, είναι ρουφιάνος και στον άλλο κόσμο για λίγο παράδεισο – Όλα
γύρω πετάνε κι εγώ ο λυπημένος δεν βρίσκω μια ξέρα, ένα ελάχιστο τετράγωνο να
πατήσω για ν’ απογειωθώ. Κλείνω τα μάτια στο φως και βλέπω το τριζόνι να
τρελαίνει τις βερικοκιές με σιδερένιο τραγούδι
(Σχέδιο για Διήγημα
- Μοντάζ 38):
Αποστειρωμένα χέρια σε βγάζουν βιαίως από τον ύπνο. Μια
γυναίκα στο ίδιο πλάνο, κλαίει μάλλον για τον ίδιο λόγο. Λαϊκά τραγούδια
γκρεμίζουν τον ουρανό. Ένα παιδάκι ξαναμπαίνει στη μήτρα, στη θήκη του.
Αρχίζουν εγχειρήσεις αθόρυβες με υπεριώδεις ακτίνες. Τώρα κανείς δεν κλαίει.
Όλα είναι επίπεδα. Κοιτάς την απέναντι πεδιάδα. Μια απέραντη ευθεία μέχρι το
θάνατο και παραπέρα. Κοιμάσαι ήσυχα με μικρές πράσινες αναπνοές και στις
μασχάλες κυψέλες χλωροφύλλης.
(Σχέδιο για Διήγημα
- Μοντάζ 42):
Όλες οι εικόνες που
βλέπεις σήμερα δεν έχουν αντίκρισμα. Είναι
σκάρτες. Αλλά τι θα πει σήμερα; Σήμερα είναι νύχτα και πώς τα βγάζω πέρα, μόνο
εγώ το ξέρω και τα τσιγάρα μου.
Χαλασμένα τραγούδια.
Χαλασμένες κονσέρβες.
Χαλασμένες ιδέες.
Μόνο η νωπογραφία της
νύχτας ξέρει τι σημαίνει η λέξη κίνδυνος όλες τις εποχές. Μην νομίζεις ότι ο
κόσμος χαμογελάει απλούστατα δείχνει τα δόντια του
(Σχέδιο για Διήγημα
- Μοντάζ 43):
Το μάτι βρήκε μια γωνιά και γέννησε τ’ αυγά του. Καλοκαίρι
γεμάτο σκνίπες – σεισμούς - αποκαλύψεις. Μια παγωμένη λάμπα στο διάδρομο
φωτίζει ένα προφίλ και μια φωνή: είναι κανείς μέσα; Το προφίλ κολλάει στον
τοίχο και μένει μ’ ανοιχτό το στόμα. Έξω ο ήλιος βαράει στο κούτελο ένα άγαλμα.
Φωνές πίσω απ’ τις νεραντζιές. Κρότοι κεφαλιών στην άσφαλτο. Το πετρέλαιο
αναβρύζει στα δημόσια ουρητήρια. Το χρήμα γέμισε τις στέρνες μας. Νερό πουθενά.
Το μάτι βρήκε μια γωνιά και γέννησε τ’ αυγά του
- τις εικόνες του μέλλοντος -
ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΕΥΚΟΛΟΤΕΡΑ ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ (Σχέδιο για Διήγημα – Μοντάζ 44)
Όγκοι καπνών οι Κυριακές και χάνω τους ανθρώπους. Υπάρχουν
βέβαια τα νησιά κατάλληλα για τη νευρασθένεια αλλά αυτή δεν είναι λύση. Ή αυτό
που λες εσύ: ν’ ακούγεται μόνο το στρώσιμο του τραπεζιού ή ένα μολύβι που
γράφει. Μα τι να σου κάνω εγώ και το τσιγάρο μου – με το ζόρι έμαθε να
συλλαβίζει τη σιωπή – μπροστά σ’ αυτή την κάθετη οργάνωση. Με τις φωνές δεν
γίνεται τίποτα· μόνο ξυπνάς τους χαφιέδες.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – Πρώτη ενότητα ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ
ΔΙΗΓΗΜΑ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις
ΤΟΠΟΣ 2013]
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
(Στα πόδια μου μπερδεύονται ουρανοί. Ορίζοντα όμως
ούτε βλέπω, ούτε ακούω)
Το χάδι, το μαχαίρι, ο στραγγαλισμός,
το παγωμένο βλέμμα. Κυρίως όμως οι λεγόμενες πολιτικές και πνευματικές
ελευθερίες. Οργανωμένες όπως εκείνα τα ηλίθια τοπία στην εξοχή, με τα μικρά
άσπρα σπιτάκια, τον ανεμόμυλο, τη θάλασσα, τον ήλιο να δύει και τον αγρότη με
το γάιδαρο φορτωμένο οπώρας. Οπώρας, λοιπόν, αλλά οι λύκοι ξεθάρρεαν και κατεβαίνουν
καλοκαιριάτικα μέσα στα σπίτια. Το δωμάτιο γεμάτο λύκους. Είναι γύρω στους
σαράντα πέντε -αν μετράω καλά… Βρωμάνε, γρυλίζουν. Τώρα λένε ανέκδοτα και
γελάνε. Τραβάω ενός τη μάσκα και είναι πιο λύκος από μέσα. Και δεν θέλουν
οπώρας, αλλά κρέας (Σχέδιο για Διήγημα –
Μοντάζ 45) Το Τοπίο του εμφυλίου
πολέμου σε ξέχασε. Μετά κόψανε τα δένδρα, μαζέψανε τα νερά και ανοίξανε
μεγάλους δρόμους. Φύγανε οι άνθρωποι. Μείνανε οι πίθηκοι, τα ψάρια που γίνανε
πουλιά για να σωθούν κι ένα αγριεμένο χόρτο – τρελόχορτο. Αγρίεψε το μάτι μου
σ’ αυτούς τους κόσμους. Στα πόδια μου μπερδεύονται ουρανοί. Ορίζοντα όμως ούτε
βλέπω, ούτε ακούω. (Σχέδιο για Διήγημα – Μοντάζ 48 [από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – Πρώτη ενότητα ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ
ΔΙΗΓΗΜΑ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις
ΤΟΠΟΣ 2013]
Δευτέρα, 29 Νοεμβρίου
2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου