Μεσάνυχτα. Κάτι χλωρό κι αιφνίδιο σε ζυγώνει,
σάλιο
μικρού παιδιού ανθίζει στον αέρα
κι όλο το
σπίτι σκοτεινό.
Βήματα και
φωνές της μέρας τα ήπιε το σκοτάδι.
Είναι η ώρα
που γράφονται ποιήματα
καθώς η
κούραση κατακάθεται σα σκόνη
κι η άλλη
μέρα θα φυσήξει πάνω της
και πάλι θα
σου φάει τα τσίνορα.
Είναι η ώρα
που πηδάει έξω απ’ το χρόνο,
ο χρόνος
που γίνεται στιγμή,
πέτρα που
απλώνει κύκλους στο νερό
κι ενώ έχει
αγγίξει το βυθό,
επάνω της
οι κύκλοι όλο πλαταίνουν.
Ώσπου ακούς
απ’ την κουζίνα το ψυγείο,
το τρίξιμο
του κρεβατιού και νιώθεις
πως σε
ξαναβάζουνε στην πρίζα
απ’ όπου
απρόβλεπτα σ’ είχε ένα χέρι αποσύνδέσει
[ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989 – κι άλλα ποιήματα απ’
αυτή τη συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Μιχάλης
Γκανάς ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]
ΘΑ ’ΝΑΙ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ, ΓΥΑΛΙΝΑ ΚΑΙ ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ
(από τη συλλογή του Μιχάλη
Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)
Ι
Χάραξε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όλο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν.
ΙΙ (στον Χρήστο Μπράβο)
Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.
Στο πρώτο χιόνι, έφαγε και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι
που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα ’φερνε ο άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.
Στα πενήντα του θα ’τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το ’μαθε.
ΙΙΙ
Νερόμυλοι αλέθουνε σιτάρι, καλαμπόκι
μαύρο, η μνήμη του χλοΐζει ονόματα
και τόπους, μα δεν ακούει τον άνεμο
κι ας τρέμει, ας κυματίζει το χορτάρι
κι όταν μιλάει τα λόγια χάνονται
σε χαραμάδες και χαλίκια του κορμιού του,
μα να ’τη μια γυναίκα τώρα,
που λέει τα’ όνομά του δυο και τρεις φορές
μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.
Θάνατε μη τον κατατρέχεις άλλο
κι εσύ ζωή μην του γεμίζεις άμμο
τις ραφές των ρούχων του και τα ρουθούνια,
κατέβηκε από ψηλά βουνά και νάτος τώρα
πάνω στο δίσκο της αγάπης,
που θα τον κάνει μια μπουκιά,
στη φυλλωσιά της θα τον κρύψει,
πώς κρύβει δένδρο του πουλί.
ΙV (στον Φίλιππο Βλάχο)
Θολό ξημέρωμα, σοκάκια και σκυλιά
δεμένα, μα στον αέρα κάτι απ’ τα μαλλιά της,
που τα ’λουζε
Σάββατο βράδυ μοσχοσάπουνο.
Απέστρεφε τα μάτια ο Παντοκράτορας
απ’ τα πλεούμενα της λίμνης να τη δει
και τότε σήμαιναν καμπάνες,
μπαίναν οι Χριστιανοί στις εκκλησιές.
Φυσάει το Μιτσικέλι κι οι ντάπιες
πέφτουν μία-μία στα χέρια των εχθρών,
μα ποιών εχθρών που νάτος
φάνηκε ο εισπράκτορας με γκρίζο αμπέχονο,
με βήχα και τσιγάρο,
βρίζει τον οδηγό και τους τουρίστες,
τον Ρόβα πέρα στην Βλαχιά.
V
Σ’ ακούω που περνάς τα μεσημέρια
αλάτι κουβαλώντας νοτισμένο
κι όπως χτυπούν τα πέταλα στις πέτρες,
μυρίζει θειάφι ο πικρός αέρας.
Σ’ ακούω που περνάς τους λαβωμένους
με τις πληγές τους σταυρωτά στο στήθος,
δεμένους με τριχιές κι άλλους με σύρμα,
τον Κωνσταντή στο ίδιο του το αίμα.
Σ’ ακούω τον όρθρο που οι παπάδες ψέλνουν
κι είναι βουβές στον ύπνο μου οι καμπάνες,
μ’ ένα ραβδί, τυφλός, να ζητιανεύεις
κι αχνίζει απ’ τα μαλλιά σου μαύρο αίμα.
Στους ουρανούς δεν πάει σαν το λιβάνι,
στα σύρματα κουρνιάζει, στις κολόνες,
γκρίζο πουλί με κόκκινα ποδάρια,
που κρυφακούει τα κρυφά μαντάτα.
VI
Παράκτια πολυβολεία να βαρούν τη θάλασσα,
μόνος εγώ με τα μποστάνια πίσω μου
και τα βουνά βραδυφλεγή κι απύθμενα.
Φτέρνα που τα πατεί, βρυσούλα που τα βρέχει
και το ντουφέκι ύπουλο σαν ερπετό
τ’ ακούς εδώ τ’ ακούς πιο πέρα,
κλείνουνε σπίτια μαυροφορούν γυναίκες,
κατηφορίζουν τα χωριά για το ποτάμι.
Οι κέδροι ψύχουν τον ορίζοντα,
πέφτει χαλάζι, πέφτει βαρύς
ο ουρανός στους ώμους,
πού ξαποσταίνει το γαλάζιο, πού μοιράζεται;
Το λίγο στο μυρμήγκι
το πολύ στο τζίτζικα,
οι ρώγες του στα θεοπούλια.
Ας πάει κι άλλο αυτό το τσέρκι,
θα παίξει θα νυστάξει το παιδί,
χωρίς τον φύλακα άγγελο
θα τριγυρνά στη νύχτα.
Κι αν θα βρεθεί γυναίκα να του φέγγει.
VII
Τον ξέρω αυτό τον τόπο,
ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι
μου.
Έχουν αλλάξει όλα
κάτω απ’ τον ίδια ουρανό.
Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι
άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.
Ας ξαναπέσουν όλα
στην πράσινη βουβή αγκαλιά.
Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω
το καπάκι του ουρανού που
κλείνει.
Σ’ αυτή την κιβωτό είμαι το είδος δίχως ταίρι!...
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κάθεται
μόνος και καθαρίζει τ’ όπλο του στο
τζάκι.
Κανείς
δεν θα ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν
οι δρόμοι απ’ το χιόνι, σαν πέρυσι, σαν
πρόπερσι.
Χριστούγεννα
και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το
τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα και το
κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη
τρία χρόνια πεθαμένη.
Κάθεται
μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν
πίνει, δεν καπνίζει, δεν μιλάει.
Στην
τηλεόραση χιονίζει, το στρώνει αργά στο
πάτωμα και στο τραπέζι
και
στις παλιές φωτογραφίες, γνώριμα μάτια
των νεκρών,
που
τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη
τρία χρόνια πεθαμένη
και
μόνο το δικό της βλέμμα έρχεται απ’ τα
περασμένα.
Κοντεύουνε
μεσάνυχτα και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’
το πρωί.
Πώς
να του πω «Καλά Χριστούγεννα», ευχές
δεν φτάνουν ως εδώ,
δρόμοι
κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η
σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα
να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια
μοναξιά που χτίστηκε σιγά-σιγά μ’ όλα τα
υλικά και δίχως λόγια.
Κοντεύουν
ξημερώματα κι ακόμη γυαλίζει τ’ όπλο
του δίπλα στο τζάκι
με
αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει
στα δάχτυλα το λάδι αλλά το χάδι
χάνεται.
Θυμάται
κυνηγητικές σκηνές με αγριογούρουνα και
χιόνια ματωμένα,
πριν
γίνει θήραμα και ο ίδιος στην μπούκα
ενός κρυμμένου κυνηγού
που
τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας
να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε
μια λάμψη κάννης, πότε μια κίνηση στις
κουμαριές
κι η
μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει
καλά ότι κρατάει μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο
σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν
αποφασίσει να του ρίξει δεν θα προλάβει
πάλι να τον δει
πίσω
απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.
Αν
σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και
δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς
να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω
να γίνω πατέρας του πατέρα μου
ένας
πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό
και δύστροπο παιδί,
και
να του πω μια ιστορία για να τον πάρει
ο ύπνος.
Ύπνε
που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…
Ύπνε
που παίρνεις τα παιδιά
πάρε
και τον πατέρα, απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα
να ’ταν λαβωμένος.
Όπου
πηγαίνεις τα παιδιά εκεί περπάτησέ τον,
με
το βαρύ αμπέχονο στις πλάτες του ν’
αχνίζει.
Δώσ’
του κι ένα καλό σκυλί
και
τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο
σαν κάθε χρόνο.
Να
βγαίνει η μάνα να κοιτά από το
παράθυρο,
την
έγνοια της να βλέπουμε στα γαλανά της μάτια,
κι
όλοι να της το κρύβουμε πως είναι
πεθαμένη.
Ύπνε
που παίρνεις τα παιδιά
πάρε
κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας.
Σε
στρωματσάδα ρίξε μας μια νύχτα του
χειμώνα,
πίσω
απ’ τα ματοτσίνορα
ν’
ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να
βλαστημούν το χιόνι.
Κι
εμείς να τους λυπόμαστε που γίναμε μεγάλοι
και
να βιαζόμαστε πολύ να μοιάσουμε σ’ εκείνους,
να
δουν πως μεγαλώσαμε να παρηγορηθούμε.
[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ
ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]
ΔΙΠΤΥΧΟ
(από τη συλλογή του Μιχάλη
Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)
Ι
Με τα γυμνά της πόδια στις βατιές, άσπρα λαγωνικά
και τούφες – τούφες τα μαλλιά
να τα ξασπρίζει ο χρόνος ή μήπως ήταν ο αέρας.
Αέρας θα ’τανε
και δυνατή βροχή, σχισμή του βράχου
κι αντάρα που χαμήλωνε
σαν την ποδιά της, κρύβοντας το βουνό.
Εκεί στο βράχο κι η καλή της ηλακάτη
τουλούπες έγνεφε και φονικά,
έζωσε μοναστήρια με το νήμα της, έδεσε σπίτια κι έσυρε καράβια,
ώσπου κουράστηκαν τ’ αρθριτικά της χέρια.
Περνούν λαγοί στον ύπνο της κι αγρίμια,
κάνει να τα χαϊδέψει και τα πνίγει,
σπαράζουνε τα τρυφερά κορμιά τους, την ξυπνούν!..
Κοιτάζει το σκοτάδι,
δε μιλάει, καντήλι δεν ανάβει πια,
της το ’σβησε δυο τρεις φορές αέρας δυνατός.
Ποιος να φυσούσε κι από πού, πόρτες παράθυρα κλειστά!..
ΙΙ
Χώρισαν και χαθήκανε
στην ίδια γειτονιά στους ίδιους δρόμους.
Εκείνη γύριζε και γύρευε
σ’ άλλα κορμιά τη μουσική του.
Απελπίστηκε, παντρεύτηκε μια μέρα.
Τον ξέχασε κι αυτόν και το κορμί της,
έγινε σύζυγος, μητέρα, πρώτη ξαδέλφη όλων των απελπισμένων.
Τους βλέπει κάθε βράδυ στην TV.
Αδύνατον να πάει στο κρεβάτι
ώσπου να πέσουν χιόνια στην οθόνη.
Τη γαληνεύει αυτό το άσπρο – ένα τίποτε –
κι έτσι την παίρνει ο ύπνος.
Αλλού βλασταίνουν σώματα καινούργια,
δίνουνε όρκους κι επιμένουν στην αγάπη.
Την απελπίζει τόση ελπίδα.
Τα Σάββατα πρωί – πρωί στη λαϊκή,
κόκκινα μήλα, πράσινα μαρούλια
και σέλινα με τα μαλλιά λυμένα.
Η φύση, μπόλικη και χύμα, της διδάσκει
πως δεν πεθαίνουνε τα μήλα από λύπη.
Κι αναβάλλει μέχρι το άλλο Σάββατο
ΜΝΗΜΗ Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Παράθυρα που κούρασε η
θέα
στη Νίκαια, στο Μετς στην
Καλλιθέα!..
και δεν μπορούν ν’ αλλάξουν
περιβάλλον.
Τα χτίζουν ένα – ένα τα
καημένα
στων τοίχων τα πλευρά και των
μετάλλων,
άνθρωποι σαν εσένα σαν
εμένα!..
Στο τέλος τα δουλεύουν οι
τζαμτζήδες
γράφοντας τις ομάδες που
αγαπάνε.
Φαίνεται καθαρά πόσο πονάνε
σ’ εμάς τους μανιακούς
μπανιστιρτζήδες!..
Οι ένοικοι κρεμάνε τις
κουρτίνες,
να κρύψουν τι στ’ αλήθεια κι
από ποιόνε.
Όλοι το ίδιο γδύνονται και
τρώνε
και χάνονται στου κρεβατιού
τις δίνες!..
Γιατί να τελειώνει λυπημένα
το ποίημα που τόσοι
κατοικούνε.
Ποιος τάχα να τα χρέωσε σε
μένα
και πίσω από την πλάτη μου
γελούνε
ένοικοι, εργολάβοι, θυρωροί…
[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ
ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]
ΚΑΘΕ
ΠΡΩΙ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ ΜΙΑ ΛΑΜΨΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΤΟΝ ΓΟΝΑΤΙΖΕΙ…
Θέλει
να τρέξει να κρυφτεί, θέλει
σκοτάδι. Γύρω τηλέφωνα, πελάτες κι ένας
στα μαύρα με σχοινί και με κουβά, που
τον αδειάζει ως τα γόνατα. Ακούει μέσα
του τ’ ανήμερο πηγάδι τ’ άπιαστο χέλι
που βιδώνεται στη λάσπη, κι ανάβει αργά
το δέκατο τσιγάρο. Σαν προσευχή
σηκώνεται ο καπνός και σαν καπνός από
καμένο σπίτι που χρόνια τώρα όλοι έχουν
φύγει κι αυτό καπνίζει μοναχό του κουφώματα
πατώματα κρεβάτια… [ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ από τη συλλογή
του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]
Παρασκευή, 29 Οκτωβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου