Κι ανάμεσα σε δυο στιγμές
ένα θεϊκό
σύρεται ρίγος βαθαίνοντας την αύρα
(ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΗΛΙΟΣ
ΠΟΥ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ)
Η ΕΛΙΑ
Η μάνα μου είναι
σαν ελιά με τ’ ασημένια της μαλλιά κοντή ελληνίδα
Κι εγώ
μονάχος βλέποντας τον ουρανό στα
ρείθρα.
Πατέρα θα σ’
εύρω κάποτε ψηλά γυρίζοντας απ’ τον
πλανήτη;
ΕΡΩΤΙΚΕΣ
ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Λιώνει τα
λιγοστά μου ενδύματα μαζί με τον καιρό η αγωνία
μεσ’ στην Αθήνα
που έχει την έκταση φονικού και
γκρεμίζεται
το σκονισμένο
βλέμμα μου στους εχθρούς.
Ανάλαφρο
κορίτσι σαν χορός είναι τ’ αστέρια και
συ το γενετήσιο αγέρι
την άτολμη
καρδιά μου σ’ έχω δώσει
όταν πονώ στον
ήλιο και στα νέφη δίχως να λύνομαι από
σένα.
ΩΡΑ ΤΗΣ ΟΡΑΣΕΩΣ
Κυκλάμινο μεσ’
το δείλι ο Υμηττός
κι ανάερες
αποχρώσεις ως τη φρικτή πόλη.
ΕΙΚΟΝΑ
Ο ταπεινός όπου
το στήθος έχει ξοδέψει
γυρίζει στις
ώρες αβοήθητος
ως να ’ρθει πάλι με τη νύχτα ο ύπνος
που γλυκά στην
ακοή αλλάζει τους θορύβους και τις ομιλίες
γυρίζει δίχως τα
ξανθά μαλλιά της αγαπημένης
ώσπου μονάχα ο
ύπνος τον αδειάζει από το βάρος.
ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Ο άνεμος του
σώματος απάνω στα μικρά σου δάση
κινεί τις
μυρουδιές τ’ αρώματα τη θλίψη
και σε κρατά
μοναχική χωρίς ελπίδα.
Κι αν γείρεις
τα νερένια της χαράς αθώα μαλλιά στην
κρήνη
θ’ αναστενάξουν
άγγελοι μέσα στο θρόισμά τους.
ΤΗ ΜΝΗΜΗ
ΓΥΡΙΖΟΝΤΑΣ
Θυμάμαι στον
πράο Αργολικό με μακρινές βαρκούλες
τον ξανθό
καταρράκτη σου Μαρία δίχως ύλη
και τα μάτια σου
να πλημμυρίζουν από κίτρο
σαν έδειχνες τον
ήλιο τραγουδώντας τις νεροκορδέλες.
Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
ΚΑΡΦΙΤΣΩΜΕΝΗ
Τη μοίρα μου
περιγέλασαν οι άνομοι
γιατί φανέρωσα
τους ίσκιους και δείχνω το νερό
μεσ’ στη χερσαία
πνιγμονή τα στήθη τους
θάμβος η δική
μια ακινησία.
Λένε ιδού
αυτός ο νομάς
ένα σώμα
σπιθίζοντας εργασία το θάνατο.
Μα η χαρά να
είμ’ ακίνητος τρέφει την ιστορία μου.
Φρέαρ είναι η
Άνοιξη που βγάζει δροσιά κι άστρα.
ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
Ακούγεται μακριά
ο ευθύαυλος
ωσάν ατελείωτη
στύση της φωνής
η ξύλινη μοίρα
μας εδώ στους βράχους.
Η ΑΓΑΠΗ
Τα όνειρα βλέπω
στους αετούς μ’ αυτόνομες σταγόνες
κι η αγάπη δεν
έχει στήριξη μεσ’ στα θηρία.
Είναι σα
νυχτερίδα με τα βδελυρά φτερά
τα σπλάχνα μου
απόψε!..
[ΦΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΑΙΜΑ
από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962 - εδώ αντιγραφή και
επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α΄(1961
– 1978), έκτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ]
Από την ίδια
συλλογή και τα ποιήματα που ανθολογούνται παρακάτω:
ΕΛΕΥΣΕΙΣ,
Μέτρησα κελαηδήματα πουλιών
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ, Ανάερος ουρανός όπως η αγάπη…
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ,
Φασματική Αθήνα σε χειμέριον όρθρο…
ΑΔΑΜΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ,
Ανθρώπινος ο ουρανός φωνάζει τις αισθήσεις
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η
ΜΟΥΣΙΚΗ, Σαν την πηγή που ακούγεται μακριά…
ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΜΠΑΧ ΑΝΩΦΕΡΕΙΑ, Άνοιξη φθινόπωρο καλοκαίρι χειμώνας…
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ
ΜΑΛΕΡ, Έχει πένθος η ψυχή καθώς ακούει τους αυλούς…
Η ΜΟΥΣΙΚΗ, Φύλλα
δροσερά των ήχων
ΚΥΡΙΑΚΗ, Πάλι
μια Κυριακή στενάζει μεσ’ στο κρύο… και
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ
ΠΑΤΡΙΔΑΣ, Ιερά προχωρούν εδώ οι ακράδαντοι έλληνες…
ΕΛΕΥΣΕΙΣ
(από τη συλλογή του Νίκου
Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)
ΣΙΓΗ
Μέτρησα
κελαηδίσματα πουλιών
απ’ το
μεσημέρι φεύγοντας προς τη φύση εαρινός
μεγάλος ο
δρόμος που οδηγεί στις αθωότητες
Ήτανε σαν
βρυσούλες τα κελαηδήματα
κάθε
πουλάκι μια φωνή κάθε φωνή ένα θαύμα
ΤΟΣΟΝ ΑΘΩΑ ΔΥΝΑΜΗ
Δένδρο σε
κίτρινες χαρές
κι η
θερινή αναρρίχηση φυτού με μοβ ανθάκια
πάνω στα
ωραία κλαδιά.
Η φύση επιβάλλει
τα χρώματα χωρίς αντίρρηση.
ΠΡΩΤΗ ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ
Ω τόξα
του ανέμου τεντωμένα στην Άνοιξη
βρεγμένα
νέφη αόρατων μαινάδων
όπου
σφυρίζει σαν το φίδι πολύψυχος αετός ο Αίολος
τα δένδρα
βασανίζονται κι οι ανθρώποι
μα είναι
ακίνητος ψηλά φέγγοντας δρόμους
ο ουρανός
υπέρτατη εξουσία.
ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΕΩΣ
Έρχομαι
απ’ τον ήλιο γεμάτος πνεύματα
ηχώντας
ακόμη τα ουράνια τύμπανα
κι
ολόγυρα πνέει μικρός αέρας με τους πειρασμούς ακοίμητους
ένα
ύπνος… ένας ύπνος…
Ποιο
είναι το όνομά σου μητέρα της Ανοίξεως;
Το ακούω
μεσ’ στους μηρούς σου.
ΒΡΑΔΙΚΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Είμαστε
μόνοι γλυκιά γυναίκα
σε πόνο
βαθύ ενωμένοι.
Όταν
αγγίζω τα χέρια σου βαμμένα με πρωινό ήλιο
σα να
κατεβαίνει ο άγγελος
όπου
ονειρευτήκαμε στις σκιές
έχοντας
το λαμπερό σπαθί του
τα
γαλάζια ποδήματα
και τη
μεγάλη πληγή στο στήθος.
Είμαστε
μόνοι
στεκόμαστε
με δυο φωτιές αντίκρυ στο θάνατο.
ΑΣΜΑ
Έρωτας η
πηγή των ελλήνων
εορτάζει
μ’ αετώματα με κίονες από φως
με
καμπάνες φτάνει ως τα ύψη
γέρος που
δείχνει το ευλογημένο λάδι
έφηβος
υμνώντας το κρασί
εαρινός αμνός
και θείος τράγος.
ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΣΑ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Ο καιρός
της Ανοίξεως τίποτα δεν εμποδίζει
ένας
βαθύς πατέρας διώχνει τις βροχές
κυματίζοντας
πεύκα χλόη αμυγδαλιές
με
θαλάσσιον ήλιο.
Κι απ’ τη
χαρά της μοναξιάς ωσάν αστέρι
πάλιν η
αγάπη ταξιδεύει στον τρυφερό της Αττικής αέρα
καθώς
φωνάζω τ’ όνομά σου κι αποκρίνεσαι
πράσινα
φύλλα Μαίρη μαργαρίτες το παρθένο κίτρινο.
ΩΡΑΙΑ ΛΥΓΙΣΕ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
Οργή θα
λέω τ’ όνειρο την Άνοιξη μακρά θυσία
στον
όρθρο που οι θάλασσες ανοίγουν τα οθόνια
τ’ ουρανού
Εκεί ο
πόνος έδυσε παίρνοντας απ’ τα σήμαντρα τους στεναγμούς
εκεί
στάθηκε η γυναίκα με τα μαλλιά της ορφανά προς τους αγγελους
όπου εγώ
μονάχος ψάλλω στη φωτιά
ωραία
λύγισε το χελιδόνι
κι όταν
θα τρέχει τ’ άγριο σύννεφο
πέρα απ’
τις κυματιστές μητέρες των άστρων
ένα
τραγούδι θα υψώσω μεσ’ στην ερημιά
θ’ ακούω
τα χρώματα
ένα
τραγούδι μεσ’ στη σκοτεινιά
θα
υψώνονται οι τόποι
με τ’
άνθη κι όλους τους γήινους έρωτες
ωραία
λύγισε το χελιδόνι
ΤΡΙΑ ΧΟΡΕΥΤΙΚΑ
Θραύει το
νέο κίτρινο τις μέρες ο δυνάστης
με τις
χοντρές αχτίδες του τα αιθέρια καταλεί
μισείς τα
ρούχα κι ονειρεύεσαι την εποχή
που
φεύγει σβήνοντας τα λουλουδάκια
όμορφη
νέα σα λεπίδα στον ήλιο.
Μπαίνει
καλοκαίρι κι εγώ βαρέθηκα
του
καιρού το ταξίδι ατελείωτο στους μήνες.
Η Άνοιξη
δεν τραγουδά κι είμαι πάλι
μόνος απ’
τα πετεινά κρατημένος
όμορφη
νέα σα λεπίδα στον ήλιο.
Τα ξύλα
τώρα γίνονται σοφά και τα λιθάρια
έρωτας
δεν υπάρχει πια στους βοερούς καιρούς
όλα
προσμένουν τους καρπούς
ενώ το
φως θα βασανίζεται σε σκοτεινούς τροχούς
όμορφη
νέα σα λεπίδα στον ήλιο.
ΕΝΑ ΕΡΗΜΟ ΑΝΘΟΣ
Βαθύτερο απ’ την αγάπη και την ταραχή
που
φέρνει μεσ’ στο στήθος η επιθυμία
ζει στο
θαλάσσιο βράχο έν’ άνθος ολομόναχο.
Ποια φωνή
το κυρίεψε και μοιάζει σα να δείχνει
την
άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα…
Είναι
βγαλμένο στους κινδύνους της χαράς
αμέριμνο
σαν ιδέα
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
(από τη
συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)
Ανάερος
ουρανός όπως η αγάπη
νέες
παρθένες
ανοίγουν
ελαφρά τα στήθη μεσ’ στην Άνοιξη
στον
κόσμο που έπαψε να λατρεύει
Αθήνα
πόλις όνειρα δροσερά
φωνές της
νεότητας οπού κύλησε στο θάνατο –
νύχτα
πέρασεν ο Θεός απ’ τη δική σου ομορφιά.
Μεσ’ στη
χαμένη ελπίδα σα να κρέμεται ο σκελετωμένος ήλιος
έρχονται
δειλινές γυναίκες απ’ τα όνειρα
κινημένες ιερά –
τι
σημάδια που έφερεν ο ελαφρότερος αυτός θάνατος
όσο μια
ευτυχία που βαθιά κι απ’ το πνεύσιμο των φύλλων
όταν ο
φτερωτός γαλάζιος δαίμονας
ίδιος μ’
ευαίσθητο θηλαστικό την όραση πλουτίζει
από
δρόμον αιώνιο μεθώντας.
Πρώτος
χαρούμενος ο ποιητής
χαίρεται
της ανοίξεως τα δίχως τέλος άνθη
μόνος
αγγίζοντας
το
τρυφερό έπος των χρωμάτων.
Είναι μια
δύναμη ψηλά στ’ αστέρια
είναι στ
κουρασμένο σύννεφο η παρηγοριά
της
Αττικής ουράνια ευαισθησία.
Ο Γιάννης
πάλι σαν το ζεστό ελάφι
τραγουδά
τη μοναξιά
κρατώντας
μες στα δάχτυλα τους ύπνους
ελπίδων
ιδεών ονείρων από μετάξι.
Ω νύχτα
τόσον αθώα βασιλεύεις με τα ύψη –
των
άστρων ερωτικός είναι ο μεγάλος ποταμός –
κι η
θλίψη πάντα του φθαρτού μεσ’ στην καρδιά μας.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
από τη σελ. 121
ΠΕΡΠΑΤΩΝΑΣ
Φασματική
Αθήνα σε χειμέριον όρθρο
ποιος θα
ζυγίσει το δικό μας πόνο
μέρες νύχτες
ώρες βροχερές
όταν μας
έκλεινε η σιωπή σαν παλιά παράθυρα
δίχως τα
δένδρα δίχως της γυναίκας το φιλί
μέρες νύχτες
ώρες βροχερές…
Να
περιμένεις την πνοή π’ ανοίγει τις οράσεις
ο ποιητής
ανθίζει
δεν
τρέχει πίσω από τις λέξις
έχει σαν
το λουλούδι μια μοίρα
είν’ ο
αθέλητος
έρχετ’ η
βροχή νοτίζει το χώμα ο ήλιος
θα ’ρθει
η νύχτα θα ’ρθει κι η μέρα
και πάντα
το φως.
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]
ΑΔΑΜΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
(από τη
συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ]
Ανθρώπινος ο ουρανός φωνάζει τις
αισθήσεις
κι ο ήλιος να υφαίνει μια σχιζοφρένεια
στα τέρματα της ψυχής
να ’χεις το έγκλημα στις λέξεις και
στο στήθος
ένα μαχαίρι διπλωμένο μέσα στις ορμές
–
κραυγάζεις την καταστροφή δεν έρχεται
πλήρης
κι η εξουσία του σώματος πώς
συνεχίζεται γύρω
σφάζοντας τ’ αφτιά μου…
Στον ύπνο, είδαμε, λύνονται τα νεύρα
χαίρονται τα οστά
ο δρόμος τ’ ουρανού τι καθαρός που
είναι
ξετυλιγμένος από δροσερούς αγγέλους
ένας ο δρόμος και πολλοί άγιοι
κάθε αυγή τον καθαρίζουν.
Εδώ σαλεύεται ο μανικός οίστρος από θεϊκές δυνάμεις.
Ώστε λοιπόν ας δώσουμε τ’ ανθρώπινο
κράτος στην ενεργό κοίμηση.
Ένα πηγάδι αντίστροφο μας έλαχε ο
αντίλευκος Αδάμ
αλλ’ όμως δεν αδειάζει στη Βαρύτητα κι
αδειάζει στο Χρέος.
Είμαι θνητός ας κοιμηθώ μες στην αγάπη
ας κοιμηθώ στην αφύπνιση.
Η αγάπη είναι το τέλος του σώματος.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Σαν την
πηγή που ακούγεται μακριά
στους
δροσερούς καρπούς και στις σκιές των εντόμων
έρποντας
ο λαμπρός αστρίτης
όπου σε
μάζες ονείρου φλέγεται ο τραγοπόδης
η χαρά
των ήχων έρχεται ως το αίμα
ως την
αγαλματώδη σιωπή του νου
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]
ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΜΠΑΧ
ΑΝΩΦΕΡΕΙΑ
(από τη συλλογή Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ
ΑΣΤΡΩΝ 1962)
Άνοιξη
φθινόπωρο καλοκαίρι χειμώνας
ο Μπαχ
ανεβαίνει πάντα στους αιθέρες
γελαστός
άγγελος του δρυμού μεγάλος ιδιοκτήτης
ο Μπαχ
ανεβαίνει την ουράνια σκάλα ιερέας των
ήχων
απ’ τη
βροχή νεότερος
αγιόκλημα
φυτρωμένο στ’ όργανο της εκκλησίας
η θαλπωρή
μες στην ανάγκη του θεού μεγάλη.
Παντρεύει
τις φωνές με την καθαρότητα
πέρ’ από
κάθε εποχή πετά νομίσματα χρυσά στους λυπημένους
δείχνοντας
την ειρήνη ψηλά στα γαλανά τ’ αμπέλια
ψηλά στον
ηδυόνειρο χρόνο της λησμονιάς.
Άγγελος
της πηγής μοιράζει το νερό σε τόσους διψασμένους
κόβει με
γαλανή ρομφαία τον καιρό
κι
ανοίγει με γαλανή ρομφαία τον καιρό ως την έλπιση.
Βλέπω
τους ήλιους είναι σταλαγμένοι σ’ ένα βόρειο κορμί
τη θλίψη
κομίζοντας των άστρων.
Ποτάμι
θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι
διαβάτες
που θέρισαν ένα-ένα
τα χαμηλά
έργα τ’ ανθρώπινα στην καθημερινή ζωωδία
και
στάθηκαν ακούοντας τους ουράνιους ήχους
–
ποτάμι
θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι.
Ένα ψηλό
χαρούμενο στάχυ βλέπω μες στην ουράνια την Αττική
μετρώντας
ήσυα το θάνατο
μικρές
ζωές τους κυματισμούς ανθρώπινους
ένα ψηλό
χαρούμενο σταφύλι
μεθώντας
την καρδιά μου σ’ άγνωστην αλήθεια
στις
ερημιές της αγάπης όταν περπατώ μ’ ένα κλωνάρι τόσον ανθισμένο
πέρα που
ο άνεμος έχει σταματήσει
εκεί που
τ’ όνειρο δε βρίσκει τους λειμώνες του ύπνου
κι η
κορασιά κοιμάται μόνη.
Ένα ψηλό
χαρούμενο δένδρο δίχως όνομα
ρίχνει
τις μεγάλες σκιές ένα δένδρο
πώς
καθρεπτίζεται στη στέρνα της γαλήνης!
Κι ο
ήλιος με φύλλα και αθώα έντομα
τον ηχηρό
Παράδεισο στ’ αμίλητα νερά μοιράζει.
Κρασί των
αιθερίων
χύθηκε
μες στους μίσχους ένθεων ψυχών
έρωτας ο
γλυκύτερος του πόνου κάτοικος
ειρήνη
και ο θάνατος όμαιμος ως τα πλάτη.
Χαίρε ο
χλοερός ήλιος του χειμώνα
χαίρε ο
ακατάλυτος κι όταν φύγω απ’ το σώμα
συ θα
τραγουδάς υιός εύοσμος
Ιωάννης.
Ήχοι την
αρμονία χύνετε στους κύλικες της ακοής
και πορφυρίζονται
τα όνειρα με το αίμα.
Σύγκορμος
ο θνητός ανέφελα τα στήθη
κι η ορμή
του σώματος περ’ απ’ το σώμα.
Στο
φαράγγι του τρόμου στη χαρά των λουλουδιών
ας
ονομάσουμε την αγάπη αντήχηση του Πατέρα
μόνος ο
θάνατος αλλάζει τη φωνή μας.
Ένας
βαθύς άγνωστος εορτάζει στα νεύρα
ηχώ της
βροχής
όταν ο
αέρας μυρίζει καρπούς και χώμα.
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ ΜΑΛΕΡ
Έχει
πένθος η ψυχή καθώς ακούει τους αυλούς μελανοστάλακτους
ώρες με λυπηρά δευτερόλεπτα λένε τη βροχή
στα ζούδια
και στην ουράνια κλεισμένη θύρα
σάλπιγγες του κλαυθμού σάλπιγγες δίχως άστρα
τυφλά πουλιά και πάνε στην αθώωση
ο ύπνος του δράκου π’ αφήνει στα παιδιά
την ανάσα και θυμούνται ήσυχα πως ο τρόμος
απλώνει το νυχτερινό δίχτυ στο δάσος
όταν οι φαιόχροες άνεμοι πνέουν αργά
την αχώριστη τύχη κινώντας απάνω στα δέντρα
φύλλα τραγούδια κι αμίλητοι χυμοί
που γεννούν ένα υγρό θαύμα στην πέτρα των ήχων
ένα φεγγάρι πληγωμένο στα μάτια
και χύνεται ώς τη χαραυγή σ’ όλο το δάσος αίμα
σκοτεινό βασίλειο της πρωίας
οι γυναίκες είν’ ακόμη μεθυσμένες από βόρεια παραμύθια
οι γυναίκες είναι σα μαινάδες σκοτωμένες κάτω από μεγάλα δέντρα
μαζί με σαύρες οπού ξεκουράζονται στις αστραπές
και λάμπουν όλα για λίγο.
Πάλι να γίνουμε φίλοι, λέει ο θεός,
για να χαρίσουμε την αύρα στα στήθη
όπως ο θρήνος βγαίνει απ’ το χρόνο σε μια συννεφένια γαλήνη
πάει στους ακέραιους νεκρούς
εδώ που η νύχτα λιώνει τόσα όνειρα στενάζοντας
και δίνει όλη την αγάπη στο νερό
με θανάτους κι αθόρυβα τύμπανα
μακριά πολύ μακριά και μακρύτερα
δόντια θηρίων που βλέπει συχνά στο χώμα του δάσους
ο άνθρωπος από μεγάλη ερημιά περπατώντας.
Άσπρος χειμώνας κι ο ακούσιος αετός πέφτει χάμω
πέρα είν’ η χαραυγή των πνευστών ονείρων
ένας ατέρμων ιαματικός ιερέας κρέμεται ψηλά
τι άσπρος χειμώνας έχω ανάγκη χοντρά ρούχα
διψώ
την ακέραστη ματιά της γυναίκας
που τραγουδά τώρα μονάχη
κυνηγημένη από κοπάδι αγριμιών
εδώ στις μαυροκίτρινες πεταλούδες.
Άλλη μια χαρά και πάλι το αίμα να χύνεται
δεν έχω στήθη, δεν έχω στήθη
λέει βαθιά στον άνεμο η Ανδρομέδα
είμαι γκρεμός από φως και φοβερίζω τα δέντρα νυχταγκαλιασμένα
τρέχουν ολοένα τα ελάφια
κι ακούγονται νερά δίχως φεγγάρι.
Άσπρος χειμώνας οι δαίμονες του δρυμού σε περάσματα
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]
Η ΜΟΥΣΙΚΗ
(από τη συλλογή του Νίκου
Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)
Φύλλα
δροσερά των ήχων απ’ το ουράνιο δένδρο
με χυμούς
καθώς χάνονται σε παντρειές τραγουδιών
όπου η
σιγή δεν έχει ακόνι και στέκει μονάχος
ο
λυτρωτής τ’ αστέρια σε μεγάλα νομίσματα κόβοντας
να
φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
Φύλλα
χαμηλόπνοα των ονείρων ένας αέρας
δυνατός
μπορεί ν’ αλλάξει τη φωνή σας
για να
λάμψουν οι ρομφαίες από χρώματα
στη
χαραυγή του στήθους όταν είμαι πάλι να σας κράξω
να
φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
Φύλλα
γεμάτα θάνατο φύλλα στον ήλιο μαύρης Ανοίξεως
τι
σχολείο που είναι η θλίψη
και τα
πουλιά πέρα στην άσπιλη λαλιά βαθαίνουν ετοιμασίες
θάμβος
μια χλόη μικρή και την παράκληση
να
φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου
ΚΥΡΙΑΚΗ
Πάλι μια
Κυριακή στενάζει μεσ’ στο κρύο
είναι του
στήθους η μεγάλη παγωνιά
η φεγγερή
μου ανάσα
όπως ο
γαλανός καρπός βοά σ’ ένα άδειο καλοκαίρι.
Πάλι μια
Κυριακή με φέρνει ως το θάνατο
γυρίζω
δύσκολα τη μνήμη
κι αν
ποθώ τ’ αστέρια δεν έχω τη χαρά
του
σκοτεινού βαθειάν ελπίδα τώρα
Γι’ αυτό
στενάζει μεσ’ στην Κυριακή
μονάχη
της η δύναμή μου
[από τη συλλογή
του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΙΩΝΙΟ
ΡΟΧΘΟ ΤΗ ΛΑΛΙΑ…
(Α!.. η ζωή τι παιδεμός σαρώνει
τη χαρά με θειάφι…)
ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ: Ιερά προχωρούν εδώ οι ακράδαντοι έλληνες η
Οδός των τάφων οδηγεί στον Πειραια
κι είναι αρχαία θάλασσα πατρίδα στους
καιρούς ανταύγεια μόνη. Τα όνειρα
παίρνουν απ’ τον αιώνιο ρόχθο τη λαλιά
και πετώντας ο αδέξιος γλάρος
έχει σβήσει τα όρια
παρελθόντος παρόντος και
μέλλοντος. ΑΣΜΑ ΔΑΚΡΥΚΙΝΗΤΟΝ: Bas – Empire ο μεσαίος ουρανός της μοίρας μας κι
ο ήλιος αττικός σύντροφος και
πολιούχος πλαγιάζει με τη μοναξιά του
Γιάννη. Είναι δε ένδοξος αυτός ουρανός ολημερίς του πλούτου ο Μελωδός και σχίζει το
στερέωμα φωτιές τον περιζώνουν ολονυχτίς της ευωδίας ο Πανσέληνος οι χρόνοι δροσεροί με τάματα τον
ασημώνουν κι αμάραντη θάλασσα τον έρωτα
βαθαίνει στα νερά της. ΤΡΙΓΥΡΩ ΣΤΗΝ
ΑΚΡΟΠΟΛΗ: Πέτρες με μάτια γεμάτα νερό
οι αρχαίες φωνές έρχονται απ’ το γκρίζο, μιλούν οι βράχοι και τα μάρμαρα λευκά όσο ο θάνατος ανθρώπινα πολύ μες τη θεότητα ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΚΡΑΣΙ: Βρέθηκα πάλι με το άνθος
έρημος εδώ στο φως του καπηλείου φεύγει σαν έντομο η ματιά προς τη
συννεφιασμένη οροφή καυσόξυλα τα
κάρβουνα η μαυρισμένη σκάλα τόσον
αρχαία όσο κι η γεύση του θεού μεσ’ τη
ροή μας. Είναι σαν εκκλησία ο χώρος
είναι οι έλληνες όποιος νεκρός εδώ μ’
ευσέβεια μνημονεύεται προσμένει ο καιρός
απάνω στις σκόνες. Α η ζωή τι
παιδεμός στρώνει τη χαρά με θειάφι.
[ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ, απ΄’ τη συλλογή Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962, ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α΄ 1961 -1978,
Ίκαρος εκδοτική εταιρεία]
Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου